*
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου Διάλογος μ’ έναν απόντα, που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Σιδέρη. Όπως σημειώνει η συγγραφέας:
«Το βιβλίο αναφέρεται στο ξαναζωντάνεμα ενός συνεχούς διαλόγου με τον εκλιπόντα σύντροφο της ζωής μου, Αιμίλιο Ζαχαρέα, που χρωμάτιζε όσο ζούσε την κοινή μας μέρα και μοίρα. Πρόκειται για αναβίωση λόγων που δεν περιορίζονται στο να τον κρατούν ζωντανό μέσα μου, αλλά με παροτρύνουν να εμβαθύνω, κατά το δυνατόν, σε κρίσιμα ζητήματα πολιτικής σκέψης και κριτικής, που αποτέλεσαν κατά καιρούς πνευματικά ερεθίσματα για μια επαναλαμβανόμενη μεταξύ μας ανταλλαγή απόψεων. Ίσως ο αναγνώστης, πέραν των ιδεών που αναπτύσσονται εδώ, δει το παρόν κείμενο ως κέντρισμα για να στοχαστεί, όχι μέσα από γεγονότα αλλά μέσα από την πνευματική αγωνία δύο ανθρώπων, την πάλη των ιδεών που σημάδεψαν τον 20όν αιώνα και συνεχίζουν να μας ταλανίζουν παρ’ όλες τις ιστορικές διαψεύσεις.»
~.~
Ακούγεται κοινότοπο να πει κανείς ότι ανάμεσα σε δύο ημερομηνίες κυλά η ζωή του κάθε ανθρώπου, σ’ αυτήν της γέννησης και εκείνην του θανάτου. Καμία από τις δύο δεν θυμόμαστε, πράγμα που σημαίνει ότι σε καμία δεν διαθέτουμε συνείδηση. Την πρώτη τη μαθαίνουμε από τις διηγήσεις των πολύ οικείων, τη δεύτερη δεν τη μαθαίνουμε ποτέ. Αυτοί που τη μαθαίνουν δεν μας την εκμυστηρεύονται, γιατί τότε εμείς έχουμε ήδη φύγει. Μόνο με θλίψη την ψιθυρίζουν από καιρού εις καιρόν σε κάποιους τρίτους, πριν η λήθη σκεπάσει τη μνήμη τους.
Παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατόν η ημερομηνία θανάτου για όποιον (κι εννοώ άνθρωπο, γι’ αυτό και χρησιμοποιώ το αρσενικό γένος) ειλικρινά αγάπησε τον θανόντα να μετατραπεί σε ημερομηνία ανάστασης. Με τη λήξη της ζωής, ο θανών έρχεται στον νου όποιου βαθιά τον αγάπησε ως αναστάσιμη μορφή, αποκαλυπτική του βαθύτερου εαυτού του. Γιατί η αγάπη δεν αφήνει τον ενθυμούμενο να σταθεί στα επουσιώδη, αλλά σπρώχνει τη θύμηση στα βάθη του ουσιώδους, εκεί όπου έχει ριζώσει η αλήθεια της αγαπητικής τους σχέσης.
