Ἐμίλ Σιοράν, Πορτραίτο τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου  

*

Ἐπιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).

Ἡ μανιώδης προσπάθεια νά ἐξοβελιστεῖ ἀπό τό ἀνθρώπινο τοπίο τό σόλοικο, τό ἀδόκητο καί τό ἀνόμοιο ἀγγίζει τά ὅρια τῆς ἀπρέπειας. Ἐκφράζουμε ἀσφαλῶς τή λύπη μας πού ὁρισμένες φυλές ἐξακολουθοῦν νά καταβροχθίζουν μέ εὐχαρίστηση τούς ἡλικιωμένους τους ὅταν αὐτοί ἔχουν γίνει πλέον βάρος· ὡστόσο, δέν θά δεχόμουν αὐτοί οἱ γραφικοί συβαρίτες νά ἐξοντωθοῦν· ἐξάλλου, ὁ κανιβαλισμός ἐκτός ἀπό ἕνα μοντέλο κλειστῆς οἰκονομίας εἶναι συνάμα καί μιά πρακτική πού θά μποροῦσε μιά μέρα νά δελεάσει ἕναν ἀσφυκτικά πεπληρωμένο πλανήτη. Δέν προτίθεμαι ὡστόσο νά οἰκτίρω τήν τύχη τῶν ἀνθρωποφάγων, μόλο πού διώκονται ἀνηλεῶς, ζοῦν μέσα στόν τρόμο καί εἶναι τή σήμερον οἱ μεγάλοι χαμένοι. Ἄς τό παραδεχτοῦμε: ἡ περίπτωσή τους δέν εἶναι ἀπαραίτητα ὅ,τι τό καλύτερο. Καί γίνονται ὅλο καί πιό σπάνιοι: μιά στριμωγμένη στή γωνία μειονότητα, χωρίς καμιά αὐτοπεποίθηση, ἀνίκανη νά ὑπερασπιστεῖ τήν ὑπόθεσή της. Ἐντελῶς διαφορετική εἶναι ἡ κατάσταση τῶν ἀναλφάβητων, μιᾶς σημαντικῆς ὁμάδας, προσκολλημένης στίς παραδόσεις καί στά προνόμιά της, ἐναντίον τῆς ὁποίας ἐξαπολύουμε ἀδικαιολόγητες ἐπιθέσεις. Καί γιατί δηλαδή εἶναι τόσο κακό νά μήν ξέρεις νά γράφεις καί νά διαβάζεις; Εἰλικρινά, δέν εἶμαι τῆς γνώμης αὐτῆς. Θά πήγαινα μάλιστα ἀκόμα πιό μακριά ἰσχυριζόμενος ὅτι ὅταν ἐξαφανιστεῖ καί ὁ τελευταῖος ἀναλφάβητος, θά ἔχει ἔρθει ὁ καιρός νά θρηνήσουμε τόν ἄνθρωπο.

Πρέπει νά εἴμαστε ἰδιαίτερα δύσπιστοι ἀπέναντι στό ἐνδιαφέρον πού δείχνει ὁ πολιτισμένος γιά τούς λεγόμενους καθυστερημένους λαούς. Ἀφοῦ ἀπέκαμε παλεύοντας μέ τόν ἑαυτό του, φορτώνει τώρα πάνω τους τά δεινά ἀπό τά ὁποία ὁ ἴδιος ὑποφέρει, τούς ζητά νά συμμεριστοῦν τήν αυτολύπησή του, τούς καθικετεύει νά ἀναμετρηθοῦν μέ μιά πεπρωμένη πορεία τήν ὁποία ὁ ἴδιος δέν ἔχει τή γενναιότητα νά ἐπωμιστεῖ. Παρατηρώντας πόσο τυχεροί στάθηκαν πού ἔμειναν ἀνεξέλικτοι, αἰσθάνεται ἀπέναντί τους τή μνησικακία τοῦ διαψευσμένου τολμητία. Μέ ποιό δικαίωμα στέκονται στήν ἄκρη, ἔξω ἀπό τή διαδικασία ὑποβάθμισης πού ὁ ἴδιος ἐδῶ καί τόσο καιρό ὑφίσταται χωρίς νά μπορεῖ νά ξεφύγει; Ὁ πολιτισμός, τό ἔργο του, ἡ τρέλα του, τοῦ φαίνονται σάν μιά τιμωρία πού ἐπέβαλε στόν ἑαυτό του καί πού θά ἤθελε μέ τή σειρά του νά τήν ἐπιβάλει σέ ὅσους ἴσαμε τώρα τή γλίτωσαν. «Ἐλᾶτε νά μοιραστοῦμε τίς συμφορές, σᾶς καλῶ νά ταχθεῖτε ἀλληλέγγυοι μέ τή ζωή μου στήν κόλαση», ἰδού τό νόημα πού ἔχει ἡ ἔγνοια του γι’ αὐτούς, ἡ βάση τῆς εὐμένειας καί τοῦ ζήλου του. Ἀπαυδισμένος μέ τά κουσούρια του, κυρίως ὅμως μέ τά «φῶτα» του, δέν θά ἡσυχάσει μέχρι νά τά ἐπιβάλει καί σέ ὅσους τύχῃ ἀγαθῇ ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά. Τή στάση αὐτή τηροῦσε ἀκόμα καί σέ μιά ἐποχή πού πενιχρά διαφωτισμένος, ὄχι καί τόσο ἀποκαμωμένος μέ τήν ὑπόθεσή του, ἀποδύθηκε στήν ἀναζήτηση τῆς περιπέτειας, σέ ἕναν ἀγώνα ἀπληστίας καί ἀτιμίας. Οἱ Ἰσπανοί, στό ἀπόγειο τῆς σταδιοδρομίας τους, θά αἰσθάνονταν σίγουρα καταπιεσμένοι τόσο ἀπό τίς ἀπαιτήσεις τῆς πίστης τους ὅσο καί ἀπό τήν αὐστηρότητα τῆς Ἐκκλησίας. Πῆραν τήν ἐκδίκησή τους μέ τήν Κονκίστα.

Ἔχετε ποτέ ἐπιχειρήσει τόν προσηλυτισμό ἑνός ἀτόμου; Δέν πρόκειται βέβαια ποτέ γιά μιά ἐπιχείρηση ὑπέρ τῆς σωτηρίας του∙ τό ὅλο θέμα εἶναι νά τόν κάνετε νά ὑποφέρει, νά στενάξει σάν καί ἐσᾶς, νά ὑποβληθεῖ στίς ἴδιες μέ ἐσᾶς δοκιμασίες καί, μάλιστα, νά τίς ὑπομείνει μέ τήν ἴδια προθυμία. Μήπως ξαγρυπνᾶτε, προσεύχεστε ἤ βασανίζεστε; Ἄς περάσει λοιπόν καί ὁ ἄλλος τά ἴδια, ἄς ἀναστενάξει, ἄς γογγύξει, ἄς κακοπάθει τά ἴδια μέ σᾶς βάσανα. Ἡ μισαλλοδοξία εἶναι ἔργο ρημαγμένων ψυχῶν, ἡ πίστη τῶν ὁποίων ἀνάγεται λίγο πολύ σέ ἕνα ἠθελημένο μαρτύριο, τό ὁποῖο τό ’χουν καημό νά τό δοῦν νά γενικεύεται καί νά θεσμοθετεῖται. Ἡ εὐτυχία τῶν ἄλλων οὐδέποτε ἀποτέλεσε κίνητρο ἤ ἀρχή τῆς δράσης μας, κι ἄν τήν ἐπικαλεῖται κανείς τό κάνει γιά νά ἀνακουφίσει τή συνείδησή του ἤ γιά νά ὀχυρωθεῖ πίσω ἀπό εὐγενεῖς προφάσεις: ἡ ὠθοῦσα δύναμη πίσω ἀπό κάθε ἔργο πού ἀναλαμβάνουμε καί ἡ ὁποία ἐπείγεται τήν ἐκτέλεσή του εἶναι πάντοτε μιά ἀνομολόγητη πρόθεση. Κανείς δέν σώζει κανέναν· σωτηρία προσφέρουμε μόνο στόν ἑαυτό μας, καί ὁ καλύτερος τρόπος νά τό κάνεις εἶναι νά ὑποκρύψεις μέσα σέ πεποιθήσεις τό κακό πού θέλεις ἁπλόχερα νά σκορπίσεις. Τό σεβάσμιο παρουσιαστικό του δέν μᾶς ξεγελᾶ, ὁ προσηλυτισμός ἕλκει τήν καταγωγή του ἀπό μιά διαβλητή γενναιοδωρία, χειρότερη ὡς πρός τά ἀποτελέσματα πού παράγει ἀπό τήν ἀπροκάλυπτη ἐπιθετικότητα. Οὐδείς εἶναι πρόθυμος νά κάτσει μονάχος του καί νά ὑπομείνει τίς ὑψηλές ἐπιταγές πού τοῦ δίνουν, ἔστω κι ἄν τίς εἶχε ἀρχικά ἀναγνωρίσει∙ οὔτε εἶναι βέβαια ὁλοπρόθυμος νά ζήσει μονάχος του κάτω ἀπό ἕναν ζυγό, ἔστω κι ἄν εἶχε πρότερα δώσει τή συγκατάθεσή του. Ἡ ὀργή του θά ὑποσκάψει τήν εὐφροσύνη τοῦ μισιονάριου, τοῦ ἀποστόλου. Ὁ προσηλυτισμός σκοπεί στήν ἁλυσόδεση, ὄχι στήν ἐλευθέρωση.

