Maria Zambrano, Η αγωνία της Ευρώπης

*

Μετάφραση Χρίστος Σ. Κρεμνιώτης

Η Μαρία Θαμπράνο Αλαρκόν (María Zambrano Alarcón, Μάλαγα, 22 Απριλίου 1904 – Μαδρίτη, 6 Φεβρουαρίου 1991) υπήρξε φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ανήκει στον κύκλο των σημαντικότερων στοχαστών που ανέδειξε η Ισπανία του 20ού αιώνα. Δίδαξε φιλοσοφία στην πατρίδα της και, μετά την επιβολή του φρανκικού καθεστώτος, στο Μεξικό, την Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο. Πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στην εξορία.

~.~

Εδώ και αρκετά χρόνια λέγεται πως η Ευρώπη παρακμάζει. Πλέον, δεν χρειάζεται να επαναληφθεί. Πολλοί από εκείνους που το πιστεύουν αναφέρονται σε αυτό κεκαλυμμένα, με ειρωνικά χαμόγελα, παρόμοια με κάποιον που υπονοεί ένα μυστικό τόσο διαδεδομένο που η προσπάθεια του να το κρύψει, ενώ μοιάζει να χαρακτηρίζεται από ευγένεια και οίκτο, το διαδίδει περισσότερο και μάλιστα με έναν τρόπο ακόμη πιο ταπεινωτικό.

Κάθε καταστροφή επιτρέπει στους ανθρώπους να εκδηλώσουν το πιο σκληρό πρόσωπό τους. Είναι το πιο ακριβές και αποτελεσματικό εργαλείο εκδήλωσης και αποκάλυψης του εσωτερικού κόσμου. Κάτι τέτοιο ισχύει ιδιαιτέρως για τα στρώματα εκείνα της κοινωνίας –ή για τις κοινωνίες εκείνες– όπου τα άτομα ζουν και συνυπάρχουν στην αφάνεια. Εκεί η μνησικακία ενώπιον της πτώσης εκείνου που για αιώνες παρέμενε νικηφόρο και ένδοξο, η χολή και η εκδικητικότητα που συσσωρεύτηκαν, εκδηλώνονται απροκάλυπτα. Είναι η ώρα της μνησικακίας. Είναι η ώρα της κάθε αναξιοσύνης. Είναι, ακόμα, η ώρα των νεοφερμένων, εκείνων που λατρεύουν την επιτυχία ως μοναδικό κριτήριο των θεϊκών και των ανθρώπινων πραγμάτων.

Η μνησικακία εξαπολύει το πρώτο μέρος της καταστροφικής δράσης εκείνης που μόνον αργότερα εδραιώνεται με τα όπλα. Η Ευρώπη, όπως κάθε ιστορική πραγματικότητα με αίγλη, είχε την τιμή να παράγει δόλιους εχθρούς και να γεννά τη μνησικακία στα θεοσκότεινα άντρα στα οποία αυτή αναπτύσσεται. Σήμερα, το συναίσθημα αυτό, ξεσπά με τρομακτική αρνητική ορμή: φθείρει, διαγράφει, μεταμορφώνει τον κόσμο σε έναν τόπο κενό και ερειπωμένο. Στερεί στα μάτια την ομορφιά των ορατών και υφαρπάζει από την καρδιά ξεγελώντας την, όλα όσα αυτή μπορεί να αγαπήσει.

Η ανάλυση της στυγνής μνησικακίας που εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Είναι το πρώτο πάθος από το οποίο θα πρέπει να εξαγνιστεί ο σύγχρονος άνθρωπος ώστε να κατορθώσει να βγει από τον λαβύρινθό του. Είναι το πρώτο βήμα για την αναγκαία απολύτρωσή του. Διότι εκείνο που κάνει τρομακτική τη μνησικακία είναι η ουσιώδης της αποστασία. Ότι στρέφεται πάντοτε μανιασμένη εναντίον εκείνου που μπορεί να τη λυτρώσει. Το μνησίκακο πλάσμα καταστρέφει το μοναδικό πράγμα στο οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί, εξεγείρεται εναντίον των αρχών του, οι οποίες, μολονότι μισημένες, παραμένουν ουσιώδεις για αυτό και είναι οι μόνες στις οποίες θα μπορούσε να αναπαυθεί το απεγνωσμένο του πνεύμα.

Αλλά ακριβώς επειδή η μνησικακία είναι μια εξέγερση κατά αρχών, όποιος μολυνθεί από αυτήν στερείται σταθερότητας, πίστης προς τον εαυτό του και προς όλους. Εδώ είναι που το πλάσμα που μολύνθηκε από αυτήν μοιάζει με τον λάτρη της επιτυχίας, της φήμης, καθώς και αυτός δεν θέλει να γνωρίζει ποιόν υπηρετεί. Όντας υπηρέτης ενός αφέντη που αλλάζει, δεν θέλει καν να γνωρίζει ότι δεν υπηρετεί πλέον εκείνον στον οποίον μόλις πριν λίγο ήταν δούλος. Ανίκανος για πίστη και αφοσίωση δεν επιθυμεί να γνωρίζει ποιος είναι εκείνος που έχει επιτυχία και κάτι τέτοιο, σχετίζεται με το γεγονός ότι η φήμη, απλούστατα, είναι κάτι που δεν διαθέτει σχήμα και μορφή και έτσι, ελλείψει αυτών, δεν μπορεί να προκαλέσει την αφοσίωση και την πίστη. Αυτές μπορούν να γεννηθούν από ό,τι έχει διάρκεια και μορφή. Αντίθετα, οτιδήποτε ούτε τις διαθέτει αλλά ούτε καν επιχειρεί να τις δημιουργήσει και να τις επιτύχει –τη μορφή και τη διάρκεια– εξυψώνεται μεν μέχρι την κορυφή, κατακρημνίζεται δε αμέσως μετά και δεν μπορεί φυσικά να απαιτήσει τη συνειδητή αφοσίωση.

Η Ευρώπη όμως είχε πρόσωπο και μορφή. Από πού λοιπόν προέρχεται ο θρίαμβος αυτού του υπόκωφου μίσους, αυτής της τυχοδιωκτικής προσπάθειας να την αφήσουμε πίσω με κάθε τρόπο, σαν ένα στάδιο το οποίο ήδη ξεπεράσαμε; Από μία πλευρά μοιάζει μοιραίο κάθε τι που θριαμβεύει ανθρωπίνως να γεννά τη σκιά. Μέχρι τώρα δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί η φιλοδοξία μιας νίκης δίχως ηττημένο. Μιας νίκης δηλαδή που να έχει κατορθωθεί εξολοκλήρου μέσω της εμπιστοσύνης που καρποφόρησε από την πειθώ. Έτσι, ο νικημένος, όντας καταδικασμένος να μην αναπτυχθεί, μετατρέπεται σε βορά της μνησικακίας. Ούτε καν η έκπαγλη μορφή της αγάπης μπόρεσε να απαλλαχθεί από την προβολή της σκιάς του φθόνου που άπλωνε επάνω από όλη την Ευρώπη.

