*
Μια απάντηση, ένα τηλεφώνημα. Οτιδήποτε για να καταλάβει, ένα sms έστω. Οι τελευταίες ώρες αυτής της άχαρης αναμονής. Μέχρι το μεσημέρι θα ’χεις νέα μου, της είχε πει. Προσπάθησε να καταλάβει απ’ το ύφος του· τον τόνο της φωνής· το βάδισμά του καθώς απομακρυνόταν. Αν αλήθεια το ήθελε ή απλώς υποκρινόταν. Δεν τα κατάφερε. Τον άκουσε να βγαίνει τραβώντας μαλακά την πόρτα. Απ’ το παράθυρο τον είδε να απομακρύνεται καθώς ψιλόβρεχε κι αμέσως τον ένιωσε πολύ μακριά. Ή έτσι φάνηκε. Μπορεί κι όχι. Έδειχνε να ‘χει αλλάξει όχι μόνο η φωνή και το περπάτημά του. Το πρόσωπο κι η έκφρασή του ήταν αλλιώτικα. Ακόμη και τα γένια. Είχε απότομα μεγαλώσει, όπως διακρίνει εύκολα κανείς βλέποντας παλιές φωτογραφίες (εδώ είσαι εσύ;). Απλώς αυτός διαφορετικός σ’ όλα πήρε ύψος την άνοιξη. Τα περισσότερα αγόρια ψηλώνουν καλοκαίρι.
Ήταν δική του ιδέα; Δική της; Δεν θυμάται· μάλλον δική της. Πάντως, είπε ναι αμέσως. Τί σημασία μπορεί να ’χει αφού θέλουν κι οι δυο. Δεν το είχε πει σε κανένα, δεν ήθελε να την γρουσουζέψουν. Αν η απάντηση ήταν η επιθυμητή θα το ’λεγε στην αδελφή του. Μέχρι τότε το κρατούσε κρυφό απ’ όλους. Είχε υπολογίσει τί να πάρει μαζί και τί να αφήσει. Τα ’χε γράψει και τα ’χε χωρίσει στο μυαλό της, σε ομάδες. Είχε αποφασίσει να αγοράσει και μερικά πράγματα, να αντικαταστήσει όσα θα ’μεναν πίσω. Είχε βρει κιόλας το κρεβάτι. Έμενε μόνο η απάντηση.
Αν απαντούσα. Να απαντούσα. Πόσα να προλάβαινα από την παραλία έως την στάση. Αν διάλεγα τρένο θα ’χα περισσότερο χρόνο. Ας έπαιρνα το πούλμαν. Να ήταν πιο κοντά, με μηχανή αναμμένη, πόρτες ανοιχτές, σκονισμένα τζάμια. Αν περίμενε. Ίσα που να προλάβαινα να κάτσω στην τελευταία σειρά, ψηλότερα από τις άλλες θέσεις· με τα πόδια να κρέμονται. Να βλέπουν όλοι τα χείλη να ανοιγοκλείνουν. Να μη μιλάω. Αν ήταν αυτή λύση ας πήγαινα με τρένο. Να περιμένω; Αν βρω τις κινήσεις που κάνουν τα χείλη μου. Πότε κλείνουν, για πόσο; Με τί ήχο; Να τα υγραίνω κάπου κάπου να μην σκάνε από τη σκόνη και τη ζέστη. Να μην ακούγονται τα τζιτζίκια. Αν ανοιγόκλειναν κι αυτά μόνο το στόμα, δεν θα ξυπνούσε. Αν δεν μ’ έβλεπε να φεύγω, δεν θα ρωτούσε. Να μπορώ να πω όλα όσα θέλω. Άχρηστη αν ήταν η ερώτηση. Αν μόνο τον άκουγα ξεσκέπαστο να λαγοκοιμάται, αν άνοιγε τα μάτια να διώξει τη μύγα απ’ το ρουθούνι. Θα ήξερα ακριβώς, τί να πω χωρίς να κλείσω την κουρτίνα. Να έδιωχνε ο δυνατός ήλιος τη μύγα. Αν δεν ξυπνούσε. Αν όλα αυτά είναι στο μυαλό μου. Να ανοιγόκλεινε κάποιος τα χείλη του, να διαβάσω και να καταλάβω. Ποιος μπορεί να βασίζεται στους άλλους; Τί να περιμένει; Αν βάλω το μυαλό και σκεφτώ. Να βρω μόνη την απάντηση που χρειάζομαι. Να τη σημειώσω λέξη-λέξη σε ένα μικρό φύλλο χαρτιού, με δυσανάγνωστα γράμματα-ψείρες. Από την ατζέντα του Χόντου που έχω αχρησιμοποίητη στη τσάντα από πέρυσι. Ήθελα πάντα να γράψω τους καλοκαιρινούς μήνες. Ένα οδηγό χρήσιμων οδηγό απαντήσεων, να προσφεύγω σ’ αυτές στην πρώτη ανάγκη. Απαντήσεις ορφανές, χωρίς ερώτηση.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΝΤΖΗΡΑΣ
*
*
*