Ὁ παγιδευμένος μέσα σέ μιά βεβαιότητα θά ζηλέψει τίς κυμαινόμενες ἀπόψεις σας, τήν ἀντίσταση πού προβάλλετε σέ δόγματα καί συνθήματα, τήν μακάρια ἀπροθυμία σας νά ὑποδουλωθείτε σέ αὐτά. Κοκκινίζοντας στά κρυφά ἀπό ντροπή πού ἀνήκει σέ μιά σέκτα ἤ ἕνα κόμμα, πού κατέχει μιάν ἀλήθεια στήν ὁποία ἔχει σκλαβωθεῖ, δέν θά βαρυγνωμήσει τόσο μέ τούς δεδηλωμένους ἐχθρούς του, μέ ἐκείνους πού συνηγοροῦν ὑπέρ μιᾶς ἄλλης ἀλήθειας, ἀλλά μέ ἐσένα, τόν ἀμέτοχο, τόν ἔνοχο ἐπειδή δέν ἐγκολπώνεσαι καμία. Κι ἄν, θέλοντας νά ξεφύγετε ἀπό μιά τέτοια συνθήκη ὑποτέλειας, βρεῖτε  καταφύγιο στήν ἀσάφεια ἤ στήν ἰδιοτροπία, θά κάνει ὅ,τι περνάει ἀπό τό χέρι του γιά νά σᾶς ἐμποδίσει, γιά νά σᾶς πειθαναγκάσει σέ μιά ἀνάλογη, εἰ δυνατόν ταυτόσημη μέ τή δική του, μορφή δουλείας. Τό φαινόμενο εἶναι τόσο καθολικό πού ξεπερνᾶ τό πεδίο τῶν πεποιθήσεων γιά νά ἀγκαλιάσει ἐκεῖνο τῆς φήμης. Τά γράμματα, ὅπως θά ἀνέμενε κανείς, ἀποτελοῦν ἕνα ἐπώδυνο παράδειγμα. Ποιός συγγραφέας πού ἀπολαμβάνει κάποια φήμη, δέν ταλανίζεται στό τέλος ἀπό αὐτήν, δέν δυσφορεῖ πού εἶναι γνωστός, πού θεωρεῖται καταληπτός, πού ἔχει τό δικό του, ἔστω κι ἄν εἶναι λιγοστό, κοινό; Ζηλοφθονώντας τούς φίλους του πού τεμπελιάζουν μέσα στήν ἀφάνεια, θά πασχίσει νά τούς σύρει ἔξω ἀπό αὐτήν, νά διαταράξει τή γαλήνια περηφάνια τους, ἔτσι ὥστε νά ὑποστοῦν κι αὐτοί τίς ὀδύνες καί τά ἄγχη τῆς ἐπιτυχίας. Μετέρχεται κάθε νομότυπο στρατήγημα ὥστε νά μετατρέψει τίς ζωές τους σέ ἐφιάλτη. Τούς πολιορκεῖ, τούς ζητά ἐπιτακτικά νά παράγουν ἔργο, νά ἐκτεθοῦν, στέκεται ἐμπόδιο στή φιλοδοξία πού τρέφουν γιά μιά δόξα μυστική, ὑπέρτατο ὄνειρο τῶν λεπταίσθητων καί τῶν ἄβουλων. Ἀποσφραγίζει τό στόμα του μέ μιά ἔκρηξη ὀργῆς, γιά νά τούς πεῖ, ἔτσι ἀναίσχυντα: Γράψτε! Δημοσιεῦστε! Κάποιοι δύστυχοι συμμορφώνονται, χωρίς νά ὑποψιάζονται τί τούς περιμένει. Αὐτός μόνο τό γνωρίζει. Τούς κατασκοπεύει, ἐπαινεῖ λυσσαλέα καί ἀσυγκράτητα τά πρωτόλεια φληναφήματά τους, τό κάνει σάν φανατικός λάτρης, καί προκειμένου νά τούς ρίξει ἄσπλαχνα μέσα στή δίνη τῆς ἐπίκαιρης πραγματικότητας, ξετρυπώνει ἤ ἐπινοεῖ γιά λογαριασμό τους ἕναν ἑσμό ἀπό θιασῶτες καί πιστούς ἀκολούθους, αὐτούς τούς ἀόρατους καί πανταχοῦ παρόντες δολοφόνους. Ἅπαξ καί τό ἀδίκημα τελεστεῖ, γαληνεύει, ἀποτραβιέται ἱκανοποιημένος ἀπό τό θέαμα πού ἐμφανίζουν οἱ προστατευόμενοί του, τουτέστιν, νά ὑποβάλλονται στούς ἴδιους μέ ἐκείνον βασανισμούς,  νά δέχονται τούς ἴδιους ἐξευτελισμούς. Ἕνας Ρῶσος συγγραφέας συνόψισε προσφυῶς τό θέμα: «Μπορεῖς νά χάσεις τό μυαλό σου στή σκέψη καί μόνο ὅτι σέ διαβάζουν».

Ὅπως ἀκριβῶς ὁ συγγραφέας πού ἔχει πληγεῖ καί μολυνθεῖ ἀπό τή φήμη πασχίζει νά τή μεταδώσει σέ ὅσους δέν τήν ἔχουν ἀκόμη ἀποκτήσει, ἔτσι καί ὁ προηγμένος εἰς πολιτισμόν ἄνθρωπος, θύμα ὀξυμμένης συνειδήσεως, ἀγωνίζεται νά μεταγγίσει τίς βασανιστικές της ἀγωνίες στούς λαούς πού ἀρνοῦνται νά δεχτοῦν τόν τραγικό διαμελισμό τους. Πῶς θά μποροῦσε ὅμως νά τούς ἐπιτρέψει κάτι τέτοιο, νά καταφρονοῦν καί νά ἀρνοῦνται τούτη τήν ἀποξένωση ἀπό τόν ἑαυτό τους, ὅταν ὁ ἴδιος ἔχει ὑποστεῖ τήν ἀνεπανόρθωτη βλάβη της; Γι’ αὐτό καί μετέρχεται κάθε μέσο πού ἔχει στή διάθεσή του γιά νά κάμψει τήν ἀντίστασή τους, γιά νά τούς κάνει νά τοῦ μοιάσουν, γιά νά πορευτοῦν κι αὐτοί στήν ὁδό τῶν μαρτυρίων∙ βάζει δόλωμα τόν πολιτισμό, ἡ λαμπρότητα τοῦ ὁποίου τελικά θά τούς τυφλώσει καί δέν θά μποροῦν νά διακρίνουν τό καλό ἀπό τό κακό. Καί θά μιμηθοῦν τίς βλαβερές του μόνο πτυχές, ὅσες τόν καθιστοῦν μιά συντεταγμένη, συστηματική μάστιγα. Ἦταν μέχρι ἐκείνη τή στιγμή ἀβλαβεῖς καί καλοκάγαθοι; Ἐφεξῆς θά εἶναι δυνατοί καί ἀπειλητικοί, πρός μεγάλη ἱκανοποίηση τοῦ εὐεργέτη τους, ὁ ὁποῖος θά γνωρίζει ὅτι στήν πραγματικότητα εἶναι δυνατοί καί ἀπειλούμενοι. Νά λοιπόν πού θά δείξει ἐνδιαφέρον καί θά τούς προσφέρει «βοήθεια». Τί ἀνακούφιση πού τούς βλέπει νά ἔχουν παγιδευτεῖ στίς ἴδιες ἀντίξοες περιστάσεις, πού παίζεται καί αὐτωνῶν ἡ τύχη, ὅμοια μέ τή δική του. Νά τούς κάνει σύνθετους, πολυμέτωπους καί ἐμμονικούς, ἀνισόρροπους, νά τί ἐπιθυμοῦσε διακαῶς. Ὁ νεοφώτιστος ἐνθουσιασμός τους γιά τά ἐργαλεῖα, τήν πολυτέλεια, τήν πλάνη τῆς τεχνολογίας τόν παρηγορεῖ καί τόν καθησυχάζει: Προστίθενται ὡς διά μαγείας κι ἄλλοι καταδικασμένοι, νέοι σύντροφοι στήν ἀπελπισία του, πού θά μποροῦσαν νά τόν βοηθήσουν ἀναλαμβάνοντας ἕνα μέρος τοῦ βάρους πού τόν συνθλίβει, ἤ ἔστω, μέ τό νά σηκώσουν κι αὐτοί ἕνα δικό τους. Ἰδού τί ὀνομάζει «πρόοδο», λέξη καλά διαλεγμένη γιά νά συγκαλύψει τόσο τή δολιότητά του ὅσο καί τίς πληγές του.

