Γιατί διαβρώθηκε η πίστη μας προς την πρόοδο;

*

Κηρύγματα υπέρ της προόδου ακούμε εδώ και 250 χρόνια. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Andreas Reckwitz, οι απώλειες εξαιτίας της προόδου διαρκώς μεγεθύνονται. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους ως ηττημένους της προόδου. Τι έχουμε χάσει από τότε που αρχίσαμε να ζούμε «μοντέρνες» ζωές;

Ήδη με τη μελέτη του Gesellschaft der Singularitäten (Η Κοινωνία των Μοναδικών, Suhrkamp, 2017) ο Ρέκβιτς, καθηγητής της Γενικής Κοινωνιολογίας και της Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, μας προσέφερε έναν πολυσυζητημένο οδηγό για την κατανόηση του καιρού μας.[1] Αν η απήχηση μετριέται με τη διεθνή καταξίωση, στο πρόσωπο του Ρέκβιτς, του οποίου τα βιβλία έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες, η Γερμανία έχει έναν μεγάλο αστέρα. Στο νέο του βιβλίο Verlust: Ein Grundproblem der Moderne (Απώλεια: Ένα θεμελιώδες πρόβλημα της Νεωτερικότητας, Suhrkamp 2024), το οποίο σημειώνει εξίσου μεγάλη επιτυχία, πραγματεύεται ένα από τα κεντρικά αν και συνήθως παραβλεπόμενα μείζονα θέματα των δυτικών κοινωνιών μας.

Περί τίνος πρόκειται; Αντικείμενο του συγγραφέα είναι οι «χαμένοι του εκσυγχρονισμού», αν και αυτή η διατύπωση παραπλανά λόγω της στενότητάς της. Το θέμα του βιβλίου είναι όλα αυτά που παραμερίζουμε στο όνομα της προόδου, αλλά την απώλειά τους την παραβλέπουμε επειδή ο σύγχρονος κόσμος φαίνεται να έχει σχεδιαστεί ώστε να τιθασεύει και να ελαχιστοποιεί τέτοιους είδους απώλειες. Να αποκρούει τους αστάθμητους παράγοντες της φύσης μέσω της τεχνολογίας, τις ασθένειες μέσω της ιατρικής, τον πόλεμο μέσω της «αιώνιας ειρήνης» (Καντ), να ξεπερνά τη φτώχεια και να ανοίγει τον δρόμο στην ατομική ευημερία χωρίς καμιά αρωγή και εποπτεία της εκκλησίας. Όταν μιλάμε για Νεωτερικότητα, εννοούμε τα τελευταία 250 χρόνια, τα οποία σφραγίστηκαν από την εκβιομηχάνιση και τον εξεπιστημονισμό, την εμπορευματοποίηση, την εκκοσμίκευση και τον εκδημοκρατισμό και που, στα χαρτιά, είχαν μόνο ευεργετικά αποτελέσματα.Τη λεγόμενη «πρόοδο».

Όμως τι ακόμα έφερε και φέρνει η νεωτερικότητα; Την καταστροφή του περιβάλλοντος και την αλλοίωση του κλίματος, την εξαφάνιση τόσων και τόσων επαγγελμάτων και κλάδων και την εργασιακή ανασφάλεια, τη διαρκή ρευστότητα και γενικότερα την ψυχική αβεβαιότητα. Μόνο το καινούργιο εκτιμάται, ποτέ το δοκιμασμένο. Έχουμε τη μεγαλύτερη αυτοδιάθεση στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά κατά κάποιο τρόπο και την απώλεια κάθε συναισθηματικής σιγουριάς. Ο Ρέκβιτς μιλάει ρητά για όλα αυτά όχι υπό την έποψη την πολιτισμικής απαισιοδοξίας, ούτε ως συνήγορος των αναξιοπαθών θυμάτων αυτής της εξέλιξης, αλλά ως κοινωνικός επιστήμονας – την ερευνητική του περιέργεια κινεί το νεωτερικό «παράδοξο της απώλειας».

Η ίδια η Νεωτερικότητα ήταν εκείνη που αισθητικοποίησε το χαμένο παρελθόν μέσω της νοσταλγίας, ξεκινώντας από τον ρομαντισμό. Εφηύρε την υποκειμενική διαχείριση της απώλειας με τη μορφή της ψυχοθεραπείας και πάμπολλα αφηγήματα για τον φόβο της επικείμενης απώλειας, πιο δυσοίωνα και από τη Βίβλο: μια σειρά από εκκοσμικευμένες Αποκαλύψεις και Δυστοπίες.

