Θεσσαλονίκη: Ρωμαϊκὸ καὶ παλαιοχριστιανικὸ παρελθόν

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια:  Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Οἱ πολλοὶ ἔρχονται στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ δοῦνε τὴν Ἔκθεση.[1] Οἱ λίγοι γιὰ νὰ δοῦνε τὰ μνημεῖα.[2]

Χτισμένη στὰ 315 π.Χ. ἀπὸ τὸ βασιλιὰ τῆς Μακεδονίας τὸν Κάσσανδρο, ποὺ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας του κι ἀδερφῆς τοῦ Μεγαλέξαντρου, πέρασε στοὺς εἰκοσιτρεῖς αἰῶνες τῆς ζωῆς της ἡ «Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ» ὅλες τὶς περιπέτειες τοῦ Ἔθνους. Πόλη τοῦ ἑλληνιστικοῦ βασιλείου τῆς Μακεδονίας. Πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς ὁμώνυμης ἐπαρχίας. «Εὐανδροῦσα»[3] μεγάπολη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τότε εἶναι ποὺ βρίσκεται στὴ μεγαλύτερη ἀκμή της. Κέντρο πολιτικῆς, στρατιωτικῆς καὶ πολιτιστικῆς σημασίας δέχεται τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀβαροσλάβων, τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Σέρβων, κυριεύεται προσωρινὰ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, τοὺς Νορμανδοὺς καὶ τοὺς λατίνους Σταυροφόρους,  γιὰ νὰ μπεῖ τὸ 1430, ἀκολουθώντας τὴ μοίρα ὁλάκερου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὴ μακρόχρονη τουρκικὴ σκλαβιά, ἀπ’ ὅπου δὲ θὰ λυτρωθεῖ παρὰ μόλις τὸ 1912.

Μιὰ τέτοια πολυκύμαντη ἱστορία εἶναι φυσικὸ νά ’χει ἀφήσει βαθιὰ τὰ χνάρια της στὴ Θεσσαλονίκη. Μνημεῖα, κατάλοιπα ὅλων τῶν ἱστορικῶν περιόδων της, εἶναι σκόρπια σ’ ὁλάκερη τὴν πολιτεία.

Κάτι παράξενο νιώθεις σὰν ἀφήνεις τὸν πολύχρωμο καὶ πολύβουο κόσμο τῆς σύγχρονης Θεσσαλονίκης καὶ τῆς Ἔκθεσης καὶ πλησιάζεις τὴ σιωπὴ τοῦ μνημείου.

Σὰ νὰ παθαίνεις σιγά-σιγὰ μιὰν ἀποτοξίνωση ἀπὸ τὴ ματαιότητα τῆς μπίζνες καὶ νὰ ὑψώνεσαι σὲ μιὰ σφαίρα ἀνώτερη. Ἀποχτᾶς μιὰ καινούργια ὅραση. Βλέπεις τὰ πάντα μέσ’ ἀπὸ τὰ κρύσταλλα τῆς Ἱστορίας. Ἡ σιωπὴ αἰώνων στάζει λίγη-λίγη μέσα σου καὶ σὲ μεταμορφώνει.

***

Παράμερα ἀπὸ τὴ μεγάλη κίνηση τῆς Ἐγνατίας, τοῦ παλιοῦ ρωμαϊκοῦ δρόμου ποὺ ἕνωνε τὴν Ἀδριατικὴ μὲ τὴ Θεσσαλονίκη, κι ἀργότερα μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη, στέκει ἡ ἁψίδα τοῦ Γαλερίου. Ἄνθρωποι κι αὐτοκίνητα περνοῦνε πιὸ πέρα, δίχως νὰ τῆς δίνουνε καμιὰ σημασία.  Εἶμαι ὁ μόνος ποὺ στέκει καὶ κοιτάζει τὶς φθαρμένες μαρμάρινες μορφὲς ποὺ σκεπάζουν τὰ «ποδαρικά» της.

