Το ωραίο και η τεχνητή νοημοσύνη [2/3]

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  4

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

της ΛΑΡΙΣΣΑ ΜΠΕΡΓΚΕΡ

Εισαγωγή-Μετάφραση:
ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΑΚΑΡΑΣ-ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ

~.~

|| η εισαγωγή και το πρώτο μέρος εδώ ||

~.~

3. Ο Καντ, το υποκειμενικό και η ευχαρίστηση του ωραίου

Άραγε, η ευχαρίστηση που μας επιφυλάσσει το ωραίο είναι υποκειμενική υπό την έννοια του Νέιτζελ (ΥΝ);[1] Με άλλα λόγια: Άραγε, η κατά Καντ ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει φαινομενικό χαρακτήρα και είναι δεμένη με ένα υποκειμενικό (ατομικό ή προσιδιάζον στο γένος) σημείο θέασης; Για να απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις, πρέπει πρώτα να ρίξουμε μια ματιά στη γενικότερη ιδέα του Καντ περί της ευχαρίστησης.

3.1. Η ευχαρίστηση γενικά

Σύμφωνα με τον Καντ, η ευχαρίστηση είναι υποκειμενική με τη σημασία που ορίσαμε ως Υ4: δεν μπορεί να χρησιμεύσει στη γνώση. Ωστόσο, εξ αυτού δεν προκύπτει ότι όλες οι μορφές ευχαρίστησης είναι αυστηρώς προσωπικές [ιδιωτικές] ούτε ότι έχουν αυστηρώς προσωπική εγκυρότητα (Υ2). Άλλωστε, η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου και η ευχαρίστηση ενώπιον του αγαθού είναι διυποκειμενικώς έγκυρες και, αν μη τι άλλο, η πρώτη μπορεί χρησιμεύει ως  (προσδι)ορίζουσα βάσηγια υποκειμενικώς καθολικές κρίσεις (Υ3). Σε μια σύγχρονη οπτική, ίσως να φαίνεται προφανές ότι τα συναισθήματα είναι κατ’ εξοχήν περιπτώσεις φαινομενικών καταστάσεων.[2] Εντούτοις, δεν είναι διόλου δεδομένο ότι και στην περίπτωση του Καντ η ευχαρίστηση έχει φαινομενικό χαρακτήρα (ΥΝ).

Ενδέχεται κανείς να υποστηρίξει ότι ο Καντ έχει μια λειτουργική αντίληψη της ευχαρίστησης. Αντλώ εδώ από τον Λέβιν, όπου διαβάζουμε ότι «οι λειτουργιστικές θεωρίες υποστηρίζουν ότι η ταυτότητα μιας πνευματικής κατάστασης ορίζεται από τις αιτιακές σχέσεις που αναπτύσσει με τα αισθητηριακά ερεθίσματα, με τις άλλες πνευματικές καταστάσεις καθώς και με τη συμπεριφορά» (Levin 2018, παρ. 3).[3] Με μια πρώτη ματιά, ο ορισμός του Καντ για την ευχαρίστηση στην παρ. 10 της Τρίτης Κριτικής φαίνεται να ταιριάζει με αυτή τη λειτουργιστική εικόνα:

«Η συνειδητότητα περί της αιτιότητας μιας παράστασης σε σχέση με την κατάσταση του υποκειμένου, προκειμένου ακριβώς αυτό να διατηρηθεί σε αυτή την κατάσταση, μπορεί εδώ να ορίσει γενικώς αυτό που λέγεται ευχαρίστηση· αντίθετα προς το άνω, η αποστροφή είναι η παράσταση η οποία περιέχει τη βάση για τη μεταστροφή της κατάστασης των παραστάσεων προς το αντίθετό τους (ήτοι να εμποδιστούν ή να εξαλειφθούν).» (KU, AA 05: 220)

Στο ακόλουθο απόσπασμα της Πρώτης Εισαγωγής, σκιαγραφείται μια παρόμοια εικόνα της ευχαρίστησης:

«Η ευχαρίστηση είναι μια κατάσταση του νου όπου μια παράσταση βρίσκεται σε συμφωνία με τον εαυτό της, ως βάση είτε για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση ως έχει (γιατί η κατάσταση στην οποία οι δυνάμεις του νου αμοιβαία ενισχύονται η μια την άλλη εντός μιας παράστασης τείνει να διατηρείται) είτε για να παραχθεί το αντικείμενο της.» (EEKU, AA 20: 230 f.)

Τα δυο αποσπάσματα μπορούν να καταλήξουν στον εξής ορισμό της «ευχαρίστησης»: Μια πνευματική κατάσταση λογίζεται ως ευχαρίστηση αν και μόνο αν έχει μια παράσταση ως την αιτία της, και τη διατήρησή της ή την παραγωγή ενός αντικειμένου ως το αποτέλεσμά της. Αν ο πλήρης ορισμός της ευχαρίστησης ήταν ο λειτουργικός, τότε η ευχαρίστηση κατά την αντίληψη του Νέιτζελ θα ήταν κάτι το αντικειμενικό: Θα μπορούσε να γίνει πλήρως κατανοητή από μεγάλη ποικιλία διαφόρων οπτικών γωνίων ή, μάλλον, από πουθενά συγκεκριμένα.

Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι και οι δυο ορισμοί που παρέθεσα πιο πάνω δεν περιλαμβάνουν κάποιον φαινομενικό χαρακτήρα ή κάτι τέτοιου τύπου. Σε σχέση με τον ορισμό στην παράγραφο 10, ο Γκάιερ υπογραμμίζει τα εξής:[4]

«δεν υπονοείται εδώ [στο KU, AA 05: 220] ότι υπάρχει μία συγκεκριμένη αίσθηση όταν βρίσκεται κανείς στη μία ή την άλληαπό τούτες τις καταστάσεις, δεν υπονοείται ότι υπάρχει ένας συγκεκριμένος και πάντοτε όμοιος τρόπος που αισθάνεται κανείς την διάθεση να διατηρήσει την τρέχουσα κατάστασή του, ούτε κάποιος συγκεκριμένος και πάντοτε όμοιος  τρόπος που αισθάνεται κανείς  την διάθεση να αλλάξει την κατάστασή του.» (Guyer, σελ. 157)[5]

