Κεκρυμμένα από καταστολής

*

ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΜΕΝΑ

γράφει ο Ηρακλής Δ. Λογοθέτης

                         .

Ο 18ος αιώνας απέρχεται μαζί με τα ελευθεριάζοντα ήθη της φθίνουσας αριστοκρατίας, τον ψίθυρο των πειρακτικών πνευμάτων και τη διαδήλωση της σεξουαλικής ανεξιθρησκείας. Με την έξωση των εμπύρετων σωμάτων από το πανθεϊστικό τους βάθρο, η ένσαρκη επιθυμία εκπίπτει από την έδρασή της στη φυσιολογία και μεταβάλλεται σε αντικείμενο της κλινικής παθολογίας. Τα χρόνια πάθη καταχωρίζονται ως βίτσια, οι ενστικτώδεις ροπές περιγράφονται ως ζωώδεις και οι ασύνετες παρορμήσεις αντιμετωπίζονται με την αυστηρότητα που αναλογεί σε σοβαρά λογιστικά λάθη. Οι αιφνίδιοι πόθοι αντιμετωπίζονται ως φυσικές καταστροφές, πλημμύρες ή κατολισθήσεις — και συνεπώς τα σήματα της ενδοτικότητας στο κάλεσμα της απόλαυσης καταγγέλλονται ως ολισθήματα στο βούρκο. Παράλληλα με τη γωνία θεάσεως αλλάζει και η θωριά των φύλων και μάλιστα κατ’ αντίστροφη φορά: οι άνδρες αποκαλύπτονται απ’ τον λαιμό και πάνω παραιτούμενοι από τις πομάδες και τις περούκες ενώ οι γυναίκες καλύπτονται επιμελώς απ’ τον λαιμό και κάτω. Τα χαίνοντα ντεκολτέ κλείνουν ασφυκτικά, τα στήθη καθίστανται απρόσβλητα πίσω από τη δέσμη ανορθωτικών επιθεμάτων, τα  πλέγματα των κωδωνόσχημων φορεμάτων ενισχύονται αποφασιστικά, δίκην οχυρωματικών αναχωμάτων έναντι της εφόδου απρεπών χειρονομιών. Τα εγκώμια του κάλλους, περιορισμένα στον κορσέ των κοσμικών φιλοφρονήσεων, είναι κουμπωμένα. Απευθύνονται στα μάτια αποζητώντας τα χείλη, επαινούν το περίγραμμα για να ψαύσουν το σώμα και αποτιμούν την ευλυγισία των μελών του από τις πτυχώσεις του ενδύματος. Η σύμφωνη με την ετικέτα θέση των προσκεκλημένων στο τραπέζι προδιαγράφει και τα ανελαστικά κοινωνικά όρια εντός των οποίων επιτρέπονται οι λεκτικές προσεγγίσεις. Το ύφος των δημοσίων προσαγορεύσεων επιβάλλει το πνεύμα του και στο κλίμα της ιδιωτικής συνομιλίας, ορίζει την εμβέλεια των ερωτικών υπονοούμενων και υπαγορεύει το επίπεδο ανοχής απέναντι σε έστω και μετωνυμικές αναφορές εύθικτων σωματικών περιοχών.

