*
[ΠPOOIMIO]
B1
Οι φοράδες που με πάνε όσο μακριά ποθεί η ψυχή
με έφερναν, σαν μπήκαν στον δρόμο της θεάς τον ξακουστό,
που σε κάθε πόλη τον σοφό τον άνθρωπο οδηγεί.
Αυτόν τον δρόμο έπαιρνα· εκεί με πήγαιναν οι συνετές φοράδες
σέρνοντας το άρμα μου, και μπροστά τον δρόμο έδειχναν οι κόρες.
Και ο άξονας στις άκρες έβγαζε ήχο σφυριχτό
ανάβοντας, γιατί τον έσφιγγαν με δίνες διπλοί κύκλοι
και από τις δυο μεριές, όταν σπεύδαν να με σύρουν
οι κόρες του Ήλιου, ν’ αφήσουν τα δώματα της νύχτας
προς το φως τραβώντας τις καλύπτρες απ’ το κεφάλι.
Εκεί είναι οι πύλες για τους δρόμους της νύχτας και της μέρας·
ανώφλι και κατώφλι πέτρινο τις περικλείει·
ψηλά στον αιθέρα μεγάλα θυρόφυλλα τις κλείνουν,
και τα κλειδιά τα ταιριαστά η Δίκη η τιμωρός κρατά.
Μα οι κόρες την ξεγέλασαν με τα γλυκά τους λόγια
και με τέχνη την έπεισαν τον μανταλωτό μοχλό
γρήγορα να τραβήξει από τις πύλες· κι από τα θυρόφυλλα
χάσμα μεγάλο άνοιξαν στρίβοντας στις θήκες μέσα
μια από τη μια και μια από την άλλη τους χάλκινους άξονες
τους στερεωμένους με καρφιά και με στροβίλους· κι ανάμεσά τους
αμέσως πέρασαν οι κόρες άρμα και άλογα στον ίσιο δρόμο.
Και η Θεά με καλοδέχθηκε, με το δεξί της χέρι
το δικό μου χέρι πήρε, και με αυτά τα λόγια μού μίλησε:
Νέε, εσύ που σύντροφος με αθάνατους ηνιόχους
και φοράδες οδηγούς φθάνεις στο σπίτι μου,
καλώς ήρθες· γιατί σίγουρα μοίρα κακή δεν σ’ έβαλε να πάρεις
αυτόν τον δρόμο ―που βρίσκεται έξω από τα βήματα των ανθρώπων―
αλλά το σωστό και το δίκιο. Χρέος σου είναι να τα μάθεις όλα:
και την ατρόμητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας
και τις δοξασίες των θνητών, όπου πίστη αληθινή δεν υπάρχει.
Και ακόμη κι αυτό να μάθεις, ότι οι σωστές γνώμες
πρέπει να έχουν βάση και όλα μέσα απ’ όλα να περνούν.
///
[H AΛHΘEIA]
B2
Όταν λοιπόν εγώ μιλήσω, πάρε μαζί σου τον λόγο που άκουσες,
ότι δύο μόνο οδοί αναζήτησης είναι νοητές.
H πρώτη ορίζει πως είναι και πως δεν υπάρχει μη είναι·
αυτός είναι ο δρόμος της πειθούς· γιατί την αλήθεια ακολουθεί.
H άλλη πως δεν είναι και πως κατ’ ανάγκην δεν είναι·
αυτή, σε βεβαιώνω, είναι ατραπός ανεξιχνίαστη·
γιατί ούτε θα μπορούσες να μάθεις το μη ον ―πράγμα άπιαστο―
ούτε να το εκφράσεις.
///
B3
Γιατί είναι το ίδιο πράγμα το να είναι και το να το εννοείς.
///
B4
Βλέπε μαζί τα απόντα και με τον νου σίγουρα παρόντα·
γιατί το ον δεν θα ξεκόψει να κρατιέται με το ον,
ούτε σκορπίζοντας με κάθε τρόπο και με τάξη
ούτε ξανασμίγοντας.
///
B5
. Το ίδιο μού είναι
απ’ όπου κι αν αρχίσω· γιατί στο ίδιο σημείο θα φθάσω και πάλι.
///
B6
Πρέπει να λες και να σκέφτεσαι το ον· γιατί υπάρχει είναι,
ενώ το τίποτα δεν υπάρχει· αυτά σου παραγγέλλω να τα συλλογιστείς.
Γιατί σε κρατώ μακριά από την πρώτη αυτή οδό αναζήτησης.