Τούτη η διάγνωση, οδηγεί τον Γκάιερ να εγκαταλείψει την «φαινομενολογική […] ερμηνεία της ευχαρίστησης και του πόνου» χάριν μιας «διαθεσιοκεντρικής [η διαθεσιακής ?][dispositional] ερμηνείας της ευχαρίστησης και του πόνου» (Guyer 2018, σελ. 162). Τούτη η ερμηνεία, η οποία συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τον λειτουργικό ορισμό που έδωσα παραπάνω, μας λέει ότι «η ευχαρίστηση συνίσταται απλώς στη διάθεση να παραμείνει κανείς στην κατάσταση την οποία βρίσκει ευχάριστη» (Guyer 2018, σελ. 149). Όμως, αρκεί άραγε μια τέτοια λειτουργιστική ερμηνεία της καντιανής έννοιας του ωραίου; Άραγε ο Καντ αρνείται όντως μια κάποια φαινομενική αντίληψη του ωραίου; Πιστεύω πως όχι. Αντιθέτως, υποστηρίζω ότι ο Καντ έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι η ευχαρίστηση έχει έναν φαινομενικό χαρακτήρα και ότι αυτός είναι το κύριο γνώρισμά της.

Η πιο σαφής ένδειξη για τούτη τη θέση μου βρίσκεται σε μια αποστροφή του Καντ στην Πρώτη Εισαγωγή. Είναι αμέσως μετά τον ορισμό του για την ευχαρίστηση:

«Στο σημείο τούτο δύναται κανείς να δει καθαρά ότι η ευχαρίστηση και η αποστροφή, μιας και δεν είναι μορφές της γνώσης, δεν μπορούν διόλου να εξηγηθούν καθ’ εαυτά –κάποιος τα αισθάνεται, δεν τα κατανοεί· εξ ου και μπορούν μόνον ανεπαρκώς να εξηγηθούν με αναφορά στην επήρεια που έχει μια τυχόν παράσταση στη δραστηριότητα των δυνάμεων του νου λόγω του αισθήματος που αυτή προκαλεί.» (EEKU, AA 20: 231 f., η έμφαση δική μου)

Η αντιδιαστολή μεταξύ αισθήματος και κατανόησης την οποία αξιοποιεί ο Καντ –ότι δηλαδή η ευχαρίστηση και ο πόνος είναι ζητήματα που «κάποιος τα αισθάνεται, δεν τα κατανοεί»– πρέπει να αναφέρεταιι στον φαινομενικό χαρακτήρα της ευχαρίστησης, με άλλα λόγια στο πώς είναι κανείς να ευχαριστιέται. Άλλωστε, σε τι άλλο θα μπορούσε να αναφέρεται αυτή η αντιδιαστολή; Κατά συνέπεια, για να συλλάβει κανείς τι είναι η ευχαρίστηση, πρέπει και ο ίδιος να αισθανθεί ευχαρίστηση.[6] Ας μην ξεχνάμε ότι, κατά Νέιτζελ, το υποκειμενικό σημείο θέασης το οποίο συνάπτεται με τον φαινομενικό χαρακτήρα της εμπειρίας είναι «πέραν του εύρους των ανθρώπινων εννοιών» (Nagel 1974, σελ. 441). Η παρατήρηση του Καντ ότι η ευχαρίστηση δεν είναι κάτι που κατανοείται και, ως εκ τούτου, είναι άρρητη προσεγγίζει πολύ τον φαινομενικό χαρακτήρα της εμπειρίας.

Η θέση  ότι, για τον Καντ, η ευχαρίστηση είναι υποκειμενική με την έννοια του Νέιτζελ (ΥΝ) εδράζεται έτι περαιτέρω στη δομή της Αναλυτικής του Ωραίου.[7] Προφανώς, η «ευχαρίστηση» είναι βασική έννοια στη θεωρία του Καντ περί του ωραίου. Ήδη από την παράγραφο 1, έρχεται στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του, μιας και υποστηρίζει ότι «η καλαισθητική κρίση είναι αισθητική» (KU, AA 05: 203), πράγμα που κατά βάση σημαίνει ότι η καλαισθησία μπορεί μόνο να στοιχειοθετηθεί από το αίσθημα ευχαρίστησης. Στην παράγραφο 2, ο Καντ υποστηρίζει ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι ανιδιοτελής (disinterested).[8] Στην παρ. 5, υποστηρίζει ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι ελεύθερη·[9] στην παρ. 6, τούτη η ευχαρίστηση περιγράφεται ως μη εννοιακή (ωστόσο, καθολική).[10] Μολαταύτα, ο Καντ μόλις στην παρ. 10 προτείνει έναν ορισμό της ευχαρίστησης, ήτοι αυτόν που παρέθεσα πιο πάνω: «Η συνειδητότητα περί της αιτιότητας μιας παράστασης σε σχέση με την κατάσταση του υποκειμένου, προκειμένου ακριβώς αυτό να διατηρηθεί σε αυτή την κατάσταση, μπορεί εδώ να ορίσει γενικώς αυτό που λέγεται ευχαρίστηση» (KU, AA 05: 220). Τούτη ακριβώς η διαδικασία βγάζει νόημα όταν αναγνωρίσουμε ότι η ευχαρίστηση είναι κάτι που κανείς την «αισθάνεται, και δεν τ[ην] κατανοεί». Εάν η ευχαρίστηση, λοιπόν, χαρακτηρίζεται πρώτιστα από ένα κάποιο «να ’σαι κάπως», ο Καντ δεν χρειάζεται καταρχάς να ορίσει την «ευχαρίστηση», επειδή όλοι έχουν μια έμμεση αντίληψη του τι είναι η ευχαρίστηση, ώς αίσθημα, και, το πιο σημαντικό, του πώς είναι να την αισθάνεσαι.