Πρόκειται για αναγέννηση του αγαπημένου προσώπου, όχι για απλή γέννηση. Η αναγέννηση διαδραματίζεται πάντα στο παρόν, αλλά βάσει της ικανότητας των παρόντων να εντάξουν τις ιδέες ή τις πράξεις του αποθανόντος στο παρελθόν του δικού τους παρόντος. Μπορεί το σώμα του νεκρού να μην επιβίωσε των ιδεών του, όμως, το παρόν αυτών που τον αγάπησαν ανατροφοδοτείται από λόγια και εικόνες αποθηκευμένα στα άδυτα της μνήμης, φέρνοντας στην επιφάνεια της συνείδησης όσα κατά τη διάρκεια της καθημερινής τους ζωής σχετίστηκαν με τον θανόντα και δεν θέλουν με τίποτε να χάσουν την επαφή τους με το οριστικά απόν πρόσωπο. Γι’ αυτούς, ο απών είναι ζωντανός, όχι με τη σωματική του μορφή, αλλά μέσα από το πνευματικό του αποτύπωμα στο δικό τους παρελθόν. Μέσα στα όρια δηλαδή του δικού τους παρελθόντος ο νεκρός αναγεννάται. Όσο, δε, πιο ισχυρό το αποτύπωμα, τόσο κατορθώνει να σβήνει τις πληγές τις οποίες πιθανόν ο ενεργός του βίος χάραξε στις ψυχές τους, όταν οι στιγμές της σύγκρουσης ή της αντιπαράθεσης έρχονταν συχνά να επιβεβαιώσουν τη μεταξύ τους σχέση.
Θέλουμε δεν θέλουμε, όλοι μας είμαστε παιδιά ενός χριστιανικού Θεού. Ενός Θεού ευσπλαχνικού, που, σε αντίθεση με τους αρχαίους θεούς, δεν έχει κάνει τον θάνατο τόπο της αιώνιας λησμοσύνης αλλά της ανάμνησης, ώστε να αναπαύονται εκεί οι ψυχές των ζώντων. Ανάλογα με το πνευματικό αποτύπωμα του θανόντος, ο τόπος της ανάμνησης μπορεί να σημαδεύεται από μιαν αγκαλιά, ένα φιλί, χορό ή τραγούδι, με τα οποία ο αποθανών δόξαζε τη ζωή και τη σχέση του μαζί μας. Μπορεί να είναι ένα ταξίδι ή μια αρμονική σύζευξη των σωμάτων. Όλα αυτά όμως ανήκουν στο πεδίο του αισθητού, κι ακριβώς επειδή αυτό το πεδίο πλήττεται με τον θάνατο, ό,τι ανήκει στο αισθητό μάς κάνει να υποφέρουμε και να κατακλυζόμαστε από μιαν ανεπούλωτη νοσταλγία. Μπορεί όμως να είναι και η ροή μιας αδιάκοπης συνομιλίας που αναπτύξαμε με τον θανόντα κατά τη μακρά διάρκεια του βίου, όταν ανταλλάσσαμε σκέψεις για βιβλία, για τις αιτίες της ύπαρξης, για την κοινωνία και για τα βάσανα της εποχής. Ο λόγος είναι δημιούργημα καθαρά πνευματικό. Ανεξαρτήτως αν πηγάζει από οργανικά στοιχεία, όπως ο εγκέφαλος, ή εκφέρεται από τη γλώσσα μ’ έναν τρόπο ακόμη ανεξιχνίαστο, δεν παύει να μας πλημμυρίζει με νόημα, δίνοντας έτσι διάρκεια στην τυχαιότητα της γέννησής μας.
Στον πολύ χρόνο που διαθέτω μετά την οριστική απουσία του Αιμίλιου, το αποτύπωμα του κοινού μας λόγου είναι αυτό που σε καθημερινή βάση τον ανασταίνει εμπρός μου. Οι λέξεις δεν ξορκίζουν την απουσία, αλλά κατασκευάζουν και ανακατασκευάζουν συνεχώς τον κόσμο μας κι εμάς τους ίδιους μαζί του. Κάθε είδος λόγου, ακόμη και ο επιστημονικός, είναι μια αφήγηση, μια ιστορία ζωής που ο συγγραφέας διηγείται προσπαθώντας να μας κάνει κοινωνούς των σκέψεων και των εμπειριών του, του νοήματος που συνήγαγε. Όταν όμως αυτή η αφήγηση δεν είναι παρά ένας εσωτερικός διάλογος μ’ έναν άνθρωπο που έχει οριστικά αποχωρήσει από τον κόσμο μας, τότε δεν είναι απλώς κοινωνία ούτε επικοινωνία, είναι κάτι περισσότερο, είναι μία πρόσκληση ή πρόκληση για ανάσταση∙ είναι όπως ο λόγος του Κυρίου, «Λάζαρε δεύρο έξω», βγες από το παρελθόν μου και νοηματοδότησε το παρόν μου.