Ὁ Γαλέριος ἤτανε γαμπρὸς καὶ συνάρχοντας τοῦ Διοκλητιανοῦ.[4] Ὅταν γύρισε ἀπὸ τὴ νικηφόρα ἐκστρατεία του ἐνάντια στοὺς Πέρσες, τὸ 297 μ.Χ., ἔχτισε τούτη τὴν ἁψίδα γιὰ νὰ θυμίζει στοὺς κατοπινοὺς τὴ νίκη του. Ὁ χρόνος τὴν ἔχει ἀκρωτηριάσει. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεγάλη καμάρα της δὲν ἀπομένει παρὰ ἕνα κομμάτι ποὺ ἁπλώνεται πάνω ἀπὸ τὸ δρόμο σὰν κομμένο χέρι. Σχεδὸν αἰστάνεσαι τὸν πόνο τοῦ μνημείου.

Οἱ φιγοῦρες ποὺ μυρμηγκιάζουνε στὰ βάθρα, χωρισμένες ὁριζόντια σὲ τέσσερεις ζῶνες,  ἔχουνε τὰ στιβαρὰ κορμιὰ τῶν πολεμιστῶν τῆς ἐποχῆς καὶ τὶς βαριές, ἄκομψες κινήσεις τους. Εἶναι στριμωγμένες ἡ μιὰ δίπλα στὴν ἄλλη, πολλὲς φορὲς σὲ δυὸ ἀλλεπάλληλες σειρές. Στὸ βάθος μικρογραφίες πόλεων καὶ δέντρα. Εἶν’ ἡ ἀνατολίτικη ἐπίδραση ποὺ ἀρχίζει νὰ ξαπλώνεται πάνω στὴ ρωμαϊκὴ τέχνη ἐκεῖνα τὰ χρόνια. Ἀπὸ τοῦτο τὸ ἀνακάτωμα θὰ βγεῖ ἀργότερα ἡ Βυζαντινὴ Τέχνη.

Καθὼς κοιτάζω τὶς ἄπειρες, πυκνὰ τοποθετημένες μορφές, δὲ μπορῶ νὰ μὴ νοσταλγήσω τὴ χάρη τοῦ ἀττικοῦ ἀνάγλυφου.

***

Διακόσια μέτρα πιὸ πάνω, στὴν προέκταση τοῦ ἄξονα τῆς ἁψίδας εἶν’ ἡ ροτόντα τοῦ Ἅη Γιώργη.  Πλάι στὸ παράξενο, στρογγυλὸ χτίριο ὑψώνεται ἕνας κουτσουρεμένος μιναρές. Ἀπ’ ἕξω, δὲ μαντεύεις τίποτα ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ θόλου. Μόλις περάσεις ὅμως τὴν πόρτα καὶ κατεβεῖς τὰ πρῶτα σκαλιά, νιώθεις ἕνα ξάφνιασμα, κάτι σὰ δέος, νὰ χύνεται μέσα σου, ἀπὸ τὸ τεράστιο ἡμισφαίριο ποὺ ἀνοίγεται ἀπὸ πάνω σου. Μιὰ δύναμη σὲ παίρνει καὶ σὲ τραβᾶ πρὸς τὰ πάνω. Εἶναι σὰ νὰ κρέμεσαι μετέωρος στὴν ἄκρη μιᾶς ἀόρατης κλωστῆς, δεμένης στὸ κέντρο τοῦ θόλου.

Γύρω-γύρω τὸ χτίριο ἔχει ὀχτὼ τοξωτὲς κόγχες.  Ἀπ’ αὐτὲς ἡ ἀνατολικὴ εἶναι πιὸ μεγάλη, βαθαίνει καὶ πλαταίνει καὶ γίνεται τὸ ἰερό. Σὲ κάθε κόγχη ἕνα μεγάλο παράθυρο καθὼς κι ἕνα δεύτερο, μεγαλύτερο, πάνω ἀπὸ κάθε κόγχη ἀφήνουνε νὰ μπεῖ ἀρκετὸ φῶς.

Οἱ ἀρχαιολόγοι δὲν εἶναι σίγουροι γιὰ τὸν προορισμὸ ποὺ εἶχε στὴν ἀρχὴ ἡ ροτόντα. Ἴσως εἶχε χτιστεῖ γιὰ μαυσωλεῖο τοῦ ἴδιου τοῦ Γαλέριου, ποὺ ἡ θριαμβευτική του ἁψίδα στέκει λίγο παρέκει. Ὕστερα ἦρθε ὁ Χριστιανισμὸς καὶ τό ’καμε ἐκκλησία. Ἀκολούθησε ἡ Τουρκοκρατία καὶ τὸ μετάτρεψε σὲ τζαμί. Ἀσβέστωσε τοὺς τοίχους, κρύβοντας ἔτσι τὰ ψηφιδωτά, καὶ ζωγράφισε πλουμίδια κι ἀραβικὲς ἐπιγραφές.