Να υπογραμμίσω ότι τούτη η φαινομενολογική αντίληψη της ευχαρίστησης δεν αντιφάσκει προς τη λειτουργική (ή τη διαθεσιοκεντρική) εικόνα που σκιαγραφήσαμε προηγουμένως. Είναι, βέβαια, αναντίρρητο ότι οι επίσημοι ορισμοί του Καντ για την ευχαρίστηση αναφέρονται σε κάτι σαν διάθεση ή σαν λειτουργικό ρόλο όπου παραμένει κανείς στην τρέχουσα κατάσταση. Ωστόσο, ο ίδιος ο Καντ επισημαίνει ότι αυτό δεν προσφέρει επαρκή κατανόηση της ευχαρίστησης: «[η ευχαρίστηση και ο πόνος] μπορούν μόνον ανεπαρκώς να εξηγηθούν με αναφορά στην επήρεια που έχει μια τυχόν παράσταση στη δραστηριότητα των δυνάμεων του νου λόγω του αισθήματος που αυτή έχει προκαλέσει» – ως επήρεια εννοείται του να «διατηρηθεί η κατάσταση ως έχει […] ή το να παραχθεί ένα αντικείμενο» (EEKU, AA 20: 232, δική μου η έμφαση).[11] Δηλαδή, ο ίδιος ο Καντ ισχυρίζεται ότι η λειτουργική ή διαθεσιοκεντρική εικόνα είναι ελλιπής και, έτσι, ανεπαρκής. Ο Νέιτζελ, επίσης, ισχυρίζεται ότι είναι ελλιπής, και κατά αυτήν την έννοια ανεπαρκής: «Δεν αρνούμαι ότι οι συνειδητές πνευματικές καταστάσεις και γεγονότα προκαλούν ορισμένη συμπεριφορά ούτε ότι δύνανται να περιγραφούν κατά τρόπο λειτουργικό. Αυτό που αρνούμαι είναι ότι έτσι εξαντλείται κάθε πιθανή ανάλυσή τους» (Νέιτζελ 1974, σελ. 437).[12]

Όπως σκιαγράφησα παραπάνω, το κατά Νέιτζελ υποκειμενικό περιλαμβάνει απαρεγκλίτως ένα σημείο θέασης το οποίο είναι ατομικό (ενός εκάστου ανθρώπου) ή προσιδιάζουν στο ανθρώπινο, ή σε άλλο  γένος. Κατά τον Καντ, η ευχαρίστηση είναι κάτι που το αισθάνεσαι και, κατά συνέπεια, η ευχαρίστηση είναι, κατά βάση, κάτι που το νιώθεις από ένα πρωτοπρόσωπο σημείο θέασης (προτεραιότητα του ατομικού σημείου θέασης). Τι γίνεται όμως με το σημείο θέασης το προσιδιάζον στο γένος των ανθρώπων, το οποίο, σύμφωνα με τον Νέιτζελ, μπορεί να προσεγγιστεί εφόσον κάποιος χρησιμοποιήσει τη φαντασία του; Γενικά, ο Καντ διατείνεται ότι κάθε πλάσμα με αισθητηριακή ικανότητα μπορεί να νιώθει ηδονή. Άρα, «η ηδονή ευρίσκεται και στα άλογα ζώα» (KU, AA: 05: 210). Εν τούτοις, δεν είμαι σίγουρη ότι εμείς, ως ανθρώπινα όντα, μπορούμε να πράγματι να φανταστούμε πώς είναι να νιώθεις ηδονή ως νυχτερίδα. Δεν γνωρίζω κανένα σημείο του έργου του Καντ όπου αυτός να αναφέρεται στο κατά πόσον ο φαινομενικός χαρακτήρας της εμπειρίας είναι δεμένος με ένα συγκεκριμένο ζωικό γένος ή το κατά πόσον είναι ο ίδιος για κάθε αισθανόμενο πλάσμα, οπότε δεν θα το αναλύσω περαιτέρω. Πάντως, τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα σε ό,τι αφορά την ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου.

3. 2. Η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου

Αν η ευχαρίστηση γενικώς έχει φαινομενικό χαρακτήρα, το ίδιο ισχύει και για την ευχαρίστηση ενώπιον τον ωραίου. Βέβαια, από τούτη τη φαινομενικότητα δεν προκύπτει ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει κάποιον συγκεκριμένο φαινομενικό χαρακτήρα ο οποίος, ως τέτοιος, την ξεχωρίζει από τα όποια άλλα είδη της ευχαρίστησης. Παρ’ όλα αυτά, μια φαινομενική σύλληψη της ευχαρίστησης εν γένει ανοίγει τελικά τον δρόμο ώστε να αποδώσουμε έναν τέτοιο συγκεκριμένο φαινομενικό χαρακτήρα στην, ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου.[13] Ακολούθως, θα αναπτύξω τούτη ακριβώς τη θέση, εστιάζοντας στον ανιδιοτελή [disinterested, Interesseslos] χαρακτήρα της ευχαρίστησης ενώπιον του ωραίου.

3. 2. 1. Ανιδιοτέλεια και φαινομενικός χαρακτήρας

Το έργο του Καντ δεν μας προσφέρει κάποια ρητή βάση για να ερμηνεύσουμε την ανιδιοτέλεια ως έχουσα φαινομενικό χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, τούτη η ερμηνεία μπορεί να βρει έρεισμα στη δομή της σκέψης του, όπως αυτή αναπτύσσεται συνολικά στην Αναλυτική του Ωραίου. Στην παρ. 2, ο Καντ υποστηρίζει ότι η ευχαρίστηση, δηλαδή «η αρέσκεια που ορίζει την καλαισθησία[,] δεν έχει κάποια ιδιοτέλεια» (KU, AA 05: 204). Η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου δεν είναι μια ευχαρίστηση για την ύπαρξη ενός κάποιου αντικειμένου και δεν συνδέεται με καμία επιθυμία· αυτό είναι το σημείο απ’ όπου αφορμάται η όλη επιχειρηματολογία του Καντ στην Αναλυτική. Όλες οι άλλες θέσεις του και τα επιχειρήματα συνάγονται αμέσως ή εμμέσως από τη θέση περί ανιδιοτέλειας (ΘΑ). Στην παρ. 6, ο Καντ υποστηρίζει ότι «το ωραίο είναι αυτό το οποίο, δίχως έννοιες, παρίσταται ως το αντικείμενο μιας καθολικής αρέσκειας» (KU, AA 05: 211)· και υποστηρίζει ακόμα ότι «τούτη η εξήγηση του ωραίου μπορεί να συναχθεί από την προηγηθείσα του εξήγηση ως αντικειμένου ικανοποίησης δίχως ιδιοτέλεια» (KU, AA 05: 211). Στην παρ. 9, ο Καντ αναφέρεται στη θέση ότι η ευχαρίστηση είναι μη εννοιακή και καθολική, προκειμένου να υποστηρίξει το ελεύθερο και αρμονικο παιχνιδι των ικανοτήτων·[14] και αφού η μη εννοιακότητα καθώς και η καθολικότητα της ευχαρίστησης ενώπιον του ωραίου «συνήχθησαν» από την ΘΑ, ο Καντ εκ των πραγμάτων αντλεί από την ΘΑ προκειμένου να υποστηρίξει τα περί ελεύθερου και αρμονικού παιχνιδιού. Κατόπιν, στην παρ. 11, ο Καντ υποστηρίζει ότι η καλαισθησία βασίζεται σε μια υποκειμενική σκοπιμότητα δίχως σκοπό· και σε αυτή του τη θέση προϋποθέτει την ΘΑ.[15] Εξαιτίας της λειτουργίας της ως σημείου εκκίνησης και βασικής αναφοράς του όλου συλλογισμού, θα περίμενε κανείς πως ο Καντ θα πρόσφερε ένα καλό επιχείρημα προκειμένου να εδραιώσει την ΘΑ εξ υπαρχής. Μολαταύτα, ο Καντ ουδέποτε προσφέρει κάποιο τέτοιο επιχείρημα και μόνο υπό το κόστος της κυκλικότητας μπορεί να βασιστεί σε όποια θέση  εισάγει στις επόμενες σελίδες του έργου του (π.χ. στη θέση περί ελεύθερου παιχνιδιού των ικανοτήτων),  για να ισχυριστεί τα περί ανιδιοτέλειας.[16] Αντίθετα, και αρκετά ισχυρά, ο Καντ φαίνεται πολύ σίγουρος ότι μπορεί απλώς να προϋποθέσει την ΘΑ ως ένα προφανές γεγονός. Η εντύπωση αυτή προέρχεται πρώτιστα από τις εξής διατυπώσεις της ΘΑ:

