Λευκάδιου Χερν θύμησες πικρές

Ψάχνοντας (για άλλα πράγματα) τις προάλλες στα Αλεξανδρινά περιοδικά των αρχών του 20ού αι., άρχισα να ξεψαχνίζω τη Νέα Ζωή. Κι έτσι βρέθηκα μπροστά στη μετάφραση ενός προλόγου του Στέφαν Τσβάϊχ, για μιαν έκδοση των έργων του Λευκάδιου Χερν, στη Φραγκφούρτη. Ο μεταφραστής μάς πληροφορεί πως ο πρόλογος τυπώθηκε στην εφημερίδα Zukunft της 4 Νοεμβρίου 1911. (Βλέπω τώρα πως το πρωτότυπο κυκλοφορεί κι ηλεκτρονικά, στη συλλογή με τα εισαγωγικά σημειώματα του Τσβάϊχ για διάφορους συγγραφείς· για όποιον ενδιαφέρεται, αυτή είναι η διεύθυνση της αντίστοιχης σελίδας.

Εκείνο που με ξάφνιασε πρώτα απ’ όλα είναι η σοφή, ακριβής κι εναργής ιστορική αίσθηση του Τσβάϊχ, που τοποθέτησε τη γέννηση του Χερν στην ίδια εποχή που κι η σύγχρονη Ιαπωνία (που του έμελλε να γίνει τρίτη-τέταρτη, μα στην αλήθεια πρώτη, κι ίσως ίσως αληθής και μόνη πατρίδα) ‘γεννιόταν’ και παρουσιαζόταν στα αχόρταγα μάτια του δυτικού κόσμου. Την ίδια περίπου εποχή θέλω να πω που κι η Ιαπωνία –υπό την εκβιαστική πίεση των αμερικανικών μελανών πλοίων– έσπαγε την θελημένη απομόνωσή της, εγκαινιάζοντας την περίοδο Μέϊτζι. Φαίνεται πως συνδέει στενά ο Τσβάϊχ τις δυο γεννήσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο τονίζει τη σημασία του Λευκάδιου Χερν και σαν πρωτοπόρου ερευνητή αυτής της γνωριμίας του δυτικού κόσμου με την απόμακρη χώρα των χρυσανθέμων. Από την άλλη μεριά καταφέρνει μ’ ένα τρόπο, σάμπως βουδικό κι αρχαιοελληνικά ειμαρμένο, να συνενώσει άρρηκτα λες τη γέννηση του Χερν στη Λευκάδα του γαλάζιου ελληνικού φωτός τ’ ουρανού και της θάλασσας με την αγάπη του για την νησιωτική Ιαπωνία· σαν να πρόκειται για μια προηγούμενη ζωή που μυστικά συνδέθηκε από την αρχή της με την αλλότοπη μελλοντική της υποστασιοποίηση, για μια μυστική προΰπαρξη, σα νοσταλγία, καταπώς λέει ο ίδιος.

Μίλησα μόλις παραπάνω για δυο γεννήσεις αλλά σ’ ό,τι αφορά την Ιαπωνία μάλλον επρόκειτο για μια φανέρωση στα έξω ‘δυτικά μάτια’, ταυτόχρονα όμως και για ένα σκοτείνιασμα, για ένα κρύψιμο και μια απόσυρση όλων αυτών των μυστικών πραγμάτων, που «θἄχαν διαφύγει σἂν νερὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς νέας ἐποχῆς», αν δεν ερχόταν ο Χερν για να μας «ἀναπαρασταίνει ὅλη τὴ σκορπισμένη στὰ πράγματα λάμψη, τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τρεμουλιάζει ἀσὠματη ἀπάνω σὲ κάθε καθημερνό». Έτσι λοιπὀν, για τον Τσβάϊχ, η ζωή του Χερν παίρνει τον χαρακτήρα μυστικής αποστολής, προαποφασισμένης θέλησης της Φύσης. Επίτηδες έφτιαξε έτσι η φύση αυτόν τον άνθρωπο, τον ‘μεικτό αλλά νόμιμο’, «νὰ μὴν εἶναι μήτε Ἀνατολίτης μήτε Εὐρωπαῖος, μήτε Χριστιανὸς μήτε Βουδιστής», για να μετέχει και των δύο κόσμων κι έτσι «νὰ περιμαζέψει καὶ φυλάξει αὐτὸ τὸ ἐκλεκτὸ πρᾶμμα, δηλαδὴ τὴν ἰαπωνέζικη ὀμορφιά, ἴσια ἴσια σ᾽ αὐτὴ τὴ στιγμή της, λίγο πρὶν μαραθῇ». Ο βίος του θεωρείται ένα «καλλιτεχνικὸ δημιούργημα τῆς Φύσης» «ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ αὐτὸ τὸ ἔργο, τὰ βιβλία αὐτά, γιὰ τὴν ψυχορραγοῦσα ὀμορφιὰ τῆς Ἰαπωνίας».

