*
ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 11:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Ακούγεται ίσως παράδοξο, αλλά δεν είναι. Από πολλές πλευρές η αμερικανική κοινωνία είναι αρχαϊκότερη, παραδοσιακότερη των ευρωπαϊκών. Ο κοινοτισμός της, η θρησκευτικότητα, η λαϊκή κουλτούρα, ο πατριωτισμός και οι ποικίλοι τοπικισμοί, το αγωνιστικό πνεύμα που διαποτίζει κάθε έκφανση της συλλογικής ζωής από τα σπορ ώς την οικονομία, μέχρι και η ομιλούμενη αγγλική σε ορισμένα μέρη, περισώζουν έθη και στάσεις και τελετές που στην Ευρώπη έχουν χαθεί εδώ και δεκαετίες.
Ακόμη και στις πιο χάι τεκ περιοχές της χώρας υπάρχει κάτι το απαραγνώριστα αμερικανικό, σε αντίθεση με τον άψυχο κενό κοσμοπολιτισμό που συναντά κανείς στην ολότελα εκτουρισμένη Ευρώπη. Η τεράστια πολιτισμική γοητεία που ασκούν οι ΗΠΑ σε όλον τον κόσμο οφείλεται κατά μεγάλο μέρος σε αυτήν την αυθεντικότητα του λαϊκού στοιχείου που φαίνεται να αντέχει παρά την εμπορευματοποίηση και τον εκχρηματισμό των κοινωνικών σχέσεων.
Κατά κάποιο τρόπο που αξίζει να τον μελετήσουμε, ώς και ο καπιταλισμός στις ΗΠΑ έχει λαϊκό πρόσημο, είναι κομμάτι της ζώσας ιστορίας, όχι μόνο ψυχρός κηδεμόνας της.
///
Ιδιωτικές φωτογραφίσεις που διαρρέουν, έγγραφα καταχωνιασμένα, γράμματα απόρρητα, ντροπιαστικά μυστικά… Σε σχέση με τον παραδοσιακό, αναλογικό κόσμο που μας περιβάλλει, ο κυβερνοκόσμος αποδεικνύεται πολύ λιγότερο εχέμυθος. Όμως δεν είναι αυτή η κύριά του πρωτοτυπία. Για πρώτη πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, δεν είναι μόνο οι από πάνω που παρακολουθούν τους από κάτω – πλέον γίνεται ευχερώς και το αντίστροφο. Η ηλεκτρονική δικτύωση μάς έχει κάνει όλους περίοπτους στα εταστικά βλέμματα, έκθετους στη φιλοπεριέργεια των οικείων και την επιβουλή των εχθρών, αθέλητους ηθοποιούς σ’ έναν πλανητικό θίασο. Οι ερωτικές μας περιπτύξεις, οι μοχθηρές ή ανάλαφρες ακριτομυθίες και οι όζουσες συναλλαγές μας είναι τα νέα θεάματα και ακροάματα αυτού του θιάσου – ένα οικουμενικό reality όπου υποδυόμαστε όλοι θέλοντας και μη τον εαυτό μας.
