Ο μπαρμπα-Κώστας

*

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Κατέβασε τα πόδια του απ’ το κρεβάτι. Έξω δεν είχε για τα καλά ακόμα νυχτώσει και το ’χε καταλάβει. Τα πουλιά τέτοια ώρα είχανε πια λουφάξει ανάμεσα στα δέντρα και κουρνιάζανε στα κλαριά μακάρια με το πτωχό τους πνεύμα.

«Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» σκέφτηκε και αναστέναξε. Τα είχε πριν από ώρα ακούσει που κάνανε αυτό τον ήχο όλα μαζί, σαν το ένα να τραβά το άλλο να κελαηδούν και να μαζεύονται προτού χαθεί το φως της μέρας. Ήταν ένας ήχος αλλόκοτος, του προξενούσε μια θλίψη κάθε φορά, σαν τον καλούσανε κοντά τους. Τώρα ακουγόντουσαν φωνές.

Με το που ακούμπησε τις ξεκάλτσωτες πατούσες του στο τσιμεντένιο πάτωμα ασύνειδα τις ξανασήκωσε για ένα εκατοστό. Τόσο, όσο να συνηθίσει τη παγωνιά κάτω απ’ τα ποδάρια του. Έτριψε το αριστερό του μάτι, λες, και ήθελε να του μαδήσει τα τσίνορα ενώ σηκώθηκε. Οι φωνές όλο και δυνάμωναν.

Γι’ αρχή στηρίχτηκε στη κεφαλή του κρεβατιού. Στάθηκε ευθεία, κάμποσα βήματα μπροστά του και κοίταξε τη φωτογραφία της Σοφίας, της γυναίκας του, σα να ήταν έτοιμη και πάλι να τον μαλώσει γιατί σηκώθηκε γι’ ακόμη μια φορά ξεκάλτσωτος. Τη ρώτησε φωναχτά: «Ποιος να’ ναι Σοφία έξω;» κι εκείνη λες και του ’γνέψε: «Τράβα μόνος σου να δεις!»

Τα ενενήντα τέσσερά του χρόνια τού επέτρεπαν να προχωράει αθόρυβα στηριζόμενος κάθε τόσο ανάμεσα στα έπιπλα. Πέρασε πρώτα από το δωμάτιο που κοιμόταν και ψαχούλεψε δειλά να βρει το τραπέζι στο σκοτάδι, ανάμεσα του κρεβατιού και της ανοιχτής του πόρτας. Κατέβηκε τα δυο σκαλιά που οδηγούσαν στο μικρό του σαλονάκι. Χαιρέτησε τον γιό του το Γιωργή με το που ακούμπησε το χέρι του στο διακόπτη και άνοιξε το φως. Ταυτόχρονα. Χάιδεψε μια μια τις φωτογραφίες επάνω στη τραπεζαρία του γιού του. Του Γιωργή.

Ο Γιωργής στο δημοτικό, έξω από την πόρτα του λυόμενου που το λέγανε σχολείο. Ο Γιωργής κάποια Χριστούγεννα πριν από χρόνια. Ο Γιωργής με την κοπέλα του, που δεν θυμόταν ο μπαρμπα-Κώστας πως την έλεγαν, απλά είχε κρατήσει την φωτογραφία με την γυναίκα του τη Σοφία γιατί εκεί ήταν πολύ χαρούμενος ο γιός τους. Ο Γιωργής στο Πανεπιστήμιο – και γελούσε. Ο Γιωργής να τους κοιτάει με λατρεία. Μετά δεν ξαναβγήκε ποτέ φωτογραφία δική του, μέχρι το τέλος. Κάθες τοίχος, κάθε μια ρωγμή του σπιτιού θυμόταν τις φωνές του Γιωργή απ’ τον μεγάλο πόνο.

Σκέφτηκε πριν να πάει στο μέρος, αλλά φοβήθηκε μήπως κι ο χρόνος δεν του φτάσει. Όταν μεγαλώνεις, κοστολογείς πολύ διαφορετικά το χρόνο σου και τι θα κάνεις με δαύτον σαν σου κυλά απ’ τα χέρια. Επομένως, φαντάζομαι, δεν δίνεις και τόσο πολύ αξία στις φυσικές σου ανάγκες.

