Όλος ο κόσμος μια σκηνή

*

— Νέλληηηη! Νέλληηηη!

Τους κοιτούσαμε, καθισμένοι εμείς στα τραπέζια μας, τρώγοντας το φαγητό μας, πίνοντας το αναψυκτικό μας, λες και ήταν ηθοποιοί εκείνοι που έπαιζαν σε ένα υπαίθριο θέατρο και εμείς θεατές που είχαμε έρθει να δούμε ένα θέαμα μετά μεσημεριανού φαγητού. Μόνο που δεν ήταν διασκεδαστικό. Δεν ήταν κατάλληλο για τόσο ευχάριστη καλοκαιρινή μέρα. Δεν ήταν κωμωδία ούτε επιθεώρηση.

— Νέλληηηη! Νέλληηηη! φώναζαν με τρόπο σπαρακτικό και καταλάβαμε ότι είχαν χάσει το παιδί τους.

Ήμασταν σε μια μικρή πλατεία απ’ την οποία ξεκινούσαν πέντε δρόμοι: οι δυο οδηγούσαν στη λεωφόρο με τα αυτοκίνητα και την κίνηση, οι άλλοι τρεις προς την παλιά πόλη που ήταν όλη πεζοδρομημένη αλλά γεμάτη με κόσμο, κυρίως με τουρίστες αλλά και ντόπιους που είχαν έρθει να ψωνίσουν στη λαϊκή.

Ήρθε ο πατέρας με αγωνία και ελπίδα να μας ρωτήσει έναν-έναν στα τραπέζια των διαφόρων εστιατορίων αν είχαμε δει ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρονών με ξανθά μαλλιά, ροζ μπλουζάκι και τζην βερμούδα και ένας-ένας οι θεατές του απαντήσαμε όχι αλλά αν τη βλέπαμε θα την κρατούσαμε κοντά μας τη Νέλλη μέχρι να έρθει ο ίδιος ή η γυναίκα του να την ζητήσουν.

Έφυγε ο άνθρωπος αναψοκοκκινισμένος, με τον φόβο και την ενοχή στο βλέμμα του. Με τον φόβο ότι μπορεί ποτέ να μην ξανάβλεπε το παιδί του που ίσως το είχε χτυπήσει αυτοκίνητο ή το είχε αρπάξει κάποιος με κακούς σκοπούς. Με την ενοχή ότι δεν είχε υπάρξει αρκετά προσεκτικός και την είχε χάσει τη μικρή από τα μάτια του.

— Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τόσο τρομαγμένους ανθρώπους, είπε ο άντρας μου σαν νά ’λεγε «παίζουν, όμως, πολύ φυσικά».

— Νέλληηηη! Νέλληηηη! Σαν επίκληση, σαν διαταγή, σαν ανυπόμονη ψαλμωδία ή σαν προσευχή, επαναλαμβανόταν κάθε τόσο η κραυγή και οι θεατές, εμείς, την περιμέναμε να διακόψει τις σκέψεις μας. Μέσα μας την λέγαμε και οι ίδιοι λες και ήμασταν μέλη του χορού μιας αρχαίας τραγωδίας. Οι γονείς του χαμένου κοριτσιού δεν ήξεραν ότι ήταν πρωταγωνιστές σ’αυτό το έργο, μέσα στην παραζάλη τους δεν είχαν καταλάβει πως όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω τους.

Μη μπορώντας να μένουμε άλλο άπρακτοι, κι εμείς οι θεατές σηκωθήκαμε από τις καρέκλες μας, χωριστήκαμε σε ομάδες και κατευθυνθήκαμε προς όλους τους δρόμους για να βρούμε το ξανθό κοριτσάκι που δεν το γνωρίζαμε αλλά τώρα πια είχε γίνει ηρωίδα παραμυθιού. Κι αν την πήρε ο δράκος στο παλάτι του να την μεταμορφώσει σε αράχνη; Κι αν την έσυρε η μάγισσα στη σκοτεινή σπηλιά της να την κάνει υπηρέτριά της;

— Νέλληηηη! Νέλληηηη! φώναζε η μαμά της με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια της.

— Νέλληηηη! Νέλληηηη! επανέλαβε κοροϊδευτικά ένας περαστικός που δεν είχε ιδέα για το δράμα, το οποίο παιζόταν εκείνη τη στιγμή. Ήταν σαν να ήθελε να επιτιμήσει τη γυναίκα που φώναζε τόσο δυνατά και ενοχλούσε τον περίγυρο.

— Έχουμε χάσει την κόρη μας, του είπε εκείνη και καταλάβαμε ότι η φωνή της είχε πάρει κάτι υστερικό. Σε λίγο η μητέρα θα παραφρονούσε εκεί μπροστά μας, θα έχανε τα λογικά της.