///
Ὅμως ἡ λεγόμενη «μοντέρνα ποίηση» ἔχει, θαρρῶ, τὶς ρίζες της στὴν προπολεμικὴ ψυχολογία τοῦ ἀνθρώπου καὶ μονάχα μετὰ τὸν πόλεμο πέταξε τὰ καθυστερημένα της ἄνθη. Τὴ θεωρῶ πιὰ ἀσυχώρετα ἀσύγχρονη. Ὑπῆρξε ποτὲ ἐποχὴ ἐπικότερη ἀπὸ τὴ δική μας; Καὶ δὲ βλέπουν οἱ νέοι τὴν τρομαχτικὴ δυσαναλογία ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὶς σημερινὲς κατακλυσμιαῖες πορεῖες τῆς Μοῖρας καὶ στὶς θεωρίες τῆς poèsie pure, τῆς ἐξαϋλωμένης, ἀποσταγμένης μὲ τὸ σταγονόμετρο; Ἕνα τραγούδι «μοντέρνο», sobre, discret, πικρό, χαριτωμένο, musique de chambre, ἀποδίδει τὸ φοβερὸ σεισμὸ ποὺ ξέσπασε πιὰ γύρα μας καὶ μέσα μας;
Πόλεμοι σήμερα, γκρεμίζονται βασίλεια, χορεύουν τὰ σύνορα, τρομερές, ἐπικίνδυνες, σίγουρα γόνιμες, περιπέτειες — εἶναι λοιπὸν ἡ «μοντέρνα ποίηση» ἡ φωνὴ τοῦ καιροῦ μας; Οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀντιπροσωπευτικοὶ σήμερα, αὐτοὶ ποὺ δημιουργοῦν ἱστορία ἔτσι μιλοῦν; Ἡ ἱστορικὴ φρίκη ποὺ περνοῦμε τέτοιο «τόνο» ἔχει; Ἡ ψυχὴ ποὺ μὲ τέτοιο τόνο σήμερα ζῆ κι ἐκφράζεται εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη μου, παλιὰ πολύ, γηραλέα, εὐγενέστατη, μὰ ἀνάξια νὰ ζήση τὴ Μεγάλη Κραυγὴ ποὺ ρίχνουν τὰ γεγονότα.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, 1939
///
Το ένταλμα συλλήψεως που εξέδωσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο κατά του Νετανιάχου έχει την ίδια αξία με εκείνο κατά του Πούτιν: μηδενική. Διεθνές δίκαιο, πόσο μάλλον ποινικό, δεν υπάρχει, ούτε πρόκειται να υπάρξει όσο δεν υπάρχει ένα και μόνο κράτος οικουμενικό: ικανό δηλαδή όχι μόνο να επικαλείται την τάδε ή την δείνα νομική διάταξη, αλλά και να την εφαρμόζει. Εν προκειμένω, να συλλαμβάνει τον, υποτιθέμενο ή πραγματικό, δράστη.
Στα λεγόμενα διεθνή δικαστήρια του Μεταπολέμου, μόνο κακομοίρηδες και ηττημένοι έχουν έως τώρα καταλήξει, από κάτι τριτοκλασσάτους ναζί του Β’ Παγκοσμίου ώς τον Μιλόσεβιτς. Ποτέ νικητές, όσο αιμοσταγείς κι αν υπήρξαν. Όταν ο Μπλαιρ και ο Μπους ο νεώτερος κυκλοφορούν ανενόχλητοι, το να εγκαλούνται ο Ρώσσος και ο Ισραηλινός, για όποιο λόγο, είναι κακό, κάκιστο θέατρο.
///
Το ναδίρ μιας γραφειοκρατίας που κάποτε είχε τη φήμη της αποτελεσματικότερης του κόσμου. Είναι πολύ δύσκολο να κάνουμε εκλογές τον Γενάρη, δηλώνει η Ρουθ Μπραντ, στέλεχος του Υπουργείου Εσωτερικών της Γερμανίας. Γιατί; Διότι μας λείπει το χαρτί και δεν θα προλάβουμε να τυπώσουμε τα ψηφοδέλτια…
///
Εκνευρίζομαι όταν διαβάζω ή ακούω ανθρώπους να λένε για τον Τραμπ: «Εμείς δεν είμαστε τέτοιοι». Γιατί ποιοι είναι αυτοί οι «εμείς»; Δεν εννοώ όταν λένε τον Τραμπ ρατσιστή και επιμένουν ότι «εμείς» δεν είμαστε ρατσιστές. Ή όταν τον λένε μισογύνη και ισχυρίζονται ότι «εμείς» είμαστε καλύτεροί του. Αυτό που εννοώ είναι ότι ο Τραμπ αποτελεί την πεμπτουσία της Αμερικής.