Υπό το κράτος της ιδίας συμβολαιογραφικής τάξεως, το πάντοτε κινδυνώδες παιχνίδι των υποψήφιων εραστών περιχαρακώνεται στην ενδιάμεση ζώνη μεταξύ ευσχήμως προβαλλόμενων απαιτήσεων και επιφυλακτικής αποτροπής θερμών επεισοδίων. Οι ερωτοτροπίες, ακόμα και στα επιστολικά τους προγεφυρώματα, μετέρχονται διπλωματικό λεξιλόγιο και προσεκτικά διατυπωμένες αμφισημίες ώστε, ανάλογα με το σήμα της άλλης πλευράς, να παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω ανιχνευτικής προελάσεως αλλά και η δυνατότητα αβλαβούς υποχωρήσεως. Το απροϋπόθετο φλερτ, αν και ουδέποτε ανέφελο, σκιάζεται τώρα από τη βάναυση επιδίωξη της θεσμικής του συνέχειας και τα εμπλεκόμενα μέρη παίρνουν τη στάση μονομαχίας με άσφαιρα πυρά αφού η σεξουαλική γόμωση κατακρατείται για την προσδοκώμενη γαμήλια νύχτα, η οποία θα προκύψει μόνο ως αποτέλεσμα της προγενέστερης συγκατακλίσεως λογιστικού ελέγχου και συναλλακτικής πίστεως των ενδιαφερομένων μερών. Οι χοροί δεσπόζονται πλέον από κανονισμούς ασφαλείας και τα βήματα των χορευτών ποδηγετούνται κατά τρόπο που να αποκλείει οποιαδήποτε αυτοσχεδιαστική παρόρμηση θα ενίσχυε την αυθορμησία των διαθέσεων. Παλαιότερα δεν ήταν ασύνηθες ο καβαλιέρος παρασύροντας την ντάμα του σε κάποια απόμερη γωνιά του κήπου, να περνά από τη ρητορική διακοίνωση των αισθημάτων του στις πλέον εύγλωττες χειροπρακτικές τους εκδηλώσεις — της εξετάσεως σφαιρικών θελγήτρων και θερμών κοιλοτήτων μη εξαιρουμένων, εάν το έδαφος ήταν πρόσφορο. Τώρα η συναίνεση σε παρόμοιες προκεχωρημένες αβρότητες θεωρείται επιεικώς απερίσκεπτη και, αν λείπουν οι απαραίτητες οικονομικές προϋποθέσεις, κατάφωρα ανεπίτρεπτη. Έτσι, όταν σε κάποια κοσμική συγκέντρωση μια δεσποινίς ζητά την άδεια της μητέρας της να χορέψει μ’ έναν νεαρό κύριο, η απάντηση που παίρνει είναι αποστομωτική: Ντροπή σου! Δεν έχεις ακούσει ότι αυτός ο λιμοκοντόρος διαθέτει ελάχιστο εισόδημα και αβέβαιο μέλλον; Ούτε να το σκέφτεσαι λοιπόν!

Σ’ αυτό το επεισόδιο από Τα Έγγραφα Πίκγουικ, το πρώτο μυθιστόρημα του Καρόλου Ντίκενς, συνοψίζεται προσφυώς ο κώδικας ολόκληρης της βικτωριανής ηθικής: το φλερτ είναι αποδεκτό μόνο στη γαμήλια προοπτική και ο γάμος αφορά πρωτίστως περιουσιακά στοιχεία και δευτερευόντως τα πρόσωπα που θα ενωθούν με συζυγικά δεσμά. Αλλά ο Ντίκενς δεν είναι ο μόνος που αποτυπώνει την λειτουργία του αφυγραντήρα των παθών. Στο ίδιο σεξουαλικά άνυδρο πεδίο, τον ακολουθεί μια πλειάδα συγγραφέων, από τον Ουίλιαμ Θάκερεϊ και τον Γουίλκυ Κόλλινς μέχρι την Τζωρτζ Έλιοτ και την Σαρλότ Μπροντέ, συναγωνιζόμενων σε πλάγιες συμπαραδηλώσεις των ερωτικών πεπραγμένων. Στην τοπιογραφία του Άντονυ Τρόλλοπ κυριαρχούν ανυψωμένα σε εξορκιστικά σύμβολα επισκοπές και αβαεία, στην περίμετρο των οποίων οποιοσδήποτε ερωτικός νυγμός αποβαίνει καταστροφικά γελοίος και αποδοκιμάζεται ως βλάσφημος εάν δεν είναι προσοδοφόρος. Οι Πύργοι του Μπάρτσεστερ είναι ορατοί από το ύψος των εκκλησιαστικών αξιωμάτων ενώ με ελάχιστες και αυτές αξιοδάκρυτες εξαιρέσεις, τα προσόντα των κυριών γίνονται αξιοθέατα μόνο υπό το φως ετησίου εισοδήματος χιλίων λιρών και άνω. Εφημέριοι και αβαεία ωστόσο κάνουν ήδη τη σεμνή τους εμφάνιση στα μυθιστορήματα της Τζέην Ώστεν. Ο διάτρητος υμένας είναι για τη γαμήλια προοπτική των δεσποινίδων τόσο επιζήμιος όσο η διάτρητη υπόληψη των κυρίων για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Σε κάθε παρθενικό πύργο ανεμίζει η σημαία της ευπρέπειας, η έπαρση της οποίας επαναλαμβανόμενη με ύποπτη συχνότητα φανερώνει ό,τι πάει να κρύψει. Ο Ντάρσυ και η Ελίζαμπεθ αφήνοντας πίσω τους Υπερηφάνεια και Προκατάληψη εξομολογούνται επιτέλους τον αμοιβαίο και σφοδρό έρωτά τους αλλά παρότι περπατούν αρκετά μίλια ολομόναχοι στην εξοχή, δεν ανταλλάσσουν κανένα φιλί, δεν αγκαλιάζονται, δεν σμίγουν τα χέρια τους, δεν αγγίζονται καν! Αισθάνονται μόνο ένα «κλίμα άψογης συνεννόησης» και εξακολουθούν να μιλούν για τα συναισθήματά τους «λογικά και θερμά»! Η όλη σκηνή λοιπόν εκτυλίσσεται στα όρια της διαστροφής και ο ασύμβατος δεσμός Λογικής και Ευαισθησίας, υποκρύπτει, ανεπιτυχώς φυσικά, την κυρίαρχη σχέση παράλογου αυτοκαταναγκασμού και ερωτικής υποθερμίας.