Ἀπομεινάρια ἀνθρωπότητας συναντοῦμε μόνο στούς ἀργοπορημένους σέ σχέση μέ τήν ἱστορία λαούς, πού δέν ἐπείγονται καί τόσο νά τήν προλάβουν. Στά μετόπισθεν τῶν ἐθνῶν, ὅπου κανένας λαός δέν κυριεύεται ἀπό τόν πειρασμό ἑνός σχεδίου δράσης, οἱ ἄνθρωποι φροντίζουν τίς πολυκαιρινές τους ἀρετές καί αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά εἶναι χρονολογημένοι. Εἶναι σίγουρα «ὀπισθοδρομικοί» καί θά ἐπέμεναν εὐχαρίστως στή στασιμότητά τους, ἄν εἶχαν τά μέσα νά τή διατηρήσουν. Ἀλλά δέν τούς ἐπιτρέπεται νά τό κάνουν. Ἡ συνομωσία πού ἔχουν ἐξυφάνει οἱ «προοδευμένοι» ἐναντίον τους εἶναι πολύ ἐπιδέξια καταστρωμένη γιά νά μπορέσουν νά τήν ἀποτρέψουν. Ἅπαξ καί ἡ διαδικασία πού θά τούς θέσει σέ ὑποδεέστερη μοῖρα δρομολογηθεῖ, ἀπό ὀργή πού δέν μπόρεσαν νά τῆς ἀντισταθοῦν, θά καταγίνουν, μέ τήν αὐθάδεια τοῦ νεοφώτιστου, στήν ἐπίσπευσή της, θά τήν ἐνστερνισθοῦν καί θά τή μεταβάλλουν προς τό χειρότερον, σύμφωνα μέ τόν νόμο πού ὁρίζει ὅτι ἕνα καινούργιο κακό ὑπερισχύει πάντοτε ἑνός πεπαλαιωμένου καλοῦ. Θά θελήσουν νά συμβαδίσουν μέ τήν ἐποχή τους, ἔστω καί μόνο γιά νά δείξουν στούς ἄλλους ὅτι καί αὐτοί γνωρίζουν πῶς νά ἐκπίπτουν, κι ὅτι μποροῦν μάλιστα, σέ θέματα ξεπεσμοῦ, ἀκόμα καί νά τούς ξεπεράσουν. Σέ τί ὠφελεῖ νά ἐκφράσουμε τή λύπη μας ἤ τόν θαυμασμό μας; Μήπως δέν βλέπουμε παντοῦ νά ἐπικρατεῖ ἡ ἀπομίμηση ἔναντι τῆς οὐσίας, ἡ ταραχή ἔναντι τῆς ἀνάπαυσης; Δέν γινόμαστε ἄραγε μάρτυρες τῆς ἐπιθανάτιας ἀγωνίας τοῦ ἀκατάστρεπτου; Κάθε βῆμα πρός τά ἐμπρός, κάθε μορφή δυναμισμοῦ συνακολουθεῖται ἀπό κάτι τό σατανικό:  ἡ «πρόοδος» εἶναι τό σύγχρονο ἰσοδύναμο τῆς Πτώσης, ἡ βέβηλη ἐκδοχή τῆς αἰώνιας καταδίκης. Καί ὅσοι τήν πιστεύουν καί τήν προωθοῦν, ὅλοι μας σέ τελική ἀνάλυση, εἴμαστε ἀποδιοπομπαῖοι σέ πορεία· προορισμός μας εἶναι τό μιαρό, αὐτές οἱ μηχανές, αὐτές οἱ πόλεις, ἀπό τίς ὁποῖες μόνο μιά ὁλοκληρωτική καταστροφή θά μποροῦσε νά μᾶς ἀπαλλάξει. Αὐτή θά ἦταν ἡ μία καί μοναδική εὐκαιρία νά ἀποδείξουν οἱ ἐφευρέσεις μας τή χρησιμότητά τους, νά ἀποκαταστήσουν τό ὄνομά τους.

Ἐάν ἡ «πρόοδος» εἶναι ἕνα τόσο μεγάλο κακό, πῶς γίνεται καί δέν κάνουμε τίποτα γιά νά ξεμπερδέψουμε μαζί της μιά καί καλή; Θέλουμε ὅμως τό καλό; Μήπως ἐδῶ κρίνεται ἡ τύχη μας, ὅτι δέν τό θέλουμε στ’ ἀλήθεια; Αὐτό πού μέσα στή διαστροφή μας ἐπιζητοῦμε εἶναι τό «καλύτερο»: μιά ὀλέθρια ἐπιδίωξη, ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη πρός τήν εὐτυχία μας. Δέν «τελειοποιούμαστε» οὔτε προοδεύουμε ἀτιμωρητί. Ἡ κίνηση, τό ξέρουμε, εἶναι μιά αἵρεση. Ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο μᾶς δελεάζει, ριχνόμαστε μέσα της, καί ὄντας ἀνεπανόρθωτα διεφθαρμένοι, τήν προτιμοῦμε ἀπό τήν ὀρθοδοξία τῆς ἠρεμίας. Φτιαχτήκαμε γιά νά φυτοζωοῦμε, ἀνθοφορώντας μέσα στήν  ἀδράνεια, καί ὄχι γιά νά καταστραφοῦμε ἀπό τήν ἀνάπτυξη τῆς ταχύτητας, ἀπό τήν ἐπίσπευση, ἀπό τήν ὑγιεινή· ἡ τελευταία εὐθύνεται γιά ὅλη αὐτή τήν πλησμονή ἄσηπτων καί ἀπεσαρκωμένων ὄντων, τούτης τῆς μυρμηγκιᾶς φαντασμάτων ὅπου τό κάθε τι κουνιέται πέρα δῶθε καί τίποτα δέν σφύζει ἀπό ζωή. Δοθέντος ὅτι μιά ὁρισμένη ποσότητα βρομιᾶς εἶναι ἀπαραίτητη στόν ὀργανισμό (φυσιολογία καί ρυπαρότητα εἶναι ὅροι ἐναλλακτικοί), ἡ προοπτική τῆς καθαριότητας σέ οἰκουμενική κλίμακα ἐμπνέει εὔλογη ἀνησυχία. Καλύτερα βρομεροί καί γαλήνιοι, ἔπρεπε νά ἀρκεστοῦμε στή συντροφιά τῶν ζώων, νά σαπίζουμε δίπλα τους γιά μερικές χιλιετίες ἀκόμα, ἀναπνέοντας τή μυρωδιά τῶν στάβλων καί ὄχι τῶν ἐργαστηρίων, νά πεθαίνουμε ἀπό τίς ἀσθένειές μας καί ὄχι ἀπό τίς θεραπεῖες μας, νά στροβιλιζόμαστε  γύρω ἀπό τό κενό μας καί νά βυθιζόμαστε μέσα του ἥσυχα καί γλυκά. Στή θέση τῆς ἀπουσίας, πρός τήν ὁποία θά ἔπρεπε μέ πεισματική ἐμμονή καί ἀπό καθῆκον νά κατατείνουμε, βάλαμε τό συμβάν· κάθε συμβάν εἰσχωρεῖ μέσα μας καί μᾶς διαβρώνει, καθότι τελεῖται πάντοτε ἐπί ζημία τῆς ἰσορροπίας καί τῆς διάρκειάς μας. Στενεύει τό μέλλον μας, καί τότε ἀφηνόμαστε σέ ὅ,τι μᾶς καταστρέφει. Ὁ πολιτισμός εἶναι τό ναρκωτικό μας· μᾶς ἔχει, δέ, τόσο πολύ δηλητηριάσει, πού ἡ προσκόλλησή μας σέ αὐτόν ἔχει τόν χαρακτήρα μιᾶς ἀκατανίκης ἕξης, μεῖγμα ἔκστασης καί ἀπέχθειας. Τέτοιος πού εἶναι, δέν χωρεῖ ἀμφιβολία πώς θά μᾶς ἀποτελειώσει· ὅσο γιά τό ἄν θά μπορούσαμε νά τόν ἀπαρνηθοῦμε καί νά ἀπεμπλακοῦμε ἀπό αὐτόν, σήμερα εἰδικά, οὔτε λόγος. Ποιός θά σπεύσει σέ βοήθειά μας; Ἕνας κάποιος Ἀντισθένης, ἕνας Ἐπίκουρος ἤ ἕνας Χρύσιππος; Ἄν αὐτοί θεωροῦσαν περίπλοκη ἤδη τή δική τους ἀρχαία κατάσταση, φαντάσου τί θά σκεφτόντουσαν γιά τά δικά μας ἤθη∙ ἄν τούς ἀλλάζαμε ἐποχή καί τούς φέρναμε ἐδῶ, στίς δικές μας μητροπόλεις, ποιός ἀπό αὐτούς θά εἶχε τήν ἀξιοσύνη νά διατηρήσει τή γαλήνη του; Οἱ ἀρχαῖοι, πιό ὑγιεῖς καί πιό ἰσορροπημένοι ἀπ’ ὅποια πλευρά κι ἄν τό δεῖ κανείς, θά μποροῦσαν νά τά βγάλουν πέρα καί χωρίς σοφία. Ὡστόσο, ἐπεξεργάστηκαν μία. Αὐτό πού μᾶς θέτει γιά τά καλά ἐκτός παιγνιδιοῦ εἶναι ὅτι ἐμεῖς δέν ἔχουμε οὔτε τό ἐνδιαφέρον οὔτε τήν ἱκανότητα γι’ αὐτήν. Δέν εἶναι ἀξιοσημείωτο ἄραγε ὅτι ὁ πρῶτος σύγχρονος[*], ἐμφορούμενος ἀπό εἰδωλολατρικά αἰσθήματα γιά τή φύση, πού κατήγγειλε μέ τόση δριμύτητα τά κακῶς κείμενα τοῦ πολιτισμοῦ, ἦταν τό ἀντίθετο ἑνός σοφοῦ ἀνθρώπου; Ὀφείλουμε τή διάγνωση τῆς ἀσθένειάς μας σέ ἕναν παράφρονα, πιό στιγματισμένο καί πιό θιγμένο ἀπ’ ὅλους μας, σέ ἕναν ἀποδεδειγμένα μανιακό, πρόδρομο καί πρότυπο τοῦ δικοῦ μας παραληρήματος. Δέν εἶναι λιγότερο ἀξιοσημείωτη ἡ ἔλευση πρόσφατα τῆς ψυχανάλυσης, τούτης τῆς σαδικής θεραπείας πού σκοπεί στή συνδαύλιση τῶν ἀσθενειῶν μας καί ὄχι στήν ἀπάμβλυνσή τους, καί ἡ ὁποία εἶναι ἰδιαίτερα ἐπιδέξια στό νά ἀντικαθιστᾶ μέ τέχνη τήν ἀνεπιτήδευτη δυσφορία μας μέ μιά περιπεπλεγμένη.