Μα αν το ερώτημα είναι εάν ένα πράγμα είναι ωραίο, τότε δεν επιθυμεί κάποιος να γνωρίζει αν διακυβεύεται κάτι για εμάς ή για κάποιον άλλον από την ύπαρξη αυτού του πράγματος, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι το πώς το κρίνουμε απλώς και μόνο στην θεώρηση μας (εποπτεία ή αναστοχασμός). (KU, AA 05: 204, η έμφαση δική μου)

«Το μόνο που θέλει κάποιος να ξέρει είναι το αν απλώς και μόνο η παράσταση του αντικειμένου συνοδεύεται από κάποια αρέσκεια μέσα μου, όσο κι αν τυχόν αδιαφορεί απέναντι στην ύπαρξη του αντικειμένου της παράστασης.» (KU, AA 05: 205, η έμφαση δική μου)

«Μπορεί κάποιος να δει με ευκολία ότι, όταν πω πως κάτι τι είναι ωραίο και όταν πω πως έχω καλαισθησία, αυτό που μετρά είναι τί συμπεραίνω εγώ από τούτη την παράσταση και όχι το κατά πόσον εξαρτώμαι από την ύπαρξη του αντικειμένου.» (KU, AA 05: 205, η έμφαση δική μου)

«Δεν πρέπει κάποιος ούτε στο ελάχιστο να είναι προκατειλημμένος υπέρ της ύπαρξης του πράγματος, αλλά πρέπει να είναι ολότελα ανιδιοτελής από αυτή την έποψη προκειμένου να κάνει τον κριτή σε ζητήματα καλαισθησίας.» (KU, AA 05: 205, η έμφαση δική μου)

Ας παρατηρήσουμε τη συχνή εκ μέρος του Καντ χρήση της λέξης «κάποιος» (γερμανικά: «man»). Εγώ υποστηρίζω εδώ ότι «μπορεί κάποιος να δει με ευκολία» πως η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι ανιδιοτελής γιατί  η ανιδιοτέλεια είναι συστατικό στοιχείο του φαινομενικού χαρακτήρα της ευχαρίστησης ενώπιον του ωραίου. Με άλλα λόγια, μπορεί εύκολα να δεί κάποιος, ή μάλλον να αισθανθεί, ότι η ευχαρίστηση είναι ανιδιοτελής γιατί έτσι είναι το να αισθάνεται κάποιος ευχαρίστηση.

Τούτη η φαινομενολογική ερμηνεία της ΘΑ εδράζεται και σε άλλα σημεία. Είπαμε πιο πάνω ότι η ΘΑ, γενικώς, σημαίνει ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου δεν αντλείται από την ύπαρξη ενός αντικειμένου και δεν συνδέεται με κάποια επιθυμία. Τούτο συνάγεται από τον κατά Καντ ορισμό της «ιδιοτέλειας» στην παρ. 2:

«Η ικανοποίηση που συνδέουμε με την παράσταση της ύπαρξης ενός αντικειμένου ονομάζεται ιδιοτέλεια. Εξ ου και η τέτοια ικανοποίηση σχετίζεται πάντοτε με την ικανότητα της επιθυμίας, είτε ως προσδιορίζουσα βάση είτε ως αναγκαίως αλληλένδετης με τη βάση.» (KU, AA 05: 204)

Πάντως, δεν είναι διόλου προφανές το τι σημαίνει να μη νιώθει κανείς ευχαρίστηση ενώπιον της ύπαρξης ενός αντικειμένου και το τι σημαίνει τούτο να μη συνδέεται με καμία επιθυμία, ειδικά κοιτάζοντας τον συλλογισμό της παρ. 2. Για να καταλάβει κανείς πραγματικά τι σημαίνει η ΘΑ, πρέπει να λάβει υπόψη το ελεύθερο παιχνίδι , καθώς και τη μορφική σκοπιμότητα της μορφής του ωραίου αντικειμένου. Οπότε, μια έποψη της σημασίας της ΘΑ είναι ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου δεν αντλείται από την ύπαρξη ενός κάποιου αντικειμένου, αλλά από την εσωτερική δραστηριότητα του υποκειμένου (από το ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων)[i], η οποία δεν είναι δραστηριότητα της δύναμης της επιθυμίας. Άλλη μια έποψη είναι ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου δεν αντλείται από την «ύλη των παραστάσεων» (KU, AA 05: 224), δηλαδή από  απλώς μια αίσθηση, μέσω της οποίας κάτι υπαρκτό μάς δίδεται, αλλά από την μορφή του αντικειμένου. Επιπλέον, βασίζεται σε μια σκοπιμότητα δίχως σκοπό – ένας σκοπός θα μπορούσε να ορίσει το επιθυμητικό. Εντούτοις, οι διάφορες επόψεις του τι σημαίνει η ΘΑ δεν παρουσιάζονται, ούτε βέβαια αναλύονται, στην παρ. 2· θα χρειαστούν ακόμα πολλές σελίδες για να εισαχθούν οι ιδέες του ελεύθερου παιχνιδιού των δυνάμεων, της μορφής του ωραίου αντικειμένου και της σκοπιμότητας χωρίς σκοπό. Άρα, προϋποτίθεται ότι η ΘΑ έχει μια θεμελιώδη σημασία η οποία, στην παρ. 2, είναι ήδη διαθέσιμη και κατανοητή. Κι αυτή η σημασία, υποθέτω εγώ, είναι ο φαινομενικός της χαρακτήρας.[17] Από την οπτική αυτή, λοιπόν, η ΘΑ βασίζεται στην εμπειρία που έχει ο καθένας μας για το πώς είναι να αισθάνεσαι ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου.

