*
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ # 4
Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της
~.~
της ΛΑΡΙΣΣΑ ΜΠΕΡΓΚΕΡ
Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ
~.~
|| η εισαγωγή και το πρώτο μέρος εδώ, το δεύτερο μέρος εδώ ||
~.~
4. Η τεχνητή νοημοσύνη, η ευχαρίστηση και το ωραίο
Τι μας διδάσκουν όλα αυτά για την τεχνητή νοημοσύνη; Μια λειτουργιστική προσέγγιση της ευχαρίστησης σαν αυτή που παρουσιάσαμε αρκετά πιο πάνω θα μπορούσε ίσως να αναγνωρίσει στην ΤΝ την δυνατότητα ευχαρίστησης. Μάλιστα, ο Νέιτζελ επισημαίνει ότι «λειτουργικές καταστάσεις, ή εμπρόθετες καταστάσεις, […] θα μπορούσαν να αναγνωριστούν σε ρομπότ ή αυτόματα που συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι μολονότι δεν βιώνουν τίποτε ως εμπειρία» (Nagel 1974, σελ. 436). Ως υπόθεση εργασίας, θα πούμε ότι η ΤΝ θα μπορούσε να έχει παραστάσεις (κάτι για το οποίο δεν είμαι διόλου βέβαιη). Αν ένας υπολογιστής λάμβανε μια παράσταση ως ερέθισμα και, στη συνέχεια, είτε διατηρούσε τον εαυτό του στην τρέχουσα κατάσταση είτε παρήγε ένα κάποιο αντικείμενο ως απόκριση στο ερέθισμα, τότε, εφόσον ακολουθούσαμε τη λειτουργιστική εικόνα που εξαγάγαμε από τον ορισμό του Καντ για την ευχαρίστηση, θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ότι ο υπολογιστής αυτός ευχαριστιέται. Ωστόσο, υποστήριξα ότι η επαρκής σύλληψη της ευχαρίστησης δεν είναι λειτουργική αλλά φαινομενολογική για τον Καντ. Υποστηρίζω ότι η ΤΝ δεν δύναται να βιώσει την ευχαρίστηση και το υποστηρίζω ευθέως, ως εξής: Η ΤΝ (στην παρούσα φάση της εξέλιξής της) καθορίζεται και περιγράφεται πλήρως, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, από τους νόμους της φυσικής επιστήμης. Οι νόμοι της επιστήμης είναι δεμένοι στο αντικειμενικό σημείο θέασης. Δεν καταδεικνύουν κανένα «να ’σαι κάπως» – αλλιώς θα ξέραμε πώς είναι να ’σαι νυχτερίδα αν μαθαίναμε τα πάντα για τις νυχτερίδες με όρους φυσικής επιστήμης.[1] Δεδομένου ότι η ευχαρίστηση, σύμφωνα με τον Καντ, χαρακτηρίζεται πρώτιστα από το πώς είναι κάποιος να την αισθάνεται –δηλαδή από τον φαινομενικό της χαρακτήρα–, η ΤΝ δεν μπορεί να νιώσει ηδονή. Ο Σένεκερ το θέτει ως ακολούθως: «Το να ’σαι υπολογιστής δεν είναι κάπως, και κατά συνέπεια, σε αντίθεση με την περίπτωση των όντων για τα οποία υπάρχει μια κάποια φαινομενική έσω (;) ζωή, το να βρίσκεται κάτι σε κατάσταση υπολογιστή δεν αποτελεί πνευματική κατάσταση» (Schönecker 2018, σελ. 78 κ.ε.). Αφού, λοιπόν, δεν είναι κάπως το «να ’σαι υπολογιστής», δεν υπάρχει το πώς «να αισθάνεσαι ηδονή» ως υπολογιστής.
Ό,τι ισχύει γενικώς για την ευχαρίστηση ισχύει και για την ειδικότερη ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου. Είδαμε ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει τον ειδικό φαινομενικό χαρακτήρα της ανιδιοτέλειας. Κι ας επαναλάβουμε ότι, για τον Καντ, η ευχαρίστηση είναι κάτι που πρώτιστα «το αισθάνεσαι, δεν το κατανοείς». Την ευχαρίστηση, λοιπόν, ενώπιον του ωραίου πρώτιστα την αισθάνεσαι όντας ανιδιοτελής. Δεδομένου ότι η ΤΝ δεν δύναται να αισθανθεί τίποτα, δεν μπορεί να αισθανθεί ανιδιοτελή ηδονή. Για έναν υπολογιστή, δεν υπάρχει ένα «πώς είναι να αισθάνεσαι ανιδιοτελή ηδονή».