Οἱ ἀνάγκες μᾶς σπρώχνουν πάνω, πρός τήν ἐπιφάνεια τῆς ζωῆς, ἐμποδίζουν τή θέα τοῦ βάθους της, προσδίδοντας ἔτσι σημασία σέ πράγματα πού δέν ἔχουν ἀξία κι οὔτε θά μποροῦσαν ποτέ νά ἀποκτήσουν. Ὁ πολιτισμός, μέ ὅλη του τή σκευή, ἑδράζεται στήν ἐνδιάθετη κλίση μας γιά τό μη-πραγματικό καί τό ἀνώφελο. Ἄν συμφωνούσαμε στή μείωση τῶν ἀναγκῶν μας, στήν ἱκανοποίηση τῶν ἀπολύτως ἀπαραίτητων, τότε θά κατέρρεε μονομιᾶς. Γιά νά αὐξήσει τήν διάρκειά του, χρειάζεται συνεπῶς νά δημιουργεῖ καινούργιες, νά τίς πολλαπλασιάζει ἀκατάπαυστα, διότι ἡ γενικευμένη πρακτική τῆς ἀταραξίας θά συνεπαγόταν συνέπειες σοβαρότερες κι ἀπό ἕναν πόλεμο ὁλικῆς καταστροφῆς. Προσθέτοντας ἀχρείαστες δυσχέρειες στίς ἤδη κατ’ ἐπιταγήν τῆς φύσης ὑπάρχουσες, [ὁ πολιτισμός] μᾶς ἀναγκάζει νά ὑποφέρουμε διπλά, κάνει νά ποικίλλουν τά βάσανά μας, ἐντείνει τίς ἀδυναμίες μας. Ἄς σταματήσουν λοιπόν νά ἀναμασοῦν χιλιοειπωμένα πράγματα, ὅτι τάχα μου ὁ πολιτισμός καταπολέμησε τούς φόβους μας. Τουναντίον, ἡ συσχέτιση μεταξύ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν  ἀναγκῶν καί τῆς αὔξησης τῶν φόβων μας εἶναι προφανής. Οἱ ἐπιθυμίες μας, ἀπό τίς ὁποῖες πηγάζουν οἱ ἀνάγκες μας, μᾶς προξενοῦν συνεχῶς ταραχή, μᾶς ἐμβάλλουν σέ μόνιμη ἀνησυχία, ἡ ὁποία εἶναι πολύ πιό ἀνυπόφορη ἀπό τό ρίγος πού νιώθουμε στήν φυσική μας κατάσταση ὅταν περνάει ἀπό μπροστά μας ἕνας φευγαλέος κίνδυνος. Δέν τρέμουμε πλέον κατά ἀραιά διαστήματα· τρέμουμε ἀκατάπαυστα. Τί κερδίσαμε πού ἀνταλλάξαμε τόν φόβο μέ τό ἄγχος; Ποιός θά δείλιαζε, θά ταλαντευόταν ἀνάμεσα στόν πανικό μιᾶς ὁρισμένης στιγμῆς καί σέ ἕναν διάχυτο καί παραμόνιμο; Ὅσο γιά τήν περιβόητη ἀσφάλειά μας, αὐτή κρύβει μέσα της μιάν ἀδιάκοπη ταραχή πού δηλητηριάζει τήν κάθε μας στιγμή, τόσο τήν παροῦσα ὅσο καί αὐτήν πού τήν περιμένουμε νά ἔρθει, καθιστώντας τή μέν πρώτη ἄκυρη, τή δέ δεύτερη ἀσύλληπτη. Οἱ ἐπιθυμίες μας καί οἱ φόβοι μας συγχέονται ἀξεδιάλυτα∙ μακάριος ὅποιος καί ἀπό τά δύο αὐτά ἔχει ἀπαλλαγεῖ. Ἡ μία ἐπιθυμία γεννάει τήν ἄλλη, σχηματίζοντας μιά ἀξιοθρήνητη ὅσο καί ἀνθυγιεινή ἁλυσιδωτή ἀκολουθία. Εἶναι προτιμότερο νά ὑφιστάμεθα ἁπλῶς τήν ἐπίδραση τοῦ κόσμου, θεωρώντας τήν κάθε ἐντύπωση πού δεχόμαστε ὡς ἐπιβεβλημένη, μιάν ἐντύπωση πού δέν μᾶς ἀφορᾶ καί πού τήν ὑπομένουμε σάν νά μήν εἶναι δική μας. «Τίποτα, ἀπ’ ὅσα μοῦ συμβαίνουν, δέν εἶναι δικό μου», λέει ὁ ἑαυτός μας, καθώς πείθεται ὅτι δέν εἶναι τοῦ κόσμου τούτου, ὅτι βρίσκεται σέ λάθος σύμπαν, κι ὅτι δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν ἀπάθεια ἢ τὴν ἀπάτη.