Από την άλλη πλευρά, δεν μοιάζει τα παραπάνω να αποτελούν τη μόνη αιτία του ξεσπάσματος του φθόνου και της συγγενικής με αυτό λατρείας της επιτυχίας. Αναμφίβολα, η Ευρώπη έπαψε να έχει δική της προσωπική έκφραση, φθάρθηκε ενώ η σταθερότητά της υπέκυψε σε μία γενική παράλυση. Δίχως αμφιβολία, βρίσκονταν κρυμμένα στις ρίζες των αρχών της –των ιδίων των αρχών που την κρατούσαν ζωντανή– πολλά από τα σπέρματα εκείνα που τη διέφθειραν.

Από εκεί πηγάζει και μία άλλη συμπεριφορά που παρατηρείται στην παρακμάζουσα Ευρώπη· η άλλοτε ασυνήθιστη για αυτήν, δουλικότητα ενώπιον γεγονότων και μοίρας. Ο άνθρωπος της Ευρώπης, στις καλύτερες ημέρες του, δεν χαρακτηριζόταν από μία απλή προσκόλληση στα γεγονότα, στο δεδομένο, στο εύκολο. Αντιθέτως, από την Ελλάδα απέπλευσε προς έναν ιδεαλισμό που έφτασε στις απόλυτες μορφές του στη γερμανική ρομαντική φιλοσοφία, τον 19ο αιώνα. Τώρα, δίχως καμία μεταβατικότητα, ο μέσος άνθρωπος που θεωρείται ως το φερέφωνο της εποχής του, ο «μυελός» και ο πρωταγωνιστής της, παραδίδεται ενώπιον της επιφάνειας των γεγονότων. Σκλάβος γεμάτος έντρομη δουλικότητα για οτιδήποτε του συμβεί, δίχως ψυχή ώστε να ασκήσει την ελάχιστη απαραίτητη βία που θα του επέτρεπε να αποστασιοποιηθεί από αυτά. Η ευφυΐα της Ευρώπης έμοιαζε να συνίσταται ακριβώς σε αυτήν την ικανότητά της, να παίρνει αποστάσεις από την πραγματικότητα. Πλέον, διαθέτει σε τόσο μικρό βαθμό αυτήν την ικανότητα ώστε να αποδέχεται ως πραγματικότητα κάθε φαινόμενο και κάθε εικόνα που αντικρίζει, μολονότι είναι ελλιπή και σχεδόν κενά αλήθειας. Διότι η ανάκτηση της αλήθειας προϋποθέτει αναζήτηση και αυτή, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από ένα πνεύμα που γνωρίζει να διαφεύγει από την συντριπτική επιρροή των γεγονότων και τον τρόμο του άμεσου.

Ο Ευρωπαίος, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, μοιάζει να έχει απολέσει εντελώς την αφαιρετική ικανότητα, την ηρωική σχεδόν τάση που τον έσπρωχνε να αρνείται το πρώτο πράγμα που προέκυπτε στον δρόμο του, αναζητώντας κάτι πιο σταθερό, διαρκές και καθαρό για να το υπηρετήσει. Έχασε τη ρίζα του ηρωικού ιδεαλισμού του. Και μολονότι από τη διαστρέβλωση του τελευταίου αυτού χαρακτηριστικού προήλθαν πολλά από τα δεινά στις ημέρες μας, δεν είναι οι πολώσεις στο πνεύμα αυτού του ιδεαλισμού που, στον καιρό μας, παρατηρεί κανείς πρωτίστως αλλά η υποδούλωση και η τυφλή υπηρέτηση της άμεσης, φαινομενικής πραγματικότητας. Το βάναυσο αλυσόδεμα από τα φαινόμενα των γεγονότων. Έλλειψη μοναχικότητας, ελεύθερου, καθαρού χώρου στο εσωτερικό της συνείδησης. Της μοναχικότητας εκείνης, της ελευθερίας εκείνης που μπορεί να διατηρεί κανείς ακόμη και όταν βρίσκεται αρπαγμένος από ένα κτήνος και καρφωμένος από τα νύχια του. Της λαχτάρας του βλέμματος να δει, να συλλέξει με σαφήνεια αυτό που βρίσκεται εμπρός του ακόμη και εάν είναι αυτό που τον κατασπαράζει. Εξέλειπε ο αγαθός ηρωισμός. Και αυτήν τη στιγμή της ασύστολης πολεμικότητας λείπει η γόνιμη και ευγενής επιθετικότητα εκείνη που βοηθά να μην υποκύπτεις στην πίεση που δέχεσαι από τα έξω. Στον Ευρωπαίο η διαρκώς αυξανόμενη κακή επιθετικότητα έρχεται σε αντίθεση με αυτήν την παθητικότητα. Με την σταδιακή του παράδοση στην κατεύθυνση που τον ωθούν τα γεγονότα, σε όλους τους κοινωνικούς τομείς, όσο βυθίζεται στην παθητικότητα τόσο αφήνει τα ηνία των ψυχικών του δυνάμεων, επιτρέποντάς τους να δρουν ξέφρενα στην υλική και βάρβαρη αυτή μάχη. Η έλλειψη αυτή μιας καλής παρορμητικότητας του νου μοιάζει να ξεκινά από το τελευταίο στάδιο της συνείδησης μας που θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε «φυσιοκρατικό». Είναι εκείνη η γραμμή ελάχιστης πολιτισμικής αντίστασης του νου, που μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι για τον απλό λόγο ότι έρχεται μετά από αρκετούς αιώνες κατά τους οποίους η ανθρώπινη σκέψη επιδιδόταν στην προσπάθεια να αποκαλύψει τη φύση. Είναι το όριο της ελάχιστης προσπάθειας και γενεσιουργός αιτία της κενότητας, μιας άκρως επικίνδυνης διανοητικής ματαιοδοξίας που προσκολλάται στο αποτέλεσμα και επιμένει να επιθυμεί να παραμένει άσχετη με τον προγενέστερο κόπο και τη ζύμωση που προηγήθηκαν του αποτελέσματος αυτού.

Γιατί η φύση δεν είναι από μόνη της σαφής και διαυγής. Πρώτη η ελληνική λογική και έπειτα εκείνη της Αναγέννησης την καθυπόταξαν. Και φτάσαμε να την παρουσιάζουμε σαν κάτι πειθήνιο και υπάκουο που, μόλις και μετά βίας, μπορεί να αιφνιδιάσει. Πλέον όλες τις βελτιστοποιήσεις σχετικά με την υποταγή της, όσο φανταστικές και εάν είναι, τις αποδεχόμαστε ως κάτι το φυσικό. Και η ίδια η λέξη «φυσικό» –που θα έπρεπε να σημαίνει μία πραγματικότητα τόσο τρομερή– χρησιμοποιείται από καιρό ως δηλωτική του πιο συνηθισμένου. Της ίδιας της κανονικότητας.

Με αυτήν την εφησυχαστική επίγνωση της εξουσίας επάνω στη φύση, που μας κάνει να πιστεύουμε ότι τη συμμορφώσαμε σε μία υπάκουη στατικότητα, ο Ευρωπαίος γέμισε με κουφότητα και ακραία εμπιστοσύνη στον κόσμο. Ματαιοδοξία που εμπόδισε την ψυχή του να ανοιχθεί και να υποδεχθεί τον λυτρωτικό φόβο προς τη νέα «φύση» και έτσι, το νέο αίνιγμα, μέρα με τη μέρα συσσώρευε μνησικακία για την ακραία εμπιστοσύνη που του είχε εμπνεύσει. Κάθε στιγμή ο ερεθισμός αυξανόταν λόγω του περισπασμού στον οποίον βρισκόταν. Αίνιγμα και τέρας ακόμη μεγαλύτερο από τη φύση: το τέρας του κοινωνικού.