Οι υπολογιστές είναι δεμένοι με το αντικειμενικό σημείο θέασης, το σημείο θέασης της φυσικής επιστήμης. Αντίστοιχα, δεν υπάρχει υποκειμενικό σημείο θέασης για έναν υπολογιστή. Ένας υπολογιστής δεν έχει πρωτοπρόσωπες εμπειρίες και, συνεπεία αυτού, δεν έχει ατομικό σημείο θέασης. Κατ’ επέκταση, δεν υπάρχει σημείο θέασης που να προσιδιάζει στο ευρύτερο γένος (δηλαδή στο σύνολο των υπολογιστών). Επιπλέον, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι οι υπολογιστές μπορούν να φανταστούν (ενσυναισθητικά) και, έτσι, να προσεγγίσουν με τη φαντασία τα σημεία θέασης άλλων υποκειμένων. Επίσης, δεδομένου ότι οι υπολογιστές δεν μπορούν να νιώσουν την ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου, δεν μπορούν ούτε να νιώσουν την υπέρβαση του ατομικού σημείου θέασης, η οποία περιλαμβάνεται στον φαινομενικό χαρακτήρα της ευχαρίστησης αυτής.
Το γεγονός ότι η ΤΝ δεν μπορεί να αισθανθεί ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει σημαντικές συνέπειες για την ομορφιά. Κατά τον Καντ, η ομορφιά συνίσταται στο αίσθημα της ανιδιοτελούς ευχαρίστησης μεσ’ από μια πρωτοπρόσωπη οπτική. Επιπλέον, δεν μπορεί κανείς να συλλάβει την ομορφιά εφαρμόζοντας κάποιους κανόνες. Όπως το θέτει ο Κάντ: «δεν δύναται να υπάρξει αντικειμενικός κανόνας της καλαισθησίας ο οποίος να ορίζει τι είναι ωραίο χρησιμοποιώντας έννοιες» (KU, AA 05: 231). Μιας και η ΤΝ δεν μπορεί να αισθανθεί ευχαρίστηση, παρά μπορεί μόνο να εφαρμόζει κανόνες (βασισμένους σε αλγόριθμους), δεν δύναται να συλλάβει την ομορφιά.[2] Παρόλο που η ΤΝ ίσως πράγματι να μπορεί να εντοπίσει ωραία αντικείμενα, δεν μπορεί να βιώσει την ευχαρίστηση αυτή καθαυτή. Όπως η Μαίρη, η οποία γνωρίζει τα πάντα σχετικά με τα χρώματα με όρους φυσικής αλλά ποτέ της δεν έχει δει το κόκκινο χρώμα,[3] έτσι και η ΤΝ θα μπορούσε να γνωρίζει πολλά για την ομορφιά (π.χ. στοιχεία ιστορίας της τέχνης ή πραγματολογικά δεδομένα για τις αναλογίες και τους χρωματισμούς που οι άνθρωποι τείνουν να βρίσκουν ωραίους), αλλά δεν θα μπορούσε να αισθανθεί ανιδιοτελή ευχαρίστηση και, κατά συνέπεια, ούτε να βιώσει την ομορφιά.
Υπάρχουν δύο πιθανές αντιρρήσεις, και οι δυο σχετιζόμενες με κάποια εμπειρικά ζητήματα της ανάπτυξης της ΤΝ. Η πρώτη αφορά την ικανότητα της ΤΝ να έχει συναισθήματα. Άλλωστε, μήπως ήδη δεν έχουμε συναισθηματική υπολογιστική (affective computing) και, άρα, μια ένδειξη ότι η ΤΝ μπορεί να έχει συναισθήματα όπως για παράδειγμα ευχαρίστηση; Το 1997, η Ρόζαλντι Πικάρντ εισήγαγε τον όρο «συναισθηματική υπολογιστική» και προέβαλε τον εξής ευρύ ορισμό: Η συναισθηματική υπολογιστική είναι «υπολογιστική που σχετίζεται με τα συναισθήματα, προκύπτει από τα συναισθήματα ή τα επηρεάζει εσκεμμένα» (Picard 1997, σελ. 3). Παρακάτω, θα ρίξουμε μια μικρή ματιά στα τρέχοντα επιτεύγματα στο πεδίο της συναισθηματικής υπολογιστικής.
