Η Βερδίκω

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

«Να τον τσακίσ’νε οι δαιμόνοι, να τον πάρ’νε και να τον σ’κώσ’νε! Να μην βρίσκει τόπο να σταθεί, να μπει στο μνήμα και να μην λειώνει! Ανάθεμά τονε τον παλιοκερατά! Όπως με κατάστρεψε, να καταστραφεί κι εκειός…»

Ξεστομίζοντας βαρύτατες κατάρες η Βερδίκω, έγδερνε τα μάγουλά της κι άφηνε τα δάκρυά της να κατρακυλούν στις ρυτίδες του προσώπου της, να ποτίζουν το μαραμένο στήθος της και να μουσκεύουν το πολυκαιρίτικο χωριάτικο φόρεμά της, το περίκλειστο έως τον λαιμό, που έδειχνε –σύμφωνα με την λευκαδίτικη παράδοση– πως η γυναίκα ήταν ανύπαντρη.

Απότομο κι αναίτιο το ξέσπασμά της, όμως εμείς το ’χαμε συνηθίσει αυτό από χρόνια. Δεν υπήρχε φορά να την απαντήσουμε και να μην ακούσουμε να καταριέται τον γιο του Αλεγραμμά. Έσκουζε σαν κουρούνα, ρέκαζε σαν κατσίκι που το σφάζουν, λες κι όλα γίνηκαν χτες, κι ας πέρασε σχεδόν μισός αιώνας.

Κατόπιν, απότομα όπως ξεκίναγε, σταμάταγε. Η Βερδίκω σκούπιζε τα μάτια με την ανάστροφη του χεριού της και χαμογελούσε ηλιθιωδώς, η αγλύκαντη! Κι αυτό ακριβώς το χαμόγελο, σ’ ένα στόμα δίχως δόντια, έδειχνε την θλίψη απροσμέτρητη, όπως δείχνει απέραντη μια έρημος την μοναξιά.

Η έρημος, όμως, κατοικούσε από καιρό στο μυαλό της Βερδίκως. Δεν θυμόνταν παρά μονάχα όσα την πλήγωναν. Λες και δεν έζησε χαρές, λες και δεν είχε όνειρα, λες και δεν ήτανε ποτέ κορίτσι δροσερό, λες και γεννήθηκε γριά και μαραμένη, καταραμένη απ’ τα σπάργανά της, νανουρισμένη απ’ τις Μοίρες με το «αχ» και με τ’ «ανάθεμα».

Ζούσε, τι ζούσε; Λούφαζε όπως τ’ αλούπι στο Βλυχό, σ’ ένα καλύβι πέτρινο. Τι πέτρινο; Βολιός. Λιθάρια το ’να πάνω στ’ άλλο δίχως λάσπη αρμολογημένα, χωρίς παράθυρα, χωρίς τζάκι: κατάχαμα άναβε φωτιά κι έφευγε ο καπνός απ’ τα τσίγκα, που τ’ αναμέριζε μ’ ένα καλάμι να μην την πνίξει η αμπούρα.

Είχ’ ένα σαπιοκρέβατο στην γωνιά, λίγες παλιοκουρελούδες να σκεπάζεται, κι αμέτρητες τσάντες πλαστικές, κρεμασμένες από κάτι παλούκια που έμπηγε στις πέτρες ανάμεσα. Εκείνες ήταν όλο το νοικοκυριό της, εκείνες έκοβαν και τον παγερό χειμωνιάτικο άνεμο, που χυμούσε απ’ την θάλασσα αγριεμένος, χώνονταν στις χαραμάδες και βούιζε, λες και βρίσκονταν σφηνωμένες ολόγυρά της αμέτρητες σφηκοφωλιές, λες κι οι Μοίρες μαλλιοτραβιόνταν για το πεπρωμένο της, λες κι ήταν το πέτρινο εκείνο καλύβι αρχαίο θέατρο, κι ο αέρας που σφύριζε σαν φίδι φαρμακερό ήταν ο χορός, κι η βροχή στον τσίγκο η επωδός της θλίψης, κι η πλαγιασμένη σχεδόν στα χώματα Βερδίκω μια χωριάτισσα Αντιγόνη, που μετέφραζε το «συμφιλεῖν ἔφυν» σε «γεννήθηκα για ν’ αγαπώ».

Αν κρίνω απ’ το πόσο καμώνονταν πως τον μισούσε, πρέπει να τον αγάπησε πολύ τον Λεωνίδα. Ήταν παιδιά όταν ερωτεύτηκαν. Αυτός απ’ αρχοντόσογο, «είχε να μασήσει και να φτύσει». Εκείνη από φτωχόσπιτο, «έκανε το σκατό της παξιμάδι», μα στο φκιασίδι και στην νοικοκυροσύνη έβανε κάτω κι αρχοντοπούλες.