Κατ’ αναλογίαν της οπτικής του Χόμπσμπάουμ, ο εκτενής 19ος αιώνας  αρχίζει με την γαλλική επανάσταση του 1789 και φτάνει ως την κήρυξη του Μεγάλου Πολέμου το 1914. Ο αγγλικός νεοπουριτανισμός εντούτοις καλύπτει ακόμα εκτενέστερη περίοδο και ορίζεται από το χάσμα που χωρίζει την αφελώς ενδοτική Φάνυ Χιλλ του Τζων Κλέλαντ (1749) από τη σκανδαλωδώς εφεκτική Λαίδη Τσάτερλυ του Λώρενς (1928). Στο ενδιάμεσο ο ερωτισμός είναι λαθραίο εμπόρευμα, δεν υπόκειται σε φόρους και εξαντλείται σε φτηνά ρυπαρογραφήματα που κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι. Το ρεύμα των απαγορεύσεων αντιθέτως, έχει τη σφραγίδα επίσημου διαβατηρίου και ως εκ τούτου δεν περιορίζεται στις βρετανικές νήσους αλλά κατακλύζει την ευρωπαϊκή ήπειρο. Το πεδίο έχει προλειανθεί από τον ρομαντισμό που ενώ αρχικά διαδηλώνει τη ρήξη με κάθε συμβατικό θεσμό και εξυμνεί την ανάφλεξη της εκρηκτικής προσωπικότητας, κατόπιν διχάζεται. Η μία πλευρά συνθηκολογεί υποστρέφοντας προς την πυροσβεστική λογοκρισία της σεξουαλικότητας και η άλλη τρέπεται προς τον εξεγερσιακό βυρωνισμό και την αποθέωση της ενστικτώδους φύσεως του ανθρώπου. Τα λογοτεχνικά ίχνη αυτής της διαστάσεως γίνονται έκδηλα στην αντίθεση ανάμεσα στον αποπνιγμό της ερωτικής παραφοράς που βασανίζει έως θανάτου τον Βέρθερο του νεαρού Γκαίτε και στην γλαφυρή σεξουαλικότητα της Λουτσίντε του Φρίντριχ Σλέγγελ, η οποία εκτιμήθηκε από τον Σλάιερμάρχερ ως αλληγορία των απελευθερωτικών ιδεών και ενόχλησε τον Χέγγελ ως προφασιακή αναισχυντία.