Η συναισθηματική υπολογιστική έχει σημειώσει κάποια πρόοδο εις ό,τι αφορά στην αναγνώριση των συναισθημάτων (affect recognition). Για παράδειγμα, έχει σημειωθεί ορισμένη επιτυχία στη δυνατότητα εντοπισμού συναισθημάτων μέσω του εντοπισμού και της επεξεργασίας εκφράσεων του προσώπου (π.χ. με τη χρήση του Facial Action Coding System –FACS– του Πωλ Έκμαν).[4] Άλλες προσεγγίσεις εστιάζουν στην ανάλυση της φωνής (π.χ. στον εντοπισμό ενός συναισθήματος χάρη στον τόνο της φωνής), στην ανάλυση διάθεσης (π.χ. με τον εντοπισμό ενός συναισθήματος στο περιεχόμενο και στο νόημα της προφορικής έκφρασης) καθώς και στους βιοαισθητήρες (π.χ. στον εντοπισμό ενός συναισθήματος χάρη στον εντοπισμό μεταβολών στο σώμα)· επιπλέον υπάρχουν και πολυτροπικές προσεγγίσεις.[5] Πάντως, ως τώρα η αναγνώριση συναισθήματος παραμένει ανακριβής μιας και, παραδείγματος χάριν, το όλο πλαίσιο ενός συναισθήματος δεν λαμβάνεται υπόψη και, επίσης, αγνοούνται οι πολιτισμικές παράμετροι. Έτσι, οι συγγραφείς του AI Now 2019 Report διατείνονται τα εξής: «Υπάρχουν ελάχιστες ή και καθόλου ενδείξεις ότι τα καινούργια προϊόντα αναγνώρισης συναισθήματος έχουν κάποια επιστημονική εγκυρότητα» (AI Now 2019 Report, σελ. 51). Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι απλώς και μόνο ο εντοπισμός των συναισθημάτων ούτε περιλαμβάνει ούτε προϋποθέτει την ικανότητα να αισθάνεσαι αυτά τα συναισθήματα. Συχνά, τα ανθρώπινα όντα αναγνωρίζουν τα συναισθήματα των άλλων μέσω της ενσυναίσθησης και, αν μη τι άλλο, η ενσυναίσθηση των συναισθημάτων περιλαμβάνει το «να ’σαι κάπως». Οπωσδήποτε, μια τέτοια ενσυναίσθηση των συναισθημάτων δεν βιώνεται από έναν υπολογιστή ο οποίος χρησιμοποιεί την αναγνώριση των συναισθημάτων κατά τον τρόπο που σκιαγράφησα.[6]
Η ΤΝ, στο παρόν στάδιο της ανάπτυξής της, μπορεί ακόμα «να δίνει την εντύπωση των συναισθημάτων. Κι αυτό είναι πιθανόν να καταστεί δυνατόν με διάφορες μορφές σε ό,τι αφορά τα ρομπότ, τις εικονικές περσόνες και τους ενσώματους συνομιλητές (embodied converstational agents, ECAs), μεσ’ από την ομιλία, την εμφάνιση, τη συμπεριφορά και άλλους τρόπους» (Goldie, Döring & Cowie 2011, σελ. 728). Παρόλα αυτά, καμία από τούτες τις ικανότητες δεν αντιστοιχεί στο να έχεις ή, καλύτερα, να νιώθεις συναισθήματα. Και εδώ, λοιπόν, απουσιάζει ο φαινομενικός χαρακτήρας του συναισθήματος.
Είδαμε ότι, κατά τον ορισμό της Πικάρντ, η συναισθηματική υπολογιστική θέλει, ανάμεσα σ’ άλλα, και να «προκύπτει από τα συναισθήματα». Έχουν πράγματι υπάρξει κάποιες προσπάθειες ώστε να νιώθει η ΤΝ ορισμένα συναισθήματα. Ωστόσο, οι τέτοιας λογής προσπάθειες κυρίως ασχολούνται με τον λειτουργικό ρόλο των συναισθημάτων στη γνωσιακή λειτουργία και τη συμπεριφορά.[7] Για παράδειγμα, οι Κυν και Χαντάντιν πρόσφατα εισήγαγαν «το τεχνητό Ρομποτικό Νευρικό Σύστημα [«aRNS»] ως έναν καινούργιο τρόπο ένταξης της αφής και των αντίστοιχων αντανακλαστικών αντιδράσεων σε ρομποτικό έλεγχο βασισμένοι στην έννοια της “ρομποτικής αίσθησης του πόνου” (Kuehn & Haddadin 2017, σελ. 2). Το aRNS είναι ρητώς σχεδιασμένο για να πετυχαίνει μια συγκεκριμένη ρομποτική συμπεριφορά. Όπως το θέτει ο Ασάντα, «ο σκοπός τους ήταν να εγγυηθούν την ασφάλεια στις συνεργασίες μεταξύ ανθρώπου και ρομπότ και το κύριο ενδιαφέρον τους ήταν να δημιουργήσουν μια συμπεριφορά αποφυγής ορισμένων καταστάσεων» (Asada 2019, σελ. 5).[8] Οπωσδήποτε, προξενεί κάποια εντύπωση το γεγονός ότι οι Κυν και Χαντάντιν δεν ισχυρίζονται, παρ’ όλα αυτά, ότι δημιούργησαν συναισθηματικές εμπειρίες στα ρομπότ. Εξηγούν τα εξής:
«Προφανώς, ο πόνος είναι σε μεγάλο βαθμό μια συναισθηματική εμπειρία, η οποία δεν επηρεάζεται μόνο από τα σήματα τα προερχόμενα από τους νευρώνες του πόνου. Άρα, μπορούμε να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ της συναισθηματικής εμπειρίας του πόνου και των νευρωνικών σημάτων τα οποία οδηγούν σε εμπειρίες πόνου. Σε τούτη την εργασία, εστιάζουμε στα δεύτερα» (Kuehn & Haddadin 2017, σελ. 1).