Κάθε γνώση είναι μία μάχη με κάτι το ξένο. Σε αυτήν την περίπτωση υπήρξε βιασύνη και επικινδυνότητα. Ο άνθρωπος, από καιρό, στην άμεση μάχη του ενάντια στα φυσικά φαινόμενα, είχε νικήσει. Το «τέρας», η φύση, κείτονταν αναίσθητο και επέτρεπε την απαιτούμενη αίσθηση ασφάλειας που χρειάστηκε για την προοδευτική ανάπτυξη της επιστήμης. Αντίθετα, αυτό το καινούριο τέρας, το κοινωνικό, προικισμένο με ζωή και μάλιστα ζωή μυστική εφόσον ανθρώπινη, ούτε περίμενε ούτε μπορούσε να υπομείνει την προσμονή. Και μάλιστα, σχετικά με αυτό, δεν γνωρίζαμε σχεδόν τίποτε. Μήτε ό,τι ήταν απαραίτητο για να το ακινητοποιήσουμε, για να το νικήσουμε και τουλάχιστον να το απωθήσουμε, σε μία πρώτη μάχη. Γύρεψε την επαχθή του δύναμη όταν ξεκίνησε να εφαρμόζεται αυτή η καινούρια γνώση η οποία έπρεπε να είναι ψιλή στην πανουργία της, δύσπιστη και για αυτόν τον λόγο αργή.

Συνέβαλε σε αυτήν την άκρως επικίνδυνη κατάσταση και κάτι ακόμα, πέραν από τη φυσιοκρατία. Ο προοδευτικός λιμπεραλισμός που με τις ευγενείς καταβολές του αναπτύχθηκε την ακατάλληλη στιγμή καθώς έσπευσε να παρατείνει τη σαγήνη που είχε προκληθεί από τη φυσιοκρατία, τον νατουραλισμό. Με σύσταση τόσο διαφορετική, εμπνευσμένος από τόσο διαφορετικούς λόγους, έγινε ο συνεργός της καθώς αύξησε τη μοιραία εμπιστοσύνη προς ένα αντικείμενο, ομολογουμένως, διαφορετικό. Η μεν φυσιοκρατία την είχε στρέψει προς τη φύση, ο δε λιμπεραλισμός προς την ανθρώπινη φύση.

Δεν μπόρεσε να αναδειχθεί ούτε από τους λιμπεραλιστές ούτε και από τους εχθρούς τους το περιεχόμενο του λιμπεραλισμού. Δεν κατορθώθηκε να απαλλαχθεί από τις αδυναμίες και τις νοθεύσεις του μήτε βέβαια και από τα πολλά του προσωπεία. Αντιθέτως, είχε την κατάρα ακριβώς εξαιτίας των γενναιόδωρων συνθηκών να αποδεχθεί τις χειρότερες συντροφιές και τις πλέον αμφίβολες συμμαχίες. Έτσι, η όποια ελευθερία πρέσβευε, η βασική αυτή χριστιανική αρχή του και φυσικά η άλλη, της τοποθέτησης του ανθρώπινου προσώπου στην ύψιστη βαθμίδα, πάνω από κάθε τι που έχει αξία στον κόσμο αυτόν, έμειναν κρυμμένες κάτω από την οίηση και την υπερηφάνεια και θάφτηκαν κάτω από αυτές. Κουφότητα που κέντρισε το πραγματικά φιλελεύθερο πνεύμα που νόμισε ότι είναι τέτοιο, δίχως πρώτα –και τελικά, ποτέ– να νοιώσει ζωντανή στην καρδιά του τη μυστική χριστιανική ρίζα της πίστης στον άνθρωπο, στο γεγονός ότι αποτελεί εικόνα κάποιου ο οποίος, την ίδια στιγμή, τον προστατεύει και τον περιορίζει.

Επίσης και εκείνοι που πήραν θέση κατά του λιμπεραλισμού ούτε ήξεραν ούτε θέλησαν να αναλύσουν επαρκώς την αιτία που τους προκαλούσε την απέχθεια προς αυτόν. Δεν περίμεναν ούτε για λίγο ώστε να σκεφτούν. Το τυφλό τους μίσος, η πεισματική τους εναντίωση, έφραζε τον δρόμο. Και ο λιμπεραλισμός μπροστά στις επιθέσεις τυφλώθηκε και άρχισε αμέσως να χάνει τη συνείδηση σχετικά με τις καταβολές του, να παραμελεί τον ορισμό και την καθαρότητα της ουσίας του. Η κατάσταση περιπλεκόταν όλο και περισσότερο. Η ευρωπαϊκή σκέψη περιστρεφόταν γύρω από τις νίκες της, αποτύγχανε εξαιτίας του πλούτου και του ύψους το οποίο είχε εγγίσει. Δεν είχε καθαρή επίγνωση των αγαθών της. Μία ιδιότυπη κατάσταση που έως τώρα μερικοί από εμάς τους Ισπανούς πιστεύαμε πως αφορούσε αποκλειστικά την ισπανική ζωή. Αυτό το να χάνεται κανείς περισσότερο λόγω των προτερημάτων του, παρά εξαιτίας των μειονεκτημάτων του.

Αλλά το να χάνεσαι μέσα στον λαβύρινθο της υπεραφθονίας υπήρξε πολύ πιο επιζήμιο για την Ευρώπη παρά για την Ισπανία καθώς η δεύτερη πορευόταν ανέκαθεν έτσι, παραδομένη δηλαδή στη φρενήρη γενναιοδωρία της και προσέχοντας πάντοτε πώς θα εξερευνούσε και όχι πώς θα εξαντλούσε το εξερευνώμενο. Έζησε με τον διασκορπισμό των χαρισμάτων της, διασπαθιζόμενη από μία τυφλή, γενική ευπιστία. Για την Ευρώπη, αντιθέτως, έμοιαζε προδοσία το να παραδίδεται στις δύο συμπεριφορές που ήξερε να αποφεύγει κατά τις στιγμές της δημιουργίας, όταν η διάνοια της ήταν πλήρως ενεργή και εναργής: τον τρόμο και την ευπείθεια.

Και έτσι, λίγο λίγο, κατάντησε όμηρός τους. Την παρέλυσαν αργά δρώντας από κοινού καθώς, αμφότερα, τρόμος και ευπείθεια, διεκδικούν και υποστηρίζονται αμοιβαία. Από την υπερβολική εμπιστοσύνη εξαιτίας της νίκης επάνω στη φύση, από την κενότητα του ανθρώπινου πλάσματος και χάρη στην φυσική του αγαθοσύνη, ξεχύθηκε ο τρόμος. Ο αθεράπευτος τρόμος. Και όταν ξεκίνησε πραγματικά η καταστροφή, έγινε φανερή η έλλειψη ακεραιότητας, δείχνοντας την απεραντοσύνη του τρομακτικού κενού. Τώρα, δεν υπάρχει χώρος για απλοϊκή εμπιστοσύνη μπροστά στην απειλητική πραγματικότητα. Η ευρωπαϊκή συνείδηση πέρασε από την αισιόδοξη απλοϊκότητα στον τρόμο. Έναν τρόμο που μετά από τον πόλεμο του ’14 κατέστειλε κάθε ζωτικό κίνητρο. Παλίρροια που πλημμύρισε όλη την ευρωπαϊκή ψυχή απομονώνοντάς την, αφήνοντάς την δίχως βούληση, ανήμπορη να αντισταθεί στη νεκρική σιγή που απλώνει γύρω της όπως γύρω από έναν βάλτο.

