Η κατάκτηση της Ευρώπης από την Αμερική

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Στέφαν Τσβάιχ, Η ομογενοποίηση του κόσμου,
μτφρ. Μ. Αγγελίδου-Ά. Αγγελίδης, Άγρα, 2024, σ. 31.

Τελικά, λίγες σελίδες αρκούν για να πει κανένας τα καίρια. Στο προκείμενο ένας εβραίος συγγραφέας, καρδιακός φίλος του Γιόζεφ Ροτ, αποκαλύπτει μεγάλες αλήθειες. Και τις είπε ήδη από το 1925! Μόλις χθες προμηθεύτηκα το βιβλίο – το είδα μπροστά μου στο βιβλιοπωλείο που αγόραζα κάτι άλλο, γιατί ο τίτλος κάτι μου θύμησε. Ένας «συγγενής» μου βρίσκεται εδώ, είπα από μέσα μου.

Ο Τσβάιχ πήρε είδηση τι συμβαίνει στον κόσμο από τότε. Όπως ο Ροτ είχε καταλάβει από τους πρώτους τι σήμαινε η άνοδος του Χίτλερ στη Γερμανία. Δεν είναι ζήτημα ούτε σπουδών ούτε ντοκτορά. Είναι ζήτημα αντιληπτικότητας. Κοιτάς μπροστά σου και βλέπεις το πεσμένο φύλλο. Κοιτάζει ό διπλανός σου και δεν βλέπει τίποτα. Αυτή είναι η κατάσταση. Εάν ακούγαμε αυτούς που συλλαμβάνουν την αλήθεια πριν την ώρα της ο κόσμος θα ήταν πολύ διαφορετικός. Τι λέει λοιπόν εδώ ο συγγραφέας; «Όλα γίνονται ομοιόμορφα στις εξωτερικές εκφάνσεις της ζωής, όλα επιπεδοποιούνται σ’ ένα ομοιογενές πολιτιστικό σχήμα». Και πιο κάτω:

«Το ιδιαίτερο λεπτό άρωμα της ιδιαιτερότητας κάθε πολιτισμού εξαχνώνεται μέρα με τη μέρα, τα χρώματα ξεφτίζουν όλο και πιο γρήγορα∙ και κάτω από το μαδημένο σοβά αρχίζουν να διακρίνονται τα ατσάλινα έμβολα της μηχανής, της σύγχρονης παγκόσμιας μηχανής».

Φαίνεται ότι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα υψώθηκαν φωνές που μίλησαν ανάλογη γλώσσα με αυτή του Τσβάιχ. Η φωνή του Έλιοτ είχε ακουστεί να λέει:

«Ο κόσμος πειραματίζεται δοκιμάζοντας να διαμορφώσει μια πολιτισμένη αλλά μη χριστιανική νοοτροπία. Το πείραμα θα αποτύχει· όμως πρέπει να δείξομε μεγάλη υπομονή περιμένοντας το γκρέμισμά του· στο αναμεταξύ να επωφεληθούμε το διάστημα αυτό: ώστε η Πίστη να κρατηθεί ζωντανή στους σκοτεινούς αιώνες που έχομε μπροστά μας· ώστε να ανανεώσομε και να ξαναχτίσομε τον πολιτισμό και να σώσομε τον Κόσμο από την αυτοχτονία».

Αυτό το απόσπασμα το παραθέτει (και το μεταφράζει) ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στη μελέτη του για τον Έλιοτ (δες στον Β΄ τόμο των Μελετών του τη σελίδα 311, Δόμος 1994). Το ίδιο ακριβώς απόσπασμα παραθέτει και ο Κ. Παπαϊωάννου στο βιβλίο του Η αποθέωση της ιστορίας. Αξίζει εδώ να αναφέρω και τον Μαξ Σέλλερ που στη διάλεξή του, το 1917 (εκδόθηκε στα ελληνικά σχετικά πρόσφατα από τις εκδόσεις manifesto με τίτλο Η χριστιανική ιδέα της αγάπης και ο σύγχρονος κόσμος σε μετάφραση Χρήστου Κρεμνιώτη) ανάμεσα στα άλλα γράφει:

«η Ευρώπη σύρθηκε –σαν τον ιππέα από τα χέρια του οποίου γλίστρησαν τα ηνία, ανατράπηκε από το άλογό του, αλλά παραμένει μπλεγμένος επάνω του σε μια ιλιγγιώδη πορεία– από την ίδια της τη λογική τη σχετιζόμενη με τις επενδύσεις της και τα εμπορεύματα, τις μηχανές της, τις μεθόδους και τις τεχνικές της, πλέον και με την πολεμική της βιομηχανία δηλαδή τη λογική των μηχανών του θανάτου. Αυτή η εσωτερική λογική ενός πολιτισμού πρωτίστως τεχνικού, είναι απελευθερωμένη από κάθε ανώτερο προσανατολισμό προς μια ενότητα μέσω ενός προτύπου πνευματικού και ηθικού, ομολογούμενου ως κοινού».

