Ερωτική νεορομαντική ποίηση

*

της ΕΛΣΑΣ ΛΙΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Μαρία Σύρρου,
Έτσι ελάχιστη,
Τύρφη, 2024

Στην εποχή μας, ένα μεγάλο μέρος αυτών που ασχολούνται με τη λογοτεχνία επιστρέφουν στο ρομαντικό αίτημα της αποκάθαρσης της τέχνης από το μη συγκινησιακό της περιεχόμενο. Κάνουν, δηλαδή, μια έμμεση ρομαντική κριτική στη νεωτερικότητα, ειδικά στην εργαλειοποίηση που τη χαρακτηρίζει, καθώς και στην τεχνολογική φρενίτιδα και τον θετικισμό που αποστερούν την καλλιτεχνική δημιουργία από το συναισθηματικό της περιεχόμενο και από την εστίαση στο υποκείμενο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο καταιγιστικά πλέον κυρίαρχος ορθολογισμός τείνει να δημιουργήσει τον μηχανοποιημένο νέο κόσμο, όχι μόνο στους χώρους της επιστήμης και της εργασίας, αλλά και στις κοινωνικές σχέσεις και στην τέχνη, όλα γίνονται πράγματα αναλώσιμα που εξυπηρετούν τις ανάγκες της αγοράς.

Θεωρίες, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όπως ο φορμαλισμός, η νέα κριτική και ο δομισμός, συνδέουν τη λογοτεχνία με τη γλώσσα καθαυτή, όχι με την κοινωνική συνθήκη και την έκφραση συναισθημάτων και προσωπικής αγωνίας που οφείλει να οδηγεί στη δημιουργία του έργου τέχνης. Η πραγματικότητα υπονομεύεται, κατά τον Τοντόρωφ, από τη γλωσσική ανοικείωση. Η δομή γίνεται το τι και το πώς της τέχνης, τα συναισθήματα, το καλλιτεχνικό υποκείμενο δείχνουν να αποσύρονται προς όφελος της φόρμας.

Σε πείσμα, ωστόσο, της εργαλειακής και εργαλειοποιητικής εποχής μας, των λογοτεχνικών θεωριών και της κυρίαρχης κριτικής, η λογοτεχνική παραγωγή του 20ού και του 21ου αιώνα προκύπτει κυρίως από τη βασανιστική ανάγκη των καλλιτεχνών να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους και τους άλλους και να μετουσιώσουν τα συναισθήματα, τους φόβους, τις ουτοπίες, τα οράματά τους, τις υπαρξιακές ανησυχίες τους, τα όνειρά τους, αναγνωρίζοντας ότι ζουν σε μια αδιέξοδη ιστορική στιγμή που η κοινωνική μηχανή τείνει να ισοπεδώσει την ανθρώπινη δυναμική.

Το ζεύγος αφηρημένων εννοιών Μορφή και Δύναμη, που συναντάμε από τον Αριστοτέλη κάθε φορά με διαφορετικούς συνδυασμούς λέξεων κι επομένως θεωριών, αναγνωρίζεται στον ρομαντισμό από την εποχή του Σέλλινγκ και είναι ανάγκη, την περίοδο που διανύουμε, να επαναπροσδιοριστεί στον χώρο της λογοτεχνίας. Είναι ανάγκη, δηλαδή, να δοθεί έμφαση στον όρο δύναμη που εκφράζει το συναίσθημα, το ένστικτο, το ασυνείδητο, τον διονυσιασμό, τα πάθη, την ελευθερία, τη φαντασία, το σκοτεινό κομμάτι της ύπαρξης, την εξέγερση, τον θάνατο, το άρρητο. Η μορφή, η δομή του κειμένου, είναι εδώ για να φωτίσει και να αναδείξει τη δύναμη. Οι μεταφορές, οι εικόνες, ο ήχος, το μέτρο, ο ρυθμός, οι αντιθέσεις, οι αμφισημίες και οι συνυποδηλώσεις δεν γίνονται για να παραχθεί ένα άρτιο αισθητικά σύνολο, που είναι ζητούμενο βέβαια, αλλά για να ζωντανέψουν οι λέξεις, να ξεχυθούν οι λέξεις και να μας κάψουν, γιατί έτσι μόνο έχει νόημα η λογοτεχνία.

