Ιωάννης Δαμασκηνός, Νεκρώσιμα ιδιόμελα

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Με τον δικό του τρόπο και την ιδιαίτερη ματιά του απέδωσε στη νεοελληνική ο Άρης Δικταίος τα Νεκρώσιμα Ιδιόμελα του Ιωάννη Δαμασκηνού, που ψάλλονται στη Νεκρώσιμη Ακολουθία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για τον Δαμασκηνό ως ποιητή και υμνογράφο καθώς και για τη Νεκρώσιμη Ακολουθία παραπέμπουμε στην πρώτη δημοσίευση της ανθολόγησης της βυζαντινής ποίησης.

~.~

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

Νεκρώσιμα ἰδιόμελα

Ἀπόδοση Ἄρη Δικταίου

 

Σὲ ποιὰν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς δὲν ἔχει ἡ θλίψη
τὸ μοιράδι της; Πάνω στὴ γῆ ποιά δόξα
ἔμεινε ἀσάλευτη; Πιὸ εὔθραυστος κι ἀπὸ τὸν ἴσκιο,
πιὸ ἀπατηλὸς κι ἀπ’ τὰ ὄνειρά εἶναι ὁ κόσμος.
Λίγο νὰ γείρει, καὶ τὴ θέση του ὁ θάνατος παίρνει.

Σὰν λουλούδι μαραίνεται, σὰν ὄνειρο φεύγει
καὶ περνᾶ καὶ σβήνει ὁ ἄνθρωπος. Ἂλλ’ ὅταν
ἡ σάλπιγγα ξανασημάνει, οἱ πεθαμένοι,
ὅλοι, ὡς σὲ δυνατὸ σεισμό, θὰ σηκωθοῦνε.

Θέ μου, ἡ ψυχὴ πόσο ἀγωνιᾶ, πόσο ὑποφέρει
ὅταν τὸ σῶμα ἀποχωρίζεται! Πῶς κλαίει, τότε,
Θέ μου, καὶ νὰ τὴ λυπηθεῖ κανεὶς δὲν εἶναι!
Παρακαλεστικὰ γυρνᾶ καὶ βλέπει τοὺς Ἀγγέλους,
ἀλλὰ τοῦ κακοῦ! Ἁπλώνει στοὺς ἀνθρώπους
τὰ χέρια της, μὰ δὲ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴ βοηθήσει.

Μάταια, μάταια εἶναι ὅλα τ’ ἀνθρώπινα, γιατί
δὲν δύνονται κ’ ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατο νὰ ὑπάρχουν.
Κανεὶς δὲν παίρνει τὸν πλοῦτο του μαζί του,
ἡ δόξα δὲν τὸν ἀκλουθεῖ, γιατί ὅλα, ἄχ, ὅλα
χάνονται ἀμέσως μόλις ὁ θάνατος προβάλλει.

Φοβερὸ τὸ μυστήριο, ἀλήθεια, τοῦ θανάτου!
Βίαια πῶς ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ κορμί της;
Κόβεται ἀπὸ τὴν ἅρμοσή του καὶ τὸ δέσιμό του
κι ὁ φυσικώτερος δεσμός, ὁ Θεὸς ἂν θέλει.

Ποῦ ’ναι ἡ προσπάθεια τοῦ κόσμου, ποῦ ’ναι
ἡ φαντασία τοῦ ἐφήμερου, ποῦ ’ναι τὸ χρυσάφι
καὶ τὸ ἀσῆμι, κ’ ἡ χλαλοὴ καὶ τὸ πλῆθος
τῶν δούλων τοῦ σπιτιοῦ τί νὰ γενήκαν;
Ὅλα σκόνη καὶ στάχτη κ’ ἴσκιος ἐγενήκαν.