Κάθε ἐπιθυμία, θεραπαινίδα τοῦ φαίνεσθαι, μᾶς θέτει ἐκτός οὐσίας, μᾶς ἀγκυρώνει ἁπλῶς σ’ ἕνα καινούργιο ἐξωτερικό ἀντικείμενο στενεύοντας τόν ὁρίζοντά μας. Τή στιγμή, δέ, πού ἀποχαλινώνεται, ἀποκαλύπτει ἐκείνη τή νοσηρή δίψα ἀπό τήν ὁποία ἕλκει τήν καταγωγή της. Ἔπαψε μήπως ἡ ἐπιθυμία μας νά εἶναι φυσική; Ἔχει τώρα τήν πηγή της στή συνθήκη τοῦ πολιτισμένου ἀνθρώπου; Ἐγγενώς μιαρή, διαταράσσει καί μολύνει τήν ἴδια μας τήν ὑπόσταση. Φαύλη ἀνωμαλία εἶναι κάθε τι πού προστίθεται στίς βαθύτερες ἀπαιτήσεις μας, πού μᾶς παραμορφώνει καί μᾶς ἀναστατώνει χωρίς λόγο. Τό γέλιο καί τό χαμόγελο εἶναι ἐπίσης ἐλαττώματα. Ἡ ἀρετή, ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι ὁτιδήποτε μᾶς παρακινεῖ νά ζήσουμε ἐνάντια σέ ὅ,τι προστάζει ὁ πολιτισμός, ὁτιδήποτε μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν βάλουμε σέ κίνδυνο, νά τόν τορπιλίσουμε. Ὅσο γιά τήν εὐτυχία, ἄν ἔχει κάποιο νόημα ἡ λέξη, αὐτή συνίσταται στήν ἐπιδίωξη τοῦ ἐλάχιστου δυνατοῦ καί τοῦ ἀτελέσφορου, στήν ἀνάδειξη τοῦ ἐντεῦθεν σέ μοναδική ὑπόσταση. Ἡ μόνη μας διέξοδος εἶναι νά ἀπαρνηθοῦμε ὄχι μόνο τούς καρπούς τῶν πράξεών μας, ἀλλά καί τό ἴδιο τό πράττειν, νά θέσουμε ὡς κανόνα τή μη-ἀποδοτικότητα, νά ἀφήσουμε νά πάει χαμένο ἕνα μεγάλο μέρος τῶν εὐκαιριῶν καί τῶν δυνατοτήτων πού μᾶς προσφέρονται. Φταῖχτες πού ἐπιχειροῦμε πράγματα ἀνώτερα τῶν δυνάμεων καί τῶν χαρισμάτων μας, ἡττημένοι ἀπό τίς μεγαλεπήβολες ἐπιδιώξεις μας, ἀνίκανοι νά ἐκπληρώσουμε στό ἀκέραιο τίς ἐπιθυμίες μας, ἀχρηστευμένοι ἀπό τήν ἔνταση τῆς προσπάθειας, τρανοί μόνο στό νά ἐξαντλοῦμε καί νά διασπαθίζουμε τούς πόρους μας, ἀναλώνουμε σύνολες τίς ζωές μας χωρίς νά λογαριάζουμε τίς δυνητικότητες καί τά ὅριά μας. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ κούρασή μας, ἡ ὁποία ἐπιδεινώνεται ἀπό τίς λυσσαλέες προσπάθειες πού καταβάλλουμε νά προσοικειωθοῦμε τόν πολιτισμό καί τήν ὄψιμη διαφθορά του. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι καί ἡ φύση εἶναι διεφθαρμένη· τούτη ὅμως ἡ διαφθορά εἶναι ἀχρονολόγητη, εἶναι ἕνα προαιώνιο καί ἀναπόδραστο κακό μέ τό ὁποῖο ἑκόντες ἄκοντες ἔχουμε συμβιβασθεῖ, ἐνῶ ἐκεῖνο τοῦ πολιτισμοῦ, ἀπότοκο τῶν ἔργων καί τῶν ἰδιοτροπιῶν μας, πολύ περισσότερο ἀβάσταχτο ἐπειδή μοιάζει συμπτωματικό, φέρει τή σφραγίδα μιᾶς ἐπιλογῆς ἤ μιᾶς φαντασίωσης, μιᾶς προμελετημένης ἤ αὐθαίρετης μοιραίας κατάστασης· καλῶς ἤ κακῶς πιστεύουμε ὅτι θά μποροῦσε καί νά μή συμβεῖ, ὅτι ἦταν στό χέρι μας νά τό ἀποτρέψουμε. Πράγμα πού τό καθιστά πιό ἀπεχθές ἀπ’ ὅ,τι εἶναι. Εἴμαστε ἀπαρηγόρητοι πού πρέπει νά ἀντιμετωπίσουμε μέ καρτερικότητα ὅλες αὐτές τίς λεπτοδουλεμένες δυστυχίες, ἐνῶ θά μπορούσαμε νά ἀρκεστοῦμε στίς χονδροειδεῖς, ἀδούλευτες δυστυχίες μέ τίς ὁποῖες ἡ φύση μᾶς ἔχει γενναιόδωρα προικίσει. Ἄν ξενοιάζαμε ἀπό τίς ἐπιθυμίες μας, θά ξενοιάζαμε ἐπίσης καί ἀπό τό πεπρωμένο μας∙  ἀνώτεροι ἀπό τά ὄντα, τά πράγματα καί τόν ἑαυτό μας, ἀρνούμενοι τήν περαιτέρω ἀνάμειξή μας στόν κόσμο, μέσῳ τῆς θυσίας τῆς ταυτότητάς μας θά προσχωρούσαμε στήν ἐλευθερία, ἄρρηκτα συνυφασμένη μέ τήν ἄσκηση στήν ἀνωνυμία καί στήν παραίτηση. «Εἶμαι ὁ κανένας, κατέκτησα τό ὄνομά μου», ἰδού τί θά ἀναφωνοῦσε ὅποιος, ἐνάντια στόν ξεπεσμό πού συνιστᾶ ἡ προσπάθεια νά ἀφήσουμε ἀνεξίτηλα τά ἴχνη μας στόν κόσμο, θά συμμορφωνόταν μέ τήν ἐπικούρεια προσταγή: «Λάθε βιώσας». Πάντοτε σέ αὐτούς τούς ἀρχαίους ἐπιστρέφουμε ὅταν τίθεται τό ζήτημα τῆς τέχνης τῆς ζωῆς, τό μυστικό τῆς ὁποίας αὐτά τά δύο χιλιάδες χρόνια πού διανύσαμε ὕπερθεν-τῆς-φύσης, ἀσκώντας μιά σπασμωδική φιλανθρωπία, μᾶς ἔκαναν νά τό ξεχάσουμε. Ὅταν ὁ παράφορος ἐνθουσιασμός πού μᾶς ἐνέπνευσε ὁ χριστιανισμός σβήσει, τότε σέ αὐτούς ἐπιστρέφουμε, στήν ψύχραιμη εὐθυκρισία καί στή φιλοφροσύνη τους· ἡ περιέργεια πού ξυπνᾶνε μέσα μας ἀντιστοιχεῖ σέ μιά μείωση τῆς πυρετικῆς μας διέγερσης, σέ μιά πισωδρόμηση πρός τήν ὑγεία. Καί θά συνεχίσουμε νά ἐπιστρέφουμε σέ αὐτούς ἐπειδή τό χάσμα πού τούς χωρίζει ἀπό τόν κόσμο εἶναι μεγαλύτερο ἀπό τόν ἴδιο τόν κόσμο, πρᾶγμα πού μᾶς ἐξασφαλίζει μιά μορφή ἀποστασιοποίησης πού μάταια θά τήν ἀναζητούσαμε στούς ἁγίους.

Μέ τό νά μᾶς κάνει ξέφρενους, ὁ χριστιανισμός διαμόρφωσε ἐν ἀγνοίᾳ του τίς κατάλληλες συνθῆκες γιά τή δημιουργία ἑνός πολιτισμοῦ, τελευταῖο θύμα τοῦ ὁποίου εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος: χρειάζεται νά ὑπομνήσουμε ὅτι πυροδότησε πλεῖστες ὅσες ἀνάγκες καί ἀπαιτήσεις; Τοῦτες οἱ ἀνάγκες καί οἱ ἀπαιτήσεις, ἐσωτερικές ἀρχικά, στή συνέχεια ἐκτραχύνθηκαν στρεφόμενες πρός τά ἔξω, ὅπως ἀκριβῶς ἡ θέρμη ἀπό τήν ὁποία ἀνέβλυσαν τόσες πολλές αἰφνίδια ἀναβληθεῖσες προσευχές, πού μήν μπορώντας νά σβήσει ἤ νά μείνει ἀναπασχόλητη, τέθηκε στήν ὑπηρεσία ἐναλλακτικῶν θεῶν σφυρηλατώντας τά προσίδια στήν κενότητά τους σύμβολα. Νά ’μαστε λοιπόν ἐδῶ, στό ἔλεος κακόζηλων ἀπεικονίσεων τοῦ ἀπείρου, παραδομένοι σέ ἕνα στερούμενο μεταφυσικῆς διάστασης ἀπόλυτο, ὁλότελα ἀπορροφημένοι ἀπό τήν ταχύτητα, ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά βυθιστοῦμε σέ ἔκσταση.  Αὐτά τά βαριά παλιοσίδερα πού ἀγκομαχᾶνε, ἀπάντηση οὐσιαστικά στήν ἔντονη ἀνησυχία καί στόν ἐκνευρισμό μας, τοῦτα τά φαντάσματα πού τά χειρίζονται, αὐτή ἡ πομπή αὐτόματων, ἡ παρέλαση τῶν παραισθητικών! Πού ὁδεύουν; Τί γυρεύουν; Ποιός τρελός ἄνεμος τούς παρασέρνει; Ὅποτε μέ κυριεύει ἡ διάθεση νά τούς δώσω ἄφεση, ὅποτε διατηρῶ τίς ἀμφιβολίες μου ὡς πρός τή νομιμότητα τῆς ἀπέχθειας καί τοῦ τρόμου πού μοῦ ἐμπνέουν, δέν ἔχω παρά νά σκεφτῶ μιά ὡραία Κυριακή τούς ἐπαρχιακούς δρόμους, κι ἀμέσως ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ μηχανοκίνητου σκώληκα ἔρχεται νά ἐντείνει τούς φόβους μου. Ὅταν ἡ βάδιση περιέπεσε σέ ἀχρηστία καί τά πόδια ἄρχισαν νά ἀπρακτοῦν, ὁ περιπατητής, ἀνάμεσα σέ ὅλους αὐτούς τούς παραλυτικούς τοῦ βολάν, ἄρχισε νά μοιάζει μέ ἰδιόρρυθμο ἤ μέ ἀποδιωγμένο· σύντομα θά φαντάζει καί σάν τέρας. Δέν ἐρχόμαστε πλέον σέ ἐπαφή μέ τό ἔδαφος: ὅ,τι βυθίζεται μέσα του εἶναι γιά μᾶς ξένο καί ἀκατανόητο. Ἀποκομμένοι ἀπό τίς ρίζες, ἀνήμποροι νά βουτηχτοῦμε στή λάσπη καί στή σκόνη, κατορθώσαμε τή ρήξη ὄχι μόνο μέ τό βάθος τῶν πραγμάτων, ἀλλά καί μέ τήν ἴδια τους τήν ἐπιφάνεια. Ὁ πολιτισμός, σέ αὐτό τό στάδιο, θά ἔμοιαζε μέ μιά συμφωνία μέ τόν διάβολο, ἄν ὑποθέταμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀκόμα τήν ψυχή του γιά πούλημα.