Τώρα ἔχουνε ρίξει ὅλους τοὺς σοβάδες καὶ φαίνουνται γυμνὰ τὰ στενόμακρα κοκκινωπὰ τοῦβλα, μὲ τὴν ξεραμένη λάσπη ἀνάμεσά τους. Ξεσκεπαστήκανε καὶ τὰ ψηφιδωτά, στὶς κόγχες καὶ ψηλὰ στὸ θόλο: σχήματα, φυλλώματα, πουλιά,  ζῶα ‒ ὅλος ὁ δροσερὸς ἀλεξανδρινὸς κόσμος τῶν πρώτων αἰώνων τῆς χριστιανικῆς τέχνης.  Πλούσια ἀρχιτεκτονήματα, ζωγραφισμένα ψηφὶ μὲ ψηφί, μὲ κολόνες, ἀετώματα, κόγχες ὅπου στέκουνται ὄμορφοι, ἀγένιοι ἅγιοι καὶ μάρτυρες.  Τὰ χρώματα ποὺ κυριαρχοῦνε σὲ τοῦτα τὰ ψηφιδωτὰ εἶναι τὸ χρυσὸ καὶ τὸ πράσινο ‒ οἱ χρωματισμοὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ παγωνιοῦ.

Ἐξὸν ἀπὸ τὰ ψηφιδωτὰ κι ἕνα πλῆθος ἀντικείμενα, πέτρινα καὶ μαρμάρινα, τὰ πιὸ πολλὰ παλαιοχριστιανικά, εἶν’ ἀποθεμένα στὶς καμαροσκέπαστες κόγχες: Ἡ βάση ἑνὸς μαρμάρινου ἄμβωνα. Τὸ χαμηλό, μαρμάρινο τέμπλο. Ἕν’ ἀνάγλυφο τῆς Παναγίας μὲ τὰ χέρια ἀνοιχτά, σὲ δέηση, ἀποκεφαλισμένο. Ἕνας ἅγιος στὴν ἴδια στάση, ἀνάγλυφος κι αὐτός, μ’ ἕνα κάλυμμα σὰν κάρα στὸ κεφάλι καὶ μὲ καλοχτενισμένα τὰ σγουρὰ γένια του. Ἀνάγλυφα μὲ σαρκοβόρα ποὺ κατασπαράζουνε βόδια ἢ αἶγες. Ἐραλδικὰ[5] ἀνάγλυφα. Κι ἕνα πλῆθος προτομὲς ὁλόγλυφες ἢ ἀνάγλυφες, καμιὰ φορὰ ζευγαρωτὲς ἢ καὶ οἰκογενειακές, μέσα σὲ στρογγυλὸ πλαίσιο. Εἶναι εἰκόνες νεκρῶν, ποὺ ὅλοι τους σὲ κοιτάζουνε καταπρόσωπο μὲ τὰ μεγάλα, ἄσπρα μάτια τους. Τὰ πρόσωπά τους εἶν’ ἀνέκφραστα, σὰ μάσκα. Πολλὲς εἶναι φθαρμένες, μὲ σπασμένη μύτη, φαγωμένα μάγουλα ἢ πηγούνι, λὲς κι ὁ χρόνος, «τῶν ἔργων ἐχθρός  / καὶ πάσης μνήμης»,[6] ἀγωνίζεται νὰ σβήσει τὶς μορφὲς ποὺ πιάστηκαν ἀπὸ τὴν πέτρα νὰ μὴ χαθοῦνε.

Ἀνακατωμένα μὲ τὰ χριστιανικὰ εἶναι καὶ κάποια ἀρχαῖα, εἰδωλολατρικὰ κατάλοιπα. Ἕνας Ἡρακλῆς ἀκέφαλος, ἀκουμπισμένος στὸ ρόπαλό του, καλῆς τέχνης. Μεγάλα σταμνιὰ γιὰ λάδι.

