*
Το παρακάτω κείμενο του Ηλία Λάγιου, δημοσιεύτηκε στις «Επτά Ημέρες» της εφημερίδας Η Καθημερινή (Κυριακή, 12 Ιουνίου 2005) στο αφιέρωμα για τον Ιούλιο Βερν. Το αναδημοσιεύουμε εδώ για δύο λόγους. Ο απολύτως προφανής είναι για να τιμήσουμε την μνήμη του ποιητή († 5. 10. 2005), με ένα σχετικά άγνωστο-αδιάβαστο δοκιμιακό κείμενό του. Ο δεύτερος για να καταδείξουμε την άμεση ανάγκη για τη συγκέντρωση και έκδοση ―πέραν του σύνολου ποιητικού του έργου― του διασκορπισμένου δοκιμιακού του έργου. Ο Ηλίας Λάγιος δεν υπήρξε μόνον ένας δεινός αναγνώστης και ποιητής ξεχωριστός, μα, όπως φανερώνουν οι εισαγωγές του σε ποιητικά έργα (π. χ. Παλαμά, Γρυπάρη) ή έργα της παραλογοτεχνίας (Κόναν ο Βάρβαρος, Ταρζάν, Μικρός Ήρως, Ζορρό), οι βιβλιοκριτικές του, τα σκόρπια επικαιρικά ή μη γραπτά του, διέθετε ταυτόχρονα και τις σπάνιες αρετές ενός κοφτερού και πρωτότυπου κριτικού λόγου και στοχασμού.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
Ένας πατέρας χωρίς απογόνους
Ο 19ος αιώνας είναι αυτός της κατ’ ουσίαν διαμόρφωσης του Φανταστικού (όπως ο 20ός υπάρχει ως ο αιώνας της αποθέωσής του και ―πολύ φοβούμαι― ο 21ος προώρισται να καταστεί ο αντίστοιχος της εκπτώσεως, ου μην και της πτώσεώς του). Είναι η εκατονταετία του «Φραγκεστάιν» της Μαίρης Σέλλεϋ και των ιστορικών του Ναθαναήλ Χώθορν· των γοτθικών μικρογραφιών, αλλά και της μυστηριακής νουβέλας «Οι θαλασσινές περιπέτειες του Αρθούρου Γόρδονος Πιμ», του Εδγάρδου Άλαν Πόε· της «Παράξενης υποθέσεως του Δόκτορος Τζέκυλ και του κυρίου Χάϋντ» του Ροβέρτου Λουδοβίκου Στήβενσον και του «Δράκουλα» του Στόουκερ. Είναι ο καιρός των ρομαντικών ποιητών, οι οποίοι, από τον Πέρσιο Μπυς Σέλλεϋ έως τον Βίκτωρα Ουγκώ και από τον Γκαίτε έως τον Σολωμό περιδιαβαίνουν με οικειότητα την επικράτεια του Υπερφυσικού, του Τρόμου, του Εξώκοσμου· αλλά, παράλληλα, και ο καιρός όπου ο Αλέξανδρος Δουμάς πατήρ, ο Ονώριος ντε Μπαλζάκ, ο Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι και ο Γουλιέλμος ντε Μωπασάν θα περιπλανηθούν με θαυμασμό, έκπληξη, ελπίδα (ίσως και με απελπισία) τη χώρα του Φανταστικού. Είναι όμως, πρωτίστως, η εποχή κατά την οποία ο Ιούλιος Βερν (1828-1905) και ο, κατά πολύ νεώτερός του, Ε.(ρβέρτος) Γ.(εώργιος) Ουέλς (1866-19[4]6) θα διασταυρώσουν τα μυθιστορηματικά τους ξίφη σε μια μονομαχία, η οποία (με φυσικόν και αναγκαίο και αναμενόμενο νικητή τον δεύτερο) δια του αποτελέσματός της χάραξε οριστικό και αμετακλήτως τον ανάντη δρόμο του Φανταστικού. Όμως (να μην ξεχνιόμαστε) εδώ το θέμα μας είναι ο «Πατέρας της επιστημονικής Φαντασίας» κ. Ιούλιος.