Ο βάλτος εδώ δημιουργήθηκε από τα κατακάθια του ωραιότερου παρελθόντος. Από την πίστη στη λογική. Από τον ζήλο για σκέψη απέμενε μονάχα η λάσπη του σκεπτικισμού. Για ποιον λόγο να προσπαθήσεις να ξεκαθαρίσεις το τοπίο της σκοτεινής πραγματικότητας; Ποιον σκοπό έχει το να παρατείνεις τις πίκρες της ακρίβειας και του μέτρου; Με τί μπορεί να συγκριθεί το άμεσο και το εύκολο; Καλύτερα να παραδίνεσαι στη λατρεία του, θα πουν πολλοί. Να το αποδεχθείς, θα πούνε άλλοι. Να αποδεχόμαστε αυτό που είναι εκεί, ακόμη και εάν δεν γνωρίζουμε τι είναι και για πόσο καιρό θα υπάρχει. Ακόμα και εάν είναι απόλυτα εφήμερο και φθαρτό.

Η ευρωπαϊκή σκέψη λοιπόν, πορευόταν διαρκώς περιστρεφόμενη γύρω από τις ίδιες τις νίκες της. Τούτο όμως μοιάζει αδύνατο να έγινε δίχως προηγουμένως να υπήρξε ένα «σπάσιμο» στις ρίζες των ιδίων της των αρχών. Είναι αδύνατον ο ευρωπαϊκός νους να ενέδωσε σε αυτές τις δύο συμπεριφορές, για την αποφυγή των οποίων επέδειξε τη μεγαλύτερη προσοχή, δίχως πρώτα να πρόδωσε τις αρχές του.

Το χειρότερο για τον τρόμο είναι ότι αποτελεί την προκαταβολική και συχνά μοναδική μορφή διείσδυσης που ο εχθρός διαθέτει. Είναι ο τρόπος με τον οποίον εγχέει μέσα μας το δηλητήριο το οποίο εκκρίνει. Τρόμος: ο φόβος που προκαλείται στις περιπτώσεις που επεδείχθη ακραία εμπιστοσύνη και που παραλύει τα καλύτερα στοιχεία του ανθρώπου. Μέσα σε αυτά και το να μπορεί να εντοπίζει πίσω από την εκφοβιστική αμεσότητα των γεγονότων τις αιτίες και τις αντιφάσεις, να αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο των τεράτων που επιτίθενται – κι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να κάνει τον κόσμο βιώσιμο και ευγενή.

Μνησικακία από τη μία πλευρά. Ευπείθεια και τρόμος από την άλλη. Το ένα χιμάει, τα άλλα εμποδίζουν την άμυνα και γίνονται μέχρι και σύμμαχοι της καταστροφής διευκολύνοντας την πορεία της με την αδράνεια. Ήδη απαριθμούνται προδοσίες συγκεκριμένες, μα όσο αληθινές και εάν είναι δεν εξηγούν τίποτα εάν δεν γίνει σαφές ότι η μείζων προδοσία, ξεκίνησε πολύ καιρό πριν. Η Ευρώπη έκρυψε σταδιακά το μεν πρόσωπό της πίσω από τα νέφη, τις δε αξίες της πίσω από την αφθονία. Οι αρχές της και η μορφή της κρύβονταν από την οφθαλμαπάτη ενός τοίχου πίσω από τον οποίον, όσο τις αναζητούσαμε, τόσο έμοιαζε να φυλακιζόμαστε μέσα σε αυτόν.

Από καιρό, κάθε πράγμα δεν ήταν πλέον ο εαυτός του. Το ίδιο και η ζωή που έμοιαζε να μεταμορφώνεται σε μια αβυσσαλέα προδοσία. Διότι δεν φαινόταν τίποτε πια να πραγματοποιείται ολοκληρωτικά, και από τη μερικότητα και τον διασκορπισμό οδηγείται κανείς σε συμφωνία με το αντίθετο. Ποιος αόρατος εχθρός συνέπλεξε το σώμα του με εκείνο της Ευρώπης; Από ποια άλλη ρίζα ξεκίνησε να τρέφεται το δέντρο της Ευρώπης πέρα από εκείνη που το έτρεφε με ζωή; Γιατί πάντοτε όταν κάτι που έφτασε στην πληρότητά του παρακμάζει, διαβλέπει κανείς στο βάθος του, μια κρυφή προδοσία ή μια λανθάνουσα αδυναμία η οποία υπέβοσκε επιφέροντας τελικά, το ίδιο αποτέλεσμα με την προδοσία αυτήν. Στην ιστορία, ο πλέον πείσμων, αποτελεσματικός και νικηφόρος εχθρός δεν διεισδύει από έξω αλλά είναι εκείνος που παρουσιάζεται στον μισητό από αυτόν πυρήνα ενδογενώς, διαφθείροντας τις θεμελιώδεις αρχές της συστάσεώς του και έπειτα αναδύεται στην επιφάνεια κατασπαράζοντας την, και ο εχθρός που μόλυνε τις ρίζες μπορεί πλέον να παρουσιαστεί ως λυτρωτής.

Παράλληλα με όλα αυτά, επενεργούσε η άνευ όρων ευπιστία προς τον ρασιοναλισμό, η οποία υπέθετε πως η ιστορία, τα ανθρώπινα ζητήματα, προχωρούσαν με έναν τρόπο φανερό, με απλές περιπλοκές μαζί με τα φυσικά φαινόμενα και, ως επί το πλείστον, όπως αυτά. Όμως εκεί που ξεκινά η ζωή, ξεκινά και η μετατροπή των χαρισμάτων της σε δόλο, πονηρία και συγκάλυψη: η ισχυρή δύναμη παραγωγής προσωπείων. Η ευπιστία προς την απλότητα και την ορατότητα των φυσικών πραγμάτων κατέστησαν ανίσχυρη την ευρωπαϊκή σκέψη ενώπιον των καινούριων μεταμφιέσεων που κάλυπταν πλέον το σκοτεινότερο των κενών.

Μολονότι το κάθε τι μεταλλάσσεται στο αντίθετό του και όλα μένουν ανολοκλήρωτα και παραπαίουν, παραμένει ακόμα η οδηγός αγάπη. Η αφοσίωση σε μία πραγματικότητα την οποία, ίσως, δεν ζήσαμε ποτέ. Η επιμονή μας να μην θέλουμε να χάσουμε εντελώς κάτι που δεν είχαμε εξολοκλήρου. Έπρεπε να ζήσουμε το σκόρπισμα του πυρήνα μας και τη διάλυση. Οι τελευταίες ευρωπαϊκές δημιουργίες χαρακτηρίζονταν ως έργα από την καταστροφή που ως επί το πλείστον παρουσίαζαν και μέσα στη σύγχυση της οποίας πραγματοποιούνταν ένα είδος απώλειας. Η τελευταία ζωγραφική ήταν η καταστροφή της ζωγραφικής. Η λογοτεχνία απαρνούνταν το εαυτό της και η φιλοσοφία ναυαγούσε μέσα σε απεγνωσμένες μορφές βιταλισμού και υπαρξισμού. Τίποτε το ακέραιο, τίποτε στην ολότητά του.