Το απόσπασμα αυτό του Μαξ Σέλλερ μάλλον μοιάζει άκρως επίκαιρο ακόμη για τα τεκταινόμενα ανά τον κόσμο και μάλιστα όσα αφορούν πολεμικές συγκρούσεις και εξολοθρεμούς. Αλλά ας γυρίσουμε στον Τσβάιχ. Σήμερα αυτά που προφητικά διαπιστώνει το 1925 έχουν δυστυχώς γίνει πραγματικότητα:

«Αμέσως μετά τον Μεγάλο Πόλεμο οι ιστορικοί του μέλλοντος θα γράψουν ότι άρχισε η κατάκτηση της Ευρώπης από την Αμερική. Πιο σωστά: ότι η κατάκτηση αυτή συντελείται ήδη και απλώς εμείς δεν το έχουμε αντιληφθεί (οι νικημένοι, κατακτημένοι λαοί είναι πάντα πιο αργοί στη σκέψη). Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, οι εφημερίδες και οι πολιτικοί τους χωρίς εξαίρεση πανηγυρίζουν με κάθε δάνειο σε δολάρια. Και συνεχίζουμε να τρέφουμε αυταπάτες σχετικά με τους φιλανθρωπικούς οικονομικούς στόχους της Αμερικής. Στην πραγματικότητα γινόμαστε αποικίες της, αποικίες του τρόπου ζωής της, σκλάβοι μιας ιδέας που θεωρεί την ύπαρξη μηχανή» (σ.18).

Εάν αυτά ισχύουν από τότε για την Ευρώπη, φανταστείτε τι ισχύει για την Ελλάδα! Οι περισσότεροι κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν. Μα ο Τσβάιχ προχωρεί πιο πέρα:

«Ο πραγματικός κίνδυνος για την Ευρώπη είναι κατά τη γνώμη μου ζήτημα του πνεύματος, της εισβολής της αμερικανικής ανίας, της φρικτής εκείνης και πολύ ιδιαίτερης ανίας, που αναβλύζει εκεί από κάθε πέτρα και κάθε σπίτι των αριθμημένων δρόμων».

Και προβαίνει σε μια καίρια διάκριση μεταξύ της «αμερικανικής ανίας και της ευρωπαϊκής:

«Της ανίας που δεν πηγάζει, όπως η μέχρι τούδε ευρωπαϊκή, από την ηρεμία που νιώθει κανείς καθισμένος στον πάγκο μιας μπιραρίας παίζοντας ντόμινο και καπνίζοντας την πίπα του – από μια δηλαδή τεμπέλικη αλλά όχι επικίνδυνη σπατάλη χρόνου […] Η αμερικανική ανία είναι αντίθετα ανήσυχη, νευρική κι επιθετική διαρκώς βιάζεται να προσπεράσει τον εαυτό της, ασταμάτητα επιδιώκει να ναρκώσει την ταραχή της με σπορ και εντυπωσιακά θεάματα. Δεν έχει πια τίποτα το παιγνιώδες, τρέχει μόνο με ξέφρενη μανία, σε μια αέναη προσπάθεια διαφυγής από το χρόνο» (ό.π., σ. 19-20).

Εδώ πια οι παρατηρήσεις του αγγίζουν, σήμερα, τον πλανήτη ολόκληρο. Ο σύγχρονος άνθρωπος παγκοσμιοποιημένος και αμερικανοποιημένος ολοένα τρέχει, είτε για να «προσπεράσει τον εαυτό της», όπως είπε για την ανία, είτε για ξεφύγει του χρόνου. Με το σύνθημα «ο χρόνος είναι χρήμα», ή το «δεν έχω χρόνο» οι άνθρωποι τούτου εδώ του πλανήτη τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ σ’ ένα ρυθμό που τους επιβλήθηκε και τον θεωρούν φυσικό και κανονικό. Και δεν καταλαβαίνουν και το άλλο: ότι το τρεχαλητό αυτό οφείλεται στην μηχανοποίηση της ζωής. Μαζί με την «αμερικανική ανία» (κάπου εδώ και ο σούπερμαν), υπάρχει και «η ιδέα που θεωρεί την ύπαρξη μηχανή», όπως είπε πιο πάνω και που εξαναγκάζει τον άνθρωπο να τρέχει στον ρυθμό της. Το πλέγμα που ρυθμίζει τον κόσμο σήμερα είναι: μηχανή- αποθέωση της εργασίας-αποθέωση του χρήματος. Σμίγει ο συγγραφέας μας εδώ με τον Θόρω που έγραφε:

