*
Έχτισε το σπίτι του γύρω από αυτό το κουπί. Εκεί που το κάρφωσε, έφτιαξε την εστία. Το ξύλο της θάλασσας ήταν το πρώτο που κάηκε όταν άναψε την πρώτη φωτιά. Τόσο ψηλά και πίσω απ’ τα βουνά, ετούτοι οι άνθρωποι δεν είχαν λέξη για τη θάλασσα, γιατί ο νους τους δεν είχε δει τίποτα άλλο απέραντο πέρα απ’ τoν ουρανό των αμέτρητων αστεριών. Όταν με τα χέρια τούς έδειξε την κίνηση των κυμάτων, εκείνοι τον κοίταξαν με σαστιμάρα. Ένας έξυσε το κεφάλι του και έδειξε προς τον ουρανό. Τότε ένας άλλος γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Κάποιος ακόμα φούσκωσε τα μάγουλα του και έκανε πώς φυσά σαν άνεμος. Ναι ναι βέβαια, τα πλωτά σύννεφά, η θάλασσα των αστεριών. Λίγο νερό – το τελευταίο θαλασσινό – κύλησε από την άκρη του ματιού του πλάνητα με το ξύλινο κουπί, έπεσε ακριβώς μέσα σ’ ένα βαθύ αυλάκι ρυτίδας, χαραγμένης προ πολλού στο δέρμα, όταν ένα βράδυ τρικυμίας κανένας θεός δεν του απάντησε σε βοήθεια και το πρόσωπο του έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια. Το νερό μέσα στο αυλάκι κύλησε γρήγορα και έσβησε. Δεν έκλαψε ξανά ποτέ του. Εδώ θα έγραφε το τέλος της ζωής του. Κάρφωσε το κουπί και κοίταξε τον ουρανό. Εδώ πάνω ήταν πολύ κοντά, έβλεπε τα αστέρια να τρίζουν στις θέσεις τους, τα άκουγε. Κανένας ουρανός που είχε δει δεν έμοιαζε μ’ αυτόν.
Το σπίτι χτίστηκε γρήγορα, με πέτρα. Σ’ αυτό τον τόπο ο πλάνητας φάνηκε να ξεχνά γρήγορα τους παλιούς τρόπους. Πήρε γυναίκα, έκανε παιδιά. Δεν θυμόταν το όνομα της παλιάς του γυναίκας, μόνο τη νύχτα του μεσοκαλόκαιρου ένα ζευγάρι μάτια εμφανίζονταν μπροστά του πριν κοιμηθεί, δεν τα γνώριζε, αλλά ήταν σαφές ότι αυτά τον ήξεραν, τον μαχαίρωναν πρώτα στα βλέφαρα, απανωτά, μετά στην κοιλιά και λίγο πριν το θάνατο πετιόταν απ’ τον ύπνο του αλαφιασμένος κι έβλεπε δίπλα του την άλλη γυναίκα κι αμέσως το παρόν τον έσωζε από τη μνήμη ενός παρελθόντος που είχε από καιρό θαφτεί. Έγινε μέρος της κοινότητας εύκολα. Έμαθε τα λόγια τους, μπήκε μέσα στις δουλειές του τόπου, έχτισε μαζί τους, έσπειρε και θέρισε, έφτιαξε φράχτες και κυνήγησε ιαγουάρους, έμαθε να ξεχωρίζει τη φωνή του κόνδορα από της άρπυιας, και να βρίσκει στο ζωνάρι του γαλαξία τούς σκοτεινούς αστερισμούς της αλεπούς και του βοσκού. Στο τέλος φόρεσε τα ρούχα τους. Άρεσε πολύ σε όλους. Το πολυμήχανο μυαλό του που έβρισκε λύσεις μηχανικής σε απλά τους προβλήματα στέγασης και ύδρευσης, οι αβροί τρόποι του που είχαν μια ευγένεια ψεύτικη που τους μαράζωνε από επιθυμία, το παράστημά του που έμοιαζε ξένο όπως κάποιου θεού που έπρεπε πάντα να τους απομένει ξένος σαν θεός, τους άρεσαν πολύ. Τόσο που μια μέρα του είπαν πως τον κάνουν βασιλιά τους.