Μέσα από αυτό το πρίσμα λοιπόν παρουσιάζεται κι η γέννησή του μες στο γαλανό το φως του ιόνιου ουρανού και της θάλασσας, σαν μια σαμσάρα απροσδόκητη αλλά αναγκαία και προτυπωτική, καθώς είπαμε, ήδη προαποφασισμένη για ένα σκοπό μεγάλο. Αντιγράφω:

«Γεννήθηκε στὰ 1850 (ἀπάνω κάτω τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Εὐρωπαῖοι ἄρχιζαν νὰ γνωρίζουνε τὴν ἀποκλεισμένη χώρα) στὴν ἄλλη ἄκρια τοῦ κόσμου, στὴ Λευκάδα, νησὶ ἰονικό. Τὰ πρῶτα του βλέμματα συναντοῦν γαλάζιο οὐρανό, γαλάζια θάλασσα. Κἄποια ἀντανάκλαση τοῦ γαλάζιου αὐτοῦ φωτὸς τοὔμεινε γιὰ πάντα κρυμμένη μέσα του, καὶ ὅλη ἡ σκουριὰ καὶ ὁ καπνός τῶν κατοπινῶν χρόνων ποὺ ἤτανε γεμᾶτα δουλειά, δὲν κατώρθωσαν νὰ τὴ σκοτεινιάσουν. Ἔτσι εἶχε μέσα του δημιουργηθεῖ γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν Ἰαπωνία μιὰ μυστικὴ προΰπαρξη, σὰ νοσταλγία…»

Η ιστορική ενάργεια του Τσβάϊχ όμως δε μένει μόνο στον εντοπισμό της συγχρονίας του ανοίγματος της Ιαπωνίας και της γέννησης του Χερν, του ανθρώπου που θα διάνοιγε προς τα έξω τις μέχρι τότε σφαλιστές και γρήγορα φευγάτες εικόνες ενός ερμητικά αποκλεισμένου προς τα έξω ‘τρόπου’ του βίου. Αλλ’ εκδιπλώνεται συγκινητικά και συμπαθητικά στη συνέχεια σαν στέκεται στ’ ανείπωτα τραύματα της προσωπικά πια βιωμένης ιστορίας του μετανάστη Χερν στην Αμερική. Κι είν’ ετούτη η έμφαση κι η προσοχή του Τσβάϊχ στα δύσκολα και –μέχρι το τέλος της ζωής του– αμίλητα, θεοσκότεινα, πρώτα χρόνια του Χερν στην Αμερική, που με ταρακούνησε βαθιά· πολλώ δε μάλλον που προσπερνούνται βιαστικά από τους πλείστους βιογράφους, που βιάζονται γρήγορα να φτάσουν στην απογείωση της φτερωτής της φήμης του Πατρίκιου Λευκάδιου Κασσιμάτη Τσαρλς Χερν, αυτού που ξαναγεννήθηκε πια σα Γιάκουμο Κοϊζούμι.