«Αυτός ο κόσμος είναι ένας τόπος εργασίας. Ένα ατέλειωτο πηγαινέλα! Σχεδόν κάθε νύχτα με ξυπνάει το ξεφύσημα της ατμομηχανής. Διακόπτει τα όνειρά μου! Δεν υπάρχει ημέρα Αναπαύσεως. Θα ήταν υπέροχο να βλέπαμε για μία φορά το ανθρώπινο είδος σε στιγμή σχόλης. Αλλά δεν είναι τίποτε άλλο, παρά δουλειά, δουλειά, δουλειά. Δεν βρίσκω εύκολα να αγοράσω ένα τετράδιο με σελίδες λευκές για να καταγράψω τις σκέψεις μου. Κατά κανόνα είναι διευθετημένες για να καταχωρούνται δολάρια και σέντς. Ένας Ιρλανδός, βλέποντάς με κάποτε να κρατώ σημειώσεις, περιδιαβάζοντας στους αγρούς, εξέλαβε ως δεδομένο, ότι μετρούσα τα ημερομίσθιά μου […] Δεν νομίζω ότι υπάρχει οτιδήποτε, ούτε καν έγκλημα, που να αντιτίθεται περισσότερο στην ποίηση και στη φιλοσοφία, πολύ περισσότερο στην ίδια τη ζωή, από την ακατάπαυστη εργασία».

Ας ρωτήσω τώρα: πως γίνεται και εξαπλώθηκε μια τέτοια κατάσταση και νοοτροπία παντού; Την απάντηση –δεν είναι η μόνη– την δίνει ο Τσβάιχ:

«Διότι αν η ανθρωπότητα σήμερα γίνεται ολοένα πιο ανιαρή και ομοιόμορφη, το παθαίνει επειδή κατά βάθος αυτή είναι η επιθυμία της. Η αυτονομία στον τρόπο της ζωής, ακόμα και στην ευχαρίστηση της ζωής, αποτελεί πλέον στόχο και ιδανικό για τόσο λίγους ανθρώπους, που οι περισσότεροι δεν το αντιλαμβάνονται καν ότι μετατρέπονται σε μόρια, σε άτομα παρασυρμένα στη δίνη μιας γιγάντιας δύναμης. Αφήνονται λοιπόν στη θέρμη του ρεύματος, που τους παρασέρνει στο κενό, Ruere in servitium, όπως έλεγε ο Τάκιτος, το να ορμάει κανείς με τη θέλησή του στη δουλεία – αυτό το πάθος της αυτοακύρωσης οδηγεί όλα τα έθνη στην καταστροφή. Τώρα είναι η σειρά της Ευρώπης: ο παγκόσμιος πόλεμος είναι η πρώτη φάση, η αμερικανοποίηση είναι η δεύτερη» (ό.π., σ. 24).

Τι καταγγέλλει ο Τσβάιχ; Την μαζικοποίηση των λαών, την παθητικότητα και την μηχανοποίηση της ζωής η οποία ενισχύει και τα δύο πρώτα και δημιουργεί εξαρτήσεις από τα μαζικά μέσα διασκέδασης, τα οποία σήμερα, πολλά χρόνια μετά τη συγγραφή του μικρού αυτού βιβλίου, έχουν κατακλύσει τον πλανήτη. Ο Τσβάιχ δεν τρέφει αυταπάτες. Τονίζοντας την πνευματική διάσταση της ζωής και του ανθρώπου, απαιτώντας αναζήτηση σε βάθος νοημάτων και σημασιών και βέβαια αληθινή παιδεία-παίδευση γνωρίζει καλά ότι απευθύνεται μονάχα σ’ εκείνους που έχουν ξεφύγει από το γενικό και το κυρίαρχο πνεύμα, έχουν ξεφύγει από την «ομοιομορφία που γεννά μια μαζική ψυχή» και την «ομογενοποίηση» που απλώνεται παγκοσμίως.

Αυτό που αναδύεται μέσα από το μικρό αυτό βιβλίο είναι η επιμονή στο νόημα της ελευθερίας. Ο συγγραφέας διέκρινε πολύ νωρίς ότι ο κόσμος και δη ο ευρωπαϊκός έγερνε σε μια άρνηση προσωπικής ζωής, όπου η καλλιέργεια προσωπικότητας, η προώθηση της συνύπαρξης ανάμεσα στους ανθρώπους και τους λαούς, τα ειρηνικά έργα περνούσαν στο περιθώριο. Οραματιζόταν μια ενότητα του κόσμου, μια πνευματική κατάσταση όπου οι άνθρωποι να καλλιεργούν την ανθρωπιά και τη εσωτερικότητα, την εκλέπτυνση των αισθημάτων, την υπέρβαση κάθε εθνικισμού, ακόμη κι αν έχει εβραϊκές ρίζες. Ωστόσο, η υπεράσπιση που ζητάει του ατόμου, της ατομικότητας, στις μέρες μας έχει πάρει διαστάσεις απολύτως αρνητικές αφού φτάνει σε μια άνευ όρων καταξίωση του εαυτού και σ’ ένα αυτοπροσδιοριζόμενο άτομο που τείνει να θέτει τον εαυτό του υπεράνω νόμων, ιστορίας, πνευματικών παραδόσεων, σχέσεων και κοινωνίας. Μολοντούτο, το μικρό αυτό βιβλίο καταγγέλλει μια πραγματικότητα που κοντεύει να παρασύρει σε βάθος λήθης το σύνολο του πλανήτη. Γι’ αυτό πρέπει να το προσέξει ιδιαίτερα το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, και μάλιστα οι αναγνώστες του Νέου Πλανοδίου.

 *

*

*