Αλλά ακόμη μακριά και από εκείνη, όπου οι θνητοί αδαείς περιφέρονται,
δικέφαλοι· γιατί η αδυναμία μες στο στήθος τους
κατευθύνει τον περιπλανώμενο νου· κι αυτοί παρασύρονται,
κουφοί αλλά και τυφλοί, έκθαμβοι, ορδές χωρίς κρίση,
αυτοί που πίστεψαν ότι το είναι και το δεν είναι το ίδιο είναι
και όχι το ίδιο, και ότι σε όλα αντίθετος υπάρχει δρόμος.
///
B7
Γιατί ποτέ δεν θα επιβληθεί αυτό: πράγματα που δεν είναι να είναι.
Αλλά εσύ κράτα μακριά τη σκέψη απ’ αυτήν την οδό αναζήτησης
ούτε ν’ αφήσεις τη δοκιμασμένη συνήθεια να σε σύρει σ’ αυτήν την οδό,
να τριγυρνάς με άσκοπο μάτι και θορυβώδη ακοή
και γλώσσα, αλλά να κρίνεις με τον λόγο τον επίμαχο έλεγχο
που εγώ πρότεινα.
///
B8
. Ένας πια μόνο λόγος για οδό
απομένει: ότι είναι. Και υπάρχουν σημάδια σ’ αυτήν την οδό
πάμπολλα, ότι το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο,
όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες.
Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί είναι τώρα όλο μαζί,
ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννησή του θα αναζητούσες;
Από τα πού και προς πού να αυξήθηκε; Oύτε θα σ’ αφήσω από το μη ον
να πεις ή να σκεφθείς· γιατί δεν είναι δυνατό να πεις ή να σκεφθείς
ότι δεν είναι. Ποια ανάγκη θα το έκανε
αργότερα ή νωρίτερα να αυξηθεί, ενώ θα είχε αρχίσει από το τίποτα;
Επομένως πρέπει είτε να είναι εντελώς είτε να μην είναι καθόλου.
Ούτε θα επιτρέψει ποτέ η δύναμη της πίστης από το ον
να γίνεται κάτι πέρα απ’ αυτό· γι’ αυτό ούτε να γεννηθεί
ούτε να χαθεί θα αφήσει η Δίκη χαλαρώνοντας τις αλυσίδες,
αλλά το κρατά. Το κρίσιμο ερώτημα σ’ αυτό καταλήγει:
είναι ή δεν είναι. Έχει λοιπόν αποφασιστεί, όπως επιβάλλει η αναγκαιότητα,
η μια οδός να μένει αδιανόητη και ανώνυμη (γιατί δεν είναι αληθινή οδός),
ενώ η άλλη να υπάρχει και να είναι αληθινή.
Και πώς θα μπορούσε το ον να είναι στο μέλλον; Πώς θα μπορούσε να είχε γίνει;
Γιατί αν έγινε, τότε δεν είναι· ούτε πάλι είναι, αν πρόκειται κάποτε να είναι.
Έτσι η γέννηση έχει σβηστεί, ενώ για τη φθορά κανείς ποτέ δεν άκουσε.
Ούτε διαιρετό είναι το ον, γιατί είναι όλο ομοιόμορφο·
ούτε είναι περισσότερο εδώ από εκεί, πράγμα που θα έβλαπτε τη συνοχή του,
ούτε σε τίποτε λιγότερο, αλλά είναι όλο πλήρες από το ον.
Έτσι είναι όλο συνεχές· γιατί το ον πηγαίνει πλάι στο ον.
Και ακίνητο, από γερά δεσμά περιορισμένο,
είναι χωρίς αρχή και τέλος, αφού η γέννηση και η φθορά
πολύ μακριά εξορίστηκαν, τα έδιωξε η πίστη η αληθινή.
Παραμένοντας το ίδιο και στα ίδια, στέκει αυτόνομο,
και έτσι πάλι στέρεο μένει. Γιατί η ισχυρή Ανάγκη
στα δεσμά του πέρατος το κρατά, κι αυτό από παντού το ζώνει·
γι’ αυτό σωστό είναι να μην είναι το ον ατελές.
Γιατί δεν είναι ελλιπές· αν ήταν, θα του έλλειπαν τα πάντα.
Το ίδιο πράγμα είναι αυτό που σκέφτεσαι και ο λόγος που υπάρχει σκέψη.
Γιατί χωρίς το ον, σ’ αυτό όπου εκφράζεται η σκέψη,
δεν θα βρεις την σκέψη. Κι ούτε υπάρχει ή θα υπάρξει
άλλο τίποτα πέρα από το ον, αφού η μοίρα το έδεσε
ολόκληρο κι ακίνητο να είναι. Όλα σ’ αυτό είναι ονόματα,
όσα οι θνητοί έθεσαν πιστεύοντας ότι είναι αληθινά,
πως γεννιέται και αφανίζεται, πως είναι και δεν είναι,
και πώς αλλάζει τόπο και πως μεταβάλλει χρώμα.