Εἶναι ὄντως ἔτσι; Αὐτές οἱ μηχανές ἐφευρέθηκαν γιά νά «κερδίσουμε χρόνο»; Περισσότερο ἄπορος καί ἄκληρος κι ἀπό ἕναν τρωγλοδύτη, ὁ πολιτισμένος ἄνθρωπος δέν ἔχει οὔτε μιά στιγμή δική του∙ οἱ ὧρες σχόλης του εἶναι πυρετώδεις καί καταπιεστικές: ἕνας ἀδειοῦχος κατάδικος πού ὑποκύπτει στή μελαγχολική ἀνία τοῦ dolce far niente καί στόν ἐφιάλτη τῶν παραλιῶν. Ὅταν ἔχεις διαμείνει σέ τόπους ὅπου ἡ ραστώνη ἦταν αὐτονόητη, ὅπου ἅπαντες ἀρίστευαν σέ αὐτήν, εἶναι τότε δύσκολο νά ἐξοικειωθεῖς μέ ἕναν κόσμο ὅπου κανείς δέν τή γνωρίζει οὔτε ξέρει νά τήν ἀπολαμβάνει, ὅπου κανείς δέν ἔχει «καιρόν ἀναπνοῆς». Πόσο ἀνθρώπινο ἄραγε εἶναι νά ἐξαρτᾶσαι διαρκῶς ἀπό τίς ὧρες; Δικαιολογεῖται ἄραγε νά ἀποκαλεῖς τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερο, ὅταν ἔχεις ἀποσείσει κάθε λογῆς ζυγό, ἐκτός ἀπό τόν οὐσιωδέστερο; Στό ἔλεος τοῦ χρόνου, τόν ὁποῖο τρέφει καί παχαίνει μέ τήν ὑπόστασή του, ὁ ἄνθρωπος κοπιάζει μέχρι πλήρους ἐξουθένωσης γιά νά ἐξασφαλίσει τήν εὐημερία ἑνός παράσιτου ἤ ἑνός τυράννου. Ὑστερόβουλος παρά τήν τρέλα του, φαντάζεται ὅτι οἱ ἔγνοιες καί οἱ θλίψεις του θά ἦταν μικρότερες ἄν τίς ἐκχωροῦσε, ὑπό τή μορφή ἑνός «προγράμματος», στούς «ὑπανάπτυκτους» λαούς, τούς ὁποίους βέβαια μέμφεται ὅτι δέν εἶναι «μπλεγμένοι ἀρκετά στό κόλπο», ἤτοι στή «δίνη» τοῦ σύγχρονου κόσμου. Γιά νά ἐξασφαλίσει τήν ἀνάμειξή τους, ἐνστάλαξε μέσα τους τό δηλητήριο τοῦ ἄγχους, καί δέν πρόκειται νά τούς ἀφήσει ἥσυχους μέχρι νά διακριβώσει σέ αὐτούς τά ἴδια συμπτώματα μιᾶς ἀγωνιώδους εὐμάρειας. Μέ σκοπό νά ἐκπληρώσει τό ὄνειρό του γιά μιά ἀνθρωπότητα ξέπνοη, σαστισμένη καί χρονομετρημένη, θά ὀργώσει τίς ἠπείρους πρός ἄγραν νέων θυμάτων, τά ὁποία θά ἐπιβαρύνει μέ τά ἐρέβη τῆς ψυχῆς του καί τήν πυρετώδη ἀνυπομονησία του. Διαβλέπουμε σέ ὅλο αὐτό τήν ἀληθινή ὄψη τῆς κόλασης: δέν εἶναι μήπως ὁ τόπος ὅπου ἐκτίουμε τήν ποινή τοῦ χρόνου γιά ὅλη τήν αἰωνιότητα;

Μποροῦμε νά ὑποτάξουμε τόν κόσμο καί νά τόν κάνουμε δικό μας, ἀλλά μέχρι νά θριαμβεύσουμε πάνω στόν χρόνο, παραμένουμε ὑποτελεῖς. Τούτη ἡ νίκη ἐπιτυγχάνεται διά τῆς παραιτήσεως, μιά ἀρετή τήν ὁποία ὡς κατακτητές στερούμαστε∙ μάλιστα, ἡ ὑποτέλειά μας εἶναι εὐθέως ἀνάλογη πρός τό μέγεθος τῶν  κατακτήσεών μας. Ὁ πολιτισμός μᾶς μαθαίνει πῶς νά ἀδράχνουμε τά πράγματα, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά μᾶς διδάσκει τήν τέχνη νά τά ἀπεμπολοῦμε, διότι δέν ὑπάρχει ἐλευθερία οὔτε «ἀληθινή ζωή» ἄν δέν μάθουμε νά ἀποστερούμαστε τό κατέχειν. Εἶμαι κύριος ἑνός ἀντικειμένου, τό διατηρῶ στήν κατοχή μου∙ στήν πραγματικότητα ὅμως εἶμαι σκλάβος του, ὅπως ἐπίσης καί τοῦ ἐργαλείου πού κατασκευάζω καί χειρίζομαι. Ἐπιπλέον κτήσεις σημαίνει πρόσθετα δεσμά· κάθε παράγοντας ἰσχύος γίνεται πρόξενος ἀδυναμίας. Καί τά χαρίσματά μας, ἀκόμη, συντελοῦν στήν ὑποδούλωσή μας· ὁ ἄνθρωπος πού ἐξυψώνει τό πνεῦμα του πάνω ἀπό τούς ἄλλους εἶναι δουλικότερος ἀπό αὐτούς: δεμένος σφιχτά μέ τίς ἱκανότητες καί τίς φιλοδοξίες του, αἰχμάλωτος τῶν ταλέντων του, καλλιεργεῖ πρός δική του βλάβη, μέ τίμημα τή σωτηρία του, ὅλες αὐτές τίς ἄξιες ἐπαίνου ἰδιότητες. Ἔχοντας συνεχῶς κατά νοῦ νά γίνει κάποιος ἤ κάτι, τελικά γίνεται ἐθελόδουλος. Κάθε τι πού διατηροῦμε στήν κατοχή μας ἤ παράγουμε, κάθε τι ὑπερτιθέμενο στό εἶναι μας ἤ ἐκπορευόμενο ἀπό αὐτό, ἀλλοιώνει τή φύση μας, μᾶς κάνει νά ἀσφυκτιοῦμε. Μέγα λάθος, φοβερό πάθημα, πού προσθέσαμε τήν ὕπαρξη στό ἴδιο μας τό εἶναι, ἐνῶ θά μπορούσαμε, ἀπείραχτοι, νά διατελοῦμε σέ μιά κατάσταση δυνητικότητας καί ἀτρωσίας. Κανείς δέν συνέρχεται ἀπό τό πλῆγμα τῆς γέννησης, τό πιό βαρύ πού δεχόμαστε. Ὡστόσο, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι μιά ἡμέρα θά ἀναρρώσουμε, δεχόμαστε τή ζωή καί ὑπομένουμε τίς δοκιμασίες της. Τά χρόνια βέβαια περνοῦν, ἀλλά ἡ πληγή παραμένει.