Ο Τραμπ δεν είναι ένας εξωγήινος που προσγειώθηκε από κάποιον άλλο πλανήτη. Δεν είναι κάποιος που εμφυτεύτηκε στην εξουσία από μια ρωσική ειδική επιχειρήση, εννοείται. Είναι κάποιος που τον επέλεξε ο αμερικανικός λαός και αντανακλά κάτι βαθύ και μόνιμο από την αμερικανική κουλτούρα. Σκεφτείτε όλους τους κόσμους τους οποίους έχει κατοικήσει και οι οποίοι τον ανύψωσαν. Επαγγελματική πάλη. Reality TV. Τα καζίνο και ο τζόγος, που δεν υπάρχουν πλέον μόνο στο Λας Βέγκας ή στο Ατλάντικ Σίτυ, αλλά παντού, ενσωματωμένα στην καθημερινή ζωή. Η κουλτούρα της διασημότητας. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όλα αυτά εμένα μου θυμίζουν Αμερική. Και ναι, το ίδιο ισχύει και για τις απάτες, τα ξεδιάντροπα ψέματα, τα καρναβαλίστικα τσαλίμια. Αλλά υπάρχει κοινό για όλα αυτά, και όχι μικρό, για τον Τραμπ και τις καταβολές του και το ποιος είναι. […]
Στην Αμερική κανένα κατεστημένο κόμμα με τόσο χαμηλά ποσοστά αποδοχής του προέδρου όσο αυτά του Μπάιντεν δεν διατήρησε ποτέ την εξουσία. Οι ψηφοφόροι στις δημοκρατίες δεν παίρνουν πάντα αυτό που θέλουν, έχουν όμως τη δυνατότητα να τιμωρήσουν τους κυβερνώντες. Οι Δημοκρατικοί το παράκαναν. Ο Μπάιντεν εξασφάλισε την νίκη έχοντας κάνει προεκλογική εκστρατεία ως μετριοπαθής, ως σταθεροποιητής. Άρχισε όμως να κυβερνά σαν να είχε νικήσει σαρωτικά, και συχνά από θέσεις σκληρά αριστερές, σε σειρά από θέματα: σύνορα, κλίμα και ενέργεια, φύλο, φυλή, εγκληματικότητα και αστυνόμευση, και ούτω καθεξής.
Αλλά όπως έγραψα, ο Τραμπ είναι ένα φαινόμενο. Εκτός από τη δυναστεία Κλίντον και τη δυναστεία Μπους, έχει πλέον κατατροπώσει και τη δυναστεία Τσέινυ. Και προεταιρίστηκε τη δυναστεία Κέννεντυ, φυσικά σε μορφή που πολλοί θα θεωρούσαν απαξιωμένη – αν και κάποιοι θα θεωρούσαν ότι η σημερινή εκδοχή της δυναστείας Κέννεντυ αντικατοπτρίζει κατά κάποιον τρόπο την πορεία της Αμερικής. Επιπλέον, ο Τραμπ κατανίκησε το στρατιωτικό κατεστημένο και το κατεστημένο της εθνικής ασφάλειας που τον υπηρέτησε και τάχθηκε κατά της επανεκλογής του. Κατανίκησε το επιστημονικό κατεστημένο. Ουάου!
Ξέρετε, κάποιοι χλεύασαν τον Νικήτα Χρουστσώφ όταν κατήγγειλε τον Στάλιν το 1956, στον «Μυστικό λόγο» του κατά το 20ό Συνέδριο του Κόμματος. Σε εκείνη την ομιλία ο Χρουστσώφ καταδίκασε την προσωπολατρεία που είχε καλλιεργήσει ο Στάλιν. Αλλά ο Χρουστσώφ δεν ήταν προσωπικότητα επιβλητική και πίσω από την πλάτη του ο κόσμος έλεγε: «Είναι αλήθεια, υπήρχε λατρεία – αλλά υπήρχε και προσωπικότητα!»