Οι συγγραφείς δεν ασχολούνται λοιπόν με τον φαινομενικό χαρακτήρα του πόνου ή άλλων συναισθημάτων.
Μια άλλη προσέγγιση στο ζήτημα της συναισθηματικής υπολογιστικής προτάθηκε από τους Μαν και Νταμάσιο και επικεντρώνεται «στον σχεδιασμό και στην κατασκευή μιας νέας τάξεως μηχανών οργανωμένων σύμφωνα με τις αρχές της ρύθμισης ενός ζωικού οργανισμού, της ομοιόστασης» (Man & Damasio 2019, σελ. 446). Οι Μαν και Νταμάσιο προτείνουν έναν συνδυασμό μαλακής ρομποτικής και μηχανικής μάθησης «για την παραγωγή μηχανών με το τεχνητό ανάλογο των αισθημάτων» (Man & Damasio 2019, σελ. 446). Σε σύγκριση με τα σκληρά υλικά όπως το μέταλλο, τα μαλακά υλικά μπορούν να προσδώσουν τρωτότητα στα ρομπότ.[9] Επιπλέον, οι συγγραφείς προτείνουν τον συνδυασμό μαλακών υλικών με βαθιά νευρωνικά δίκτυα προκειμένου να φτιαχτούν «αντιστοιχίες μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού χώρου, μεταξύ των εσωτερικών ομοιοστατικών δεδομένων και των εξωτερικών αισθητηριακών δεδομένων» (Man & Damasio 2019, σελ. 450). Εντούτοις, οι συγγραφείς είναι σαφείς ως προς το ότι το μαλακό υλικό «δεν επαρκεί από μόνο του για τη γέννηση αισθημάτων»· απλώς είναι «πιο πιθανό να δημιουργήσει φυσικά εκείνο το είδος σχέσης που –έτσι πιστεύουμε– θα προσεγγίζει τρόπον τινά τα αισθήματα» (Man & Damasio 2019, σελ. 448). Καταπώς συμβαίνει και με το aRNS, η ομοιοστατική τους προσέγγιση επιδιώκει έναν στόχο λειτουργικής υφής. Οι συγγραφείς εξηγούν:
«Ο πρωταρχικός στόχος της εισαγωγής μιας ενσώματης ευθραστότητας και μιας αυτόβουλης αυτορρύθμισης δεν είναι να παραχθούν ρομπότ με πραγματικά αισθήματα, αλλά να βελτιωθεί η λειτουργικότητά τους σε διάφορα περιβάλλοντα» (Man & Damasio 2019, σελ. 451, έμφαση δική μου).
Ας τα συνοψίσουμε: Στο παρόν στάδιο ανάπτυξης, δεν γίνεται να ισχυριστούμε ότι η ΤΝ έχει εμπειρίες με φαινομενικό χαρακτήρα και υποκειμενικό σημείο θέασης. Η συναισθηματική υπολογιστική δεν έχει καταφέρει ακόμα να δημιουργήσει υπολογιστές που αισθάνονται κάποια συναισθήματα.[10] Με τα λόγια των Μαν και Νταμάσιο: «Από τους σημερινούς υπολογιστές λείπουν τα αισθήματα. Δεν είναι σχεδιασμένοι για να αναπαριστούν την εσώτερη κατάσταση των λειτουργιών τους με οποιονδήποτε τρόπο θα τους επέτρεπε να βιώνουν τούτη την κατάσταση εντός ενός πνευματικού χώρου. Επίσης, δεν έχουν εαυτό και προθετικότητα και υποκειμενικότητα («aboutness») (Man & Damasio 2019, σελ. 446).
Η δεύτερη ένσταση αναφέρεται στην άποψη η οποία βασίζεται σε μια φυσιοκρατική εξελικτική θεωρία και η οποία υποστηρίζει ότι η συνείδηση και το «να ’σαι κάπως» εξελίχθηκε μες από την ασύνειδη ύλη.[11] Οπότε, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να εξελιχθούν κάποιοι υπολογιστές με συνείδηση μέσ’ από μια πολύπλοκη διάταξη της κατά τ’ άλλα ασύνειδης ύλης.[12] Μολονότι, βέβαια, δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί, αυτό φαίνεται απίθανο. Όπως το θέτει ο Σένεκερ:
«Ένα απλό κύτταρο είναι ήδη εξαιρετικά σύνθετο, για να μη μιλήσουμε για τον εγκέφαλο. Ένας υπολογιστής μπροστά του είναι ένα αντικείμενο πολύ πρωτόγονο· δεν έχουμε κανέναν λόγο να νομίσουμε ότι έχει μυαλό, όχι περισσότερο απ’ ό,τι μια ραπτομηχανή» (Schönecker 2018, σελ. 86).