Στο διάστημα που ακολουθεί, με τις απολήξεις του να υπερβαίνουν τον  αιώνα, η σχεδόν υποχρεωτική ενόχληση από την περιγραφή ερωτικών σκηνών υπερτερεί έναντι της απολαύσεώς τους. Με σπάνιες εξαιρέσεις, κυρίως από την εισέτι ελευθεριάζουσα Γαλλία, τα αισθηματικά προεικάσματα καλύπτονται από ελαφρά νέφωση ειδάλλως αποδοκιμάζονται, τα ισχνά ερωτικά προδόρπια γίνονται ανεκτά μόνον ως θεσμικώς καταληκτήρια επιδόρπια, η σεξουαλικότητα υπονοείται αλλά οι συνιστώσες της πράξεις παραμένουν αόρατες. Τα χαρακτηριστικά μυθιστορηματικά παραδείγματα αφθονούν. Στις Βοστωνέζες του Χένρυ Τζαίημς η λανθάνουσα ομοφυλοφιλία της δεσποινίδος Τσάνσελορ περιβάλλεται με αραχνοΰφαντο νυχτικό αλλά ουδέποτε εκδηλώνεται γυμνή και η αφόρητη ζήλεια της απέναντι στην  προστατευόμενή της μεταμφιέζεται ευσχήμως στη μάχιμη απόφαση να την προφυλάξει από την χαμέρπεια των αρσενικών. Επομένως, το ερωτικό ανάβλεμμα της Βερίνας προς τον κ. Ράνσομ καταδικάζεται από την προστάτιδά της ως προδοσία του αγώνα για τη γυναικεία ανεξαρτησία αλλά και υπολαμβάνεται από την ερωτευμένη ηρωίδα ως ενοχική απόκλιση από την οποία θα λυτρωθεί μόνο με την απαγωγή της. Στους Μπούντενμπροκ του Τόμας Μαν δεν υπάρχει ούτε ένας γυναικείος χαρακτήρας φλεγόμενος από ερωτικό πάθος διαρκείας και κανένας άντρας που, εκτός ευτράπελων και παροδικών εξάρσεων, να εκδηλώνει κάποια ανυποχώρητη σεξουαλική διάθεση. Ο γάμος προσυπογράφεται ως εταιρικό συμβόλαιο ενώ η Επιχείρηση και ο Οίκος ταυτίζονται τόσο ώστε συστεγάζονται σε έδρα πακτωμένη από το κοινό συμφέρον. Στον Άνθρωπο Χωρίς Ιδιότητες μπορούμε να προσθέσουμε τη γυναίκα χωρίς αισθήσεις, καθώς ο Μούζιλ ισχυρίζεται πως η Διοτίμα, αν και έγγαμη, ίσως μάλιστα εξαιτίας ακριβώς της γαμήλιας συνθήκης, δεν έχει ιδέα για τη σωματικότητά της. Περιγράφεται ως αγαλμάτινη ομορφιά και παραμένει μονίμως υποθερμική αφού αν και ερωτευμένη με τον Αρνχάιμ, εξακολουθεί να είναι τόσο άπειρη και παραμένει ανεπίληπτη σε τέτοιο βαθμό ώστε κανένα σωματικό σκίρτημα δεν φανερώνει, ούτε στην ίδια, τη φύση του αισθήματός της.