Άραγε, είναι γλωσσικώς δυνατόν να εξηγήσει κανείς πώς είναι η αίσθηση της ευχαρίστησης ενώπιον του ωραίου; Ας μην ξεχνάμε ότι την ευχαρίστηση κάποιος «την αισθάνεται, δεν τ[ην] κατανοεί». Οπότε, για να το θέσουμε αυστηρά, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε να εκφράσουμε ρητά πώς είναι να αισθάνεσαι ανιδιοτελή ηδονή. Μπορούμε μόνο να περιγράψουμε τον φαινομενικό χαρακτήρα της εμπειρίας με τη χρήση άλλων φαινομενολογικών όρων. Τοιουτοτρόπως, μπορούμε να πούμε ότι η ευχαρίστηση είναι αποκομμένη από κάθε θέληση ή επιθυμία, πράγματα βέβαια που κι αυτά έχουν έναν δικό τους φαινομενικό χαρακτήρα.

Άραγε, ο Καντ καταλάβαινε πόσο μεγάλο μέρος της σκέψης του, όπως αυτή βρίσκεται στην Αναλυτική του Ωραίου, εξαρτάται από τον συγκεκριμένο φαινομενικό χαρακτήρα της ευχαρίστησης απέναντι στο ωραίο; Όπως δείχνει η αποστροφή του στην Πρώτη Εισαγωγή, οπωσδήποτε είχε την άποψη ότι η ευχαρίστηση έχει έναν φαινομενικό χαρακτήρα ως ουσιαστικό της γνώρισμα. Μολοντούτο, δεν δηλώνει κάπου ρητά ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει έναν φαινομενικό χαρακτήρα ο οποίος είναι ιδιάζων, ήτοι έναν χαρακτήρα ανιδιοτέλειας. Γιατί έτσι; Υπάρχουν τρεις πιθανές αιτίες: Πρώτον, ο Καντ δεν είχε συνείδηση του πόσο μεγάλο μέρος της σκέψης του στηριζόταν στον φαινομενικό χαρακτήρα της ανιδιοτέλειας· απλώς τη χρησιμοποιούσε ασυνείδητα μες στην όλη επιχειρηματολογία του. Δεύτερον, ο Καντ θεωρούσε τον ιδιάζοντα φαινομενικό χαρακτήρα της ευχαρίστησης ενώπιον του ωραίου κάτι το τόσο προφανές που δεν θεώρησε απαραίτητο να του δώσει κάποια έμφαση. Τρίτον, ο Καντ είχε συνείδηση του ιδιάζοντος φαινομενικού χαρακτήρα της ευχαρίστησης ενώπιον του ωραίου και του ρόλου της στον συλλογισμό του, αλλά δεν έθιξε το θέμα πιο ανοιχτά μέσα στο κείμενο επειδή κάτι τέτοιο θα μπορούσε να εγείρει την υποψία πως η όλη του επιχειρηματολογία δεν ταίριαζε πολύ καλά στο πλαίσιο της υπερβατολογικής φιλοσοφίας.[18] Οποιαδήποτε απόφανση μεταξύ των τριών παραμένει υποθετική. Για τη δική μας εργασία, αρκεί να πω ότι το επιχείρημα του Καντ στέκει? μόνον εφόσον λάβουμε υπόψη ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει έναν φαινομενικό χαρακτήρα που προσιδιάζει σε αυτήν: τον χαρακτήρα της ανιδιοτέλειας.

Μέχρις εδώ, είδαμε ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει τον φαινομενικό χαρακτήρα της ανιδιοτέλειας. Άρα, μπορούμε εύλογα να πιστέψουμε ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι υποκειμενική με την έννοια την κατά Νέιτζελ (ΥΝ). Στη συνέχεια, θα διερευνήσω πώς η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου σχετίζεται με το ατομικό σημείο θέασης και το σημείο θέασης που προσιδιάζει σ’ ένα ευρύτερο γένος.

3. 2. 2. Η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου και το υποκειμενικό σημείο θέασης

Η ιδέα του Νέιτζελ για το υποκειμενικό (ΥΝ) είναι άρρηκτα δεμένη με τη αντίληψή του για τα σημεία θέασης: Ό,τι είναι υποκειμενικό είναι προσβάσιμο μόνο από το ατομικό σημείο θέασης ή από το σημείο θέασης το προσιδιάζον στο  γένος. Άραγε, τούτη η έποψη του υποκειμενικού είναι κι αυτή βασικό κομμάτι για το πώς ο Καντ συλλαμβάνει την ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου;

Πρώτα και κύρια, η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι δεμένη με ένα ατομικό ή πρωτοπρόσωπο σημείο θέασης. Οπωσδήποτε, πρέπει εγώ η ίδια να έχω νιώσει ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου προκειμένου να συλλάβω πώς είναι να αισθάνεσαι μια τέτοια ευχαρίστηση. Τούτη είναι η προτεραιότητα του ατομικού σημείου θέασης, την οποία βρίσκουμε και στον Νέιτζελ. Αλλά, για τον Καντ, το ατομικό σημείο θέασης είναι σημαντικό και από άλλη μια άποψη, ήτοι σε ό,τι αφορά στις ειδικές εκδηλώσεις της ομορφιάς. Για να αποφανθώ αν ένα δεδομένο αντικείμενο (π.χ. ένα άνθος) είναι ωραίο, πρέπει εγώ να το δω και εγώ να νιώσω ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου. Όπως το θέτει ο Καντ:

«Το κατά πόσον ένα ένδυμα, ένα σπίτι, ένα άνθος είναι ωραία: Κανένας δεν πείθεται να κάνει μια κρίση από κάποιον που θα επικαλεστεί μια κάποια βάση ή κάποια θεμελιώδη αρχή. Αυτό που θέλει κάποιος είναι να υποβάλει το αντικείμενο στο δικό του βλέμμα, σαν να εξαρτιόταν η ικανοποίησή του από τις αισθήσεις· […]» (KU, AA 05:215f.)