5. Συμπέρασμα
Σε αντίθεση με τον Νέιτζελ, ο Καντ δεν χρησιμοποιεί τον όρο «υποκειμενικός» όταν αναφέρεται στον φαινομενικό χαρακτήρα της εμπειρίας. Παρόλα αυτά, η όλη ιδέα του Νέιτζελ για το υποκειμενικό, ήτοι το «να ’σαι κάπως» και το υποκειμενικό σημείο θέασης, υπάρχει στα έργα του Καντ και πρώτιστα στην ιδέα του περί της ευχαρίστησης. Μια επαρκής σύλληψη της ευχαρίστησης, στη σκέψη του Καντ, βασίζεται στον φαινομενικό της χαρακτήρα και, επιπλέον, τα διαφορετικά ήδη της ευχαρίστησης μπορούν να διακριθούν με βάση τον διαφορετικό φαινομενικό χαρακτήρα του καθενός. Υποστήριξα ότι ο φαινομενικός χαρακτήρας της ευχαρίστησης ενώπιον του ωραίου έχει ως γνώρισμα την ανιδιοτέλεια. Επίσης, η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι δεμένη με το ατομικό σημείο θέασης: για να συλλάβω πώς είναι να αισθάνεται κάποιος ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου πρέπει να μπορώ να το αισθανθώ η ίδια, ενώ, για να κρίνω αν ένα κάποιο αντικείμενο είναι ωραίο, πρέπει να νιώθω εγώ η ίδια μια ανιδιοτελή ευχαρίστηση την ώρα που το θεωρώ. Παρότι μπορεί κανείς να προσεγγίσει με τη φαντασία εκείνο το σημείο θέασης που προσιδιάζει στο ανθρώπινο γένος, μια τέτοια διαδικασία δεν είναι αναγκαία. Κι αυτό γιατί η υπέρβαση του ατομικού σημείου θέασης, υπέρ του (καθολικού) σημείου θέασης του προσιδιάζοντος στην ανθρωπότητα, περιέχεται ήδη μέσα στο αίσθημα της ανιδιοτελούς ευχαρίστησης, δηλαδή στον φαινομενικό της χαρακτήρα.
Τέλος, υποστήριξα ότι η ΤΝ είναι αποκλεισμένη από την καντιανή σφαίρα της ομορφιάς. Η ομορφιά, κατά Καντ, συγκροτείται από το αίσθημα της ανιδιοτελούς ευχαρίστησης, το οποίο το βιώνει έκαστος άνθρωπος όταν προσλαμβάνει κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο. Δεδομένου ότι οι υπολογιστές και οι διάφορες ΤΝ δεν δύνανται να έχουν πνευματικές καταστάσεις φαινομενικού χαρακτήρα και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να έχουν την εμπειρία της ευχαρίστησης, η ΤΝ δεν μπορεί να βιώσει το ωραίο. Άρα, η ΤΝ δεν μπορεί να συλλάβει την ομορφιά.
///
[1] Βλ. και τη διάσημη ιστορία της «Μαίρης» του Τζάξον (Jackson 1986). [ΣτΜ: O φιλόσοφος Φρανκ Τζάξον αναρωτήθηκε σχετικά με την Μαίρη, έναν υποθετικό άνθρωπο ο οποίος ζει σε έναν ασπρόμαυρο κόσμο, έχοντας παρ’ όλα αυτά πολλές θεωρητικές πληροφορίες γύρω από τα χρώματα και τις ιδιότητές τους. Το ερώτημα του Τζάξον ήταν κατά πόσον η Μαίρη, εφόσον βγει στον έξω κόσμο και δει τα χρώματα η ίδια, θα αποκτήσει κάποια νέα γνώση. Υποστηρίζει ότι, ναι, θα αποκτήσει νέα γνώση, γιατί ο κόσμος δεν εξαντλείται στην ύλη και στη θεωρητική της μελέτη. Η πράξη της παρατήρησης έχει δικό της χαρακτήρα.]
[2] Βλ. Berger 2018.