STEPHEN KOTKIN
(Από την πρόσφατη συνέντευξη του γνωστού ιστορικού στο Foreign Affairs.)
///
«Φόνο λαγνείας», Lustmord το αποκαλούν οι Γερμανοί ποινικολόγοι. Οι γάτες παίζουν με τα ποντίκια προτού τα καταβροχθίσουν, οι φάλαινες διασκεδάζουν με τις άμοιρες φώκιες εκσφενδονίζοντάς τες η μια στην άλλη, και οι άνθρωποι φρικιούν από ικανοποίηση βασανίζοντας άλλους ανθρώπους…
Ηδονή και οδύνη συνορεύουν. «Είναι στη φύση των ανίσχυρων να ξυπνούν στους γύρω τους τον δαίμονα της καταστροφής.» (Κωστής Παπαγιώργης)
///
Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα απαγορευθούν τα βιβλία. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι δεν θα υπήρχε λόγος γι’ αυτό αφού στο μέλλον δεν θα διαβάζει πλέον κανείς. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα λογοκρίνουν την πληροφόρηση. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι από την υπερπληροφόρηση θα καταντήσουμε πλάσματα άπραγα και εγωπαθή. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα μας αποκρύψουν την αλήθεια. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι θα πνίξουν την αλήθεια μέσα σ’ έναν ωκεανό σύγχυσης. Ο Όργουελ φοβόταν ότι θα οικοδομήσουμε έναν πολιτισμό της υποτέλειας. Ο Χάξλεϋ φοβόταν ότι θα εθιστούμε σ’ έναν πολιτισμό της κοινοτοπίας.
NEIL POSTMAN, 1985
///
Ζάκερμπεργκ και Φέισμπουκ, Μπέζος και WP, οι LA Times είχαν συνθηκολογήσει ήδη προεκλογικά – επειδή προέβλεψαν σωστά το αποτέλεσμα, προφανώς. Τώρα σκοτώνονται να κάνουν το ίδιο και οι υπόλοιποι. Οι μεγαλοδιαφημιζόμενοι –λέγε με Ντίσνεϋ κ.ά.– που μποϋκόταραν επιδεικτικά το X του Μασκ, επανασταυλίζονται. Το CNN και το ABC αναζητούν φιλοτραμπικούς παρουσιαστές για να σπάσουν την προπαγανδιστική μονοφωνία των εκπομπών τους. Τηλεπερσόνες με καριέρες δεκαετιών σαν τον Κρις Ουώλλας θα γίνουν λέει ποντκάστερ. Και το MSNBC, που είδε τα ποσοστά του της τηλεθέασης να κατακρημνίζονται (-56% στην prime time!), έστειλε άρον άρον τους σταρ της πρωινής του ζώνης στην Κανόσσα –συγγνώμη, στο Μαρ-α-Λάγο ήθελα να πω– για να ζητήσουν τη συχώρεση του νεοεκλεγέντος και επανεκλεγέντος πασά –διορθώνω: προέδρου– Δονάλδου του Α΄ του Ελεήμονος. Του ίδιου εκείνου που ήταν κολλητός τους πριν ανακατευτεί με την πολιτική, και που τον κατακεραύνωναν κατόπιν νυχθημερόν επί οκταετία ως μοχθηρό φασίστα…
La Comédie humaine, ασφαλώς. Σε μια εποχή όμως που στερείται τον Μπαλζάκ της.
///
Έχοντας καταπιεί και χωνέψει την παλαιά ευκλεή φιλολογία, η Litteraturwissenschaft που τη διαδέχτηκε την έχει υποκαταστήσει με την θεωρία και την καζουιστική. Από τη μια, εξαερώνει το αντικείμενό της μέσα στους αχνούς του αφηρημένου· από την άλλη, το κατατεμαχίζει στην πιατέλα του ασήμαντου. Τι καθιστά λογοτεχνία τη λογοτεχνία, ούτε που το υποπτεύεται κι αν κάποτε σκοντάψει πάνω του βιάζεται άρον άρον να το προσπεράσει.