«Δεκαεννέα ἐτῶν αὐτὸς ὁ νέος καὶ ἄπειρος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν εἶχε τίποτα καλομάθει, κατὰ βάθος άκόμα ἀδυνατούτσικο παιδί, καὶ μαζὶ μὲ τἄλλα καὶ μἕνα μόνο μάτι, μένει δίχως φίλους καὶ συγγενεῖς, δίχως δουλειὰ καὶ ἀπασχόληση, ἔρημος στὴ δύσκολη ζωὴ τῆς Νέας Ὑόρκης. Αὐτὰ τὰ πικρότατα χρόνια τῆς ζωῆς του εἶναι σκεπασμένα μὲ ἀδιαπέραστο σκοτάδι».

Διακόπτω. Ανάμεσα στα πράγματα που απεχθανόταν, εξομολογείται στις αναμνήσεις της στον Κιγιόσι Χισάντα η σύζυγός του Σετζούκο (1918), ήταν κι η πόλη της Νέας Υόρκης. Ο λόγος πάλι στον Τσβάϊχ:

«Τί ἆρα γε νἀπόγεινε αὐτοῦθε πέρα ὁ Lafcadio Hearn; Μικροδουλευτάρης, μικρέμπορος, πουλητής, ὑπηρέτης ἴσως ἀκόμα καὶ διακονιάρης· τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι γιὰ πολὺ καιρὸ ἐζοῦσε μέσα στῶν ἀνθρώπων τὴν κατώτατη αὐτὴ βαθμίδα, ποὺ μέρα νύχτα μαυρίζουν τοὺς δρόμους τῆς Ἀμερικῆς, καὶ περιμένουν νὰ βγάλουν τὸ ψωμί τους ἀπό τὴν καθημερινὴ σύμπτωση. Αὐτὴ ἡ ἐποχὴ πρέπει νὰ τοῦ ἤτανε τρομερὸ μαρτύριο, ἀφ᾽ οὗ καὶ στὰ χαρούμενα χρόνια του, στὸ σπίτι του, στὸ Κιότο, δὲ θέλησε ποτέ του νὰ κάμει τὸν ἐλάχιστο ὑπαινιγμὸ γιὰ κεῖνες τὶς ἔσχατες ταπείνωσες τῆς ζωῆς του. Ἕνα μόνο ἐπεισόδιο φανέρωσε, ποὺ ἄγρια φωτίζει τὴ σκοτεινάδα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἕνα ἐπεισόδιο ἀπὸ ἕνα μεταναστευτικό του ταξεῖδι. Γιὰ τρεῖς μέρες δὲν εἶχε τίποτε φαγωμένο, καὶ κάθεται ξαπλωμένος μέσα στἁμάξι μὲ τὸ σκοτάδι τῆς λειποθυμιᾶς μπρὸς στὰ μάτια του. Ἔξαφνα, μιὰ χωριατοποῦλα ἀπὸ τὴ Νορβηγία, τοὔδωκε ἕνα κομμάτι ψωμί, καὶ αὐτὸς τὸ κατάφαγε πεινασμένος. Τριάντα χρόνια ἀργότερα θυμώτανε ὅτι τότε, πνιγμένος ἀπὸ τὴν πεῖνα, λησμόνησε νὰ τὴν εὐχαριστήσει. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀχτίδα φωτός. Ἔπειτα ἔρχονται χρόνια σκοτεινὰ περασμένα ποιὸς ξέρει ποῦ, μέσα στὴ σκιὰ τῆς ζωῆς. Ἐπὶ τέλους ἀναφαίνεται ξανὰ στὴν Κιγκιννάτη  [Cincinnati], ὡς διορθωτὴς ἐφημερίδας, αὐτὸς ποὺ ἤτανε σχεδὸν τυφλός. Ἀλλὰ ἐκεῖ ἐλευθερώθηκε πειὰ τὸ ριζικό του».

«…δὲ θέλησε ποτέ του νὰ κάμει τὸν ἐλάχιστο ὑπαινιγμὸ γιᾶ κεῖνες τὶς ἔσχατες ταπείνωσες τῆς ζωῆς του»…

~·~

Κάπου εδώ ’θελα κλείσω το σημείωμα απ’ αφορμή τη γέννηση του Χερν, έκρινα όμως σκόπιμο να συμπληρώσω μια ακόμα ιστορία· μια ιστορία που αυτή τη φορά ξεπηδάει μέσα από τη δική του γραφή, όχι αυτή των λογοτεχνικών του έργων αλλά της επιστολής του στον άγνωστο μέχρι τότε αδερφό του.