Εδώ οι καρποί αυτοί της στάχτης, οι μισοφαγωμένοι από το μηδέν, ήταν οι μάρτυρες ενός γεγονότος και με την ίδια τους την κατάρρευση έφερναν στο φως μιαν αλήθεια. Μιαν αλήθεια που φάνταζε στον ευρωπαίο όλο και λιγότερο αντικειμενική. Εκείνη του απεγνωσμένου ανθρώπινου πλάσματος, του δίχως προστασία αλλά, παράλληλα, και στερημένου από τη δυνατότητα παραίτησης. Δεν ήσαν κατασκευές αλλά αποκαλυπτικές εξομολογήσεις μιας λαχτάρας για ελευθερία, μιας επιτακτικής αγωνίας να ξαναβρεθεί εκείνο που είχε χαθεί. Έμοιαζαν με την σειρά των διαδικασιών της εκτέλεσης μιας θανατικής ποινής, σε ένα σώμα ζωντανό, που δεν έλεγε να παραιτηθεί και που, στο τέλος, ο θάνατος δεν ερχόταν αλλά η διαδικασία εξακολουθούσε, προς μιαν αόριστη και ατελεύτητη ταραχή. Η αγωνία και οι εξομολογήσεις ενός ψυχορραγούντος.

Mientras hay vida hay esperanza λένε οι Καστιλιανοί. Και η απόγνωση, με σκοπό την απόλυτη εξάντληση βρίσκει με τη σειρά της και αυτή τον δρόμο. Η χειρότερη κίνηση, εδώ, είναι η υποχώρηση. Το να αφεθεί η μάχη στη μέση. Και σήμερα, η μάχη αυτή είναι πιο σκληρή και επικίνδυνη από ποτέ καθώς πρέπει να γίνει βιαστικά. Κανείς δεν περιμένει. Οι σειρήνες, οι πολυποίκιλες σειρήνες του τρόμου, των μύθων και της πραγματικότητας, ηχούν.

Αλλά ακόμη και μέσω του τρόμου, η αγάπη δεν παραιτείται. Εξακολουθεί να αναρωτιέται εάν είναι όντως νεκρή εκείνη η ιστορική πραγματικότητα, βίου και πολιτισμού, εκείνη η παράδοση που αποκαλείται Ευρώπη και που είχε ήδη αρχίσει να μεταναστεύει πέρα από τα σύνορά της. Το ζήτημα σχετικά με τον θάνατο της Ευρώπης μάς οδήγησε να διερωτηθούμε σχετικά με το τι είναι και τι ήταν, τελικά, η Ευρώπη. Και αυτό, σημαίνει να διερευνήσουμε την προδοσία της.

Τι ήταν η Ευρώπη στη σύνθετη, πλούσια πραγματικότητά της; Ποιο είναι το αναπάρνητο της Ευρώπης; Υπάρχει ο κίνδυνος η νοσταλγία να μας οδηγήσει να την αποδεχτούμε στο σύνολό της δίχως να αρνηθούμε τίποτε από αυτήν, ανακαλώντας την δηλαδή στις κορυφαίες της στιγμές και ενθυμούμενοι αυτό που μοιάζει να είναι νεκρό, να την αποδεχθούμε άκριτα στο σύνολό της, με ό,τι δηλαδή είναι πράγματι νεκρό και ό,τι παραμένει αθάνατο. Από την άλλη είναι και αυτός ένας τρόπος για να αντέξουμε την υπονομευτική δύναμη της αποθάρρυνσης. Να βυθιστούμε με όση περισσότερη διαύγεια στα βάθη του βίου της, να μαντέψουμε την εσώτατη δομή της, τη μυστική της τροφή. Όταν παίρνουν από κοντά μας το παγωμένο πτώμα ενός αγαπημένου είναι το πολυτίμητο δώρο της αναπόλησης, περισσότερο από εκείνο της λογικής, που έχει προοριστεί να μας δίνει παρηγοριά. Η αναπόληση μας περιάγει και μας επιτρέπει να ακολουθήσουμε τα χνάρια μίας πραγματικότητας –δείχνοντάς την σχεδόν ζωντανή μπροστά μας– ενώ η λογική, διαπιστώνει το τέλος της. Χρησιμοποιώντας την ορθά, μπορούμε να συγκρατήσουμε την πραγματικότητα εκείνη που χάθηκε όσο γίνεται πιο ζωντανή προτού το αφηρημένο την ακρωτηριάσει. Δεν είναι κάποια μέθη που μας κάνει να παραπατούμε αλλά η απόπειρα παρηγοριάς από αυτό που κανείς και τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει να πραγματοποιηθεί τώρα ή μετά και να αποτελέσει το υλικό της σκέψης μας. Να καταφέρουμε η λογική να διεισδύσει προσεχτικά, απαρατήρητα στην οδυνηρή πραγματικότητα, για να βρει τον εχθρό όσο είναι καιρός – εάν υπάρχει ακόμη καιρός.

Εντούτοις, η νοσταλγία για την ολότητά της παραπαίει, σιγοσβήνει, και αυτό,αλλάζει τον τρόπο προσέγγισης. Μόλις δούμε την Ευρώπη από κοντά, προσκολλούμενοι στην εποχή που μόλις πέρασε, ψηλαφώντας την έσχατη ανταύγεια της ομορφιάς της, αισθανόμαστε το μεγαλείο της ύπαρξής της. Την ίδια στιγμή που η νοσταλγία αυτή μας κατακυριεύσει, ακόμη και για κάτι ελάχιστο, για κάτι ασήμαντο, όλες οι διαφορετικότητες της ζωής της αγκαλιάζονται δημιουργώντας μιαν εναρμονισμένη ετερογένεια. Είμαστε όμηροι, την ίδια στιγμή, του ελάχιστου, του μερικού και της ενότητας, που έκανε δυνατή αυτήν την ευρύτατη ποικιλομορφία με το στοιχείο της ανεκτικότητας τόσο ισχυρό ώστε να υποστηρίζεται η περιχώρηση των διαφορετικοτήτων. Και βλέπουμε πώς διαγράφονται τύποι ανθρώπων από το περίγραμμα που τους εμπεριέχει, ανθρώπων τόσο διαφορετικών όσο ο ιππότης του Μεσαίωνα και ο μοναχός και ο ουμανιστής της Αναγέννησης, που έμοιαζε να είναι ο ανταγωνιστής του και που, σε μεγάλο βαθμό, όντως ήταν. Βλέπουμε την οδύνη του ρομαντικού, πολύ εγγύτερη από όσο η νοσταλγία του πίστευε, στον Μεσαίωνα. Και αυτή η ενότητα, είναι τόσο πειστική που μας αποθαρρύνει. Δεν μπορεί πλέον να υπάρχει αυτή η ενότητα της ζωής. Ενόσω υφίσταται η ζωή κυριαρχεί ο διασκορπισμός και η αντίθεση. Αυτή η ίδια η ενότητα με την οποία η Ευρώπη εμφανίζεται στη νοσταλγία μας, αντί πλέον να μας ενθαρρύνει, μας βυθίζει στην υποψία ότι είναι νεκρή. Θα θέλαμε να γνωρίζαμε πώς θα έβλεπε η αρχαία Ελλάδα τον ατυχή φιλόσοφο που έπρεπε να υποταχθεί στο διάταγμα του Ιουστινιανού για την παύση λειτουργίας των σχολών φιλοσοφίας στην Αθήνα. Ίσως να ακούγονταν με δύναμη άνευ προηγουμένου, σε συμφωνία, όλες οι σχολές της, όλες της οι διαφορετικές σκέψεις, και πάνω από όλα η βάση εκείνη που στήριζε και επέτρεπε όλες αυτές τις σύνθετες παθιασμένες συζητήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι είχαν παρουσιαστεί όλες αυτές οι απόπειρες εκλεκτικισμού, ο οποίος ήταν μια αντίληψη περί ενότητας η οποία, όσο ήταν ζωντανή δεν καθίστατο φανερή αλλά εμφανίστηκε πολύ αργότερα, με τη γαλήνια ομορφιά της, την ώρα του θανάτου της. Είναι στον θάνατο που αισθανόμαστε την ταυτότητα των αντιθέτων.