Ο κόσμος είναι οργανωμένος σε συστήματα, λέει ο Λεβί-Στρως, αλλά η τέχνη για να έχει νόημα πρέπει να μπορεί να τα σπάζει και να τα αποδομεί. Μας το δείχνει καλύτερα ένα ποίημα της Έμιλυ Ντίκινσον.

Μέσα στην Πρόζα μ’ έκλεισαν –
Όπως τότε που μικρό Κορίτσι
Στην Ντουλάπα μ’ έβαζαν –
Γιατί «ακίνητη» έπρεπε να μένω –

Ακίνητη! Αν κρυφοκοιτούσαν –
Θα βλέπαν το Μυαλό μου – να γυρίζει –
Πουλί σαν νά ’χαν περιορίσει
Για Προδοσία – στην Αυλή –

Αυτό δεν έχει παρά να θελήσει
Εύκολα σαν ένα Αστέρι
Της Φυλακής του τα Δεσμά να λύσει –
Και να γελάσει τόσο – Όσο κι Εγώ –

Στο πλαίσιο της τέχνης που εναντιώνεται στη μηχανοποίηση και εντάσσεται σε ένα αυθεντικό ρομαντικό ασυνείδητο, το οποίο συνδέεται με τον χώρο της επιθυμίας, με τον έρωτα, με το σώμα, τοποθετώ και τη συλλογή της Μαρίας Σύρρου Έτσι ελάχιστη. Αρχικά, θα μείνω στον πολύ ενδιαφέροντα τίτλο της συλλογής. Ελάχιστη: υπερθετικός βαθμός τού μικρή, φθίνουσα η πορεία του, εκτινάσσεται στο τίποτα, στο βάραθρο και στο άπειρο, ίσως και την ίδια στιγμή. Δίσημη η σημασία του τίτλου. Στην πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση που επιχειρώ, ο τίτλος έχει μια αυτοαναφορικότητα, παραπέμπει δηλαδή στην ποίηση ποιητικής. Με άλλα λόγια, η ποιήτρια μας δηλώνει: έτσι, με λίγα ποιήματα, με ελάχιστα στέκομαι μπροστά στο θαύμα της ποίησης, για να μιλήσω για το θαύμα του έρωτα. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, ταπεινά, ποιώ τα λίγα ποιήματά μου και τα αφήνω να κολυμπήσουν στο αρχέγονο, ορμητικό ποτάμι της ποίησης.

Στη δεύτερη προσέγγισή μου, το επίθετο, το υπερθετικό ελάχιστη, είναι δηλωτικό του ψυχισμού του ποιητικού υποκειμένου. Τόσο λίγη εγώ, τόσο μικρή και απροστάτευτη, έτσι ελάχιστη, απογυμνωμένη μπροστά στην καταλυτική δύναμη του έρωτα, μπροστά στο ξεδίπλωμα και το ξεχείλισμα συναισθημάτων. Η έλλειψη ρήματος καθιστά τον εγκλωβισμό τόσο στον κόσμο της ποίησης, όσο και στον κόσμο του έρωτα, τόσο βαθύ και αναπόδραστο, τόσο διαρκώς παρόντα και καταλυτικό, τόσο άχρονο και ακίνητο, που κάνει την εμπλοκή του ποιητικού υποκειμένου στην ποίηση και στον έρωτα αδιαπραγμάτευτη, καταλυτική, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