[3] Βλ. Jackson 1986, σελ. 291. Όσον αφορά μια περίπτωση τύπου Μαίρης σχετικά με τα συναισθήματα, βλ. το εξής παράδειγμα του Γκόλντι: «Η Αϊρίν είναι πια ψυχρότατη επιστήμων με αντικείμενο τον πάγο. Μιας και μελετά τον πάγο, λοιπόν, γνωρίζει όλες του τις ιδιότητες. Πιο συγκεκριμένα, ξέρει όλους τους κινδύνους που ενέχονται αν περπατήσει κανείς πάνω στον πάγο· αν δει μια παγωμένη λίμνη θα ξέρει άμεσα πού έγκεινται οι κίνδυνοι. Παραμένει ωστόσο ψυχρή σαν πάγος και ποτέ της δεν ένιωσε φόβο (είναι παρατραβηγμένη αυτή η εικόνα, αλλά όχι περισσότερο από της Μαίρης στον ασπρόμαυρο κόσμου της· ας φανταστούμε ότι η Αϊρίν μεγάλωσε σε ένα απίστευτα υπερπροστατευτικό περιβάλλον). Παρ’ όλα αυτά, παρά την έλλειψη αυτή, κατέχει μια θεωρητική έννοια της επικινδυνότητας και, επίσης, κατέχει μια θεωρητική έννοια του φόβου ως μιας κατάστασης η οποία, χονδρικά, παίζει έναν ρόλο αιτιακό: Οι άνθρωποι συνήθως φοβούνται πράγματα που τα θεωρούν επικίνδυνα και ανταποκρίνονται συμπεριφερόμενοι με ορισμένους συνήθεις τρόπους. Μια μέρα, όμως, η Αϊρίν πηγαίνει στον πάγο, γλιστρά και για πρώτη φορά αισθάνεται φόβο – φόβο απέναντι στον επικίνδυνο πάγο. Τώρα λοιπόν ξέρει «από μέσα» πώς είναι να αισθάνεσαι φόβο, οπότε απέκτησε μια καινούργια έννοια – μια έννοια φαινομενική» (Goldie, 2002 σελ. 244 f.).
[4] Βλ. Bösel 2019, σελ. 223· Misselhorn 2021, σελ. 20 f.
[5] Για μια επισκόπηση, βλ. Misselhorn 2021, σελ. 20-42.
[6] Βλ. επίσης τον εξής ορισμό της αναγνώρισης συναισθημάτων (affect recognition): «Η αναγνώριση συναισθημάτων είναι μια τεχνολογία βασισμένη σε ΤΝ η οποία ισχυρίζεται ότι μπορεί να εντοπίζει τη συναισθηματική κατάσταση ενός ατόμου βασισμένη στη χρήση αλγορίθμων για την αντίληψη ενός υπολογιστή (computer-vision algorithms), ώστε να αναλύει τις μικρές μεταβολές στην έκφραση ενός ατόμου, στον τόνο της φωνής του, ακόμα και στο βάδισμά του» (AI Now 2019 Report, σελ. 50). Έχει ενδιαφέρον ότι, στην αναπτυξιακή προσέγγισή που κάνει στην τεχνητή ενσυναίσθηση, ο Ασάντα (Asada 2015) διαφορίζει μεταξύ συναισθηματικής και γνωσιακής ενσυναίσθησης· εντούτοις, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή τους σε μια ρομποτική για την ανάπτυξη των συναισθημάτων, δεν αναφέρεται στον φαινομενικό χαρακτήρα της συναισθηματικής ενσυναίσθησης.
[7] Βλ. Misselhorn 2018, σελ. 42 f.
[8] Βλ. επίσης: «Η όλη συμπεριφορά επιτρέπει στο ρομπότ να διαδρά με το περιβάλλον με έναν ευαίσθητο τρόπο, σε ό,τι αφορά ένα κάποιο επίπεδο πόνου, και την ίδια ώρα μειώνει τους ενδεχόμενους κινδύνους με την ενεργοποίηση αντανακλαστικών εμπνευσμένων από το ανθρώπινο σώμα κατά την περίπτωση που το επίπεδο του πόνου ανεβεί» (Kuehn & Haddadin 2017, σελ. 2).
[9] Οι συγγραφείς δίνουν το εξής παράδειγμα: «Ο Markvicka και οι συνεργάτες του έφτιαξαν ένα μαλακό, ηλεκτρονικό «δέρμα» το οποίο είναι ευαίσθητο σε τοπικώς προσδιορισμένα ερεθίσματα και προκαλεί αποκρίσεις σε τυχόν ζημιά. Εμφύσησαν σε μια βάση ελαστομερών σταγονίδια υγρού μετάλλου και, όταν αυτή σκίστηκε, προκλήθηκαν αλλαγές στην ηλεκτρική αγωγιμότητα της κατεστραμμένης επιφάνειας» (Man & Damasio 2019, σελ. 448).
[10] Βλ. κάτι παρόμοιο στους Goldie, Döring & Cowie 2011, σελ. 727.