Φαίνεται πως προκειμένου να καταλαγιάζει η ασυμφωνία στην οποία πάντοτε συνίσταται η ζωή, πρέπει κάτι να πεθαίνει. Ίσως εκείνος που πεθάνει, να παίρνει μαζί του από τη ζωή του –και τη ζωή μας– που την πέρασε ενδεχομένως μέσα σε μάχες, μία τελευταία εικόνα ειρήνης του κόσμου. Και ίσως σε αυτό να οφείλεται η γαλήνη του θανάτου και στην όψη ανθρώπων χτυπημένων από τη ζωή και τούτη η γαλήνη, ίσως πάλι να είναι η αντανάκλαση του ενός, μοναδικού, ενωμένου και σύμφωνου κόσμου μέσα στο τελευταίο βλέμμα τους προς τον κόσμο αυτόν.

Έτσι συμβαίνει στην ιστορία. Ενώ ζήσαμε μέσα στην Ευρώπη, δεν αισθανθήκαμε ποτέ αγκαλιασμένοι από την αόρατη εκείνη ενότητα, προστατευμένοι από αυτήν και απασχολημένοι καθώς ήμασταν με τις πιο εκκεντρικές μάχες και με φιλοδοξίες επιφανειακές. Η σιγουριά που ενέπνεε το γεγονός ότι πατούσαμε σε ένα τόσο στέρεο έδαφος, μας οδήγησε στην εθελοτυφλία και σε έναν σωρό ανταγωνισμούς. Ήταν ο καιρός των αμφισβητήσεων, των διενέξεων και των υπεκφυγών. Τώρα, που δεν έχουμε από πού να κρατηθούμε, είναι ορατή η αόρατη εκείνη ομόνοια που χάσαμε. Επιστρέφουμε από τις υπεκφυγές μας. Είναι ο καιρός της επίπονης ενάργειας. Μιας ενάργειας η οποία είναι παρεμφερής με την αγρυπνία που προβλέπεται σε ένα σπίτι για τον πεθαμένο του. Τότε που δεν γίνεται να αποφύγεις το παγωμένο του πρόσωπο, τρυπώνοντας στην παρηγοριά του ύπνου. Σε αυτήν την κατάσταση, από την προσωπικότητα εκείνου που έφυγε, αυτό που από εκείνον προβάλλει στη φαντασία μας δεν συμπίπτει με ό,τι μας εξέπληττε ενόσω ζούσε. Είναι πια κάτι άλλο, άλλα χαρακτηριστικά, λιγότερο εξατομικευμένα, πιο γενικά, θα λέγαμε πως σε πολλά τους σημεία ομοουσιοποιούνται με τα δικά μας. Δεν είναι κάτι το εντελώς δικό του αυτό που στη ζωή αντιλαμβανόμασταν ως στοιχειώδες της ιδιαιτερότητάς του, είναι κάτι δικό μας τελικά, πιο γενικό, που μας καθιστά συγγενείς, κάτι κοινό της δικής του και της δικής μας ουσίας. Για αυτόν τον λόγο λοιπόν, επειδή φανερώνει την κοινή μας ουσία, σε κάθε κοντινό μας θάνατο, γνωρίζουμε βαθύτερα την ύπαρξή μας αισθανόμενοι ένα είδος ασφάλειας καθώς αυτό που μας αποκαλύπτεται δεν είναι κάτι αποκλειστικά δικό μας ή, κάποιου άλλου. Είναι μία κοινή ρίζα, η οποία μας μεταδόθηκε, δεν την εφηύραμε και ούτε οφείλεται σε δική μας προσπάθεια. Κάτι που δεχτήκαμε όχι ως επιπρόσθετο, αλλά κάτι που αποτελεί στοιχείο του πιο αληθινού μας είναι.

Αυτό το στοιχείο, αναπόσπαστο μέρος της ίδιας μας της ζωής, η οποία δεν μας ανήκει, είναι ανεκτίμητο και μοιραία θα μεταδοθεί και από εμάς. Θα ήταν άλλωστε τρομαχτικό το αίσθημα ότι κάτι που έρχεται από τόσο παλιά έως εμάς να σταματά την πορεία του με εμάς.

Αυτό είναι που συνειδητοποιούμε αντικρίζοντας τον χαμό της Ευρώπης και οτιδήποτε ευρωπαϊκού. Είναι το βαθύτερο συναίσθημά μας. Μα σχετικά με αυτό το συναίσθημα που μας πιέζει, ίσως ακριβώς λόγω του βάθους του, δεν έχουμε ακόμη κάποια ξεκάθαρη ιδέα. Δεν γνωρίζουμε σε τι συνίσταται εκείνο το quid μέσω του οποίου συγγενεύουμε με κάθε τι που είναι ευρωπαϊκό και που ακόμα και αυτήν τη στιγμή έχει περισσότερο σφρίγος από κάθε εθνικό χαρακτηριστικό και κάθε ιδιαιτερότητα, εθνική ή ατομική. Εκείνο το στοιχείο που κάνει να αισθανόμαστε την Ευρώπη ως μια μεγάλη ένωση που μας συμπεριλαμβάνει. Μαρτυρά ότι είμαστε τέκνα της, φανερώνει την εξάρτησή μας από εκείνη αλλά και αναδεικνύει την αφοσίωσή μας σε αυτήν, αφοσίωση την οποία, εφόσον δεν επιθυμούμε να τη διακόψουμε, θέλουμε να τη γνωρίσουμε για να μη την προδώσουμε ξανά.

Υποστηριζόμενοι από αυτό το συναίσθημα, από την οδύνη που μαρτυρά την ενότητα της Ευρώπης, από τη συναίσθηση ότι είμαστε παιδιά της, αρχίζει κάτι να αχνοφαίνεται στα μάτια μας. Σχεδόν αυτόματα, η ανάκληση της εικόνας της λειτουργεί. Και αυτό που αμέσως βλέπουμε μπροστά μας είναι η ποικιλία των μορφών, των στυλ της ευρωπαϊκής ζωής, την πυκνότητα, την ποικιλομορφία και τον πλούτο των κατοίκων της. Μοιάζει να είχαμε φτάσει σε ένα επίπεδο τέτοιο που ούτε ένας ελάχιστος τομέας δεν είχε απομείνει στον οποίο να μην είχε καλλιεργηθεί η μελέτη της μορφής. Τίποτε που να μην είχε λεπτολογηθεί. Τίποτε αφημένο στην τύχη. Όλα αξιοποιημένα με μέτρο και τάξη.

