*
ΤΑ ΞΥΛΑ
Θυμάμαι
μικροί που θυσιάζαμε τον χρόνο μας
στα δέντρα, αυτούς τους εύθραυστους θεούς
που ακόμα κι όταν θύμωναν
παρέμεναν στον τόπο μας γονείς ή φίλοι.
Μα τι συνέβη;
Θυμήσου το καλύβι που έχτισες
τον έρωτα που χάραξες στον σώμα ενός·
θαρρώ δεν ήταν άλλο
πλην τρόποι για να πεις πώς πέθανε ο θεός
με τούτες τις μικρές αυτοχειρίες.
///
ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΑΝΤΟΥ
Δεσμεύομαι
θυσιάζομαι σαν άλλος Προμηθεύς.
Εκλέγομαι και γεύομαι,
μες στην πορφύρα, με το Κράτος και τη Βία,
θεόσταλτα εισαγόμενη αμβροσία·
γίνομαι τότε κύκνος, βιάζω τον εαυτό μου
–αισίως στη δεκάτη μου θητεία–
για ν’ αποδιώξω τη δυσβάσταχτή μου ανία
και ζήσω όπως προρρήθηκε: σεπτός Επιμηθεύς.
///
ΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Αθήνα
εύμορφη νύμφη στα σκοτάδια
τα φώτα της μητρόπολης αχλάδια
που δρόσιζαν τον ουρανίσκο
στα τέλη του όγδοου μήνα.
Και μες στα διψασμένα φύλλα
στοιχειά και στίχοι του Ευριπίδη,
φωνή μιας σάρκας τετραπέρατης:
«Μην την κοιτάζεις μόνο· μίλα!»
Τιμή στη μαύρη πέτρα της
και στο μεταλλαγμένο μύδι.
Αθήνα, θίνα της θαλάσσης!
(άκαιρη καθαρεύουσα:
ο επίλογος της πλάσης.)
///
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΚΡΥΦΟΙ ΕΡΩΤΕΣ
Αγαπημένο βοριαδάκι
το βράδυ που την ξαναείδα
το σώμα μου ήταν υγιές.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ
*
*
*

