*
— Νέλληηηη! Νέλληηηη!
Τους κοιτούσαμε, καθισμένοι εμείς στα τραπέζια μας, τρώγοντας το φαγητό μας, πίνοντας το αναψυκτικό μας, λες και ήταν ηθοποιοί εκείνοι που έπαιζαν σε ένα υπαίθριο θέατρο και εμείς θεατές που είχαμε έρθει να δούμε ένα θέαμα μετά μεσημεριανού φαγητού. Μόνο που δεν ήταν διασκεδαστικό. Δεν ήταν κατάλληλο για τόσο ευχάριστη καλοκαιρινή μέρα. Δεν ήταν κωμωδία ούτε επιθεώρηση.
— Νέλληηηη! Νέλληηηη! φώναζαν με τρόπο σπαρακτικό και καταλάβαμε ότι είχαν χάσει το παιδί τους.
Ήμασταν σε μια μικρή πλατεία απ’ την οποία ξεκινούσαν πέντε δρόμοι: οι δυο οδηγούσαν στη λεωφόρο με τα αυτοκίνητα και την κίνηση, οι άλλοι τρεις προς την παλιά πόλη που ήταν όλη πεζοδρομημένη αλλά γεμάτη με κόσμο, κυρίως με τουρίστες αλλά και ντόπιους που είχαν έρθει να ψωνίσουν στη λαϊκή.
Ήρθε ο πατέρας με αγωνία και ελπίδα να μας ρωτήσει έναν-έναν στα τραπέζια των διαφόρων εστιατορίων αν είχαμε δει ένα κοριτσάκι τεσσάρων χρονών με ξανθά μαλλιά, ροζ μπλουζάκι και τζην βερμούδα και ένας-ένας οι θεατές του απαντήσαμε όχι αλλά αν τη βλέπαμε θα την κρατούσαμε κοντά μας τη Νέλλη μέχρι να έρθει ο ίδιος ή η γυναίκα του να την ζητήσουν.
Έφυγε ο άνθρωπος αναψοκοκκινισμένος, με τον φόβο και την ενοχή στο βλέμμα του. Με τον φόβο ότι μπορεί ποτέ να μην ξανάβλεπε το παιδί του που ίσως το είχε χτυπήσει αυτοκίνητο ή το είχε αρπάξει κάποιος με κακούς σκοπούς. Με την ενοχή ότι δεν είχε υπάρξει αρκετά προσεκτικός και την είχε χάσει τη μικρή από τα μάτια του. (περισσότερα…)