Τὸν προφήτη θυμήθηκα ποὺ ἔλεγε: Δὲν εἶμαι
παρὰ χῶμα καὶ στάχτη. Κ’ ἔσκυψα καὶ πάλι
στοὺς τάφους, καὶ τὰ γυμνὰ εἶδα κόκκαλα: «Τί νά ’ταν,
ἄραγε», συλλογίστηκα, «βασιλιᾶς ἢ στρατιώτης,
φτωχὸς ἢ πλούσιος, ἁμαρτωλὸς ἡ δίκαιος;»

Νόμο μου κ’ ὕπαρξή μου ἔκανα τὸ δημιουργόν σου
πρόσταγμα, γιατί θέλοντας νὰ ἑνώσεις σ’ ἕνα
ζωὴν ὁρατὴ καὶ ζωὴν ἀόρατη, ἀπὸ χῶμα
τὸ κορμί μου ἔπλασες καὶ τὴν πνοή σου,
τὴν θεία καὶ ζωοποιόν, ἔκανες ψυχή μου.

Εἰκόνα σου καὶ ὁμοίωμά σου ἔχοντας πλάσει
τὸν ἄνθρωπο, σὲ παράδεισο τὸν ἔβαλες, κύριο
τῶν κτισμάτων σου, κι αὐτός, ἀπατημένος
ἀπὸ φθονερὸ διάβολο, γεύτηκε τὸ ἀπαγορευμένο,
κ’ ἔτσι ἔγινε τῶν ἐντολῶν σου παραβάτης.
Γι’ αὐτό, στὴ γῆν, ἀπ’ ὅπου πάρθηκε, καὶ πάλι
τὸν καταδίκασες πίσω νὰ ἐπιστρέψει.

Κλαίω καὶ θρηνῶ μόλις στὸ νοῦ μου φέρω
τὸ θάνατο, καὶ δῶ μέσα στοὺς τάφους νά ’ναι
ἡ ὀμορφιά μας ποὺ ὁ Θεὸς τὸ πρότυπό της εἶναι,
ἄσκημη, παρατημένη, δίχως κάλλος! Θέ μου,
γιατί τὸ μυστήριο τοῦτο νὰ μᾶς τριγυρίζει;
Πῶς στὴ φθορὰ παραδοθήκαμε ἔτσι; Πῶς
ὁ θάνατος ἑνώθηκε ἔτσι μὲ τὴν ὕπαρξή μας;

Ἄρης Δικταῖος,  Σ᾽ ἀναζήτηση τοῦ ἀπόλυτου: Ἀνθολογία παγκοσμίου  ποιήσεως, Ἀθήνα 1962, Φέξης, σ. 335-336.

*

*

Ἀκολουθία νεκρώσιμος
ἤτοι εἰς κεκοιμημένους

Νεκρώσιμα Ἰδιόμελα.
(Ἰωάννου Μοναχοῦ, τοῦ Δαμασκηνοῦ).

 

Ἦχος α´

Ποία τοῦ βίου τρυφὴ διαμένει λύπης ἀμέτοχος; Ποία δόξα ἔστηκεν ἐπὶ γῆς ἀμετάθετος; Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα· μία ῥοπή, καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται. Ἀλλ᾿ ἐν τῷ φωτί, Χριστέ, τοῦ προσώπου σου, καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς σῆς ὡραιότητος, ὃν ἐξελέξω ἀνάπαυσον, ὡς φιλάνθρωπος.

 

Ἦχος β´

Ὡς ἄνθος μαραίνεται, καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται, καὶ διαλύεται πᾶς ἄνθρωπος· πάλιν δὲ ἠχούσης τῆς σάλπιγγος, νεκροί, ὡς ἐν συσσεισμῷ, πάντες ἀναστήσονται πρὸς τὴν σὴν ὑπάντησιν, Χριστὲ ὁ Θεός· τότε, Δέσποτα, ὃν μετέστησας ἐξ ἡμῶν, ἐν ταῖς τῶν Ἁγίων σου κατάταξον σκηναῖς, τὸ πνεῦμα τοῦ σοῦ δούλου, Χριστέ.

 

Ἕτερον ἐκτὸς Τυπικοῦ. Ἦχος ὁ αὐτός

Οἴμοι, οἶον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή, χωριζομένη ἐκ τοῦ σώματος! Οἴμοι, πόσα δακρύει τότε, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ ἐλεῶν αὐτήν! Πρὸς τοὺς Ἀγγέλους τὰ ὄμματα ῥέπουσα, ἄπρακτα καθικετεύει· πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὰς χεῖρας ἐκτείνουσα, οὐκ ἔχει τὸν βοηθοῦντα. Διό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἐννοήσαντες ἡμῶν τὸ βραχὺ τῆς ζωῆς, τῷ μεταστάντι τὴν ἀνάπαυσιν, παρά Χριστοῦ αἰτησώμεθα, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ἦχος γ´

Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον· οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται. Διὸ Χριστῷ τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ βοήσωμεν· Τὸν μεταστάντα ἐξ ἡμῶν ἀνάπαυσον, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία.