[11] Αρκετοί έχουν υποστηρίξει ότι η ευχαρίστηση, για τον Καντ, είναι μια εμπρόθετη πνευματική κατάσταση (βλ. για παράδειγμα Allison 2001, σελ. 53 f. & 122 f.· Aquila 1982· Ginsborg 2015, σελ. 94-110· Zuckert 2002). Σε διάφορες παραλλαγές τούτης της θέσης περί προθετικότητας, ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου κατευθύνεται είτε προς μια άλλη πνευματική κατάσταση (το ελεύθερο παιχνίδι των αισθήσεων) ή προς την παράσταση του ωραίου αντικειμένου. Αν η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι εμπρόθετη, μπορεί κανείς να θυμηθεί το κινέζικο δωμάτιο, το πείραμα σκέψης του Τζων Σαρλ, και να ισχυριστεί ότι η προθετικότητα δεν προκαλείται από «αυστηρές [μορφικές φορμαλιστικές ?] δομές» (formal structure[s]) ούτε από «υπολογιστικές διαδικασίες» (Searle 1980, σελ. 420, 422). Τούτη τη σκέψη ενδέχεται να την εξετάσω αλλού.
[12] Βλ. Schönecker 2018, σελ. 86.
///
Βιβλιογραφικές αναφορές
Εκτός από την Κριτική του Καθαρού Λόγου, όλες οι αναφορές στα έργα του προέρχονται από το Kant’s Gesammelte Schriften, Ausgabe der Preußischen Akademie der Wissenschaften (De Gruyter, 1902). Τις αναφορές στην Κριτική του Καθαρού Λόγου τις έκανα με βάση τη σελιδοποίηση της πρώτης και της δεύτερης έκδοσης. Για τις αγγλικές μεταφράσεις χρησιμοποιήθηκε το The Cambridge Edition of the Works of Immanuel Kant με κατά τόπους προσαρμογές όπου χρειάστηκε.
Επεξήγηση συντομογραφιών:
EEKU Erste Einleitung in die Kritik der Urteilskraft / Πρώτη Εισαγωγή στην Κριτική της Κριτικής Δύναμης
GMS Grundlegung zur Metaphysik der Sitten / Θεμέλια της Μεταφυσικής των Ηθών
KpV Kritik der praktischen Vernunft / Κριτική του Πρακτικού Λόγου
KrV Kritik der reinen Vernunft / Κριτική του Καθαρού Λόγου
KU Kritik der Urteilskraft / Κριτική της Κριτικής Δύναμης
MS Die Metaphysik der Sitten / Μεταφυσική των Ηθών
Observations Observations on the Feeling of the Beautiful and the Sublime / Παρατηρήσεις για το Αίσθημα του Ωραίου και του Υψηλού
Progress What Real Progress Has Metaphysics Made in Germany Since the Time of
Leibniz and Wolff? / Πόση Πρόοδο έκανε η μεταφυσική στη Γερμανία από την Εποχή του Λάμπνιτζ και του Βολφ;
Prol Prolegomena zu einer jeden künftigen Metaphysik / Προλεγόμενα για οποιαδήποτε Μελλοντική Μεταφυσική
AI Now 2019 Report. Νέα Υόρκη 2019. https://ainowinstitute.org/AI_Now_2019_Report.pdf, πρόσβαση στις 4 Φεβρουαρίου 2022.
Allison, Henry (2001): Kant’s Theory of Taste. Καίμπριτζ: Cambridge University Press.
Aquila, Richard (1982): “A New Look at Kant’s Aesthetic Judgments”. Στο: Ted Cohen/Paul Guyer (επιμ.): Essays in Kant’s Aesthetics. Chicago & London: The University of Chicago Press. pp. 87–114.
Asada, Minoru (2015): “Development of Artificial Empathy”. Στο: Neuroscience Research 90. pp. 41–50.
Asada, Minoru (2019): “Artificial Pain May Induce Empathy, Morality, and Ethics in the Conscious Mind of Robots”. Στο: Philosophies 4. Nr. 3. pp. 1–10.
Berger, Larissa (2018): “Can Artificial Intelligence Know about Beauty? – A Kantian Approach”. Στο: Journal of Artificial Intelligence Humanities 2. pp. 119–143.
Berger, Larissa (2022): Kants Philosophie des Schönen. Eine kommentarische Interpretation zu den §§ 1–22 der Kritik der Urteilskraft. Φράιμπουργκ: Alber Verlag.
Bösel, Bernd (2019): “Affective Computing”. Στο: Kevin Liggieri/Oliver Müller (επιμ.): Mensch – Maschine – Interaktion. Handbuch zu Geschichte – Kultur – Ethik. Βερολίνο: Metzler. pp. 223–225
Chalmers, David J. (1996): The Conscious Mind. In Search of a Fundamental Theory. Οξφόρδη: Oxford University Press.
Ginsborg, Hannah (2015): The Normativity of Nature. Essays on Kant’s Critique of Judgment. Οξφόρδη: Oxford University Press.