Ὅσο περισσότερο διαφοροποιεῖται καί περιπλέκεται ὁ πολιτισμός, τόσο περισσότερο βλαστημοῦμε τήν ὥρα καί τήν στιγμή πού συνάψαμε δεσμό μαζί του. Σύμφωνα μέ τά λεγόμενα τοῦ Ρώσου φιλοσόφου Σολόβιεφ, ὁ πολιτισμός θά προσεγγίσει τό τέλος του, τό ὁποῖο θά σημαίνει καί τό τέλος ὅλων τῶν πραγμάτων, μεσοῦντος τοῦ πιό «ἐξευγενισμένου αἰώνα». Δέν ἐπιδέχεται πάντως ἀμφισβήτηση ὅτι ὁ πολιτισμός ἀπειλήθηκε καί ὀνειδίστηκε πρωτίστως στίς περιόδους ἐκεῖνες πού φαινόταν καλά ἑδραιωμένος∙ αὐτό καταμαρτυροῦν οἱ ἐπιθέσεις, στό ἀπόγειο τῆς Ἐποχῆς τῶν Φώτων, ἐνάντια στά ἤθη καί στά μεγαλεῖα του, ἐνάντια σέ αὐτές ἀκριβῶς τίς κατακτήσεις γιά τίς ὁποῖες ὑπερηφανευόταν. «Στίς καλλιεργημένες περιόδους, τόν θαυμασμό μας γιά ὅ,τι θαύμαζαν οἱ ἄνθρωποι στίς τραχεῖς ἐποχές, τόν μεταμορφώσαμε σ’ ἕνα εἶδος θρησκείας», σημειώνει ὁ Βολταίρος, γιά τόν ὁποῖο πρέπει νά παραδεχτοῦμε πώς δέν τοῦ ἦταν εὔκολο νά κατανοήσει ἕναν τόσο δικαιολογημένο ἐνθουσιασμό. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὅπως ἡ ἐποχή τῶν σαλονιῶν ἦταν ἡ κατάλληλη γιά μιά ἐπιβεβλημένη «ἐπιστροφή στή φύση», ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ προσήκουσα στιγμή γιά νά ἐννοήσουμε τήν ἀταραξία εἶναι ὅταν, καταβεβλημένοι ἀπό ὅλα τοῦτα τά ἀσυνάρτητα φαντασιοκοπήματα καί συστήματα, τό πνεῦμα μας θά προτιμήσει τίς χαρές τοῦ κήπου ἀπό τίς διαμάχες τῆς ἀγοράς. Τό κάλεσμα στή σοφία προέρχεται πάντοτε ἀπό ἕναν πολιτισμό ἀποκαμωμένο ἀπό τίς προσπάθειές του. Ὅλως περιέργως, μᾶς εἶναι δύσκολο νά φανταστοῦμε τήν διαδικασία πού ὁδήγησε σέ σημεῖο κορεσμοῦ τόν ἀρχαῖο ἐκείνον κόσμο πού, ἀναφορικά μέ μᾶς, φάνταζε ἐν παντὶ χρόνῳ ὡς τό ἰδανικό ἀντικείμενο τῆς μεταμέλειάς μας. Ὅπως καί νά ’χει, ἐν συγκρίσει μέ τή σημερινή ἀνείπωτη κατάσταση, κάθε ἄλλη ἐποχή θεωρεῖται εὐλογημένη. Ὁδεύοντας μακριά ἀπό τόν ἀληθινό μας προορισμό, εἰσερχόμαστε, ἄν δέν εἴμαστε κιόλας ἐκεῖ, στόν αἰώνα τοῦ τέλους, σέ μιά ἐποχή ἐκλέπτυνσης par excellence (ἴσως θά ἦταν ἀκριβέστερο νά τήν ὀνομάζαμε ἐποχή περιπεπλεγμένη), ὅπου θά εἴμαστε ἐντελῶς στούς ἀντίποδες αὐτοῦ πού θά ἔπρεπε νά εἴμαστε.

Τά ἐγγεγραμμένα στή συνθήκη μας κακά ξεπερνοῦν τά καλά∙ ἀκόμη ὅμως κι ἄν ἐξισορροποῦνταν, τά προβλήματα θά ἔμεναν ἄλυτα. Ἔχουμε ἔρθει στήν ἐδῶ ζωή γιά νά δώσουμε τή μάχη μέ τήν ἐπιβίωση καί τόν θάνατο, κι ὄχι γιά νά μάθουμε νά ξεγλιστρᾶμε, ὅπως μᾶς ἐνθαρρύνει νά κάνουμε ὁ πολιτισμός, τούτη ἡ ἐπιχείρηση συγκάλυψης καί ἀποσιώπησης μιᾶς ἄλυτης ὑπόθεσης.

Ἀπούσας ἐντός του μιᾶς ἀρχῆς πού νά ἐγγυᾶται τή συνεχή διάρκειά του, τά πλεονεκτήματά του, τά ὁποία ἀναλογοῦν σέ ἰσάριθμα ἀδιέξοδα, δέν μᾶς βοηθοῦν νά ζήσουμε ἤ νά πεθάνουμε καλύτερα. Κι ἄν εἶχε τή δύναμη, συνεπικουρούμενος ἀπό μιά ἀλυσιτελή ἐπιστήμη, νά ἐξαλείψει ὅλα τά δεινά, ἤ, γιά νά μᾶς βάλει σέ πειρασμό, νά μᾶς διανείμει νέους δίκην ἀνταμοιβῆς πλανῆτες, τό μόνο πού ἐν τέλει θά κατόρθωνε θά ἦταν νά αὐξήσει τή δυσπιστία καί τήν ἀγανάκτησή μας. Ὅσο περισσότερο ὁ πολιτισμός θά κινεῖ μαχόμενος γῆ καί οὐρανό, θά ἐπαίρεται γι’ αὐτό καί θά ναρκισσεύεται, τόσο περισσότερο θά μακαρίζουμε τούς καιρούς ἐκείνους ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἀπολάμβαναν τό προνόμιο νά μήν ἔχουν καμιά εἴδηση γιά τίς διευκολύνσεις καί τά ὑπέροχα θαύματα πού αὐτός μᾶς ἐπιδαψιλεύει. Στόν δέ σοφό πού μᾶς συνέστησε τό ζῆν ἐν κρυπτῷ, θρυλεῖται πώς τοῦ ἀρκοῦσε λίγο κριθαρένιο ψωμί καί νερό γιά νά ἀνταγωνιστεῖ καί τόν Δία ἀκόμη στήν εὐδαιμονία. Σύμφωνοι, μᾶς ἔγινε ἕξη ἡ μνημόνευσή του, ἀλλά σέ ποιόν δηλαδή νά ἀπευθυνθοῦμε γιά νά ζητήσουμε συμβουλές; Στούς συγκαιρινούς μας; Σέ αὐτούς τούς ἀδιάκριτους, τούς ἀνικανοποίητους, οἱ ὁποῖοι βαρύνονται μέ τό ἀδίκημα ὅτι ἔχοντας θεοποιήσει τήν ἐκμυστήρευση, τήν ἐπιθυμία καί τήν προσπάθεια, μᾶς ἔχουν μετατρέψει σέ ἐνθουσιώδεις μαριονέτες, ἀκόρεστες καί πανοῦργες;

Τό μόνο πού τούς δικαιολογεῖ εἶναι ὅτι τούτη ἡ λύσσα πού τούς κυριεύει δέν πηγάζει ἀπό ἕνα ἄδολο ἔνστικτο ἤ ἀπό μιά εἰλικρινή παρόρμηση, ἀλλά ἀπό τό συναίσθημα τοῦ πανικοῦ μπροστά στόν κλειστό ὁρίζοντα. Πλεῖστοι ὅσοι ἀπό τούς φιλοσόφους μας, πού διαλαμβάνουν ἀγωνιωδῶς τό ζήτημα τοῦ μέλλοντος κόσμου, δίνουν κατά βάθος τήν ἐντύπωση ἑρμηνευτῶν μιᾶς ἀνθρωπότητας πού ἐμφορεῖται ἀπό τό ὀδυνηρό αἴσθημα ὅτι οἱ στιγμές της γλιστροῦν καί χάνονται, καί ὅτι ἐνῶ μοχθεῖ νά μήν τίς σκέφτεται, καταγίνεται συνεχῶς μέ αὐτές. Κοντολογίς, τά συστήματά τους εἰκονογραφοῦν τή ρηματική εκδίπλωση αὐτῆς τῆς ἐμμονῆς. Κατά παρόμοιο τρόπο, ἡ Ἱστορία προσέλκυσε τό ἐνδιαφέρον τους σέ μιά ἐποχή πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε τούς λόγους του νά διερωτᾶται ἄν ἐξακολουθεῖ αὐτή νά εἶναι κτῆμα του καί αὐτός τό δρῶν ὑποκείμενό της.  Πράγματι, ὅλες οἱ ἐνδείξεις συγκλίνουν στό ἑξῆς: ἀφοῦ καί αὐτή τοῦ γλιστρᾶ μέσα ἀπό τά χέρια, ἡ σταδιοδρομία πού θά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος δέν θά ἔχει μιά διάσταση ἱστορική, ἀλλά θά εἶναι βραχεῖα καί σπασμωδική, ταπεινώνοντας, ἔτσι,  στό καθεστώς τῆς σαχλότητας τούς ὀλέθρους πού κάποτε τόν οἰστρηλατοῦσαν. Μέ κάθε βῆμα πού κάνει ἐμπρός, ἡ περιεκτικότητά του σέ εἶναι μειώνεται. Ὑπάρχουμε πισωδρομώντας, τηρώντας ἀπόσταση τόσο ἀπό τά πράγματα ὅσο καί ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους. Κινοῦμαι, μπαίνω σέ μιά ἀναστάτωση, σημαίνει ὅτι ἐνδίδω στό ψεύτικο καί στό πλασματικό, σημαίνει ὅτι ἀσκῶ καταχρηστικά τή διάκριση μεταξύ τοῦ δυνατοῦ καί τοῦ νεκρώσιμου. Πράγμα ἀδύνατον πλέον, μέ τούς ρυθμούς πού τώρα κινούμαστε, νά εἴμαστε κύριοι τῶν πράξεών μας ἤ νά ὁρίζουμε τή μοῖρα μας. Τίς ζωές μας δυναστεύει μιά ἀρνητική πρόνοια, τῆς ὁποίας τά σχέδια, τώρα πού πλησιάζουμε στό τέλος μας, γίνονται ὅλο καί λιγότερο ἀνεξιχνίαστα, καθώς εὔκολα θά ἀποκαλύπτονταν στόν πρῶτο τυχόντα, ἄν αὐτός ἀναχαίτιζε τήν κίνησή του καί ἔβγαινε ἔξω ἀπό τόν ρόλο του, γιά νά ἀναλογιστεῖ ἔστω καί γιά μιά στιγμή τό θέαμα αὐτῆς τῆς λαχανιασμένης καί τραγικῆς ὀρδῆς, μέρος τῆς ὁποίας εἶναι καί ὁ ἴδιος.

