Ο Βλαδίμηρος αποκαλύπτει στον Εστραγκόν το τρικ

*

Το μυστήριο που φέρει κάθε τι
ήταν ανέκαθεν υπόθεση ενός κλείστρου
από την άδολη έκσταση ως την καχυποψία

Αν κοιτάξω προσεκτικά απ’ την κουπαστή
οι εξαίσιοι χρωματισμοί στον ουρανό
δεν είναι παρά έντεχνα διαρρυθμισμένα led
είναι τα κυκλοδίωκτα μάτια ενός αρθρόποδου
κλώθοντας στο σάλιο του τα μέλλοντα
κι είναι των μάντεων μάτια που αχρηστεύτηκαν
κι απ’ άλλη γη τον όλεθρο μ’ άβακες αριθμούν

το δε νερό
είναι κουστούμι ορειχάλκινο
δράκου κινεζικού
που η χορική του ανάδευση
από τους ένδον του Ιωνάδες
υποδύεται κυματισμούς
κι η όλη φαντασμαγορία εν γένει έγκειται
στο γεγονός πως δεν είχα αποχωριστεί
το δέντρο μου ποτέ έως τώρα
– παναπεί δεν ταξίδεψα
ουσιαστικά ποτέ

μας έταξαν μια θάλασσα ανεξάντλητη, Γκογκό
μα πόσο αφόρητα κατάκοπη στο βάθος
μια πλαδαρή, ταβανιασμένη αιωνιότητα
συνθηκολογημένη μες στους κύκλους της
– λύκος που απαρνήθηκε το αφροδίσιο
ρίσκο των δασών
για ένα γεμάτο πιάτο και την άδοξη
στέγη ενός σκυλόσπιτου –
τους ίδιους κι απαράλλακτους ανθίζοντας νεκρούς
μ’ έναν αλγόριθμο χαμάλη στα ηνία

από τα Γόμορρα, παλιόφιλε, ως την κάπνα της Τρεμπλίνκα
ωσεί κρινάκια-οστά, ωσεί κρινάκια-οστά
μας κήπευαν, μας έκοβαν, μας άπλωναν σ’ ακτές
λιαστή, χυδαία πραμάτεια
κι ο θρήνος θ’ αναδύονταν
σελάχι πλατυκέφαλο
σημάδι ηλιακό
εκεί που ο αφρός ξεψύχαγε
σέρνοντας ως τα πρόσφορα τ’ αμφίβια βήματά του
μ’ αντάλλαγμα στις χούφτες του ό,τι λαίμαργα
ορέγονταν η αυγή
στουπιά και τσακμακόπετρες
πινέζες κι αντικλείδια
και μιαν εντύπωση στη γλώσσα του αλατιού
για να μας γίνονται οι πληγές πιο πιστευτές
– έχετε γεια, ω, επιούσιες τελετές
πόσο οικτρά φθηνήναν οι εκατόμβες
και ποιος αμνός και ποιο τσιγκέλι σταυρικό
(ημίμετρα για ξοφλημένες ελεγείες)

το παν είναι να χτίσεις ανοσία στο μακελειό
μα εκεί που στ’ αλήθεια τους τη φέρνεις
είναι ανακαλύπτοντας το τρικ
απλά να ξεκινάς κάθε φορά
το καρότο σου απ’ την ανάποδη
– α, τι βόμβα, τότε, αναμένει
τους γευστικούς σου κάλυκες στο τελείωμα!

Έι, εσείς απ’ το καΐκι,
εγώ ο Ντιντί
με τις ουλές στο σώμα μου από τότε
που έψαχνα τον Θεό
σαν τον πιο άφθαστο καρπό
ακόμα από τη γέννα
θαυμάστε τώρα πώς απλά
στις μύτες μου θα σηκωθώ
κι ευγενικά με το ’να χέρι
θα τον δρέψω.

ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ

*

*

*