«Αρνητική ύλη»
«Πατέρας της επιστημονικής Φαντασίας» ― σπανίως, πολύ σπανίως λόγια τόσο δικαιολογημένα και δίκαια ηχούν έτσι ειρωνικά. Γιατί όσο είναι αληθές ότι ο Βερν «προείπε» επιστημονικές επιτεύξεις του μέλλοντος στο δικό του παρόν (επιτεύξεις, έννοιες ―και αρκετές― των οποίων, μέχρι τώρα υλοποιήθηκαν ― έστω αν και όχι ακριβώς δια των «τεχνολογικών» προτάσεων του συγγραφέως) τόσον αληθέστερον το ότι η βέρνειος οικουμένη συνιστά την «αρνητική ύλη», εκείνης του Φανταστικού ― μιαν οικουμένη την οποία (πιθανότατον) ηγάπησαν και (σίγουρα) κατοίκησαν ο Ουέλς και το σύνολο (σχεδόν, τουλάχιστον) των μετέπειτα συγγραφέων της Επιστημονικής Φαντασίας. Να πώς ο Βερν βρέθηκε ένας γενάρχης χωρίς απογόνους, ένας πατέρας αλλά άτεκνος, εν ταις λέξεσι τιμημένος και εν τοις πράγμασι αποκηρυγμένος. Για να το εξηγήσουμε αυτό οφείλουμε να αναρωτηθούμε: τι το Φανταστικό; Και πώς ο Βερν τ’ αντίθετό του;
Λοιπόν, το Φανταστικό γεννάται ταυτοχρόνως και σε κατ’ ευθείαν αντιδιαστολή ως προς το Αστικό Μυθιστόρημα ― η δομή τους συνήθως συμπίπτει αλλά η προσήμανσή τους είναι αντίθετος, αντιστικτική. Γιατί, αν το Αστικό Μυθιστόρημα καταγράφει, ταξινομεί και πιστοποιεί την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την αποδιάρθρωση των παραδοσιακών και πανάρχαιων κοινωνικών δομών, την αλλοτρίωση του Ανθρώπου και τον βέβηλο θάνατο του Ιερού ― αυτά ακριβώς σαρκάζει, αρνείται και αποπειράται να εκμηδενίσει το Φανταστικό, χρησιμοποιώντας παν το δυνατόν ως όπλο: τους αρχαϊκούς Μύθους, τους καταγωγικούς τρόμους, το όνειρο, τη «δαιμονοποίηση» της Επιστήμης, την προβολή της μέλλουσας δυστοπίας. Το Φανταστικό επιχειρεί να αρθρώσει μια νέα Θεολογία (πάντα, όμως ατομική), μια Θεολογία η οποία με σύγχρονη γλώσσα θα υποκαταστήσει δια της εντέχνου υφάνσεώς της τον ξεσκισμένο βιαίως ―αλλά φυσικό― ιστό του Ιερού. Και ποια η θέση του Ιουλίου Βερν;
Ματαιωμένα ταξίδια
Παρατηρούμε στον Βερν μια, σχεδόν, φοβική αποστροφή για το «Υπερφυσικό», μια αποστροφή η οποία αγγίζει τον παροξυσμό. Ο κύριος Ιούλιος θα μπορούσε, εάν αδιαφορούσε, να το αγνοήσει ― τουναντίον, επανέρχεται σε αυτό συνεχώς για να το απορρίψει, να το διακωμωδήσει, να το χλευάσει, με μια αρρωστημένη εμμονή που μας θυμίζει τη γλώσσα που σέρνεται «παίζοντας» με το πονεμένο δόντι. Στον εύτακτο κόσμο του (ή καλύτερα, στον κόσμο του, τον οποίο θα ήθελε εύτακτο) αναγνωρίζεται δικαίωμα ύπαρξης μόνον σε ό,τι μπορεί να αναγνωριστεί, να μετρηθεί, να ταξινομηθεί. Καλωσορίζει κάθε φυσικό φαινόμενο, όσο σπάνιο και αδόκητο, κάθε τεχνικό επίτευγμα, όσο εξεζητημένο αλλά, ίσαμε κει. Ό,τι παραβαίνει τους αιώνιους και απαρασάλευτους νόμους, την τάξη του κόσμου, απορρίπτεται και στιγματίζεται. Και διόλου παράξενο, μεγάλο μέρος των «Φανταστικών Ταξιδιών» διαβάζεται, υποχρεωτικώς θα έλεγα, ως ματαιωμένα ταξίδια στο Φανταστικό.