Τα εγγόνια του είχανε επισκέψεις φαίνεται σήμερα. Τα παιδιά του άλλου του γιού, του Βασίλη, μαλώνανε πάλι για τα πολιτικά. Ήταν πολύ κουρασμένος για να ασχοληθεί. Μονίμως τούτοι οι δυο του εγγονοί είχανε λυμένο το ζωνάρι για καυγά. Κάθισε αθόρυβα στην ψάθινη καρέκλα και κοίταξε κάτω απ’ το μπαλκόνι που φανταζόταν πως ήτανε ο κάμπος και πως έφτανε κατά τον κόλπο. Αν μη τι άλλο είχε τη καλύτερη θέα ολάκερου του χωριού από κει, απ’ το μπαλκόνι του. Τώρα όμως, που είχε πάρει να πέφτει το σκοτάδι, μονάχα φανταζότανε, εκεί, στην ηρεμία του μπαλκονιού του, πως κάτι μικρά φωτάκια κάπως λευκά ήταν τα φώτα στο λιμανάκι του μικρού τους κόλπου. Έβλεπε τα παιδιά που κάπνιζαν και ζήλεψε κι εκείνος, ο Βασίλης εδώ και καιρό δεν του έπαιρνε πια τσιγάρα γιατί, λέει, ο γιατρός του βρήκε πρόβλημα στα πλεμόνια του. Στα κομμάτια κι αυτός! Όλοι τελευταία όλο και από κάτι θα του απαγόρευαν, σαν πέθανε ο Γιωργής ξεκίνησαν οι πρώτες απαγορεύσεις, σαν πέθανε μετά και η Σοφία έγιναν περισσότερες. Ούτε όταν ήρθαν οι Γερμανοί δεν είχε τόσες απαγορεύσεις στο κεφάλι του γιατί ήταν έξυπνος και τα έκανε όλα στα κρυφά δίχως αυτοί να τον παίρνουν μυρουδιά. Αντίσταση, πείνα, κακουχία αλλά… ήταν αφεντικό του εαυτού του και της φαμίλιας του. Τώρα δεν ήταν τίποτα.

Το χέρι του πάνω στο φανελένιο γκρίζο παντελόνι του άρχιζε να τρέμει, όχι όλο του το χέρι παρά το δάχτυλο μόνο, λες και είχε εκείνη την αρρώστια απ’ την οποία έφυγε ο πρόεδρος πριν έξι μήνες, παρ… παρκούρ, όχι αυτό το είχε ακούσει στην τηλεόραση και έβλεπε κάτι πιτσιρίκια να πηδάνε απ’ την μια άκρη μιας ταράτσας για την άλλη χωρίς λόγο. Μήπως πάρκινσον; Αυτή ήταν η αρρώστια;

Ο Κώστας ο εγγονός του, που παππούς και εγγονός είχαν αδυναμία ο ένας στον άλλο κι όχι για το όνομα μα έτσι, γιατί ήταν παππούς και εγγονός κι απλά τον Κώστα έτυχε να τον λένε Κώστα, παρατήρησε τον παππού του που είχε χαθεί στις σκέψεις του, ενώ το δάχτυλο πάνω στο παντελόνι γάζωνε αόρατα. «Παππού τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε και η κουβέντα της παρέας σταμάτησε ενώ περίμεναν όλοι τι θα πει ο γηραιότερος και ο σοφότερος όλων εκεί μέσα για κάποιο τρομερό φιλοσοφικό ερώτημα ή για την αλήθεια της ζωής.

«Το παρκούρ σκέφτομαι» απάντησε αβίαστα ο γέρος χωρίς να καταλάβει γιατί μετά από κάποια δευτερόλεπτα σιωπής όλοι ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια.

Κι ο Κώστας που αγαπούσε τόσο τον παππού, που έτυχε κι εκείνον να τον λένε Κώστα, άνοιξε το πακέτο και του πρόσφερε ένα τσιγάρο, και ήταν εκείνη η μόνη φορά, γιατί η Ντίνα η μάνα του ήταν μέσα στο σπίτι και μαγείρευε ενώ ο Βασίλης ο πατέρας του ήταν στην πόλη για δουλειές κι έτσι δεν θα το μάθαινε κανένας.