Γι’ αυτό και η παρούσα αφήγηση δεν αφορά συμβάντα, παρά το ξαναζωντάνεμα ενός συνεχούς διαλόγου με τον Αιμίλιο, που χρωμάτιζε την κοινή μας μέρα και μοίρα. Πρόκειται για αναβίωση λόγων που δεν περιορίζονται στο να τον κρατούν ζωντανό μέσα μου, αλλά με παροτρύνουν να εμβαθύνω σε ζητήματα που είχα παραβλέψει.
Ο διαλογικός τρόπος ζωής μας στηριζόταν εναλλάξ στη διαφορά και στην ομοιότητα, στο παιγνίδι της σκέψης και της ζωής ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, πράγμα που, όσο ο Αιμίλιος ζούσε, γινόταν καμιά φορά εστία έντασης και διαπληκτισμών. Σήμερα, όμως, καθώς καταθέτω διά της γραφής μέρος αυτού του διάλογου, παρατηρώ πως δεν επρόκειτο για διαφορές αλλά για αδιάκοπη προσπάθεια συμπληρωματικότητας ανάμεσα σε δύο διαφορετικά ανθρώπινα όντα, με κοινό προσανατολισμό τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών και την καλλιέργεια του εαυτού μας.
Στα πρώτα χρόνια του κοινού μας βίου ─και αναφέρομαι στις δεκαετίες του ’60 και του ’70─, η συλλογικότητα στην οποία ανήκαμε ήταν αυτή της πολιτικής αριστεράς στη φαντασιακή κομμουνιστική εκδοχή της. Ωστόσο, αναζητώντας και οι δύο την αυτονομία μας απέναντι στον κομματικό μηχανισμό, εκφέραμε έναν λόγο συχνά αντιθετικό προς αυτόν της επίσημης αριστεράς, με αποτέλεσμα να διακρινόμαστε ως πρόσωπα που η κομματική ηγεσία δεν μπορούσε να εμπιστευθεί και να ανεχθεί. Όχι τόσο εμένα, που ήδη από την εποχή της Χούντας είχα απομακρυνθεί οργανωτικά από κάθε ιδεολογική και κομματική ένταξη, όσο τον Αιμίλιο, που βίωνε αργά αλλά ανεπίστρεπτα το ράγισμα των ψυχικών του δεσμών μ’ έναν ιδεολογικό και πολιτικό θεσμό ─το κόμμα─ το οποίο δεν δεχόταν όσες πνευματικές αναζητήσεις αμφισβητούσαν τις προβαλλόμενες προς τα έξω πεποιθήσεις του.
Από καιρό ο Αιμίλιος είχε συνειδητοποιήσει τη μετατροπή κάθε ιδεολογίας στις συνειδήσεις των πιστών της σε θρησκευτική αλήθεια, εξ ου και στο έργο του Χωρίς βεβαιότητες, δημοσιευμένο κατά τα τέλη του 1990, υπερασπίστηκε τον επιστημονικό σχετικισμό, ενώ άφηνε να σκιαγραφηθεί ως ιδεατή επιδίωξη η εικόνα ενός μελλοντικού ανθρώπου, που θα είχε μάθει να ζει δημιουργικά στον ανατέλλοντα αβέβαιο και συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Μιλούσε για έναν άνθρωπο όχι πια βασισμένο σε αμετακίνητα ιδεολογικά ερείσματα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, με σταθερές αξιακές επιλογές, διότι ο άνθρωπος που φανταζόταν θα διεπόταν από την ηθική του σεβασμού της ζωής σ’ όλες της τις εκφάνσεις.