Ὅπως ὅλα δείχνουν, ὁ αἰῶνας τοῦ τέλους δέν θά εἶναι ὁ πιό ἐξευγενισμένος οὔτε ὁ πιό περιπεπλεγμένος, ἀλλά ὁ πιό ἐσπευσμένος, ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ὁ πολιτισμός, μέ διεσπαρμένο ἤδη τό εἶναι του στήν πυρετώδη κίνηση, σέ μιά ὕστατη βουτιά πρός τό χειρότερο θά καταρρεύσει μέσα στή δίνη του. Ἀφ’ ἧς στιγμῆς ὅμως τίποτα δέν θά μποροῦσε νά ἀντισκόψει τήν καταβαράθρωσή του, δέν ὑπάρχει λόγος νά ἐπωφεληθοῦμε ἀπό τίς ἀρετές μας γιά νά τοῦ ἐξαπολύσουμε ἐπίθεση· ἄς μάθουμε καλύτερα νά διαβλέπουμε μέσα σ’ ὅλες αὐτές τίς δεινοποιήσεις στίς ὁποῖες ἀσμένως ἐπιτηδεύεται, κάτι τό συναρπαστικό, πού μᾶς καλεῖ νά μετριάσουμε τήν ἀγανάκτησή μας καί νά συγκρατήσουμε τήν περιφρόνησή μας. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τοῦτα τά φαντάσματα, τά αὐτόματα, αὐτοί οἱ παραισθητικοί ἄνθρωποι, εἶναι λιγότερο ἀπεχθεῖς, ἄν ἀναλογιστοῦμε τά ἀσύνειδα κίνητρά τους, τούς βαθιά ριζωμένους λόγους τῆς ἐξαλλοσύνης τους: δέν αἰσθάνονται ἄραγε ὅτι ἡ προθεσμία πού ἔχουν λάβει συντομεύει μέρα μέ τή μέρα καί ὅτι διαφαίνεται ἤδη ἡ λήξη της; Γιά ποιό λόγο, ἄν ὄχι γιά νά διώξουν μιά τέτοια σκέψη, ρίχνονται μέ τέτοια ὁρμή στή μέθη τῆς ταχύτητας; Ἄν ἀποκτοῦσαν τή βεβαιότητα ἑνός ἄλλου ὑπό ἔλευση μέλλοντος, δέν θά ὑπῆρχε λόγος φυγῆς [ἀπό τό παρόν] ἤ ἀπό τόν ἑαυτό τους, θά ἐπιβράδυναν ἁπλῶς τόν ρυθμό τους καί θά βολεύονταν ἄφοβα σέ μιά ἀόριστη προσδοκία. Ὅμως, δέν τίθεται γι’ αὐτούς τό ζήτημα τοῦ τάδε ἤ τοῦ δεῖνα μέλλοντος, διότι ἁπλούστατα κανένα μέλλον δέν ἐξυφαίνεται. Αὐτό πού συμβαίνει εἶναι ὅτι ἀπό τό μανιασμένο αἷμα τους ἀναβλύζει μιά αἴσθηση ἀδιόρατης, σιωπηρῆς βεβαιότητας, τήν ὁποία ἀποφεύγουν νά ἐξετάσουν καί πού σπεύδουν νά προσπεράσουν ἀναπτύσσοντας ὅλο καί μεγαλύτερη ταχύτητα, δίχως νά εἶναι ποτέ εὔκαιροι, ἔστω καί γιά μιά στιγμή, γιά τόν ἑαυτό τους. Ὡστόσο ὁ ἴδιος ταχύς ρυθμός διά τοῦ ὁποίου, στή σκέψη τους, ἀποσοβοῦν τόν κίνδυνο μιᾶς τέτοιας στιγμῆς, τούς ἀποκαλύπτει τό ἀναπόφευκτο τῆς συνάντησης μέ τόν ἑαυτό.  Ἀπό μιά τοῦ εἴδους αὐτοῦ σπουδή καί ἀνυπομονησία ἕπονται οἱ μηχανές· δέν συνιστοῦν τήν αἰτία. Δέν εἶναι αὐτές πού ὠθοῦν τόν πολιτισμένο ἄνθρωπο στόν ἀφανισμό· τουναντίον, τίς ἐπινόησε ἐνῶ πορευόταν ἤδη πρός τά ἐκεῖ, ὡς μέσα καί βοηθήματα γιά νά φτάσει τάχιστα καί τελεσφόρα. Δέν ἀρκοῦσε τό τρέξιμο, ἔπρεπε νά κινεῖται πάνω σέ ρόδες. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι, πράγματι, χάρη σέ αὐτές «κέρδισε χρόνο». Τίς διανέμει, τίς ἐπιβάλλει σέ ὅσους ἔχουν μείνει πίσω, στούς ἀργοπορημένους, ὥστε νά τόν ἀκολουθοῦν ἀπό κοντά, ἀκόμη καί νά τόν ξεπεράσουν στόν ἀγώνα ὑπέρ τῆς καταστροφῆς, στήν ἐμπέδωση ἑνός γενικευμένου μηχανολογικοῦ ἀμόκ. Καί προκειμένου νά διασφαλίσει τήν ἔλευσή του, πασχίζει νά ἐξομαλύνει, νά τυποποιήσει τό ἀνθρώπινο τοπίο, νά ἐξαλείψει κάθε λογῆς παρατυπία, νά ἀποκλείσει τήν παρουσία τῆς ἔκπληξης καί τοῦ αἰφνιδιασμοῦ∙ ἀτενίζοντας τόν κόσμο δέν θέλει νά βλέπει ἀνωμαλίες, ἀλλά παντοῦ τήν ἴδια μονότονη, τετριμμένη ἀνωμαλία, μεταπλασμένη σέ ρυθμιστικό κανόνα συμπεριφοράς, σέ κατηγορική προσταγή. Ὅσους δέν συμμορφώνονται τούς κατηγορεῖ γιά σκοταδισμό ἤ ἐξαγριωμένο παραλογισμό∙ καί δέν θά καταθέσει τά ὄπλα μέχρι νά τούς ἐπαναφέρει στόν ἐνάρετο δρόμο, μέχρι δηλαδή νά τούς κάνει νά διαπράξουν τά ἴδια μέ αὐτόν λάθη. Οἱ ἀναλφάβητοι, κυρίως αὐτοί, εἶναι ἀπρόθυμοι νά συνταχθοῦν μαζί του∙ γι’ αὐτό θά τούς πειθαναγκάσει νά μάθουν γραφή καί ἀνάγνωση, θά τούς πιάσει μέ τά δίχτυα τῆς γνώσης, ὥστε κανείς τους νά μήν ξεφύγει ἀπό τήν πάγκοινη δυστυχία. Τόσο δέ σκοτισμένο εἶναι τό μυαλό του, ὥστε δέν συλλαμβάνει κἂν τή δυνατότητα νά ὑποπέσει σέ μιά πλάνη ἄλλου εἴδους. Στερούμενος τήν ἀπαραίτητη ἠρεμία γιά τήν ἄσκηση τοῦ αὐτοσαρκασμοῦ, μολονότι γιά κάτι τέτοιο θά ἀρκοῦσε μιά φευγαλέα ματιά σέ ὅ,τι τοῦ ἐπιφυλάσσει ἡ μοῖρα, δέν στρέφεται ποτέ ἐνάντια στόν ἑαυτό του. Αὐτό τόν καθιστά ὀλέθριο γιά τούς ἄλλους. Εἶναι ταυτόχρονα ἐπιθετικός καί ἀξιολύπητος, δίχως ὅμως νά τοῦ λείπει μιά ὁρισμένη περιπάθεια: δικαιολογημένα, λοιπόν, μπροστά στίς ἀνυπέρβλητες δυσχέρειες πού ἀντιμετωπίζει, ἐμεῖς βρισκόμαστε σέ ἀμηχανία, αἰσθανόμαστε πικρία νά τόν καταγγείλουμε ἤ νά τοῦ ἐπιτεθοῦμε, πόσῳ μᾶλλον πού τό νά κακολογεῖς ἕναν ἀγιάτρευτο ἄνθρωπο, ὅσο ἀπεχθής κι ἄν εἶναι, φανερώνει ἔλλειψη γούστου. Πῶς ὅμως θά ἐκφέρουμε τήν παραμικρή ἔστω κρίση χωρίς αὐτή τήν ἔλλειψη φινέτσας;

[*] Ἐννοεῖ τον Ζάν Ζάκ Ρουσσώ.

*

*

*