Το ίδιο δίσημη, και προς την ίδια ερμηνευτική προσέγγιση, είναι η ταξινόμηση των ποιημάτων σε δύο ενότητες με λατινική αρίθμηση· ονομάζονται: «κεφαλίδες» η πρώτη και η δεύτερη «υποσέλιδα». Στην κυριολεκτική ερμηνεία, κεφαλίδα είναι η κορυφή της σελίδας, όπου μπαίνουν οι τίτλοι, ενώ το υποσέλιδο, το κάτω μέρος της σελίδας, βρίσκεται κάτω από το κύριο σώμα του κειμένου. Μια σελίδα, μας λέει η ποιήτρια, προσφέρω στο ογκώδες βιβλίο της ποίησης, από την αρχή ώς το τέλος, τη γεμίζω με όσα μυστικά κουβαλάει η ψυχή μου, με όσο έρωτα μπορεί να αντέξει, ετοιμάζομαι το άρρητο κομμάτι μου να το κάνω ρητό, να κάνω το μέσα έξω, να επιστρατεύσω λέξεις για να με ακούσω εγώ και να με ακούσουν και οι άλλοι.

Στη μεταφορική ερμηνεία, βαραίνει ο ψυχισμός της πρωτοπρόσωπης αφηγούμενης· τα συναισθηματικά της προτάγματα, ο έρωτας, η αμοιβαιότητα, το πάθος, η συναισθηματική πληρότητα, μπαίνουν στις κεφαλίδες, είναι καταλυτικά, χωράνε τον κόσμο ολόκληρο. Εδώ περικλείονται τα ποιήματα της ερωτικής κορύφωσης, της συναισθηματικής πληρότητας, μολονότι στα τρία τελευταία μάς προετοιμάζει για την πτώση. Η απώλεια, το τέλος των αισθημάτων, του έρωτα, η ματαίωση, η μοναξιά και ο πόνος μπαίνουν στα υποσέλιδα, όχι γιατί υποτιμούνται ή δεν είναι αρκετά οδυνηρή η αίσθησή τους, αλλά γιατί η ποιήτρια μπορεί να τα συγκρίνει με τον καταλυτικό έρωτα και τα συναισθήματα που έζησε, και να βρει ότι άξιζε τον κόπο· η φθορά των συναισθημάτων μπορεί να γίνεται υποφερτή, όταν προηγείται αυτό που παραθέτω ευθύς αμέσως:

ΒΑΚΧΙΚΟ

Στο ανεπαίσθητο, εκεί, στο μόλις που άγγιγμα
στης γλώσσας την αιχμή, στο κατακλυσμικό
το ξεχείλισμα, εκεί που ο κεραυνός, εκεί
που η μανία, εκεί η Εδέμ, εκεί η τρέλα
εκεί η πρωτόπλαστη που με πνίγει
εκεί· εκεί που, ευοί· ευοί ευάν.

Το ποίημα μας προσανατολίζει σε χώρους βιωματικούς, ακόμη περισσότερο σε χώρους ιερούς, προσπαθεί να μεταδώσει το μη μεταδόσιμο, οι λέξεις γίνονται σπίθες, καίνε το περίβλημά τους και μας ρίχνουν στην ερωτική καταιγίδα με βακχικά επιφωνήματα χαράς. Το ανεπαίσθητο, χωρίς ενδιάμεσα στάδια, γίνεται κατακλυσμιαίο, χωρίς προετοιμασία η ύπαρξη χάνει την ιστορικότητά της και γίνεται η τα πάντα αγνοούσα, μα τα πάντα αισθανόμενη πρωτόπλαστη. Διακρίνουμε μια εσωτερική συναισθηματική πραγματικότητα η οποία, όταν βγαίνει, εκτονώνεται, φέρνει τον κόσμο στην αρχή της δημιουργίας του.