Φυσικά, ο Ρέκβιτς γνωρίζει ότι η αντιμετώπιση της απώλειας, για παράδειγμα στην περίπτωση του θανάτου ή του εκπατρισμού, απασχολούσε πάντα την ανθρωπότητα – ιδίως τις θρησκείες. Ωστόσο η ύστερη νεωτερικότητα –δηλαδή η εποχή μας από τη δεκαετία του 1970 κ.ε., μετά την αστική και βιομηχανική νεωτερικότητα– χαρακτηρίζεται από μια «κλιμάκωση της απώλειας», δηλαδή από την επίταση της επίγνωσης και της βίωσης της απώλειας. Ο Ρέκβιτς παρατηρεί ότι η πίστη των ανθρώπων στην πρόοδο έχει διαβρωθεί περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Η «αντιμετώπιση της απώλειας» αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, είτε μέσω της καταφυγής στο ρετρό είτε μέσω της ιδέας της παγκόσμιας κληρονομιάς, της διάσωσης όλων εκείνων που φθείρει και κατατρώει η πρόοδος.

Στο παρελθόν οι άνθρωποι ήθελαν να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες και τις στερήσεις τους. Σήμερα, τις χρησιμοποιούν για να φτιάξουν ένα όνομα για τους ίδιους. Σύμφωνα με τον Ρέκβιτς, η βίωση της απώλειας έχει ουσιαστικά γίνει ένα απάγκιο για τις υποκειμενικές και συλλογικές μας ταυτότητες. Υπάρχει μια γενική ευαισθητοποίηση στην απώλεια, κατά το σύνθημα: βιώνουμε την απώλεια, άρα υπάρχουμε. «Το ενδεχόμενο της ατομικής αποτυχίας είναι βαθιά χαραγμένο στην κουλτούρα αυτοπραγμάτωσης της ύστερης νεωτερικότητας», παρατηρεί ο Ρέκβιτς. Για τον ίδιο, η επίκληση της «απώλειας» έχει γίνει πανάκεια για πολλά πράγματα, αλλά αυτό ακριβώς είναι που κάνει τη μελέτη του τόσο ερεθιστική.

Ο Ρέκβιτς μας προσφέρει έτσι έναν όρο-κλειδί για την ερμηνεία της εποχής μας – στο πνεύμα της μεγάλης τέχνης της ιστορικής φιλοσοφίας όπως την διέπλασε ο Ράινχαρτ Κοσέλεκ.

ΜΑRC RΕΙCΗWΕΙΝ

Εφημ. Die Welt, 8.11.2024
Μτφρ. Βασίλης Πράτσικας

~.~

[1] (Σ. τ. Μ.) «Για τους σοσιαλφιλελεύθερους της αριστεράς και τους νεοφιλελεύθερους της δεξιάς επικρατεί η εντύπωση ότι εχθρεύονται οι μεν τους δε. Όμως αν τους δούμε από κάποια απόσταση, είναι και οι δύο τους στοιχεία οργανικά της ίδιας βαθύρριζης διεργασίας, είναι πτέρυγες του ίδιου κινήματος, προωθούν με κάθε μέσο την “απελευθέρωση”, το “άνοιγμα”, την “απορρύθμιση” που οδήγησαν στον σημερινό κοινωνικό σχηματισμό. Οραμά τους κοινό και οι δύο αυτές πτέρυγες της Νέας Μεσαίας Τάξης έχουν την αυτοπραγμάτωση, συνδυασμένη όμως με την επιτυχία και το πρεστίζ. Ώστε αστισμός και μποεμία εδώ ταυτίζονται». Από συνέντευξη του Ρέκβιτς στην εφημερίδα ΤΑΖ.

Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο Ρέκβιτς προτείνει μια συνεκτική περιγραφή της σημερινής ταξικής δομής των δυτικών κοινωνιών. Η κυρίαρχη «νέα μεσαία τάξη», όπως την αποκαλεί, αποτελείται από οπαδούς του άκρατου λιμπεραλισμού, των ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των εθνικών κρατών. Αριστερής ή δεξιάς κοπής, μπορεί να ψηφίζουν Πράσινους ή Μακρόν, Άγγλους Συντηρητικούς ή Ομπάμα, μπορεί να είναι χρηματιστές ή τραπεζίτες, καλλιτέχνες ή πανεπιστημικοί, δεν έχει σημασία: στα μείζονα συμπίπτουν.

Απέναντί τους, έχουν την «παλιά μεσαία τάξη», τα φθίνοντα λόγω της αποβιομηχάνισης αστικά και εργατικά στρώματα που στήριξαν μεταπολεμικά την σοσιαλδημοκρατία και την χριστιανοδημοκρατία, που ήταν υπέρ της εισοδηματικής εξισορρόπησης και της μείωσης του ταξικού χάσματος, που έχτισαν κάποτε το κοινωνικό κράτος και που τώρα προδομένα από τα κόμματά της στρέφονται σε δεξιόστροφους ή αριστερόστροφους δημοκόπους. Κάτω κι από τις δυο, είναι το απέραντο πρεκαριάτο, που κάνει τρεις δουλειές (στις λεγόμενες «υπηρεσίες» όπου λόγω της «απελευθέρωσης» τα εργασιακά δικαιώματα έχουν πλήρως καταργηθεί) και φέρνει στο σπίτι έναν μισό μισθό, αν καν.

*

*

*