Μέχρι τα γεροντάματά της ήταν προκομμένη.

Ερχόνταν σπίτι μας. Κι άμα λείπαμε, βούταγε την σκούπα κι έκανε την αυλή γυαλί, μάζευε τα πεσμένα φύλλα, έσκαβε τον κήπο. Κι όταν γυρίζαμε, έπλενε τα πιάτα, τίναζε τις κουρελούδες, καθάριζε την σκόνη απ’ τα τζάμια, την γάνα απ’ το λαμπογυάλι, κόλλαγε φωτιά κι έβραζε τις βλασταρωμένες πρικάδες που διάλεγε δρόμο-δρόμο. Γύρευε σαν γριά νεράιδα το μαντήλι που της έκλεψαν από γεννησιμιού της, έτσι έμοιαζε. Λες και δεν έκανε δουλειές σε ξένο σπίτι, αλλά στο δικό της που δεν άνοιξε, που «εκειός ο διάολος απ’ τα λαγκάδια» δεν την άφηκε ν’ ανοίξει, «που προκοπή να μην ιδεί και στο μνήμα να μην λειώνει», ο γιος του Αλεγραμμά!

Και να ’ταν μόνον πως δεν την πήρε, την χάλασε κιόλας! Μέρα μεσημέρι πέρα στ’ αλώνια την γκάστρωσε. Της έταξε γάμο. Η μάνα του, «αυτήνη η σκύλα η μαύρη», δεν την ήθελε, κάλλιο να τον νεκροφιλήσει τον Λεωνίδα παρά τέτοια τύχη.

Διάβαιναν οι μήνες, φούσκωνε η Βερδίκω, βήμα δεν ξεμύτιζε. Την είχανε στην μπούκα, θα την δένανε στον γάιδαρο. Ο Λεωνίδας άφαντος, οι φαρμακόγλωσσες ροδάνι. Πέταγαν πόντους έξω απ’ τα παραθύρια της οι φιλενάδες – Θεός να τις κάμει, τις παλιοκουρούνες! Την φώναζαν για να της δείξουν ένα κέντημα, να την τρατάρουν έναν βρακατσάνο, να την δούνε, κι απ’ το σουλούπι να καταλάβουν αν την φούσκωσε «εκειό το τέρας, εκειό το λάμπασμα», ο γιος του Αλεγραμμά!

Πες-πες ο ένας, πες-πες ο άλλος, θες η ελπίδα πως θ’ αλλαξογνωμήσει του Λεωνίδα η μάνα, «αυτήνη η σκύλα η μαύρη», το γέννησε κρυφά, θηλυκό, κακορίζικο, το δώκανε σε μια πλούσια οικογένεια πέρα απ’ τ’ αυλάκι. Έκλαψε, ματάκλαψε, καταράστηκε, ξανακαταράστηκε τον φταίχτη, «τον ασύφτα’ο, τον ξεφτιλισμένο, τον παλιοκερατά, που στο μνήμα να μην λειώνει», τον γιο του Αλεγραμμά, και πρόβαλε πάλε στον κόσμο.

Νέες υποσχέσεις απ’ τον Λεωνίδα, καντάρια υπομονή η Βερδίκω, στριμμένο άντερο «η σκύλα η μάνα του», και τα χρόνια πέρναγαν και χάνονταν, φυσαλλίδες νερού στον καταρράχτη.

Ποτάμι ο χρόνος ανεπίστρεπτο. Κι όπως κυλούσε συνεχώς, η θάλασσα πλησίαζε. Η θάλασσα που τηνε λεν γεράματα, η θάλασσα που τηνε λένε θάνατο.

Σταφίδιασε η Βερδίκω πια και βάισε, έγερνε κάθε μέρα προς την γη, λες κι έβλεπε το μνήμα που αχνοφαίνονταν στα χώματα, όπως ιχνογραφία μικρού παιδιού προτού πατήσει έντονα με το μολύβι του το σχέδιο. Έβλεπε το μνήμα και της κακοφαίνονταν να μπει δίχως τον Λεωνίδα μέσα.

Ούτε μαζί στον θάνατο δεν αξιώθηκαν να πάνε.

Ας ήταν να της πρότεινε ν’ αυτοκτονήσουν έστω, να πέσουν στον γκρεμό αγκαλιά ή να φαρμακωθούνε. Να λένε «όπως ο Λεωνίδας κι η Βερδίκω» και να κλαίνε κι οι πέτρες, όχι «όπως ο Λεωνίδας κι η Βερδίκω» και να γελάνε και τα κουτσόσκυλα.

Μα ο Λεωνίδας ήταν δειλός. Τι του ’βρε του ρεμπεσκέ, πανάθεμά τον; Έκρενε η μάνα του κι έχανε την μιλιά του. Αλλά έλεγε κουβέντες που σου παίρνανε τα μυαλά, ο άτιμος!

