*
του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον.
Παύλου του Αποστόλου, Α΄ Προς Κορινθίους 13,1
Υπάρχει ένα μπαρ στην επαρχία μισοκρυμμένο ανάμεσα στα δέντρα, στο τέλος του λασπωμένου χωματόδρομου, μετά την απότομη στροφή, πλάι στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Φάντασμα της ομίχλης καταδικασμένο στην απομόνωση, με την υγρασία του κάμπου και την οσμή της κοπριάς κολλημένη στα τζάμια. Τις νύχτες τα χαμηλά φωτάκια του φαντάζουν πρόσωπα παιδιών αδικομαλωμένων. Οι πελάτες του μπαινοβγαίνουν σιωπηλοί και βιαστικοί, λες και φοβούνται πως φωσφορίζει ο πόθος τους στο μισοσκόταδο. Αμαρτωλό μπαράκι, που μυρίζει νοθευμένο πιοτό και φτηνό τσιγάρο. Μακρόστενο σαν προχειροφκιαγμένο φέρετρο, που ανοίγεις το καπάκι –την πόρτα ήθελα να πω– και βρίσκεσαι σ’ έναν κόσμο άλλο, ζυμωμένο από τις ιερότερες θεότητες του κόσμου αυτού: τις ψευδαισθήσεις σου.
Εκεί –οδηγημένος κάποτε απ’ την ερημιά– γνώρισα την Μαρία, μια δεκαεννιάχρονη Βουλγάρα με μάτια κάρβουνα που σ’ έκαναν στάχτη. Οι καταρράκτες των μαλλιών έπεφταν στους ώμους της, όπως πέφτει η νύχτα σε δυο λόφους χιονισμένους που λάμπουν απ’ το φεγγαρόφωτο.
Είχε εκπληκτική προφορά στα ελληνικά, λες και ζούσε στον τόπο μας δέκα χρόνια κι ας ήταν μόλις τέσσερα. Η ταχύτατη εκμάθηση γλωσσών παρουσιάζεται κατά κανόνα στους ευφυείς ανθρώπους. Τώρα πώς ένα ευφυές άτομο καταλήγει βλακωδώς να δουλεύει στην κόλαση της νύχτας, είναι εξίσου αξιοπερίεργο με το πώς ένα ευφυές άτομο καταλήγει βλακωδώς σ’ αυτήν την κόλαση ν’ αναζητάει τον παράδεισο. Η μόνη πειστική απάντηση που μπόρεσα να δώσω ήταν «για να την συναντήσω».
Έρωτας κεραυνοβόλος εκατέρωθεν. Στον μήνα πάνω παράτησε το μπαράκι. Νοικιάσαμε γκαρσονιέρα κοντά στο Φρύνι και ήμαστε συνέχεια μαζί. Εγώ μόλις είχα γυρίσει απ’ την Αθήνα. Στην αρχή άνεργος. Ύστερα έπιασα μια χαμαλοδουλειά. Η Μαρία έκανε το κουμάντο της, τα περασμένα χρόνια, και με τις αποταμιεύσεις της μπορούσε να βγάλει λίγο καιρό μέχρι να βρει κάτι να κάνει. (περισσότερα…)