Το πρωτόκολλο του παλαιού καθεστώτος είχε ως κεντρική μέριμνα την εραλδική τάξη και η προστασία θυρεών και οικοσήμων άφηνε έξω από τη ζώνη ασφαλείας την διάχυτη σεξουαλικότητα και των δύο φύλων, εφόσον τα γεννήματά της δεν απαιτούσαν περιουσιακά δικαιώματα και κληρονομικούς τίτλους. Οι απαγορεύσεις της αναζωογονημένης προτεσταντικής ηθικής του 19ου αιώνα αντιθέτως, αφορούσαν αποκλειστικά τις γυναίκες των μεσαίων και ανώτερων τάξεων, αφού οι άρρενες μπορούσαν ανεμπόδιστα να διαλέγουν την ευκαιριακή τους λεία από την πρώτη σειρά κάποιου μπαλέτου ή να συντηρούν τις ερωμένες τους πίσω από τους γυάλινους τοίχους των κοινωνικών προσχημάτων. Οι πόρνες του Λονδίνου, διαβαθμισμένες κατ’ αναλογίαν της ταξικής προέλευσης των πελατών, εξακολουθούσαν να αυξάνονται και συναγωνίζονταν πλέον σε αριθμό τους αχθοφόρους. Οι γόνοι των καλών οικογενειών εξασφάλιζαν την ερωτική τους προπαίδεια μαθητεύοντας σε ξεσκολισμένες κυρίες του ημικόσμου και σεβάσμιοι υπάλληλοι τραπεζικών ιδρυμάτων επισκέπτονταν τον αφροδισιολόγο με συχνότητα ανάλογη των συνευρέσεών τους με τροτέζες. Φτωχοκόριτσα από την επαρχία έμπαιναν σε δοκιμαστήρια πολυτελών εσωρούχων κι έβγαιναν μεταμφιεσμένα σε ηθοποιούς ελαφρών θιάσων, εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας πιάνονταν στον αργαλειό της σεξουαλικής υπερωρίας και νεαρές υπηρέτριες σερβίρονταν στο πιάτο των πάντα ορεξάτων αφεντικών.

Στο ανώτερο μέρος του κλιμακοστασίου της ασέλγειας επικρατούσε η ίδια ασυδοσία αλλά με περισσότερο λούστρο. Οι γιορτές στις εξοχικές επαύλεις διακρίνονταν για το κλίμα σκανδαλώδους ευθυμίας και ευνοούσαν διακριτικά κάθε είδους ερωτοτροπίες μεταξύ μακρινών εξαδέλφων ή συγγενών εξ αγχιστείας. Τα ανάρμοστα περάσματα του οικοδεσπότη από την άρπα της κυρίας στο κλαβεσέν της ερωμένης καλύπτονταν από την εθιμική τάξη των παράμουσων αναλογιών και η κρυφή πόρτα πίσω από τη βιβλιοθήκη διευκόλυνε μεταμεσονύκτιες συναντήσεις που άνοιγαν τη βίβλο των ηδονών σε απαγορευμένα κεφάλαια. Ο δρόμος από το Ήτον στο Όξμπριτζ ήταν γεμάτος από πανδοχεία ημιδιαμονής φιλομόφυλων επιθυμιών και η αλλαγή των αλόγων της ύποπτης άμαξας δεν απέκλειε την εναλλαγή των επιβατών της. Στα φημισμένα πανεπιστήμια η επικούρεια αισθητική συνδυαζόταν άψογα με τα λιτά ρωμαϊκά επιγράμματα, τα εύστοχα σεξουαλικά υπονοούμενα των Δειπνοσοφιστών αποδίδονταν μεταγλωττισμένα στο ύφος του Θεόφραστου και οι ανταλλαγές επισκέψεων στους κοιτώνες των φοιτητών εξελίσσονταν σε εναγκαλισμό των λυρικών διαθέσεων του Κάτουλου με την ωμή γλώσσα του Αρετίνου. Σε κάθε κλειστή λέσχη υπήρχε ο Maitre de plaisir, στα ανεπίσημα καθήκοντα του οποίου περιλαμβανόταν η ανάδειξη του κρυφού δεσμού σμιλεμένης καλαισθησίας και εγκάρδιας ανηθικότητας.