Τούτος ο δεύτερος ρόλος του ατομικού σημείου θέασης το διαφοροποιεί από τις άλλες κρίσεις σχετικά με εμπειρίες φαινομενικού χαρακτήρα. Για να κρίνω ότι το σπίτι του Τζιμ είναι κόκκινο, μπορώ να βασιστώ στα λόγια της Τζόαν ότι το σπίτι του Τζιμ είναι κόκκινο. Αλλά για να κρίνω ότι το σπίτι του Τζιμ είναι ωραίο, πρέπει να υποβάλω το σπίτι του στο δικό μου βλέμμα και να νιώσω εγώ μια ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου.

Όσο για το σημείο θέασης το προσιδιάζον στο (ανθρώπινο) γένος, αυτό είναι σημαντικό για τη θεωρία του Καντ από δύο επόψεις. Πρώτα απ’ όλα, η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι δεμένη με το γεγονός ότι η ανθρώπινη φύση είναι τόσο αισθητηριακή όσο και ορθολογική. Κατά συνέπεια, μόνο τα ανθρώπινα όντα δύνανται να αισθάνονται ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου. Όπως το θέτει το Καντ: «η ομορφιά είναι κάτι το έγκυρο μόνο για τα ανθρώπινα όντα, ήγουν για όντα τόσο ζωικά όσο και ορθολογικά, όχι όμως αποκλειστικά ως εκ της δεύτερης ιδιότητάς τους (δλδ της πνευματικής), αλλά λόγω της συνύπαρξής της με τη ζωική» (KU, AA 05: 210). Την ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου μπορούν να τη νιώσουν μόνο πλάσματα προικισμένα με αισθητηριακά όργανα (προκειμένου να υπάρξει κάποια αισθητηριακή πρόσληψη) καθώς και με τις δυνάμεις της φαντασίας και της διάνοιας (προκειμένου να υπάρξει το ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων). Ως εκ τούτου, την ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου δύνανται να την αισθανθούν μόνον τα ανθρώπινα όντα και, κατά συνέπεια, αυτή είναι δεμένη με το σημείο θέασης το προσιδιάζον στον άνθρωπο. Αν στραφούμε ξανά στον Νέιτζελ, φαίνεται εύλογο που μπορούμε να φανταστούμε ενσυναισθητικά πώς είναι για άλλα ανθρώπινα όντα να αισθάνονται την ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου, επειδή τα άλλα ανθρώπινα όντα είναι αρκούντως παρεμφερή με εμάς (έχουν αισθητηριακά όργανα, φαντασία και πρόσληψη). Έτσι, φαίνεται πως η καντιανή ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι προσβάσιμη από το σημείο θέασης το προσιδιάζον στο ανθρώπινο γένος. Η δεύτερη άποψη, για την οποία το σημείο θέασης το προσιδιάζον στον άνθρωπο είναι σημαντικό, είναι η θέση του Καντ ότι η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι καθολικά έγκυρη.[19] Όταν αισθάνομαι ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου με την παρουσία ενός κάποιου αντικειμένου, τούτη η ευχαρίστηση δεν είναι έγκυρη μόνο για μένα αλλά για κάθε ανθρώπινο ον. Έτσι, κάθε εκδήλωση της ευχαρίστησης ενώπιον του ωραίου περιλαμβάνει το σημείο θέασης που προσιδιάζει στο ανθρώπινο γένος εν συνόλω. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι κάποιος άνθρωπος που προσλαμβάνει κάτι και αισθάνεται ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει την ίδια ώρα συνείδηση ότι η ευχαρίστηση αυτή που αισθάνεται αφορά κατ’ επέκταση όλα τα ανθρώπινα όντα. Τούτο γιατί ο Καντ αναφέρεται ρητά στην «καθολική εγκυρότητα τούτης της ευχαρίστησης της προσλαμβανόμενης στον νου ως συνδεόμενης με μια συγκεκριμένη κρίση σχετικά με ένα αντικείμενο (KU, AA 05: 289, η έμφαση δική μου).[20] Όταν αισθάνομαι ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου, προσλαμβάνω την καθολική εγκυρότητα τούτης της ευχαρίστησης «ως συνδεόμενη[…] με μια συγκεκριμένη κρίση σχετικά με ένα αντικείμενο». Αυτό προϋποθέτει ότι είμαι ικανή να αντιληφθώ την καθολική εγκυρότητα και, τοιουτοτρόπως, ότι έχω μια άμεση συνείδηση της καθολικής εγκυρότητας της ευχαρίστησης. Σ’ άλλη εργασία έχω υποστηρίξει ότι τούτη η συνείδηση περιλαμβάνεται στον φαινομενικό χαρακτήρα της ευχαρίστησης: Η αίσθηση της σύνδεσης με τα άλλα ανθρώπινα όντα είναι μέρος του «να ‘σαι» σε κατάσταση ευχαρίστησης – του «να ’σαι κάπως» της ευχαρίστησης.[21] Σε αυτό το πνεύμα, ο Καντ μιλά για μια «συναρμογή του αισθήματος όλων με αυτό ενός εκάστου» (KU, AA 05: 240). Πρέπει να πούμε ότι το γεγονός πως υπάρχει άμεση συνείδηση της καθολικότητας της ευχαρίστησης έχει μια ενδιαφέρουσα επίπτωση για το σημείο θέασης το προσιδιάζον στο ανθρώπινο γένος: Η πρωτοπρόσωπη εμπειρία της ευχαρίστησης ήδη περιλαμβάνει μια υπέρβαση του ατομικού σημείου θέασης για χάρη του σημείου θέασης που προσιδιάζει στο ανθρώπινο γένος. Σε αντιπαραβολή με την προσέγγιση του Νέιτζελ, τούτο μας οδηγεί σε ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα: Σύμφωνα με τη σκέψη του Καντ σχετικά με την ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου, δεν χρειάζεται να προσεγγίσουμε το σημείο θέασης των άλλων ανθρώπινων όντων με τη φαντασία μας. Κι αυτό γιατί ήδη διαθέτουμε αυτό το σημείο θέασης κάθε φορά που αισθανόμαστε ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου.