Κι ἄφθονες πλάκες μ’ ἐπιτύμβιες, ἀφιερωματικὲς ἐπιγραφές, χριστιανικὲς κι αὐτές:

ΙΛΑΡΙΩΝ ΠΑΡΑΜΟΝᾼ Τῌ ΑΔΕΛΦῌ ΜΝΕΙΑΣ ΧΑΡΙΝ

Ἢ:

ΠΕΤΡΟΣ ΔΕΙΔᾼ Τῼ ΑΔΕΛΦΙΔΙ ΚΑΙ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΣ ΚΑΙ ΟΥΑΔΕΑ ΜΝΗΜΗΣ ΧΑΡΙΝ

Γράμματα κακότεχνα, πολλὲς φορὲς κι ἀνορθόγραφα, ποὺ φυλάγουν ὅλο τὸν πόνο τῶν ζωντανῶν ἐκείνου τοῦ καιροῦ γιὰ πρόσωπα ἀγαπημένα, πάνω στὴν πέτρα,  ἄσβηστο στοὺς αἰῶνες. Τοῦτες οἱ ἐπιγραφὲς μοιάζουνε μὲ σιγανές, ψιθυριστὲς φωνὲς γεμάτες τρομερὴ θλίψη.

Δυὸ μακρόστενα κομμάτια μάρμαρο ἔχουνε σκαλισμένο μὲ βυζαντινὰ γράμματα:

ΝΑΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΟΣ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ… ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤ…

Κάτω ἀπὸ δυὸ μορφὲς ὁλόσωμες, φαγωμένες, ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή:

ΤΕΡΕΝΤΙᾼ Τῌ ΘΥΓΑΤΡΙ ΤΕΡΤΥΛΛᾼ Τῌ ΓΥΝΑΙΚΙ

Προσπαθῶ νὰ μαντέψω τὰ χαρακτηριστικά τους. Δὲ φαίνεται τίποτα. Ἔχουνε πεθάνει γιὰ δεύτερη φορά.

Μιὰ παρέα Ἕλληνες, δυὸ ἄντρες καὶ μιὰ γυναίκα, γυρίζουνε ἀπὸ κόγχη σὲ κόγχη, μαζὶ μὲ τὸ φύλακα τοῦ μνημείου, ποὺ τοὺς ἐξηγᾶ τὰ διάφορα. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες χτυπᾶ κάθε λίγο τὶς σόλες τῶν παπουτσιῶν του στὶς κοκκινωπὲς πλάκες τοῦ δάπεδου καὶ κάνει χάζι τὸ πῶς ἀντηχεῖ ὀ κρότος κάτω ἀπὸ τὸν ἀπέραντο θόλο. Μιλᾶ δυνατά, θαυμάζοντας:

—Πόσα ἑκατομμύρια τοῦβλα νά ’χει!

Τοῦτος εἶν’ ὅλος κι ὅλος ὀ θαυμασμὸς ποὺ τοῦ προξενεῖ τὸ μνημεῖο. Ἔτσι καὶ στὴν Ἀκρόπολη τῆς Ἀθήνας θ’ ἀκούσεις συχνὰ τέτοιες ἀναφωνήσεις: «Πῶς καταφέρανε κι ἀνεβάσαν ὣς ἐδῶ πάνω τόσο μεγάλα κομμάτια μάρμαρο!». Εἶν’ ἡ δυνατότερη ἐντύπωση τοῦ μέσου Ἕλληνα ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολη. Ὤ, θαυμαστὴ αἰσθητικὴ παιδεία τοῦ λαοῦ μας!

Ἡ φωνὴ τούτου ἐδῶ ἀντηχεῖ βάρβαρη μέσα στὴ σιωπή. Νιώθω ἕνα πόνο, σὰ νὰ βρίζει κάτι πολὺ ἀγαπημένο μου.

Παρέκει, σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς σκάλας κάθεται ἕνας νεαρὸς ξανθός, βορεινός. Ὥρα πολλὴ κάθεται στὴν ἴδια θέση, ἀκίνητος, συνομιλώντας σιωπηλὰ μὲ τὴν Ἱστορία.

