Day: 22.10.2024

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Η γένεση των Ελεγειών και των Σονέτων

* 

της ΙΩΑΝΝΑΣ ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ

Οι Ελεγείες του Ντουίνο και τα Σονέτα προς τον Ορφέα βρίσκουν τον Ρίλκε στο κέντρο της γλωσσικής κρίσης που είχε προαναγγείλει ο Χόφμαννσταλ στην Επιστολή του Λόρδου Τσάντος το 1902, όπου επισημαίνει τη ρήξη της ενότητας μεταξύ υποκειμένου και κόσμου. Η γλώσσα, το λυρικό λεξιλόγιο που εξωθήθηκε στο ακρότατο όριό της από την εποχή του Γκαίτε και του Νοβάλις, δεν επαρκεί πια να περιγράψει την αντικειμενική πραγματικότητα. Με τον νεορομαντισμό και τον συμβολισμό είχε επιτευχθεί το ακρότατο όριο των δυνατοτήτων της γλώσσας. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι σε μεγάλη δυσαρμονία με τον εαυτό του, είναι διχασμένος ανάμεσα σε δυο δυνάμεις που διέπουν την συμπεριφορά και τις πράξεις του: Η μία τείνει προς το Είναι και η άλλη ορμά προς την άβυσσο, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει πότε είναι αληθινά.

Στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και με την εξέλιξη της τεχνολογίας, ο άνθρωπος γίνεται ο μόνος κυρίαρχος ουρανού και Γης και θέτει την φύση στην υπηρεσία του ως κάτι ξένο προς αυτόν. Μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας της εποχής του αντανακλά την πεποίθηση πως οι μηχανές και η αχαλίνωτη τεχνολογία θα απελευθερώσουν τον άνθρωπο απ’ όλους τους περιορισμούς που είναι εγγενείς της ανθρώπινης κατάστασης και θα του επιτρέψουν να ασχοληθεί πια απερίσπαστος με το πνεύμα. Μαρτυρία αυτής της βίαιης ατμόσφαιρας, τόσο ξένης στον Ρίλκε, είναι η δήλωση του Γκόττφρηντ Μπεν ότι για την ανάδυση του νέου κόσμου, πρέπει να καταστραφεί η γλώσσα[1]. Η ποίηση του fin de siècle αποτελεί μάρτυρα της κρίσης ταυτότητας που περνούν οι καλλιτέχνες, αναζητώντας μια άλλη πραγματικότητα πέρα από την λογική, πέρα από τον υπολογισμό. Ο Μούζιλ για παράδειγμα στον νεαρό Τέρλες, θέτει ως προμετωπίδα του βιβλίου του ένα απόσπασμα του Μαίτερλινκ ο οποίος υπογραμμίζει την εγγενή εντροπία που υπάρχει σε κάθε είδους λόγο:

«Μόλις λέμε κάτι, όλως περιέργως το απαξιώνουμε. Πιστεύουμε ότι έχουμε βυθιστεί στα βάθη της αβύσσου και όταν αναδυόμαστε ξανά στην επιφάνεια, η σταγόνα νερού στα χλωμά μας ακροδάχτυλα δεν μοιάζει πια με τη θάλασσα από την οποία προήλθε. Νομίζουμε ότι έχουμε ανακαλύψει ένα υπόγειο θησαυροφυλάκιο γεμάτο υπέροχους θησαυρούς και όταν επιστρέφουμε στο φως της ημέρας διαπιστώνουμε ότι έχουμε μεταφέρει μόνο ψεύτικες πέτρες και θραύσματα από γυαλί, κι όμως ο θησαυρός λαμπυρίζει αναλλοίωτος στο σκοτάδι».

Το παθητικό απόθεμα της παραδοσιακής γλωσσικής ουσίας παραμένει συσσωρευμένο κάτω από τη γη και είναι ανεξάντλητο, «λαμπυρίζει αναλλοίωτο στο σκοτάδι» έτοιμο να το ανασύρει στην επιφάνεια αυτός που τείνει αυτί να ακούσει τον ψίθυρο των πραγμάτων. (περισσότερα…)