Ας θυμηθούμε το «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα» να ξεκινά με την εξαγγελία της ελεύσεως του εγκάτου ωκεανείου τέρατος, του μυθικού Λεβιάθαν ― όμως μην καρδιοχτυπάτε, ο συγγραφέας μας θα σπεύσει να μας καθησυχάσει, ενημερώνοντάς μας ότι δεν πρόκειται περί ανομίας της αβύσσου παρά περί ηλεκτροκινήτου υποβρυχίου. Θυμηθείτε τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες, τους θρύλους να μαστιγώνονται αλύπητα από το «ταμπού» των Μαορί το οποίο εμπαίζει ο Παγανέλης στα «Τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ» (1867-1868), στα ξόανα των ιθαγενών του Βεριγγείου που διασύρονται στο «Καίσαρ Κασκαμπέλ», από τον ομώνυμο ήρωα και, έως την «προσευχομένη άρκτο» της «Διαθήκης ενός εκκεντρικού», η οποία αποδεικνύεται βοσκός με αρκουδοτόμαρο. Θα πρότεινα ακόμη, τη «Σφίγγα των πάγων» ως το πιο γλαφυρό παράδειγμα του εξορθολογισμού των πάντων που επιχειρεί ο Βερν και θα είχα δίκιο αν δεν υπήρχε το παρόν βιβλίο. Γιατί, στη «Σφίγγα των πάγων» ο συγγραφέας μας αποτίοντας φόρο τιμής στον Εδγάρδο Άλαν Πόε, συνέχισε, επεξήγησε, «τακτοποίησε» και γείωσε τις «Θαλασσινές περιπέτειες του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ από το Νάντακετ» παραδιορθώνοντας ένα βιβλίο υπαρκτό ― στον «Πύργο των Καρπαθίων», σε μία από αυτές τις χρονικές αναστροφές και τα πρωθύστερα που, κάποτε κάποτε, αγαπά η Λογοτεχνία (ή την αγαπούν), θα παρωδήσει ένα μυθιστόρημα δημοσιευμένο πέντε χρόνια μετά το δικό του. Θα επανέλθω, αφού επιχειρήσω τον βέρνειο ρασιοναλισμό.
Ο αέρας του Διαφωτισμού
Το πρώτο που ανακαλώ είναι το ότι ο Βερν είναι Καθολικός, ένας καλός συντηρητικός Καθολικός. Όμως, η ποιότητα της πίστης του έχει προσδιοριστεί από τον χώρο και τον χρόνο του, η θετικιστική προσήμανση της Γαλλίας του τον έχει σημαδέψει και προσδιορίσει ανεπανόρθωτα. Χριστιανός, με πρόσωπο στραμμένο προς την Αγία Έδρα, συμφωνούμε, αλλά τα πόδια του πατούν στο χώμα της Εγκυκλοπαιδείας και τα πνευμόνια του ανασαίνουν τον αέρα του Διαφωτισμού. Παρά τις γονυκλισίες του ο Βερν είναι Γάλλος του δεύτερου ημίσεος του 19ου αιώνος, γέννημα θρέμμα της λαϊκής παιδείας και του λαϊκού κράτους, οι αναφορές του δεν απαντώνται στην Κατήχηση και στα συναξάρια, αλλά στον Ορθό Λόγο και στα εγχειρίδια φυσικομαθηματικών. Ο Θεός του είναι ένα υβρίδιο πατρογονικών πεποιθήσεων και Μεγάλου Τέκτονος, με επικρατήσαντα χαρακτηριστικά αυτά ενός εκ-των-άνω-και-έξωθεν-Δημιουργού. Έντιμος μπουρζουάς, ο Κύριος αυτής της οικουμένης έδωσε τον λόγο του, καθόρισε τους όρους του παιχνιδιού και δεν τους παίρνει πίσω ― τίποτε αντικανονικό δεν διαταράσσει την τάξη, το υπερφυσικό, η εκτροπή έχει εξοβελιστεί. Ο Βερν υφίσταται τον εγκλεισμό στην άγονη περιοχή του γαλλικού πνεύματος, την περιοχή η οποία στη δύναμή της έδωσε στον Μπαλζάκ και τον Ουγκώ για να εξαντληθεί μια έρημη χώρα τα όρια της οποίας θα αμφισβητήσουν ο Ρεμπώ και ο Μαλλαρμέ (από «αριστερά και δεξιά») ― και, μιας και μιλάμε για Καθολικισμό, μέσω αυτών, ο Πεγκύ και ο Κλωντέλ.