Αφού όμως έχει πέρας έσχατο, είναι ολοκληρωμένο
από κάθε πλευρά, σαν τον όγκο ολοστρόγγυλης σφαίρας,
κι από τη μέση εκτείνεται ίσο παντού· γιατί ούτε λίγο μεγαλύτερο
ούτε λίγο μικρότερο πρέπει να είναι εδώ κι εκεί.
Ούτε ανύπαρκτο είναι, για να μην μπορεί να φθάσει
στην ενότητα, ούτε τέτοιο είναι ώστε να είναι υπαρκτό
πιο πολύ εδώ και πιο λίγο εκεί, μια και είναι όλο ακέραιο.
Καθώς λοιπόν είναι από παντού ίσο, ισορροπεί μέσα στα όριά του.
///
[H ΔOΞA]
[50] Εδώ σταματώ τον έγκυρο λόγο και τη σκέψη μου
γύρω από την αλήθεια. Στο εξής δοξασίες ανθρώπινες
μάθαινε, την απατηλή τάξη των λόγων μου ακούγοντας.
Γιατί θεώρησαν σωστό να ονομάζουν δύο μορφές
χωρίς να θεωρούν αναγκαία την ενότητά τους ― σ’ αυτό έχουν εξαπατηθεί.
Αντίθετα στην όψη τα καθόρισαν και σημάδια έθεσαν
χωριστά το ένα απ’ τ’ άλλο: απ’ τη μια η αιθέρια φωτιά,
απαλή, πανάλαφρη, ίδια παντού με τον εαυτό της,
όχι όμως και με τ’ άλλο· απ’ την άλλη εκείνο μόνο του
και αντίθετο, η μαύρη νύχτα, πυκνή στην όψη και βαριά.
Γι’ αυτόν τον κόσμο σού μιλώ εγώ, τον τόσο εύλογο,
ώστε ποτέ καμιά γνώμη των θνητών να μη σε παρασύρει.
///
B9
Κι αφού έχουν πια τα πάντα φως και νύκτα ονομαστεί
και όσα ανήκουν στις δυνάμεις τους έχουν χωριστεί στα δύο,
όλα είναι γεμάτα με φως και άφαντη νύχτα συνάμα,
ίσα μεταξύ τους, αφού κανένα δεν μετέχει στο μηδέν.
///
B10
Θα μάθεις και τη φύση του αιθέρα και όσα είναι μέσα του
σημάδια, και της καθαρής λαμπάδας του λαμπρού ήλιου
τα ολέθρια έργα, και από πού προήλθαν·
για τα περίφημα έργα της κυκλομάτας σελήνης θ’ ακούσεις
και για τη φύση της, και για τον ουρανό ολόγυρα θα μάθεις
από πού φύτρωσε και πώς η οδηγήτρα Ανάγκη τον έδεσε
να κρατά τα πέρατα των άστρων.
///
B11
. Πώς η γη και ο ήλιος και η σελήνη,
ο αιθέρας ο κοινός και το ουράνιο γάλα και ο Όλυμπος
ο μακρινός και η θερμή ψυχή των άστρων όρμησαν
για να γίνουν.
///
B12
Οι στενότεροι [δακτύλιοι] γέμισαν με άκρατη φωτιά
κι οι άλλοι από νύχτα· φλόγα τρέχει μέσα τους.
Και ανάμεσά τους η Θεά, που κυβερνά τα πάντα·
γιατί στη στυγερή τη γέννα και στη σμίξη άρχει αυτή
στέλνοντας το θηλυκό με το αρσενικό να σμίξει, κι πάλι αντίστροφα
το αρσενικό με το θηλυκό.
///
B13
Πρώτο θεό απ’ όλους τον Έρωτα σκέφτηκε.
///
B14
Νυχτερινό γύρω απ’ τη γη πλανιέται ξένο φως
///
B15
Στρέφοντας πάντοτε το βλέμμα προς τις αχτίδες του ήλιου
///
B16
Όπως είναι κάθε στιγμή η κράση των πολύπαθων μελών
έτσι είναι και ο νους στους ανθρώπους· γιατί το ίδιο
είναι αυτό που σκέφτεται ―η φύση των μελών― μες στους ανθρώπους,
σε όλους και στον ένα· και το επιπλέον είναι σκέψη.
///
B17
Απ’ τα δεξιά τ’ αγόρια και απ’ τ’ αριστερά τις κόρες.
///
B19
Έτσι, σύμφωνα με τις γνώμες τους, γεννήθηκαν αυτά και τώρα είναι,
και αργότερα από τώρα θα πεθάνουν όταν πια μεγαλώσουν·
κι οι άνθρωποι όνομα έθεσαν σημαδιακό για το καθένα.
Μετάφραση ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΦΑΣ
*
*
*