Όμως τα μυαλά της θειας μου της Βερδίκως δεν τα πήρε μόνον ο Λεωνίδας, τα πήρε κι ο χρόνος και τα γεροντάματα κι οι κατάρες και τ’ αναθέματα.

Μπαίναμε στο καλύβι της κι ανακάτωνε –για να βρει ένα φίλεμα– χίλιες-μύριες τσάντες πλαστικές, σαν μισοπάλαβη νεράιδα πλέον, που καν δεν ήξερε πως έψαχνε για το μαντήλι της. Κι αν της κομπιάζαμε μια φράση παραπάνω απ’ το «τι κάνεις;» χεράκωνε το καύκαλό της, λες και ξεκόλλαγαν τα ράμματα απ’ την… πολυλογία, κι έλεγε: «Γούι, κεφαλάρια!.. Γούι, κεφαλάρια!..»

Κοιμόντανε καμιά φορά στο σπίτι μας. Κι όταν πλαγιάζαμε εμείς τα παιδιά, σιγομουρμούριζε λες και λογάριαζε, λες και μετρούσε, τα χρόνια που χάθηκαν, τα χρόνια που έρχονταν χωρίς αυτόν.

Ξάφνου ξυπνούσαμε εν τω μέσω της νυκτός: «Να τον τσακίσ’νε οι δαιμόνοι, να τον πάρ’νε και να τον σ’κώσ’νε! Να μην βρίσκει τόπο να σταθεί, να μπει στο μνήμα και να μην λειώνει! Ανάθεμά τονε τον παλιοκερατά! Όπως με κατάστρεψε, να καταστραφεί κι εκειός…»

Πήγαμε μια μέρα να την δούμε στο Βλυχό και φρίξαμε: το μάτι της αγρίεψε, δεν γνώριζε κανέναν, και το άλλοτε πεντακάθαρο καλύβι της έζεχνε. Είπαν οι γείτονες πως το ’χασε εντελώς και πως την είδανε να τρώει τα σκατά της!

Την πήρε στο Κατωχώρι και την γεροκόμησε ο ανιψιός της ο Στάθης.

Ήταν ο γιατρός του χωριού, μα γιατρός δεν ήταν. Τον εμπιστεύονταν οι χωριανοί του περισσότερο κι απ’ τον γιατρό, όμως. Μέτραγε την πίεση, έκανε συναπισμούς, έριχνε κούπες, αγόραζε φάρμακα, στους φτωχούς τα πλήρωνε κιόλας, κι έλεγε ο ίδιος ο γιατρός: «Αν τα ’δωκε ο Στάθης… Ε, τότε εντάξει!»

Αχάραγα τον ξύπναγαν για να συνδράμει όσους τον χρειάζονταν – την θεια του θ’ άφηνε χωρίς να την κοιτάξει;

Κάποτε πέθανε η Βερδίκω.

Ακολούθησε κι ο Στάθης, απ’ την καρδιά του – τόσους ξένους πόνους που ’χε μέσα της, πώς ν’ αντέξει;

Κατόπιν κατάπιαν τα χώματα τον Λεωνίδα, ανύμφευτο κι αγλύκαντο – χαρά δεν είδε, απογόνους δεν άφηκε. Τ’ αρχοντικό του ερειπώνεται, μέρα με την μέρα μοιάζει με το καλύβι της Βερδίκως. Σπάνε τα κεραμίδια, τρίζουν τα παλιοδόκαρα, σαν στοιχειωμένα απ’ τις κατάρες: «Να τον τσακίσ’νε οι δαιμόνοι, να τον πάρ’νε και να τον σ’κώσ’νε! Να μην βρίσκει τόπο να σταθεί, να μπει στο μνήμα και να μην λειώνει! Ανάθεμά τονε τον παλιοκερατά! Όπως με κατάστρεψε, να καταστραφεί κι εκειός…» Ο γιος του Αλεγραμμά!

*

Έναν χρόνο αργότερα η Θωδούλα Κ., καθώς άναβε το καντήλι τ’ αντρός της, είδε μια γυναίκα, ξενομερίτισσα, να περιφέρεται στα μνήματα, σαν κάτι να ’ψαχνε και να μην το ’βρισκε.

«Γυρεύεις τίποτες, μαθές;» της απηύθυνε τον λόγο η Κατωχωρίτισσα.

Αυτή αποκρίθηκε τι γύρευε, κι η χωριάτισσα της έδειξε…

H γυναίκα γονάτισε σ’ έναν τάφο, κύρτωσε τους ώμους κι ανέσπασε τα μαλλιά της πάνω στο μάρμαρο. Μία χρυσή ταυτότητα στο χέρι της, κόσμημα βαρύ και πανάκριβο, ανέγραφε μ’ εγχάρακτα καλλιτεχνικά γράμματα ένα όνομα: «Ευρυδίκη».

*

*

*