Ο πλάνητας ένιωσε την ανακοίνωση σαν μια σφαίρα σίδερο δεμένη στο πόδι. Όταν κάρφωσε το κουπί στο χώμα, ήξερε πως είχε βρει μια άλλη ζωή, έναν άλλο εαυτό, άγραφο χάρτη. Τώρα το δάσος ήταν γνώριμο από άκρη σ’ άκρη. Η γυναίκα του το ίδιο ζεστή κάθε νύχτα, εκτός που πια, η αλήθεια είναι, είχε αρχίσει το δέρμα της και κρύωνε στις άκρες, πάει να πει πως πέθαινε κι εκείνη σιγά σιγά όπως όλοι τους. Τα μαλλιά της γέμιζαν στάχτη που δεν έφευγε. Ο θόρυβος των αστεριών ερχόταν σε κάθε παρατεταμένη σιωπή, καθαρός σαν κρύσταλλο, τον βεβαίωνε για τη μεγάλη μαύρη θάλασσα που παράδερνε πάνω από τα κεφάλια τους. Τα παιδιά του τα έβλεπε σαν χλωρά κλαριά, τα συμπονούσε, τα αγαπούσε κάποτε, μα μην μπορώντας να αρνηθεί το βάρος τους, παραδεχόταν πως υπήρχε βάρος σε τούτη δα τη σχέση. Τα γνώριμα πρόσωπα όλων, που ήξερε πια να μετρήσει τις ιδιοτροπίες τους και τις χαρές τους, άρχιζαν να έχουν απαιτήσεις από εκείνον. Ήταν έτοιμα να δεχτούν την προσταγή του σε αντάλλαγμα της προστασίας του. Όλα αυτά του έμοιαζαν κάπως κουτά και πληχτικά. Εκείνες τις στιγμές ένιωθε πως η ζωή τυλιγόταν γύρω του σαν σάβανο.
Ο σαμάνος της φυλής για να του αποδείξει πως η πρόθεση να τον κάνουν κύριό τους ήταν αληθινή, τον οδήγησε στην καρδιά του δάσους, σε μια μικρή σπηλιά κρυμμένη πίσω από ένα θεόρατο δέντρο, μπηγμένο σα ρόπαλο στη γη. Εκεί του έδειξε, καλά παραχωμένο, το σεντούκι που συγκέντρωναν τους μεγάλους θησαυρούς τους. Τα πιο πολλά ήταν μεταλλίκια και πετρώματα, πράγματα γυαλιστερά απ’ την κοιλιά της γης, που οι άνθρωποι τα είχαν περί πολλού, αλλά ο πλάνητας είχε μια ευαισθησία στα μάτια που τον έκανε να βλέπει τη ματαιότητα σαν να έχει σχήμα και χρώμα. Γύρισε και ρώτησε το σαμάνο γιατί δεν είχαν φύλαρχο; Δεν είχαν ποτέ τους βασιλιά; Εκείνος τον βεβαίωσε πώς ο τελευταίος βασιλιάς έζησε πριν εκατό χρόνια. Μόνο μια φορά σ’ έναν αιώνα τους φανερώνεται κάποιος άξιος να τούς βασιλέψει. Όσο πιο πολύ άκουγε ο πλάνητας τόσο πιο πολύ βεβαιωνόταν για την ανοησία τους. Όλα αυτά τα πρόσωπα και οι γνώριμοι κόρφοι της γης και οι κατασκευές τους από ξύλο για στέγη και οι συμφωνίες τους πως κάποιος ήταν άξιος να βασιλέψει ήταν μυριάδες όψεις της ίδιας απελπισίας, της ίδιας ανοησίας. Του ανακοίνωσαν πως την άλλη μέρα θα γινόταν η στέψη με ένα σωρό τιμές. Εκείνος έπρεπε να μείνει ήσυχος, όλα θα κανονίζονταν.
