Day: 30.11.2024

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930-2024)

*

ΟΙ ΦΡΑΚΑΣΑΝΕΣ

Καθὼς γύριζα ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο τὸ με­ση­μέ­ρι, ἔ­πια­σε ξαφ­νι­κὰ μιὰ μπό­ρα καὶ ἔ­γι­να μού­σκε­μα. Φο­βή­θη­κα νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω τὸν συ­νη­θι­σμέ­νο μου δρό­μο κά­τω ἀ­πὸ τὶς με­γά­λες πεῦ­κες καὶ ἔ­τσι πῆ­ρα τὴν γυ­μνὴ δη­μο­σιά, ποὺ κα­τα­λή­γει στὸ χω­ριό. Στὸ χτῆ­μα ἔ­φτα­σα τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­βγαι­νε πά­λι ὁ ἥ­λιος, καὶ μπῆ­κα μέ­σα σκαρ­φα­λώ­νον­τας πά­νω ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο πορ­τό­νι μὲ τὶς βρε­μέ­νες ρο­δο­δάφ­νες. Στὸ πε­ρι­βό­λι ὅ­λα ἦ­ταν γα­λή­νια, φρε­σκο­πλυ­μέ­να καὶ κα­τα­πρά­σι­να, οἱ ἀ­χλα­δι­ές εἶ­χαν ἀ­κό­μα με­ρι­κὰ ἄν­θη, στὰ φύλ­λα τους κρα­τοῦ­σαν χον­τρὲς στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς ποὺ γι­ά­λι­ζαν σὰν χάν­τρες. Ἡ τε­λευ­ταί­α βρο­χὴ τῆς χρο­νιᾶς, σκέ­φτη­κα. Τό­τε εἶ­δα τὴν Ἑ­λέ­νη. Ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο κρα­τών­τας στὸ χέ­ρι ἕ­να με­γά­λο ἄ­σπρο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐρ­χό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος μου ἀρ­γά, ὁ ἥ­λιος στε­φά­νω­νε τὰ μαλ­λιά της, κά­τω ἀ­πὸ τὴν μαύ­ρη πο­διά της πρό­βα­λαν δυ­ὸ ὁ­λο­στρόγ­γυ­λα βυ­ζιά.

Γύ­ρε­ψα μιὰ πρό­φα­ση νὰ τὰ πιά­σω. Ἑ­λέ­νη, τῆς εἶ­πα, για­τὶ δὲν ἔρ­χε­σαι νὰ σοῦ δί­νω τρι­αν­τά­φυλ­λα, πί­σω ἀ­πὸ κεί­νη τὴν πα­σχα­λιὰ ὁ πα­τέ­ρας μου ἔ­χει φυ­τέ­ψει μιὰ τρι­αν­ταφυλ­λιὰ κα­τα­κί­τρι­νη. Θέ­λω, μοῦ λέ­ει, τὸ τε­τρά­διό σου τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, θὰ σοῦ τὸ φέ­ρω τὴν Πα­ρα­σκευ­ή. Τὸ πῆ­ρε κι ἔ­φυ­γε λέ­γον­τας σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λὺ καὶ τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ μοῦ τὄφε­ρε ὁ ἀ­δελ­φός της, ἕ­νας τσό­γλα­νος κα­μιὰ δω­δε­κα­ριὰ χρο­νῶν, ψη­λό­τε­ρος ἀ­πὸ μέ­να δυ­ὸ κε­φά­λια, μαλ­λια­ρός, μὲ μιὰ χον­τρὴ μο­νο­κόμ­μα­τη φω­νή.

Ἕνα με­ση­μέ­ρι κα­θό­μουν κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο καὶ δι­ά­βα­ζα. Δί­πλα μου εἶ­χα μιὰ στά­μνα μὲ νε­ρό, ἔ­κα­νε ζέ­στη, κά­θε τό­σο ἔ­πι­να λί­γο νε­ρὸ καὶ ὕ­στε­ρα κα­τά­βρε­χα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶ­μα εἶ­χε σκά­σει σὲ με­γά­λα κομ­μά­τια, ὅ­ταν τὸ πό­τι­ζα θρυμ­μα­τι­ζό­ταν ἀ­φή­νον­τας μιὰ εὐ­χά­ρι­στη, βα­ρειὰ μυ­ρου­διά. (περισσότερα…)

Γιατί διαβρώθηκε η πίστη μας προς την πρόοδο;

*

Κηρύγματα υπέρ της προόδου ακούμε εδώ και 250 χρόνια. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Andreas Reckwitz, οι απώλειες εξαιτίας της προόδου διαρκώς μεγεθύνονται. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν τους εαυτούς τους ως ηττημένους της προόδου. Τι έχουμε χάσει από τότε που αρχίσαμε να ζούμε «μοντέρνες» ζωές;

Ήδη με τη μελέτη του Gesellschaft der Singularitäten (Η Κοινωνία των Μοναδικών, Suhrkamp, 2017) ο Ρέκβιτς, καθηγητής της Γενικής Κοινωνιολογίας και της Πολιτισμικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, μας προσέφερε έναν πολυσυζητημένο οδηγό για την κατανόηση του καιρού μας.[1] Αν η απήχηση μετριέται με τη διεθνή καταξίωση, στο πρόσωπο του Ρέκβιτς, του οποίου τα βιβλία έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες, η Γερμανία έχει έναν μεγάλο αστέρα. Στο νέο του βιβλίο Verlust: Ein Grundproblem der Moderne (Απώλεια: Ένα θεμελιώδες πρόβλημα της Νεωτερικότητας, Suhrkamp 2024), το οποίο σημειώνει εξίσου μεγάλη επιτυχία, πραγματεύεται ένα από τα κεντρικά αν και συνήθως παραβλεπόμενα μείζονα θέματα των δυτικών κοινωνιών μας.

Περί τίνος πρόκειται; Αντικείμενο του συγγραφέα είναι οι «χαμένοι του εκσυγχρονισμού», αν και αυτή η διατύπωση παραπλανά λόγω της στενότητάς της. Το θέμα του βιβλίου είναι όλα αυτά που παραμερίζουμε στο όνομα της προόδου, αλλά την απώλειά τους την παραβλέπουμε επειδή ο σύγχρονος κόσμος φαίνεται να έχει σχεδιαστεί ώστε να τιθασεύει και να ελαχιστοποιεί τέτοιους είδους απώλειες. Να αποκρούει τους αστάθμητους παράγοντες της φύσης μέσω της τεχνολογίας, τις ασθένειες μέσω της ιατρικής, τον πόλεμο μέσω της «αιώνιας ειρήνης» (Καντ), να ξεπερνά τη φτώχεια και να ανοίγει τον δρόμο στην ατομική ευημερία χωρίς καμιά αρωγή και εποπτεία της εκκλησίας. Όταν μιλάμε για Νεωτερικότητα, εννοούμε τα τελευταία 250 χρόνια, τα οποία σφραγίστηκαν από την εκβιομηχάνιση και τον εξεπιστημονισμό, την εμπορευματοποίηση, την εκκοσμίκευση και τον εκδημοκρατισμό και που, στα χαρτιά, είχαν μόνο ευεργετικά αποτελέσματα.Τη λεγόμενη «πρόοδο». (περισσότερα…)