Ο Λευκάδιος στερήθηκε απ’ τα μικράτα του το πρόσωπο της μάνας. Ο γάμος της Τσιριγώτισσας Ρόζας Αντωνίου Κασσιμάτη με τον Charles Bush Hearn δεν ευοδώθηκε κι έξι μόλις χρόνια μετά τη γέννηση του Λευκάδιου (1856) το ζευγάρι χωρίζει, αφού προηγουμένως η μάνα του γεννά τον αδελφό του Daniel James Hearn. Δεν ξαναβλέπουν ποτέ την μητέρα τους, και τον μεν Λευκάδιο αναλαμβάνει στην Ιρλανδία η θεία του πατέρα του Σάρα Μπρέναν, ενώ ο μικρός Τζέημς στέλνεται στον πατέρα του στο Δουβλίνο.

Τα αδέρφια δεν ξαναβρίσκονται κι αγνοώντας ο ένας την ύπαρξη του άλλου, έφτασαν κάποια στιγμή, τον χειμώνα του 1890, να κατοικούν σε απόσταση ελάχιστων ωρών μεταξύ τους στην Αμερική, μεταξύ Οχάϊο και Σινσιννάτι, καθώς κι ο Τζέημς μετανάστευσε στην Αμερική.

Ο Τζέημς κάνει την πρώτη –επιστολική– κίνηση πληροφορώντας τον Λευκάδιο ότι είναι ο μικρότερος αδερφός του. Ο Λευκάδιος ανταπαντά ζητώντας πειστήρια και τεκμήρια της σχέσης τους· φωτογραφίες, θύμησες και μνήμες, σημάδια της ψυχής και του κορμιού. Στο απαντητικό γράμμα του Τζέημς, ο Λευκάδιος επιμένει, ρωτάει και ξαναρωτάει για τις αναμνήσεις από τη μάνα τους κι όταν ξαναγράφει στον Τζέημς, τον ρωτά πώς μπορεί να μη θυμάται το όμορφο, μελαχρινό πρόσωπο, με τα μεγάλα καστανά σαν του ελαφιού τα μάτια, που έσκυβε πάνω απ’ την κούνια του; πώς μπορεί να ξέχασε τη φωνή που κάθε νυχτιά τού εμάθαινε να σταυροκοπιέται, με τα τρία δάχτυλα, «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υιού καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», προτού να κοιμηθεί;

Μετά από κανα δυο γράμματα που αντάλλαξαν ακόμη, τον Γενάρη του 1890, δεν κατάφεραν να ιδωθούν από κοντά. Ο Λευκάδιος Χερν πήγαινε προς τον Γιάκουμο Κοϊζούμι.

“And you do not remember that dark and beautiful face, with large brown eyes like a wild deer’s, that used to bend above your cradle? You do not remember the voice which told you each night to cross your fingers after the old Greek orthodox fashion and utter the words – Eis to onoma tou patros kai tou Yiou kai tou ‘Agiou Pneumatos – ‘In the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Ghost!’ She made, or had made, three little wounds upon you when a baby, to place you according to her childish faith under the protection of those three powers, but especially that of Him for whom alone the nineteenth century still feels some reverence, the Lord and Giver of Life. And you know nothing about her? It is very strange.”

Ρίγος…

~·~

Ο πρόλογος του Τσβάϊχ βρίσκεται στη Νέα ζωή, περ. Γ, τόμ. VII, τ. 2, σ. 92-98 (4 Δεκέμβρη 1911) κι η αφήγηση για την αλληλογραφία των δύο αδερφών δημοσιεύτηκε τον Γενάρη του 1923, από τον Henry Tracy Kneeland, στο Atlantic Monthly (βλ. εδώ: http://www.lafcadiohearn.net/lafcadiosbrother/index.htm).
Πρώτη δημοσίευση: iliasmalevitis.wordpress.com

///

*

*

*