Η λογοτεχνία της εποχής εντούτοις αποστρέφει το βλέμμα της μπροστά  στην απτή πραγματικότητα. Ανοίγει το σαλόνι για να κλείσει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, τακτοποιεί τα μαξιλαράκια για να κρύψει τα ακατάστατα σεντόνια, σκορπίζει αθώα αρώματα για να σκεπάσει τις ύποπτες αναθυμιάσεις των σωμάτων. Κηρύσσοντας έκνομο το πάθος, ανεπιθύμητη την επιθυμία και χυδαία την εκπλήρωσή της, διαπρέπει στη συσκότιση ακόμα και της παραμικρής σεξουαλικής σκηνής. Η φτηνιάρικη Κόκκινη Κουρτίνα του Νικολά Σεγκύρ, τραβιέται ελαφρά για να μπορέσει η ανήλικη ηρωίδα να παρακολουθήσει μία πλήρη ερωτική συγκατάκλιση μεταξύ ενηλίκων. Παρόμοια  προνοητικότητα όμως επιφυλάσσεται μόνο για τον αναγνώστη χλιαρών πορνογραφημάτων διότι η κουρτίνα της σοβαρής λογοτεχνίας είναι πολύ βαριά για να τραβηχτεί όταν οι εραστές αποσύρονται στα ενδότερα. Εδώ καμία σχισμή δεν μένει μισάνοιχτη, κάθε οπή αποφράσσεται, φεγγίτες και κλειδαρότρυπες επιτηρούνται από την άγρυπνη φρουρά της ηθικής τάξεως. Κάποια, λίγα και λελογισμένα, δικαιώματα της εξ αποστάσεως μετοχής στα σεξουαλικά δρώμενα υποκλέπτονται από την όραση για να αποδοθούν με τις δέουσες επιφυλάξεις στην ακοή. Υπόκωφα βογγητά και παθητικοί στεναγμοί, ευχετήριοι λυγμοί και οργασμικές αναφωνήσεις, φτάνουν, με σιγαστήρα πάντοτε, ως το ανήσυχο αυτί αλλά η βασίλισσα των αισθήσεων αποκλείεται από τη γιορτή.

Είναι μεγάλος ο πειρασμός λοιπόν να συμπληρώσει κανείς τις ελλείπουσες από τη λογοτεχνία της εποχής ερωτικές σκηνές. Να επιτρέψει στον Βέρθερο να ξεγυμνώσει τουλάχιστον το στήθος της Λόττε στο σαλόνι και να προκαλέσει τον Ντάρσυ να ρίξει την Ελίζαμπεθ στο χορτάρι της αγγλικής εξοχής, να οδηγήσει το χέρι του κ. Ράνσομ στα υπόσκαφα μέρη της Βερίνας και να αφήσει τον Αρνχάιμ να σπάσει τη γύψινη προκάλυψη της Διοτίμας. Βλέπετε όμως ότι παρά τις αρχικές μου προθέσεις υποστρέφω από τις κυριολεξίες στις μεταφορές, γιατί η ένταση των κεκρυμμένων δεν αναπληρούται από την περιγραφική τους αποκάλυψη. Οι μαύρες τρύπες του διαστήματος γίνονται αντιληπτές μόνο από την έντονη φωτεινότητα του περίγυρου και, εφελκυστικά, πιστεύω πλέον ότι η ελλειπτικότητα καταδεικνύεται σαφέστερα με την υπογράμμιση των ορίων της. Η λογοκρισία του ερωτικού προσκηνίου εμφαίνεται στις παρασκηνιακές της διαβουλεύσεις και κάθε προγραφή δείχνει κατάστηθα τον προγράφοντα. Η συγκάλυψη των δήθεν σκανδαλωδών συνευρέσεων γίνεται η ίδια σκανδαλώδης όταν εκτεθεί ο επιχειρησιακός της σχεδιασμός και η ανατομία του γυμνού πάθους καθίσταται ευκρινέστερη με την απογύμνωση της προφασιακής του σκιάσεως. Οι εσοχές του σωματικού ναού βαθαίνουν από τις γλυπτές τους προεξοχές και το ενορατικό χαμήλωμα του βλέμματος βρίσκει το περιφανές του καταφύγιο στην κρύπτη του ματιού. Κατά συνέπεια στα λογοτεχνικά δοκίμια που ακολουθούν αυτή την εισαγωγική τοποθέτηση, οι συσκοτισμένες σεξουαλικές σκηνές της κλασσικής λογοτεχνίας θα διαλάμψουν με τον ανελέητο φωτισμό του οχυρού τους περιγράμματος και οι σελίδες που δεν γράφτηκαν ποτέ θα υψωθούν σε ενεπίγραφο μνημείο των Περίβλεπτων Εραστών.

~.~

*

*

*