Σαν μικρό παιδί έκανε ο μπαρμπα-Κώστας, που του δίνεις ένα γλυκό αλλά φοβάται να το πάρει γιατί θα τον μαλώσουν∙ κοίταξε πολλές φορές αν είναι κάποιος εκεί γύρω. Στο τέλος το πήρε. Ποιος ξέρει εκείνο το βράδυ του Αυγούστου, που είναι γλυκές οι νύχτες μετά τις δεκαπέντε, τι να σκεφτόταν ο μπαρμπα-Κώστας και κοίταζε από ψηλά τον κάμπο που έπαιρνε και γλύκιζε από την δύση του ηλίου κρατώντας το τσιγάρο στο χέρι του και τραβώντας ρουφηξιές βαθιές ίσαμε τα νύχια. Εγώ λέω πως ένιωσε σαν Βασιλιάς του Κόσμου ενώ, χάιδευε με τα μάτια του τον κάμπο.

*

Όταν τον ξαναείδα ήταν έναν χρόνο μετά, στο ίδιο σημείο. Αν και τίποτα δεν είχε μείνει το ίδιο. Μέσα σε αυτόν τον χρόνο που έφερε πολλά περισσότερα απ’ ό,τι μερικές φορές μπορεί να αντέξει ο καθένας, ο μπαρμπα-Κώστας ήταν το μόνο σταθερό πράγμα. Εκεί, στο καρεκλάκι του, να κοιτάει τον κάμπο, ενώ πριν δύο περίπου μήνες είχε χάσει και τον άλλο του γιο, τον Βασίλη, από ανακοπή. Δεν του επέτρεψαν να πάει στην κηδεία του γιού του γιατί φοβήθηκαν μην από τον πόνο έχουν δυο κηδείες αντί για μια. Έτσι τον αποχαιρέτησε νοερά με τα μάτια όταν έβλεπε από μακριά μια μαύρη λουρίδα στο δρόμο κοντά στην πλατεία, που τράβαγε αργά. Εκείνο το απόγευμα λίγο προτού δύσει και πάλι ο ήλιος, η ίδια παρέα ανέβηκε στο τελευταίο σπίτι του χωριού, στον μπαρμπα-Κώστα για να τον δει, κι εκείνος σιωπηλός, μαρμαρωμένος κοιτούσε τα φωτάκια του μικρού τους κόλπου. «Πώς να ξεκλειδώσω τις σκέψεις μου» πρέπει να σκέφτηκε, «πώς να κλάψω ενώ δεν έχω δάκρυα πλέον ούτε να υγράνω τα μάτια μου στα ενενήντα τέσσερα συν ένα χρόνια» ενώ ο Κώστας στεκόταν όρθιος στο μπαλκόνι ακουμπώντας την πλάτη του λοξά και κοιτώντας στο ίδιο σημείο που κοίταζε και ο πάππος του. Κανείς δεν μιλούσε, ούτε και εμείς, ήταν τόσο αραχνοΰφαντη θαρρείς η σιωπή και η στιγμή που θα φοβόσουν μην έστω και με την ανάσα σου χαλάσεις αυτό που μπροστά σου διαδραματιζόταν. Κι έτσι κανείς δεν μίλησε.

«Παππού, τι σκέφτεσαι;» ρώτησε ο Κώστας χωρίς να τον κοιτάξει, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το σημείο που κοιτούσε, ούτε εκείνος ούτε κι ο μπάρμπα-Κώστας που απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει: «Λες όταν φύγω, εκεί που θα πάω, να βρω και τον Βασίλη;» και ήταν η πιο απλή, βαθιά κι αντρίκια ερώτηση που άκουσα στην ζωή μου, ενώ ο Κώστας τράβηξε από την τσέπη του πουκαμίσου του το πακέτο με τα τσιγάρα και χωρίς να τον κοιτάζει του πρόσφερε, για δεύτερη φορά, χωρίς να τον κοιτάζει ένα τσιγάρο. «Για την περίπτωση που θα τον βρεις» του είπε μόνον ο Κώστας.

Χωρίς να ειπωθεί τίποτα άλλο, ούτε από κείνους, αλλά ούτε και από εμάς, ο μπαρμπα-Κώστας κάπνισε το τσιγάρο του αργά, βαθιά τόσο που έφτασε παραλίγο να του κάψει τα δάχτυλα, σηκώθηκε και πιάνοντας τα πράγματα, περνώντας ανάμεσά τους, ψηλαφητά, πήγε στην πόρτα και ανέβηκε με κόπο το μοναδικό σκαλί που βρέθηκε μπροστά του ενώ εξαφανίζονταν στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Κώστας δεν γύρισε ούτε μια φορά να τον κοιτάξει.

*

*

*