Στον χώρο λοιπόν της ερωτικής νεορομαντικής ποίησης η Μαρία Σύρρου καταθέτει 24 ποιήματα, αφήνεται ανυπεράσπιστη στο έλεος του έρωτα, εμπιστεύεται την ευσπλαχνία της γραφής, τολμά να εκφράσει αρχέγονα συναισθήματα και να αποδεχθεί χωρίς δισταγμό την επανίδρυση εαυτής μέσω των παθημάτων του έρωτα, του απόλυτου έρωτα που μάλλον είναι καταδικασμένος να σβήσει, να φαγωθεί από τις φλόγες του, να αυτοκαταστραφεί, ως να είναι φυσική συνέπεια η πτώση μετά την ακραία ανάβαση.
Επιλέγω να παραθέσω δύο ποιήματα από τη συλλογή της Μαρίας Σύρρου, ένα από την ενότητα Κεφαλίδες και το δεύτερο από την ενότητα Υποσέλιδα.

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Στων δακτύλων μας τις άκρες
πρωτοσμίξαμε (όψιμο καλοκαίρι)
ύστερα τις αφήσαμε αδέσποτες
στη γύμνια μας να αλητεύουν·
ωστόσο – ντροπαλοί κι οι δυο –
φορούσαμε ακόμα τα χαμόγελά μας.

Η συναισθησία κατακλύζει το ποίημα. Τα μάτια βλέπουν, εικόνες τρέχουν από παντού. Η αφή κυρίαρχη, διαρκής θωπεία, ακόμη και μυρωδιές όψιμου καλοκαιριού, που δεν δηλώνει μόνο χρόνο, έρχονται στις μύτες μας. Οξυμένα τα πάντα, σε αντίθεση με το ντροπαλοί, αλητεύουν, τα σώματα γίνονται ο καμβάς που πάνω τους γράφεται η στιγμή που μπορεί να είναι και η αιωνιότητα. Τα δάκτυλα γίνονται το σώμα, το μυαλό, η ψυχή, όλα μαζί, όταν συναντιούνται. Ο πληθυντικός, εμείς, δηλώνει την απορρόφηση του ενός από τον άλλο, το απόλυτο μαζί. Όχι απλώς γύμνια σωμάτων, γύμνια ψυχών, μυαλού, παράδοση. Μόνο τα χαμόγελα φοριούνται ακόμη, δηλώνει η ποιήτρια, μέχρι να καταλυθεί και η ντροπή και η γύμνια να ερημώσει το τοπίο από τους άλλους.
Ο τίτλος του ποιήματος «Αντί προλόγου» απόλυτα δηλωτικός, μιας και το ποίημα δείχνει ακριβώς την ποιότητα αυτής της ερωτικής συνάντησης και τα ψυχικά ανοίγματα που προκαλεί στους εμπλεκόμενους, και προοιωνίζεται την ποιότητα αυτού του ερωτικού συναπαντήματος. Το δεύτερο ποίημα είναι από την ενότητα Υποσέλιδα:

ΤΑΛΑΝΤΩΣΗ

Κι όλο παλεύω με την απουσία σου
με τούτο ’δώ το δάκρυ, που το κρατώ
στην άκρη του ματιού και δεν τ’ αφήνω
να κυλήσει. Πόσο πολύ αντέχει αυτό
το λίγο που μου χάρισες· παράξενο.

Έρχεσαι, φεύγεις, έρχεσαι (παλίρροια)
χωρίς πειστήριο κανένα πως υπήρξες.