Στις μέρες μας, ο τύπος του πανεπιστημιακού που εμπνέεται από τους συγγραφείς που μελετά και που συνειδητά τους μιμείται, συγκερνώντας στη γραφίδα του τη δύναμη της διεισδυτικής παρατήρησης και τη χάρη της καλλιέπειας, αν δεν θεωρείται μάλιστα παράδειγμα προς αποφυγήν, τείνει να εκλείψει. Αντίθετα, όλο και συχνότερα, λογοτέχνες και κριτικοί μιμούνται κακόζηλα την πανεπιστημιακή ξηρογραφία. Και άθελά τους προδίδουν έτσι ότι τη γλώσσα της ίδιας της λογοτεχνίας, την ικανότητά της να «εκφράσει», δηλαδή να περιγράψει τον κόσμο, δεν την πολυεμπιστεύονται.
///
Όταν λένε για έναν συγγραφέα ότι έχει «ωραία γλώσσα», εννοούν: Ο καημένος, του λείπουν τα δόντια.
///
Η ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΙΚΗ*
Σ’ έναν κόσμο συναλλαγών η Αγγειοπλαστική* δε συναλλάσσεται.
Σ’ έναν κόσμο φθοράς η Αγγειοπλαστική* παραμένει άφθαρτη.
Είναι μια αρρώστια που σε σιγοκαίει όπως ο έρωτας και η θέρμη.
Συμπτώματα: συμπεριφορά παιδιού, καθαρό μυαλό και μάτι που τρυπάει σκοτάδια και καπνούς.
Όπου Αγγειοπλαστική* και αλήθεια,
φάρμακο για τη μοναξιά και τους πόνους της καρδιάς.
Δε χρειάζεται φίλτρο.
Χρήση εσωτερική
και προπαντός υπόθεση προσωπική.
Το ποίημα, από τα Άπαντα επιφανούς εκπροσώπου της λεγόμενης Α΄ Μεταπολεμικής Γενεάς. Πλούτισα λίγο τη στίξη, ώστε να προκύπτει αδιατάρακτο το νόημα. Στη θέση της Αγγειοπλαστικής μπορεί κανείς να βάλει εναλλακτικά: η Νουβελογραφία, η Οπερέττα, η Ανθοδετική, η Αργυροχοΐα, οι Ταινίες Μικρού Μήκους, το Μπαλέτο, κ.ο.κ. Το πρωτότυπο κείμενο έχει (φυσικά) τη λέξη «Ποίηση».
///
ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΡΟΥΝΚΕ
είναι πολύ σύντομο. Μιλάει
για μια γυναίκα με χέρια ματωμένα. Στέκεται
σ’ ένα σχολείο, στον διάδρομο. Πλάι της ο Μπρούνκε
νεκρός, με την πέννα στο χέρι. Το κίνητρο
της φόνισσας το ποίημα το αποσιωπά. Ωστόσο
είναι ομοιοκατάληκτο και ηχεί σαν ωραία μυστική μελωδία.
Τίτλος του είναι Μη με λησμόνει.
ΤΟΜΑΣ ΜΠΡΑΣ
///
Πλούταρχος: «ἦν ἐγκρατὴς ἑαυτοῦ καὶ ἔφευγε τὴν ἄνθρωπον», ήτανε εγκρατής κι απέφευγε τη γυναίκα. Ζωή Καρέλλη: «Ἐγὼ γυναίκα, ἡ ἄνθρωπος». Λεξικό Δημητράκου: «ἄνθρωπος (ὁ, ἡ), ὁ ἀνὴρ καὶ ἡ γυνὴ ἐν πάση ἡλικία».
*
*
*