Εκείνο το βράδυ ξάπλωσε στο αχυρόστρωμα κι ευχήθηκε να ήταν μόνος. Πολλές φορές ευχόταν να ήταν μόνος. Κάποτε, αλώνιζε το αχαρτογράφητο πέλαγος. Μόνος μέσα στο απέραντο χάος της θάλασσας, όσο πιο μόνος και φοβισμένος ήταν, τόσο πιο θαρραλέος κι αγέρωχος ένιωθε. Εκεί που η φύση απειλούσε πως θα πνίξει την επόμενη ανάσα του και τα κύματα υψώνονταν σαν μαύρα σύννεφα να τον καλύψουν, ο κίνδυνος μόνο άντεχε και του παραδεχόταν την αλήθεια, πως ο πλάνητας υπήρχε εκεί και τότε, υπήρχε πέρα ως πέρα και ήταν φτιαγμένος από την ίδια πρόνοια που ήταν φτιαγμένη η θάλασσα, γιατί μόνο τα όμοια μεγέθη μάχονται ως το θάνατο, όπως μέσα στη βαθιά ζούγκλα ένα φίδι στέκεται συρίζοντας μπροστά στα δόντια της τίγρης. Αλλά κανείς δεν μπορούσε να ζήσει έτσι για πάντα. Έτσι κι εκείνος ξεβράστηκε μια μέρα σ’ ένα νησί που έμοιαζε με όλα τα άλλα, αλλά εκείνος είπε πως δεν έμοιαζε, για να πιαστεί από κάπου και έκανε πως ριζώνει. Όμως τον έτρωγε η θάλασσα. Μέσα απ’ το ανάκτορό του την άκουγε τις νύχτες του χειμώνα να χτυπά πάνω στις πολεμίστρες μαινόμενη και να τον καλεί να της ξεπληρώσει κάποιο προαιώνιο, άφατο χρέος. Και το καλοκαίρι, ήρεμη, δροσερή, έφερνε κύματα απαλά στις ακτές κι άκουγε εκείνος τον αφρό τους μέσα απ’ τη χρυσή του φυλακή και δεν μπορούσε να ησυχάσει. Μια νύχτα που τον καλούσε σαν σειρήνα, ο περιπλανώμενος κρύφτηκε μέσα στο μανδύα του και έφυγε με ένα κουπί παραμάσχαλα. Εκεί που κανείς δεν ήξερε το σχήμα του, που καμιά θάλασσα δεν θα τον καλούσε στην περιπλάνηση, εκεί θα έκλεινε τα μάτια του.
Κανείς δεν του είχε πει για τη συγγένεια των απέραντων τοπίων. Ο ουρανός έκανε τώρα γι’ αυτόν ό,τι έκανε κάποτε και η θάλασσα. Άλλη ήταν η φωνή του αυτού, αλλά το κάλεσμα ήταν το ίδιο. Εδώ η σιωπή ήταν η πρώτη γλώσσα. Χαμηλή σιωπή. Να μπορεί να ακουστεί η μακρινή δόνηση των άστρων. Το ίχνος της ατέλειωτης περιπλάνησής τους μέσα στο χάος, του θύμιζε το δικό του θάνατο. Έκανε μια σκέψη διαφυγής κι όσο την ξάνοιγε μέσα στο νου του, τόσο σιγουρευόταν πως ήταν εφικτή. Ο χρόνος του με τους ανθρώπους είχε γι’ άλλη μια φορά τελειώσει. Αύριο, όταν όλοι πιωμένοι απ’ τη μεγάλη τελετή θα έγερναν κοιμισμένοι πάνω στους πάγκους του δείπνου, θα γλιστρούσε μέσα στο δάσος πριν φέξει. Κανείς δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Θα τον θυμούνταν χρόνια αργότερα, σαν εκείνον που βασίλεψε για μια νύχτα. Εκατό χρόνια αργότερα, θα έλεγαν την ιστορία του στον επόμενο βασιλιά. Σ’ εκείνον θα έδεναν πράγματι μια σιδερένια σφαίρα στο πόδι, να μην φύγει.
Την άλλη μέρα τον έστεψαν με όλες τις τιμές. Όταν τον κάθισαν στο θρόνο τού εξήγησαν πως την τελετουργική σφαγή θα ακολουθούσε μεγάλη γιορτή για να τιμήσουν τους θεούς, που τους ευλόγησαν με έναν τέτοιο βασιλιά. Ο βασιλιάς τους ρώτησε πότε θα ξεκινήσει η θυσία. Τον διαβεβαίωσαν πως θα ξεκινούσε αμέσως, του παρουσίασαν ένα υπέροχο σκαλιστό μαχαίρι με μια παράσταση που έδειχνε ένα φίδι να τυλίγεται γύρω από το λαιμό μιας τίγρης που ετοιμαζόταν να το δαγκώσει. Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε και έγειρε μπρος να δει καλύτερα. Ο ιερέας βρήκε τη γωνία κατάλληλη για να κατεβάσει το μαχαίρι στο λαιμό του και να τον λυτρώσει μ’ ένα χτύπημα. Όλοι δείπνησαν από το κρέας του θεού βασιλιά τους, κι αυτός που του είχε δείξει πρώτος προς τον ουρανό, κι εκείνος που γέλασε, κι ο άλλος που έκανε τον ήχο του ανέμου συμφώνησαν πως τούτος ήταν εξ ουρανού ορμώμενος. Κράτησαν τα κόκκαλά του, τα έθαψαν κι απάνω κάρφωσαν ένα υπέροχο ξυλόγλυπτο ομοίωμα από εκείνο το παράξενο σκήπτρο με το οποίο είχε φτάσει μια μέρα, χρόνια πριν, σ’ αυτό τον τόπο.