Ο πληθυντικός φεύγει, στη θέση του έρχεται ο ενικός, όχι ως απλή χρήση πρώτου προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας, αλλά ως ερημία, ως δήλωση του άνυδρου τοπίου στο οποίο καλείται να επιβιώσει η μονάδα, πλέον, από το ζευγάρι. Εντελώς άνυδρο τοπίο, καθώς τα δάκρυα που θα μπορούσαν να το μαλακώσουν δεν αφήνονται να πέσουν, να κυλήσουν· η λύτρωση που είναι πιθανόν να φέρουν εμποδίζεται, ίσως γιατί ο πόνος είναι θεμιτή και αναπόδραστη κατάσταση, με κάποιον τρόπο αρεστή, γιατί διασώζει την ανάμνηση και την ένταση του έρωτα. Ο τίτλος «Ταλάντωση» δηλώνει την παγίδευση της ομιλούσας, τους κύκλους που διαρκώς κάνει προσπαθώντας να απεμπλακεί από τα ερωτικά δεσμά και συνεχώς επιστρέφοντας, απορώντας και η ίδια με τη δύναμη και την ένταση του αισθήματος, ανακόλουθες με το μέγεθος της ερωτικής προσφοράς.

Ενδιαφέρον έχει ο τελευταίος στίχος «χωρίς πειστήριο κανένα πως υπήρξες». Εδώ αναδύεται η ποιητική ιδιότητα. Η ποιητική φαντασία, η ποιητική αυθαιρεσία. Ο έρωτας, το πάθος, συχνά συμβαδίζει με τις ανάγκες μας, με το τι είμαστε και το τι θέλουμε κάθε φορά. Είναι η προβολή που κάνουμε στα πράγματα, η κατάθεση των ελπίδων, της φαντασίας, του ουτοπικού μας κόσμου. Αυτών που ζητάει, που λαχταράει η ψυχή μας, η ανάγκη μας που παίρνει σάρκα και οστά. Τον ζούμε ως να υπάρχει, ίσως και ακόμη περισσότερο. Ποιος, άλλωστε, μπορεί να μας πει με βεβαιότητα αν κάτι που ζούμε είναι πραγματικό ή όχι; Όταν μάλιστα η φαντασίωση, η προβολή, η ανάγκη, μετατρέπονται σε ποίηση, τότε κανείς δεν μπορεί να διαψεύσει και να διαψευστεί από τον έρωτα.

Η ποίηση της Μαρίας Σύρρου ξεκινά από μέσα, από βαθιά, παράγεται από πλούσιο ψυχισμό, γι’ αυτό και το ερωτικό ταξίδι γίνεται μια δοκιμασία, στην οποία υποβάλλει τον εαυτό του το αφηγούμενο υποκείμενο. Η μετάβαση από τον εορταστικό ρυθμό του έρωτα στη σκιά της απώλειας, της ματαίωσης και της ερημίας επιτυγχάνεται από το ηχητικό και λεκτικό σώμα των ποιημάτων, παύει να είναι προσωπικό βίωμα, παρασύρει κι εμάς, μέσα από την ιστορία των λέξεων, στη δίνη του έρωτα και στην επίγευση των ρωγμών, της απώλειας και του θανάτου, τελικά, μέσω αυτής. Και καθώς αναδύονται οι λέξεις μάς μπλέκουν αναπόδραστα στον μαγικό κόσμο του έρωτα και της ποιητικής ματιάς της Μαρίας Σύρρου, αν και η ίδια δεν τις εμπιστεύεται, φοβάται πως δεν μπορούν να εκφράσουν το σκοτεινό και ιερό κομμάτι του έρωτα. Μας προειδοποιεί λοιπόν:

ΖΗΤΗΜΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ

Μην τις παίρνεις στα σοβαρά τις λέξεις·
ερμηνεύουν και ερμηνεύονται.
Να εμπιστεύεσαι μονάχα
τους αναλλοίωτους ήχους·

τον παφλασμό, το κελάρυσμα
το θρόισμα και την αστραπή
τον βρυχηθμό, το κελάδισμα

– το θρήνο της αλκυόνας, ας πούμε
και το προμήνυμα της κουκουβάγιας.

Κι αυτό που τώρα σου γράφω
μην το εμπιστεύεσαι, όχι·

γιατί δεν έχω άλλον τρόπο να σ’ το πω
παρά μονάχα με λέξεις.

*

*

*