— Ε καλά, μην κάνετε έτσι, απάντησε ο περαστικός. Θα την ξαναβρείτε.

Σ’ εκείνο το σημείο όλοι οι θεατές νοιώσαμε μια οργή ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι μας, θέλαμε να τον δείρουμε αυτόν τον αναίσθητο. Ο συγγραφέας δεν έπρεπε νά  ’χει γράψει τέτοιο ρόλο.

Από τις διάφορες σποραδικές φράσεις που ακούγαμε, συμπεράναμε ότι η Νέλλη με τους γονείς της ήταν τουρίστες. Είχαν μόλις τελειώσει το φαγητό τους στο απέναντι εστιατόριο και είχαν βγει στη μικρή πλατεία για να συνεχίσουν τις βόλτες τους στην πόλη. Μέχρι να προλάβουν να προσανατολιστούν, να σκεφτούν προς τα πού ήθελαν να πάνε, η μικρή είχε εξαφανιστεί.

— Νέλληηηη! Νέλληηηη!

Η κραυγή είχε αρχίσει να μας ενοχλεί κι εμάς. Η πλοκή του έργου καταντούσε μονότονη. Κάτι έπρεπε να γίνει. Οι «ηθοποιοί» ζούσαν μια αγωνία χωρίς τέλος που τους έκανε να τρέχουν σπασμωδικά πάνω-κάτω χωρίς αποτέλεσμα, επιστρέφοντας στα ίδια σημεία απ’ όπου είχαν ήδη περάσει πολλές φορές. Οι «θεατές» είχαν αρχίσει να βαριούνται, η υπόθεση άγγιζε πλέον τα όρια της πλήξης. Ας επενέβαινε επιτέλους η αστυνομία ή ένα πρόσωπο που γνώριζε κάτι για την τύχη της μικρής ή κάποιος από μηχανής θεός τέλος πάντων.

Και ενώ τα σκεφτόμασταν όλ’ αυτά νοιώθοντας ότι υπήρχε κάποιο κενό στη ροή του έργου, και ενώ οι γονείς κυλούσαν όλο και πιο πολύ προς την απόγνωση και την παράνοια, είδαμε ξαφνικά τη Νέλλη να ξεπροβάλλει από κάπου, φρέσκια-φρέσκια, χωρίς σημάδια κακουχίας, χωρίς να έχει πάρει είδηση ότι είχε προκαλέσει κάποιου είδους αναστάτωση. Στεκόταν έξω από το εστιατόριο όπου την είχαν χάσει οι γονείς της και τους αναζητούσε με το βλέμμα. Εκείνοι κάποια στιγμή την είδαν και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ήταν αληθινή ή ήταν οπτασία; Μήπως η φαντασία τους γεννούσε αντικατοπτρισμούς; Το παιδί τους ήταν εκεί, σώο μπροστά τους, δεν έμοιαζε ταλαιπωρημένο ούτε βασανισμένο. Δεν έμοιαζε καν φοβισμένο. Το πήραν στην αγκαλιά τους, το έπνιξαν στα φιλιά ενώ η πλατεία ξεσπούσε σ’ ένα αυθόρμητο χειροκρότημα ανακούφισης που επιτέλους αυτό το γεμάτο αγωνία έργο είχε τελειώσει.

Οι θεατές σηκωθήκαμε από τις θέσεις μας, αφήνοντας τα πιάτα και τα ποτήρια μας, και πλησιάσαμε τη μικρή πρωταγωνίστρια θέλοντας να μάθουμε τι είχε συμβεί.

— Είχα πάει στην τουαλέτα, είπε το κοριτσάκι απορώντας με το ενδιαφέρον όλων αυτών των αγνώστων που το είχαν περικυκλώσει.

Την ώρα που οι γονείς της έβγαιναν από το εστιατόριο, η Νέλλη, θεωρώντας ότι ήταν αρκετά μεγάλη και ότι δεν χρειαζόταν να δώσει λογαριασμό για τις κινήσεις της, είχε δει την τουαλέτα του εστιατορίου και είχε μπει μέσα. Είχε μείνει πραγματικά τόση πολλή ώρα εκεί ή ήταν απλώς ένα παιχνίδι του μυαλού μας, ένα συγγραφικό ή σκηνοθετικό τέχνασμα που μας είχε κάνει να πιστέψουμε πως είχαν περάσει ατέλειωτες ώρες; Όπως και να ’χε το πράγμα, χειροκροτήσαμε για άλλη μια φορά με ενθουσιασμό τη Νέλλη αλλά και τους γονείς της που έλαμπαν πανευτυχείς έχοντας ξαναβρεί το κοριτσάκι τους.

ΛΗΤΩ ΣΕΪΖΑΝΗ

*

*