Για να μιλήσουμε συγκεντρωτικά, το ατομικό σημείο θέασης (ΑτΣ) και το σημείο θέασης το προσιδιάζον στο ανθρώπινο γένος (ΑνΣ) έχουν το καθένα μια διπλή συνάφεια μέσα στη θεωρία του Καντ για την αισθητική απόλαυση.

ΑτΣ1    Εξ υπαρχής, για να ξέρω πώς είναι να αισθάνεσαι ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου πρέπει να μπορώ κι εγώ να αισθανθώ την τέτοια ευχαρίστηση.

ΑτΣ2    Για να αποφασίσω αν κάποιο αντικείμενο είναι ωραίο, πρέπει να προσλάβω εγώ αυτό το αντικείμενο και να αισθανθώ εγώ κάποια ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου.

ΑνΣ1    Η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι δεμένη με την αισθητηριακή και την ίδια ώρα ορθολογική φύση των ανθρώπινων όντων. Οπότε, τα ανθρώπινα όντα μπορούν με τη φαντασία τους να συλλάβουν πώς είναι να νιώθεις ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου από το σημείο θέασης το προσιδιάζον στο γένος των ανθρώπων.

ΑνΣ2    Η πρωτοπρόσωπη εμπειρία της ευχαρίστησης ενώπιον του ωραίου περιλαμβάνει μια υπέρβαση του ατομικού σημείου θέασης υπέρ του σημείου θέασης του προσιδιάζοντος στο γένος των ανθρώπων.

Η ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου έχει φαινομενικό χαρακτήρα και, επίσης, είναι δεμένη με το ατομικό σημείο θέασης καθώς και το σημείο θέασης το προσιδιάζον στην ανθρωπότητα. Η κατά Καντ ευχαρίστηση ενώπιον του ωραίου είναι υποκειμενική με την κατά Νέιτζελ σημασία του υποκειμενικού (ΥΝ).