Μπορεί να αντιτείνει κανείς σε αυτό το φάντασμα: «κάθε ανθρώπινη ζωή, εμπεριέχει μορφή και στυλ». Και έτσι είναι. Όμως το φάντασμα επιστρέφει γεμάτο παραισθήσεις και με την αυξανόμενη σαγήνη του αντιστέκεται στις αντιρρήσεις.

Τότε, αυτό που βλέπουμε στην ευρωπαϊκή ζωή είναι απλώς και μόνο η ικανότητά της για στυλ και η εξειδίκευσή της να τα καταντά όλο πιο ακραία και πιο εφήμερα. Και όμως, η αλλαγή τους, η ταχύτητα με την οποία γεννιούνται και πεθαίνουν, η συντομία της ζωής τους, όλα, δείχνουν μιαν επιδεξιότητα που δεν μπορεί απλά να κατηγορηθεί ως επιπόλαιη. Παρατηρεί ακόμη κανείς και τη συνoχή στο εσωτερικό του κάθε στυλ, αλλά και του κάθε ελάχιστου πράγματος, που μοιάζει να την εμπνέουν. Την ανεπαίσθητη ομηρία στην εθιστική πειθαρχία της πλοκής μιας δαντέλας, μιας λεπτής αλυσίδας, της αμείλικτης μαθηματικής σύνθεσης ενός βαλς. Ακόμη και ό,τι είναι εύθραυστο, ψιλό, μάταιο, φθαρτό και αναλώσιμο είναι δομημένο με ψυχρή, στιβαρή αρχιτεκτονική. Μαθηματική επιστήμη και βιενέζικα βαλς, στρατηγική και έπιπλα της εποχής του Λουδοβίκου ΙΕ΄, τα μικρά βήματα της ιστορίας στον ρυθμό των μεγάλων γεγονότων. Μέθοδος και αλλαγή. Ροή αέναη, μορφών και κινήσεων, μικρών και εύθραυστων μπροστά από έναν ορίζοντα όλο και πιο σκοτεινό. Ανίκητο. Μορφές ακριβείς δίχως φιλοδοξία για αιωνιότητα, που επάνω στην ψυχρή ακαμψία τους έφεραν εξυπαρχής τη σφραγίδα της παροδικότητας. Μορφές που οι ίδιες προσκαλούν στην εκθρόνισή και την αντικατάστασή τους και που ίσως για αυτό δεν συνθλίβουν τον άνθρωπο που τις χρησιμοποιεί και τις λατρεύει. Είναι είδωλα και ως τέτοια επιτάσσουν θυσίες αφού άλλωστε δεν υπάρχει καμία μορφή που να μην απαίτησε κάποιο είδος μαρτυρίου. Η θυσία που απαιτούν όμως είναι παροδική, αφήνει ελεύθερο ένα μέρος του ανθρώπου, μια ζώνη ακατάληπτη από αυτές. Μορφές απαιτητικές, τυραννικές, φιλελεύθερες. Περισσότερο απαιτούν παρά δίνουν την ελευθερία. Την ελευθερία για να γίνουν αποδεκτές, την τυραννία του να εγκαταλειφθούν ώστε, εθιστικά, να χρησιμοποιηθεί και πάλι η ελευθερία από τις νέες επερχόμενες μορφές.

Ευθραυστότητα των μορφών, ελαφρότητα των στυλ, όλα περνούν με χάρη, ίσα που ακουμπούν το πόδι τους στη γη και αν καταφτάνοντας προκαλούν και λίγο πάταγο εξαφανίζονται αθόρυβα, ικανοποιημένες από τη συντομία του βίου τους και εφησυχασμένες μπροστά στην εξασφαλισμένη συνέχεια του επόμενου νικητή.

Αυτή η πειθήνια αποδοχή της λήθης, αυτή η ελαφρότητα του βήματός τους, αποκαλύπτουν την αέναη αρχή από την οποία πηγάζουν όλες τους. Την ανεξάντλητη πηγή τους. Και φεύγουν ήσυχες καθώς γνωρίζουν πως αφήνουν σε ασφαλή χέρια την ασπατάλητη κληρονομιά τους. Για πολλούς αιώνες η Ευρώπη δεν ξόδεψε κάτι σε αξιοσημείωτο βαθμό. Στην πορεία των ασταμάτητων αλλαγών της παρέμενε σταθερή η αρχή της συντήρησης της. Η ευθραυστότητα εγγυούνταν την ανθεκτικότητα, η πληθώρα, η ποικιλομορφία τόσης ζωής, τόσης καταστροφής και τόσης χαραμισμένης γέννησης εξασφάλιζε την ατέρμονη παρουσία της ζωής. Δεν αισθάνθηκε ποτέ τον φόβο ότι θα έμενε δίχως προστασία.

Ωστόσο, είναι εδώ και λίγο σχετικά καιρό, ίσως από τα μέσα του 18ου αιώνα, που οι παλαιότεροι άρχισαν να στρέφουν το βλέμμα τους προς το παρελθόν με μιαν ανάλαφρη μελαγχολία, με μια περιφρονητική απαξίωση προς ό,τι έβλεπαν μπροστά τους, προς τους τρόπους της νεότητας που ερχόταν για να τους αντικαταστήσει και όταν αυτό τελικά έγινε, μέσα σε λίγες δεκαετίες, τον 19ο αιώνα, το βλέμμα εκείνο έφυγε από το παρελθόν και κοιτούσε στο παρόν με ένα αίσθημα φθονερού θαυμασμού. Υπήρξε μία περίοδος με διάχυτη την ελπίδα για το καλύτερο και ένα αίσθημα ασυγκράτητης προόδου. Όμως, σύντομα, τον ίδιο κιόλας αιώνα, εγκαινιάζεται το συναίσθημα από το οποίo ξεκίνησαν να εμφορούνται οι περισσότεροι και το οποίο οδηγούσε τον καθέναν να αναλογίζεται τον εαυτό του ως ικανοποιημένο που ανήκε σε μία εποχή που χωρίς ιδιαίτερη εξέταση, έκρινε ως καλύτερη συγκριτικά με εκείνη που επερχόταν. Είναι αλήθεια πως δεν υπήρχε ο φόβος οτι κάθε μορφή θα εξαφανιζόταν, μολονότι κάποιες φορές εκφράστηκε σχετική ανησυχία. Ο τρόμος που επιβάλλει μία τέτοια πραγματικότητα δεν έγινε αισθητός και συνεπώς δεν προϊδέασε τους προγόνους μας. Αυτό που γινόταν αισθητό ήταν μία παρακμή της μορφής, το σταδιακά όλο και πιο ακατέργαστο της δημιουργίας της, παράλληλα με την έλλειψη ακρίβειας του περιεχομένου της. Στυλ και άνεση έμοιαζε να βρίσκονται σε ανταγωνισμό, γίνονταν με τον καιρό ασύμβατα, εχθροί και άρχισε να προηγείται μία ζωή πιο ταραχώδης, και ό,τι επιζούσε από την τάση για ακρίβεια των μορφών που λατρεύτηκαν ως είδωλα εξασθένιζε και τα αποτελέσματά της, γίνονταν όλο και λιγότερο ευγενή. Οι πιο παρατηρητικοί, που δεν αποσύρονταν από τον κόσμο για να κάνουν φιλοσοφία, αγωνιούσαν. Υπήρχε κάτι που δεν μπορούσε να τους ξεγελάσει. Ας ανατρέξουμε, κοιτώντας τα κάτω από αυτό το πρίσμα πλέον, σε απομνημονεύματα, γράμματα της εποχής και χρονικά. Όχι, δεν πρόκειται για το περιβόητο «τους παλιούς καλούς καιρούς» αλλά για κάτι που μπορεί να συγχέεται με αυτό αλλά είναι ουσιωδώς διαφορετικό, μιαν αίσθηση που διέθετε ο κόσμος εκείνος όντας εκπαιδευμένος σε μία χαριτωμένη πειθαρχία, σε μια μορφή ζωής την ίδια στιγμή πολύπλοκης και ανεκτικής. Μιαν αίσθηση που προειδοποιούσε ότι το ακριβές και ο κανόνας εξασθενούσαν πως, κάτι το ουσιώδες, παρήκμαζε. Ένα προαίσθημα που δύσκολα μπορούσε να εκφραστεί ακριβώς διότι ήταν ποτισμένο από τη μελαγχολία της παρακμής της ίδιας της ζωής – κάτι το εντελώς διακριτό από αυτό το « τους παλιούς καλούς καιρούς».