Αυτοί οι συλλογισμοί τον οδήγησαν σε μιαν ανεκτική στάση απέναντι στους άλλους, η οποία όμως δεν εκφραζόταν με τον ίδιο τρόπο στον ιδιωτικό βίο. Στο πεδίο της οικίας, παρότι εκδήλωνε τον σεβασμό του στο πρόσωπό μου προσφέροντας πλήρη συμπαράσταση στον αγώνα μου να χτίσω τον δικό μου κόσμο αντιλήψεων και φιλοδοξιών∙ παρότι προσπαθούσε ν’ αφήνει κατά το δυνατόν την προσωπική μου ελευθερία ανεμπόδιστη από οικογενειακές υποχρεώσεις, την ίδια στιγμή, αντιδρούσε στην εκ μέρους μου κριτική ορισμένων ιδεών του, που την ερμήνευε ως προσωπική μου διαφοροποίηση προς τις δικές του, βαθιά εγχαραγμένες ψυχικές πεποιθήσεις για την κοινωνική αδικία και ανισότητα. Αναλογιζόμενη εκ των υστέρων αυτή του τη στάση, σκέπτομαι πως κάτι τέτοιο ήταν αναμενόμενο από έναν άνθρωπο ο οποίος, ακόμη και στο κείμενο παραίτησής του από την Κεντρική Επιτροπή του Συνασπισμού, το καλοκαίρι του 1993, αφού ανέλυε τους λόγους της παραίτησης, σημείωνε:
«Η παραίτησή μου από την Κεντρική Επιτροπή δεν σημαίνει απομάκρυνση από το χαράκωμα της αριστεράς στο οποίο κανείς δεν με διόρισε για να μπορεί να με βγάλει. Από τον μοναχικό δρόμο της μελέτης των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, ταπεινός θεράπων της οικονομικής επιστήμης, πάντοτε ενεργός δρων πολίτης, θα προσπαθήσω να είμαι χρήσιμος στην πατρίδα μου, διαρκώς αντίθετος στον εφησυχασμό, στην πνευματική οκνηρία και στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. […] Νοιώθω μεγάλο σεβασμό γι’ αυτόν τον κόσμο [εννοεί τους απλούς ανθρώπους της αριστεράς] που τόλμησε από το παρελθόν και πάντοτε να κοιτάξει το φως του ήλιου γνωρίζοντας ότι μπορούσε να τυφλωθεί. […] Αυτής της κοινότητας παραμένω αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο, μέχρι το τέλος».
Πέραν όμως της πολιτικής του στάσης, η αντιμαχία του μαζί μου, όταν νόμιζε πως απομακρυνόμουν από τον κόσμο της αριστεράς, οφειλόταν και στην αγωνία του να διατηρήσει τον μικρόκοσμο της προσωπικής μας ενότητας, αντιμετωπίζοντάς τον ενδόψυχα ως το τελευταίο οχυρό τού «μαζί» σ’ έναν μεγάκοσμο αβεβαιοτήτων.
Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του Φρόυντ ότι κάθε συναισθηματική σχέση, μεγαλύτερης ή μικρότερης διάρκειας, ανάμεσα σε δύο άτομα ─συζυγικός δεσμός, φιλία, σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά─ εναποθηκεύει εχθρικά συναισθήματα, από τα οποία δεν μπορούμε να απαλλαγούμε παρά μόνο με την απώθηση, εμείς δεν ωθούσαμε τις περιστασιακές ιδεολογικές μας συγκρούσεις ή μικροδιαφωνίες πάνω σε μικροσυμβάντα της καθημερινότητας στο ασυνείδητο, αλλά τις φέρναμε στο προσκήνιο του διαλόγου επιχειρώντας να βρούμε τις αιτίες, με αποτέλεσμα είτε να προκαλούμε νέες διαφορές είτε να γεφυρώνουμε τις παλιές. Το σώμα ήταν το διάμεσο αυτής της επικοινωνίας και ο μειωτής των διαφορών, γιατί δεν λειτουργούσε ως αποσβεστήρας τους, αλλά ως σημείο συνάντησης και αναγνώρισης του άλλου. Αυτόν τον ρόλο του σώματος, όχι ως σεξουαλικού αντικειμένου παρά ως συστατικού της αγάπης, αγνόησε ο Φρόυντ. Επέμενε πως κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά αφορμάται από το βιολογικό υπόστρωμα των ενστίκτων, με κυριότερα το ένστικτο της αναπαραγωγής και τη σεξουαλική ενόρμηση, πράγμα που τον εμπόδιζε να διακρίνει την αδιαχώριστη ενότητα σώματος και νου, ως αισθαντικού ενοποιημένου εαυτού παραγωγής νοήματος. Ενός νοήματος, που καίτοι διαμορφώνεται κοινωνικο-ιστορικά, μέσω δηλαδή του πολιτισμού, έχει τη δύναμη να μετασχηματίζει βαθύτερες πρωτογενείς επιθυμίες του υποκειμένου, όπως την ορμή για δημιουργία και ελευθερία, σε δυνάμεις οικοδόμησης ενός ανθρώπινου, συντεταγμένου βίου.
Φέρνοντας με το παρόν βιβλίο στο πεδίο του δημόσιου διαλόγου κάποιες απ’ αυτές τις θεωρητικές διαφορές αλλά και συμφωνίες απόψεων μεταξύ εμού και του Αιμίλιου, ελπίζω να βοηθηθώ η ίδια, αλλά και όσοι έχουν παρόμοιες απορίες με τις δικές μου, ώστε να διακρίνω, μέσα από τη ροή των διαδικασιών που συγκροτούν την πραγματικότητα, τα μικρά ρήγματα που επιφέρει η σκέψη για τη διαύγασή τους. Ακόμη, θέλω δι’ αυτού του τρόπου όχι να φέρω τον Αιμίλιο πιο κοντά μου, ούτε να αυτο-ψυχαναλυθώ, αλλά να συνειδητοποιήσω καλύτερα πώς μέσα από την ανταλλαγή σκέψεων και συναισθημάτων σφυρηλατούνται δεσμοί αγάπης που υπερβαίνουν τις μικροσυγκρούσεις της συνήθειας και αντέχουν στον χρόνο. Αν η σχέση αρχίζει ως διαφορά υποκειμένου-αντικειμένου (όπου αντικείμενο είναι ο άλλος), ωριμάζει σε σχέση αγάπης αφ’ ης στιγμής αυτή η διαφορά αίρεται, μετατρέποντας το ανθρώπινο ορμεμφυτικό κυνήγι της ελευθερίας για κατάκτηση του απείρου της ζωής σε εγκαθίδρυση αυτού του απείρου μέσα στο πεπερασμένο της σχέσεως αγάπης.
Αυτή η συνειδητοποίηση θα αποτελέσει κεντρικό μέλημα των διαλόγων που θα ακολουθήσουν. Πρόκειται, θα έλεγα, για διαλόγους ενός αριστερού προβληματισμού, διότι μέσα από αυτούς προβάλλει η κριτική στάση του Αιμίλιου απέναντι στα κυρίαρχα συμβάντα της εποχής του. Εμβαθύνοντας μέσα από τον αναστοχασμό στις απόψεις ενός ανθρώπου που τον διαπότιζε σ’ όλη τη διάρκεια του βίου του ένα απροσμέτρητο σωματικό και ψυχικό θάρρος για την προάσπιση πανανθρώπινων ιδεωδών όπως είναι η δικαιοσύνη και η ελευθερία, βοηθιέμαι να κατανοήσω τη σημασία που έχει για τη σφυρηλάτηση δεσμών αγάπης η εντρύφηση στο πνεύμα και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πνευματικοποίηση της σχέσης.
ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΙΒΑΚΟΥ
*
*
*