 

Ἦχος δ´

Ὄντως φοβερώτατον, τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται. Διό σε ἱκετεύομεν· Τὸν μεταστάντα ἀνάπαυσον, ἐν σκηναῖς τῶν Δικαίων σου. Ζωοδότα Φιλάνθρωπε.

 

Ἕτερον ἐκτὸς Τυπικοῦ. Ἦχος ὁ αὐτός

Ποῦ ἐστιν ἡ τοῦ κόσμου προσπάθεια; Ποῦ ἐστιν ἡ τῶν προσκαίρων φαντασία; Ποῦ ἐστιν ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος; Ποῦ ἐστι τῶν οἰκετῶν ἡ πλημμύρα καὶ ὁ θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά. Ἀλλὰ δεῦτε βοήσωμεν τῷ ἀθανάτῳ Βασιλεῖ· Κύριε, τῶν αἰωνίων σου ἀγαθῶν ἀξίωσον, τὸν μεταστάντα ἐξ ἡμῶν, ἀναπαύων αὐτὸν ἐν τῇ ἀγήρῳ μακαριότητι.

 

Ἦχος πλ. α´

Ἐμνήσθην τοῦ Προφήτου βοῶντος· Ἐγώ εἰμι γῆ καὶ σποδός· καὶ πάλιν κατενόησα ἐν τοῖς μνήμασι καὶ εἶδον τὰ ὀστᾶ τὰ γεγυμνωμένα καὶ εἶπον· ἆρα τίς ἐστι, βασιλεὺς ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος ἢ πένης, ἢ δίκαιος ἢ ἁμαρτωλός; Ἀλλὰ ἀνάπαυσον, Κύριε, μετὰ Δικαίων τὸν δοῦλόν σου, ὡς φιλάνθρωπος.

 

Ἦχος πλ. β´

Ἀρχή μοι καὶ ὑπόστασις, τὸ πλαστουργόν σου γέγονε πρόσταγμα· βουληθεὶς γὰρ ἐξ ἀοράτου τε, καὶ ὁρατῆς με ζῷον συμπῆξαι φύσεως, γῆθέν μου τὸ σῶμα διέπλασας, δέδωκας δέ μοι ψυχήν, τῇ θείᾳ σου καὶ ζωοποιῷ ἐμπνεύσει. Διό, Χριστέ, τὸν δοῦλόν σου, ἐν χώρᾳ ζώντων, ἐν σκηναῖς Δικαίων ἀνάπαυσον.

 

Ἕτερον ἐκτὸς Τυπικοῦ. Ἦχος ὁ αὐτός

Κατ᾿ εἰκόνα σὴν καὶ ὁμοίωσιν, πλαστουργήσας κατ᾿ ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον, ἐν Παραδείσῳ τέθεικας, κατάρχειν σου τῶν κτισμάτων· φθόνῳ δὲ διαβόλου ἀπατηθείς, τῆς βρώσεως μετέσχε, τῶν ἐντολῶν σου παραβάτης γεγονώς· διὸ πάλιν εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη, κατεδίκασας ἐπιστρέφειν, Κύριε, καὶ αἰτεῖσθαι τὴν ἀνάπαυσιν.

 

Ἦχος πλ. δ´

Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον, καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μὴ ἔχουσαν εἶδος. Ὢ τοῦ θαύματος! Τί τὸ περὶ ἡμᾶς τοῦτο γέγονε μυστήριον; Πῶς παρεδόθημεν τῇ φθορᾷ, καὶ συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ; Ὄντως Θεοῦ προστάξει, ὡς γέγραπται, τοῦ παρέχοντος τοῖς μεταστᾶσι τὴν ἀνάπαυσιν.

~.~ 

Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021

*

*

*