*
«Ἂν ἡ τραγικὴ Ἀρχαιότητα ἔχει μέτρο της τὴ δύσκολη ἰσορροπία ἀνάμεσα στοὺς πόθους καὶ τὶς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης, οἱ μεσσιανικοὶ Νέοι Χρόνοι αὐτὴ τὴ φύση ἐξαρχῆς τὴν ἀρνοῦνται. Ἡ ὑπέρβαση εἶναι τὸ ζητούμενο, ἡ τόλμη ἀνεξαρτήτως κόστους, ἡ ἀψήφηση κάθε εἴδους ὁρίων. Ὅ,τι γιὰ τὸν Ἀρχαῖο εἶναι ὕβρις, γιὰ τὸν Νεωτερικὸ ἄνθρωπο εἶναι ἀρετή. Οἱ λογοτεχνικὲς μεταμορφώσεις τοῦ Ἰκάρου ἀνὰ τοὺς αἰῶνες εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐρεθιστικὰ τεκμήρια αὐτῆς τῆς κοσμοϊστορικῆς μετάβασης.
Μιὰ ἰχνηλάτηση τῶν πτήσεων τοῦ μυθικοῦ ἥρωα ἀπὸ τὸν Ὀβίδιο ὣς τὸν Γκόνγκορα καὶ ἀπὸ τὸν Μπωντλαὶρ ὣς τὴ Σέξτον.»
Ἀπὸ τὸ ὀπισθόφυλλο τοῦ βιβλίου Ἴκαροι. Ὁ φτερωτὸς ἥρωας καὶ τὰ πρόσωπά του μέσα στὸν χρόνο, Προλεγόμενα – Ἄνθολόγηση – Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης, ποὺ μόλις κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς Ἔκδόσεις Σμίλη. Τὸ ἐκτενέστερο ἀπόσπασμα ποὺ ἀκολουθεῖ εἶναι ἀπὸ τὰ Προλεγόμενα τοῦ συγγραφέα.
~.~
Ὁ πίνακας τοῦ Πίτερ Μπρέχελ τοῦ Πρεσβύτερου Τοπίο μὲ πτώση Ἰκάρου (π. 1555) ἀνήκει στοὺς πιὸ πολυσχολιασμένους τῆς εὐρωπαϊκῆς ζωγραφικῆς. Ἐπιπλέον, πολλοὶ ποιητὲς ἐμπνεύστηκαν ποιήματά τους ἀπὸ ἐκεῖνον. Τὸ μήνυμά του εἶναι ἁπλό: γιὰ τὴν ἀτομικὴ μοίρα τοῦ καθενός, ὁ κόσμος ἀδιαφορεῖ. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἴκαρος καταποντίζεται ἀνεπιστρεπτί, τριγύρω του χαίρει ἡ φύσις ὅλη, ἡ βλάστηση ὀργιάζει, οἱ ἄνθρωποι ἀπερίσπαστοι ἐπιδίδονται στὰ ἐπιούσια ἔργα τους.
Μὲ τὴ σύλληψή του αὐτὴ ὁ Κατωχωρίτης ζωγράφος γίνεται πρόδρομος τοῦ ντεϊσμοῦ, ἑνὸς φιλοσοφικοῦ ρεύματος τῶν Νέων Χρόνων, ἰδίως του Διαφωτισμοῦ, ποὺ πρέσβευε ὅτι ὁ Θεός, καίτοι ποιητὴς τῶν ὅλων, ἅπαξ καὶ ὁλοκληρώσει τὸ θεῖο του ἔργο, παύει νὰ ἀνακατεύεται πιὰ στὰ ἀνθρώπινα· ἀποκλεισμένος κατὰ κάποιον τρόπο ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ Δημιουργία, δὲν παρεμβαίνει στὴ μοίρα ἑνὸς ἑκάστου, δίκαιη ἢ ἄδικη, σκληρὴ ἢ εὐμενῆ. Ἡ πάμφωτη, ἱλαρὴ Φύση τοῦ Μπρέχελ εἶναι ἡ εἰκαστικὴ μετωνυμία ἑνὸς τέτοιου, ἀμέτοχου στ’ ἀνθρώπινα, Θεοῦ. Ὁ Ἴκαρος τὴν ὥρα τῆς Πτώσεως εἶναι μόνος, ἕρμαιο τῆς εἱμαρμένης.
Δύσκολα θὰ μπορούσαμε νὰ βροῦμε ἀντίληψη ριζικότερα ἀντίθετη σ’ ἐκείνη τῆς κλασικῆς Ἀρχαιότητας. Στὸν ἑλληνικὸ μύθο καὶ στὸν ποιητὴ ποὺ κυρίως ἐνέπνευσε, τὸν Ὀβίδιο, ἡ φύση ὄχι μόνο δὲν ἀδιαφορεῖ, ἀλλὰ χαιρεκακεῖ κι ἀπὸ πάνω γιὰ τὴ συμφορὰ τοῦ Δαίδαλου. Στὶς Μεταμορφώσεις, ὁ Λατίνος ποιητὴς μνημονεύει μιὰ πέρδικα, πού, στὸ θέαμα τῆς ταφῆς τοῦ Ἰκάρου ἀπὸ τὸν πατέρα του τὸν Δαίδαλο, βγαίνει ἀπὸ τὴν κρυψώνα της καὶ φτεροκοπάει ἀπὸ χαρμονὴ καὶ ἱκανοποίηση:
Βγῆκε στὴ γῆ γιὰ νὰ τὸν θάψει ἑνὸς νησιοῦ
ποὺ ἀπὸ τότε τ’ ὀνομάζουν Ἰκαρία.
Ὅταν τοὺς εἶδε ἀπ’ τὴν κουφάλα ἑνὸς κορμοῦ
μιὰ πέρδικα κακάρισε ὅλο εὐφορία. (περισσότερα…)