Η βέρνειος οικουμένη
Ο Βερν αρθρώνει μια ενδελεχή αφήγηση του δημιουργήματός του, μέσω του συνδυασμού ενός θετικιστικού τρόπου ανάπτυξης του μύθου και μιας, ρομαντικής ως προς τον χειρισμό της ηθικής ποιότητος, αποτυπώσεως της καταγωγικής επιταγής του. «Τα φανταστικά ταξίδια», η βέρνειος οικουμένη, είναι μια χαριτωμένη, ανώδυνη και σύνολος άθροιση ενός ανεστραμμένου ειδώλου του κόσμου, και ο παραμορφωτικός κατοπτρισμός του σε έναν απροσδόκητο καθρέπτη: ο ρεαλισμός κωδικοποιείται σε υπερνατουραλισμό για να αποδοθεί ως, ολίγον κατ’ ολίγον, παραποίηση και επαναδιαπραγμάτευση του πραγματικού. Ο Βερν, τυπικώς παρουσιάζει ένα έργο στο οποίο συνυπάρχουν αθροιστικά οι δυνατές εκφάνσεις της αστικής ηθογραφίας και του, συνακόλουθου, εξωτισμού της με την αποκάλυψη (και, είναι αυτή η λέξη, ό,τι εγγύτερον της μεταφυσικής απαντούμε σε αυτόν) ενός ποζιτιβιστικού μοντέλου όπου η επιστήμη και οι πιθανές διαπορθμεύσεις και διαπιστεύσεις της αναπληρώνουν και, υποτίθεται, θεραπεύουν την κατηγορική επιλογή της απουσίας του Υπερφυσικού.
Νέμο, ο τραγικός
Στον Βερν το Φανταστικό είναι παράπλευρο της «αντικειμενικής» ιστόρησης του περιβάλλοντος ― αν δεν είναι η ίδια η «αντικειμενική» ιστόρηση. Και, όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από αυτό, τόσο πλησιάζουμε ένα τραυλό συλλαβισμό της Παραλογοτεχνίας. Όταν, όσον και αφού ο Βερν αφίσταται του Φανταστικού, σχηματίζεται το πρόσωπο της γεωγραφικής περιπέτειας. Αλλά, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς, η σκέδαση στον χώρο είναι απλή διασκέδαση. Από το «Από τη Γη στη Σελήνη» και τον «Ροβύρο τον Κατακτητή» έως τον «Ματία Σαντόρφ» και τους «Αδελφούς Κιπ», ακούμε ένα ψέλλισμα διαδοχικών και αλόγιστων εναλλαγών του δραματικού, του κωμικού και της μέσης κατάστασης. Και αν, καθώς αρμόζει σε ένα συγγραφέα της εθνικότητος, της τάξης του και του καιρού του, ο Βερν αναφέρεται στον Λόγο μην ανησυχείτε: αυτός ο Λόγος μακράν πολύ του τραύματος κείται. Θα χρειαστεί η γοτθική, υπαρκτικώς χαίνουσα φιγούρα του πλοιάρχου Νέμο στο «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα» και ο άπελπις αγώνας προς το νίκος του θανάτου στον «Πύργο των Καρπαθίων» για να αισθανθούμε ότι, έστω, ψαύουμε το τραγικό. Αρκούν όμως αυτές οι διάττουσες εκλάμψεις για να πιστωθεί, με αξία το έργο του Βερν;
Ίσως ναι, είναι η απάντηση. Αλλά, θα ήταν άδικο να μην προσθέσουμε στα προτερήματά του μια σειρά ηρώων, οι οποίοι αρνούμενοι μην μπορώντας να είναι χαρακτήρες συναπαρτίζουν ένα θαυμάσιο πάνελ τύπων. Ο Παγανέλης, ο Καίσαρ Κασκαμπέλ και ο Τηλεγραφόξυλος, ο Έκτωρ Σερβαντάκ, ο Μιχαήλ Αρντάν και ο Μπάρμπικαν, οι Πεσκάντ και Ματιφού, ο Κύρος Σμιθ και ο Γεδεών Σπίλλετ (όχι όμως ο Άϋρτον ― εδώ κάτι βαθύτερο σπαράζει) μια πινακοθήκη αγαπημένων και ανακουφιστικών προσώπων χωρίς παρελθόν και μέλλον, εγκιβωτισμένων στον μύθο. Εφόσον και χάριν αυτού πλασμένων. Και ακόμη η ψυχαγωγία του Βερν, με την τριπλή σημασία της: την αναψυχή και τη διασκέδαση, την αγωγή της ψυχής, το γράψιμο στο διάστιχο του κειμένου (ο διττός υπομνηματισμός του βερνείου έργου: πραγματολογικός και ονειρικός).
Και, μαζί, η μόνη δυνατή και σαφής και απέριττη ―πάντα διττή― ανάγνωσή του με λογισμό και ανάμνηση.
Πηγή: «Επτά Ημέρες¨, Η Καθημερινή, Κυριακή 12 Ιουνίου 2005, σ. 14-17
*
*