Κάποτε φεύγουν οἱ νεοβάρβαροι καὶ τὸ μνημεῖο ξαναβρίσκει τὴν ὑπέροχη σιωπή του.  Ὁ φύλακας κόβει βόλτες κάτω ἀπὸ τὸ θόλο ἐξοικειωμένος μαζί της.

Βγαίνω ἔξω. Ἐδῶ τὸ φῶς πέφτει ἄμεσο, χύνεται ὁλόισια ἀπὸ τὸν ἥλιο. Εἶναι σὰ νὰ ξεκολλῶ ἀπὸ τὰ περασμένα, σὰ νὰ ἐπιστρέφω ἀπὸ μακρινὸ ταξίδι. Ὅλα ἐκεῖ μέσα προσαρμόζουνταν στὸ ὕφος τοῦ περιβάλλοντος, ἔπαιρναν μιὰ σημασία βαθιά, ἕνα μυστηριακὸ νόημα. Ἐδῶ, καθὼς ἀκουμποῦνε πάνω στὴ χλόη, λουσμένες στὸ ἡλιοφῶς κι οἱ ἐπιγραφὲς κι οἱ στῆλες κι οἱ πέτρινες λάρνακες, ἄδειες, δίχως τὸ τραγικὸ περιεχόμενό τους, δὲν ἔχουνε κανένα μυστήριο, εἶν’ ὁ θάνατος ἀντικρυσμένος σχεδὸν μὲ χαρά.

~.~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ
Πρώτη δημοσίευση: Κῆρυξ Χανίων 24.9.1961
[1] Πρόκειται γιὰ τὴν 26η Ἔκθεση (Κυριακὴ 3/9/1961 ‒ Κυριακὴ 24/9/1961).
[2] Τὸν λόγο ποὺ ἐκεῖνος ἐπισκέφτηκε τὴ Θεσσαλονίκη τὸν ἀναφέρει στὴν ἀρχὴ τῆς πρώτης ἐπιφυλλίδας (17/9/1961): «Θεσσαλονίκη. Α΄ Ἡ σύγχρονη πολιτεία κι ἡ μαγικὴ πολιτεία» (βλ. τὴν ἀνάρτησή της ἐδῶ:  https://neoplanodion.gr/2023/09/24/thessalonike/), ὅπου ὁμολογεῖ: «Μὲ καρδιοχτύπι περιμένω πάντα τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πρωταντικρύσω ἕνα τοπίο, μιὰ πόλη ἢ ἕνα μνημεῖο, γνωστὰ ἀπὸ  τὰ βιβλία. […] Μὲ τούτη τὴν ἀνησυχία μέσα μου πήγαινα, ἀνυπόμονος νὰ κάμω τὴν πρώτη γνωριμία μὲ τὴ Θεσσαλονίκη»· καὶ πιὸ κάτω: «Φυσικά, πηγαίνομε κι ἐμεῖς στὴν Ἔκθεση», ὅπου  «τριγυρίζει ὧρες».Ἐπιστρέφοντας, ἀποτυπώνει ἀμέσως τὶς ἐντυπώσεις του σὲ τρεῖς ἐπιφυλλίδες.
[3] Εὐανδροῦσα: πολυάνθρωπη καὶ ἀκμαία
[4] Ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανός, ἐφαρμόζοντας τὴν  τετραρχία ὡς τρόπο διακυβέρνησης τῆς μεγάλης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας (διήρκεσε ἀπό τὸ 293 μέχρι τὸ 324 μ.Χ.), συνδιοικοῦσε τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα της (Μικρὰ Ἀσία, Συρία, Αἴγυπτος, Θράκη) μὲ τὸν Γαλέριο ὡς καίσαρα (Βαλκάνια). Τὸ δυτικὸ τμῆμα τὸ συνδικοικοῦσε  ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμιανός (Ἰταλία, Β. Ἀφρική) μὲ καίσαρα τὸν Κωνστάντιο (Ἱσπανία, Γαλατία, Βρετανία).
[5] Ἐραλδικά: οἰκόσημα, διακριτικοὶ θυρεοὶ καὶ ἄλλα σύμβολα.
[6] Στίχοι τοῦ Ἀνδρέα Κάλβου, Ὠδὴ Τετάρτη. Εἰς τὸν Ἱερὸν Λόχον, στροφὴ ι΄ (στίχ. 46‒47).

*

*

*