Έφτασε λοιπόν η στιγμή –και έλαχε σε εμάς να τη ζήσουμε– που ανοιχτά πια, εκείνη η βούληση για μορφή συντρίφτηκε και απαξιώθηκε. Στο όνομα τίνος; Της ζωής, της αποτελεσματικότητας, της άνεσης και της χρησιμότητας.

Αλλά ήταν και κάτι περισσότερο, κάτι σαν χολή, οργή ενάντια σε όλα, μία επιθυμία γεμάτη επιθετικότητα, για αφανισμό όλων. Κάθε φορά που μιαν αξίνα ξεκινά να δουλεύει, ιδίως στο τέλος μιας μακράς περιόδου κατασκευών, καταστρέφει πολλά που άξιζαν να καταστραφούν. Ούτως ή άλλως, τα ρεύματα είχαν αναμειχθεί μεταξύ τους και κάποια ασεβή προς τα προγενέστερα –τα επαναστατικότερα– τα είχαν επισκιάσει. Η αξίνα επιστρέφει στον καθένα ό,τι του ανήκε, αποκαθιστά, ακόμα και οικοδομεί. Αλλά εκείνος που την κρατά είναι σχεδόν πάντα ένας φανατικός και η ίδια η πράξη τον εθίζει. Προχωρά δίχως να σταματά, ασεβεί προς τα πάντα και τελικά γκρεμίζει την ίδια τη γέφυρα που τον απελευθερώνει οδηγώντας τον έξω από τα τείχη και είναι εδώ, τώρα, στην κατακρήμνιση αυτή που βρισκόμαστε: στον αέρα. Οι μορφές ρημαγμένες καταγής. Φτάσαμε πολύ πιο πέρα από εκεί που ο σκοτεινότερος πεσιμιστής μπορούσε να προαισθανθεί.

Η αναπόληση δεν επέφερε ιδιαίτερη παρηγοριά. Η ενότητα που αντιλαμβανόμασταν κονιορτοποιήθηκε και αποσυντέθηκε σε σωρό από μέλη απλώς παραπεταμένων μαζί. Το πλήθος των στυλ μοιάζει να έχουν κοινό χαρακτήρα. Μια ελαφρότητα που δεν βαραίνει τον άνθρωπο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η ίδια η ενότητα παρουσιάζεται ως πρόβλημα. Σε τι συνίσταται; Πού οφείλεται τελικά; Ποια η αρχή της; Δεν μπορούμε να εφησυχάσουμε ακολουθώντας καμιά ευρωπαϊκή εκδοχή βίου όσο πλούσια και αν είναι, όσο και αν η νοσταλγία μας έλκεται από αυτήν. Καθένας από αυτούς τους τρόπους ζωής, η αισθητή του εικόνα, αυτό που θα λέγαμε σάρκα και οστά της, μας απωθεί αναγκάζοντάς μας να αναρωτηθούμε σχετικά με την εσωτερική της δομή, σχετικά την ιδιοσυστασία της. Η Ευρώπη δεν περιορίζεται εύκολα στα όρια ενός φαντάσματος πειθήνιου στις σκευωρίες της φαντασίας. Είναι ένα φάντασμα που αξιώνει να φανερωθεί η πραγματική του μορφή και να γίνει κατανοητό. Δεν μας αφήνει σε ησυχία και δεν μας επιτρέπει να αναπαυτούμε με τη φωτοχυσία της παρουσίας του. Δεν παραιτείται. Θέλει, επιμόνως, να δείξει ότι είναι στη ζωή.

Η αγάπη δεν ικανοποιείται με φαντάσματα. Τα εκδιώκει. Πεινά για πραγματικότητα. Χρειάζεται την παρουσία και τη μορφή, τη σαφήνεια και την κατανόηση. Η ανακάλυψη του τι πραγματικά είναι η Ευρώπη είναι για εμάς ταυτόσημη με το να βρούμε τι από αυτήν είναι το αναπάρνητο. Ποιο στοιχείο της, ακριβέστερα, είναι αυτό που μας ωθεί με αγωνιώδη λαχτάρα, να αντιληφθούμε αυτό που πραγματικά υπήρξε η Ευρώπη, οι αρχές της και τα πραγματικά όπλα της, εκείνα που την οδήγησαν κάποτε στην πληρότητα του είναι της.

Πρόκειται ουσιαστικά για ερμηνεία εκείνου που ακόμη νοιώθουμε να είναι ζωντανό σε αυτήν, ακόμη και αν μας λένε πως είναι ήδη νεκρό ή, ότι ξεψυχά. Πρόκειται επιπλέον για τον εντοπισμό εκείνου του ευρωπαϊκού στοιχείου που είναι ενεργό και σε ισχύ, τουλάχιστον σε ορισμένες συνειδήσεις – σε εκείνες που δεν προτίθενται να προσκολληθούν στον θρίαμβο της όποιας δύναμης μόνο και μόνο επειδή η ίδια αυτοαποκαλείται δύναμη και παρουσιάζεται ως τέτοια.

Επιχειρώντας να εντοπίσουμε την ουσία αυτού που αποκαλούμε Ευρώπη, αυτού που ποτέ δεν θα δεχτούμε να απαρνηθούμε – εξακολουθώντας να ζούμε τη ζωή μας δίχως τη δική της– ίσως βρούμε τι μπορεί να την επαναφέρει στη ζωή ή τι επιζεί ακόμη από εκείνη. Καλύτερα να ειπωθεί ρητά, με την αυθάδεια που μόνο η αγάπη δικαιολογεί: δεν είναι νεκρή. Και δεν μπορεί να πεθάνει. Ψυχορραγεί. Αλλά είναι ίσως το μόνο πράγμα στην Ιστορία που δεν μπορεί να πεθάνει ολοκληρωτικά. Βρίσκοντας τις αρχές της, εκείνες που πράγματι αξίζουν, θα αντιληφθούμε ότι πρόκειται για αρχές αθάνατες, και το αθάνατο δείχνει νεκρό μόνο παροδικά.

Καλοκαίρι 1940

*

*

*