|| συνεχίζεται ||

[1] Την ερώτηση του Νέιτζελ «Πώς είναι να ‘σαι Χ;» την έχει μεταφέρει στην έννοια του Καντ για τα ορθολογικά όντα η Birgit Recki (2004). Η Ρέκι επίσης εστιάζει στη θεωρία των συναισθημάτων (Gefühle) του Καντ. Αυτό που κυρίως την ενδιαφέρει είναι το «πώς» του «Πώς είναι να ‘σαι Χ;». Εμένα με ενδιαφέρει κυρίως το αν εξ υπαρχής η ιδέα του Καντ για την ηδονή [η θα μπει ‘ευχαρίστηση’ όπως μεχρι τωρα, η πρεπει να αλλαξουν όλα σε ‘ηδονή’] περιλαμβάνει ένα «να ‘σαι κάπως».
[2] Βλ. για παράδειγμα τον Walter 2006, σελ. 14.
[3] Ο Νέιτζελ υπογραμμίζει ότι ο υποκειμενικός χαρακτήρας της εμπειρίας «δεν δύναται να αναλυθεί με τους όρους ενός εξηγητικού συστήματος των λειτουργικών καταστάσεων ούτε των εμπρόθετων καταστάσεων, δεδομένου ότι τέτοιες δεν μπορούν να αναγνωριστούν σε ρομπότ και αυτόματα που συμπεριφέρονται σαν άνθρωποι αλλά την ίδια ώρα δεν βιώνουν καμία εμπειρία» (Nagel 1974, σελ. 436), πάντως, η λειτουργιστική εικόνα της ευχαρίστησης μπορεί να συμπληρωθεί με μια φαινομενική της κατανόηση. Οπότε, ακόμα κι αν ο Καντ όριζε την ηδονή με όρους λειτουργιστικούς, πάλι θα μπορούσε να πιστεύει ότι η ηδονή έχει έναν υποκειμενικό χαρακτήρα.
[4] Βλ. επίσης τη Ζίνκιν: «Ο κατά Καντ ορισμός της ευχαρίστησης δεν είναι φαινομενολογικός. […] δεν ορίζει την ηδονή με βάση το πώς κανείς την αισθάνεται, αλλά την ορίζει σαν ένα είδος συνειδητότητας» (Zinkin 2012, σελ. 435).
[5] Εδώ φαίνεται σαν ο Γκάιερ απλώς να αρνείται ότι υπάρχει «έναςσυγκεκριμένος και πάντοτε όμοιος τρόπος» με τον οποίο νιώθει κανείς ευχαρίστηση. Αλλά, επιπλέον, προτάσσει πλήρως την κατά πολύ εμφατικότερη θέση ότι, σε αντίθεση με άλλες αντικειμενικές αισθήσεις [Empfindungen], η ευχαρίστηση δεν έχει κανέναν φαινομενικό χαρακτήρα απολύτως: «Οπωσδήποτε, μερικές περιπτώσεις ευχαρίστησης περιλαμβάνουν αναγκαίως κάποιες διακριτές αισθήσεις, δεδομένου ότι υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στη γεύση ενός καλού κρασιού του Μπορντώ και κάποια άλλα σ’ ένα κρασί Βουργουνδίας και ότι, σε κάθε περίπτωσητο κάθε ένα είναι απολαυστικό· μολαταύτα, δεν είναι εξίσου πιθανό να υπάρχει μια κάποια ειδική αίσθηση της ευχαρίστησης, είτε αυτή μεταβάλλεται είτε όχι, η οποία να είναι επιπρόσθετη στα χαρακτηριστικά της γεύσης του Μπορντώ και του Βουργουνδίας» (Guyer 2018, σελ. 163). Ο Γκάιερ είναι πιο διστακτικός να υποστηρίξει το ίδιο σε ό,τι αφορά την αποστροφή.
[6] Στις Παρατηρήσεις περί του Αισθήματος του Ωραίου και του Υψηλού, ο Καντ ήδη επισημαίνει: «Βεβαίως, διαπράττουμε αδικία όταν απορρίπτουμε κάποιον ο οποίος δεν βλέπει την αξία της ομορφιάς που εμάς μας συγκινεί ή μας γοητεύει και λέμε ότι αυτός δεν την καταλαβαίνει. Σε τούτη την περίπτωση, δεν μετράει τόσο πολύ τι βλέπει η διάννοια όσο το  από τι ερεθίζεται [σε τι ευαισθητοποιείται] το αίσθημα [το συναίσθημα]» (Observations, ΑΑ 02: 255). Βλ. και την επισήμανση του Καντ στη Μεταφυσική των Ηθών ότι «η ηδονή και ο πόνος δεν μπορούν να εξηγηθούν αυτά καθαυτά» (MS, AA 06: 212).
[7] Για μια συστηματική ανασύστασηή της Αναλυτικής του Ωραίου, βλ. Berger (2022).
[8] Βλ. KU, AA 05: 204 f.
[9] Βλ. KU, AA 05: 210.
[10] Βλ. KU, AA 05: 211.
[11] Κατά συνέπεια, το ακόλουθο επιχείρημα του Γκάιερ βρίσκεται σε διαφωνία με το απόσπασμα της Πρώτης Εισαγωγής: «σύμφωνα με την ανάλυση του Καντ για τον ορισμό, κατά την οποία ένας σωστός ορισμός πρέπει να περιέχει κάθε τι το ουσιαστικό για την έννοιά του και μάλιστα να περιέχει κάθε τι που είναι ουσιαστικό για την αναγνώριση μίας περίπτωσης της έννοιας αυτής, οτιδήποτε μένει εκτός του ορισμού θα πρέπει να είναι μόνον παρεμπιπτόντως [«συμβεβηκώς» ο αριστοτελικός φιλοσοφικός όρος, δε ξέρω αν ακούγεται ωραίο]συνδεδεμένο με το αντικείμενό του. Άρα, αν ποτέ μιλούσαμε για μια ειδική αίσθηση που έχει πάντοτε η αρέσκεια και η αποστροφή, αυτός ο ισχυρισμός θα ήταν μια επιπλέον συνθετική θέση, η οποία θα έπρεπε να βασίζεται σε εμπειρικές ενδείξεις – και ο Καντ δεν προσπαθεί να παράσχει τέτοιες ενδείξεις (Guyer 2018, σελ. 158).
[12] Βλ. και τη διάκριση του Τσάλμερς μεταξύ της «φαινομενικής έννοιας του νου» και της «ψυχολογικής έννοιας του νου»: «Υπό τη φαινομενική έννοια, ο νους χαρακτηρίζεται από τον τρόπο που αισθάνεται· υπό την ψυχολογική έννοια, ο νους χαρακτηρίζεται από αυτά που κάνει» (Chalmers 1996, σελ. 11). Ο Τσάλμερς σχετίζει τη δεύτερη με τον λειτουργισμό. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι και οι δυο μπορούν να συνυπάρχουν σε μια πνευματική κατάσταση. Σε αντίθεση με τον Καντ, αφήνει ανοιχτό το ερώτημα του κατά πόσον τα συναισθήματα είναι πρώτιστα φαινομενικές καταστάσεις: «Εντούτοις, δεν είναι σαφές αν η φαινομενική έποψη είναι απαραίτητη για να είναι μια κατάσταση συναίσθημα· πάντως, υπάρχει ξεκάθαρα  μια ισχυρή ψυχολογική ιδιότητα επίσης» (Chalmers 1996, σελ. 19).
[13] Κατά τη δική μου αντίληψη, σύμφωνα με τον Καντ τα διάφορα είδη ευχαρίστησης έχουν το καθένα μια διακριτή φαινομενολογία. Εξ αυτού, μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το αντίστοιχα αισθήματα ενώπιον του ευχάριστου, του ωραίου και του αγαθού βασισμένος απλώς στον φαινομενικό τους χαρακτήρα. Για μια περιγραφή του φαινομενικού χαρακτήρα του σεβασμού [Achtung], βλ. Kriegel & Trimmons (2021). – Να υπογραμμιστεί ότι αν ο λειτουργικός ορισμός της ηδονής ήταν πλήρης, τότε η ευχαρίστηση ενώπιων του ωραίου θα μπορούσε μόνο να οριστεί ως τέτοια με βάση την αιτία της ή τις συνέπειές της.
[14] Βλ. KU, AA 05: 216 f.
[15] Βλ. KU, AA 05: 221.
[16] Για μια τέτοια τακτική, βλ. την εξής αποστροφή του Γκάιερ: «το γεγονός ότι η ανιδιοτέλεια της αισθητικής απόκρισης είναι συνέπεια της ερμηνείας της σαν προερχόμενης από την αρμονία της φαντασίας και της διάνοιας, και όχι το αντίστροφο» (Γκάιερ 1979, σελ. 169· βλ. και σελ. 178).
[17] Εξ αυτού, δεν αρνούμαι ότι η ΘΑ έχει και τις άλλες σημασίες ή επόψεις σημασίας. Αυτό που αρνούμαι είναι ότι αυτές είναι ήδη διαθέσιμες στον αναγνώστη στην παρ. 2.
[18] Για μια πραγμάτευση του γιατί μια φαινομενολογική προκείμενη στην Αναλυτική δεν αντιβαίνει πράγματι στην υπερβατολογική προσέγγιση του Καντ, βλ. Berger 2022, σελ. 193-202.
[19] Βλ. για παράδειγμα: «Το ωραίο είναι εκείνο το οποίο, δίχως έννοιες, αναπαρίσταται ως αντικείμενο καθολικής αρέσκειας» (KU, AA 05: 211).
[20] Ίσως κανείς υποψιαστεί ότι δεν πρόκειται για την «καθολική εγκυρότητα της ευχαρίστησης» αλλά απλώς για την ηδονή η οποία «προσλαμβάνεται από το πνεύμα ως συνδεδεμένη απλώς με μια κρίση σχετικά με ένα αντικείμενο». Όμως, η ακριβής διατύπωση του Καντ υποδεικνύει τη σημασία που πρότεινα: «Also ist es nicht dieLust, sondern die Allgemeingültigkeit dieser Lust, die mit der bloßen Beurteilung eines Gegenstandes im Gemüte als verbunden wahrgenommen wird, welche a priori als allgemeine Regel für die Urteilskraft, für jedermann gültig, in einem Geschmacksurteile vorgestellt wird» (KU, AA 05: 289).
[21] Βλ. Berger 2022, σελ. 186-188.

~.~

[i] Σύμφωνα με τον Καντ, ένα όμορφο αντικείμενο μπορεί να φέρει την ικανότητα της φαντασίας σε εναρμόνιση με την ικανότητα της διάνοιας. Όταν συμβεί αυτό, η πρώτη μέσα στην ελευθερία της εναρμονίζεται με τη δεύτερη στη νομοτέλειά της. Τη σχέση αυτή ο Καντ την ονομάζει «σχέση ελεύθερου παιχνιδιού» – Θ. Σ.

///

*

*

*