Goldie, Peter/Döring, Sabine/Cowie, Roddy (2011): “The Ethical Distinctiveness of Emotion- Oriented Technology: Four Long-Term Issues”. Στο: Paolo Petta/Catherine Pelachaud & Roddy Cowie (επιμ.): Emotion-Oriented Systems. The Humaine Handbook. Βερολίνο, Heidelberg: Springer Verlag. pp. 725–733.
Goldie, Peter (2002): “Emotions, Feelings and Intentionality”. Στο: Phenomenology and Cognitive Sciences 1. pp. 235–254.
Guyer, Paul (1979): Kant and the Claims of Taste. Καίμπριτζ Μασαχουσέτης: Harvard University Press.
Guyer, Paul (2018): “What Is It Like to Experience the Beautiful and the Sublime?”. Στο: Kelly Sorensen & Diane Williamson (επιμ.): Kant and the Faculty of Feeling. Καίμπριτζ: Cambridge University Press. pp. 147–165.
Jackson, Frank (1986): “What Mary Didn’t Know”. Στο: The Journal of Philosophy 83. Nr.5. pp. 291–295.
Kriegel, Uriah/Timmons, Mark (2021): “The Phenomenology of Kantian Respect and Persons”. Στο: Richard Dean/Oliver Sensen (επιμ.): Respect. Philosophical Essays. Οξφόρδη: Oxford University Press.
Kuehn, Johannes/Haddadin, Sami (2017): “An Artificial Robot Nervous System to Teach Robots How to Feel Pain and Reflexively React to Potentially Damaging Contacts”. Στο: IEEE Robotics and Automation Letters 2. Nr. 1. pp. 72–79.
Levin, Janet (2018): “Functionalism”. Στο: Edward N. Zalta (επιμ.): Stanford Encyclopedia of Philosophy. https://plato.stanford.edu/entries/functionalism/, πρόσβαση στις 9 Ιουλίου 2021.
Man, Kingson/Damasio, Antonio (2019): “Homeostatsis and Soft Robotics in the Design of Feeling Machines”. Στο: Nature Machine Intelligence 1. Nr.10. pp. 446–452.
Misselhorn, Catrin (2018): Grundfragen der Maschinenethik. Stuttgart: Reclam.
Misselhorn, Catrin (2021): Künstliche Intelligenz und Empathie. Vom Leben mit Emotionserkennung, Sexrobotern & Co. Stuttgart: Reclam.
Nagel, Thomas (1974): “What Is It Like to Be a Bat?”. Στο: The Philosophical Review 83. Nr.4. pp. 435–50.
Nagel, Thomas (1979): Mortal Questions. Καίμπριτζ: Cambridge University Press.
Picard, Rosalind (1997): Affective Computing. Καίμπριτζ Μασαχουσέτης: MIT Press.
Recki, Birgit (2004): “Wie fühlt man sich als vernünftiges Wesen? Immanuel Kant über ästhetische und moralische Gefühle”. Στο: Klaus Herding & Bernhard Stumpfhaus (επιμ.): Pathos, Affekt, Gefühl: die Emotionen in den Künsten. Βερολίνο, Νέα Υόρκη: De Gruyter. pp. 274–294.
Rinofner-Kreidl, Sonja (2004): “Das ‘Gehirn-Selbst’. Ist die Erste-Person-Perspektive naturalisierbar?”. Στο: Phänomenologische Forschungen. pp. 219–252.
Schönecker, Dieter (2018): “Can Practical Reason Be Artificial”. Στο: Journal of Artificial Intelligence Humanities 2. pp. 67–91.
Searle, John (1980): “Minds, Brains, and Programs”. Στο: The Behavioral and Brain Sciences 3. pp. 417–457.
Tye, Michael (2017): “Qualia”. Στο: Edward N. Zalta (επιμ.): Stanford Encyclopedia of Philosophy. https://plato.stanford.edu/entries/qualia/, πρόσβαση στις 9 Ιουλίου 2021.
Walter, Sven (2006): “Allgemeine Einleitung: Phänomenales Bewusstse In: Unlösbares Mysterium oder seriöses wissenschaftliches Problem?”. Στο: Heinz-Dieter Heckmann & Sven Walter (επιμ.): Qualia – Ausgewählte Beiträge. Paderborn: mentis. pp. 11–60.
Zahavi, Dan/Kriegel, Uriah (2016): “For-me-ness: What it is and what it is not”. Στο: Daniel O. Dahlstrohm, Andreas Elpidorou & Walter Hopp (επιμ.): Philosophy of Mind and Phenomenology: Conceptual and Empirical Approaches. Νέα Υόρκη: Routledge. pp. 36–54.
Zinkin, Melissa (2012): “Kant and the Pleasure of ‘Mere Reflection”. Στο: Inquiry 55. Nr. 5. pp. 433–453.
Zuckert, Rachel (2002): “A New Look at Kant’s Theory of Pleasure”. Στο: The Journal of Aesthetics and Art Criticism 60. Nr. 3. pp. 239–252.
///
*
*
*
