*
Τι γύρευαν τα τρία κορίτσια που αγάπησα στο σπίτι μου αυτό το απομεσήμερο; Γιατί μετά από τόσα χρόνια με θυμήθηκαν; Πώς με βρήκαν στο απόμερο αυτό νησί, όπου πλέον ζω αποκομμένος σχεδόν από το κόσμο; Οφθαλμαπάτη σκέφτομαι. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και όμως είναι πράγματι εκεί, έξω από την πόρτα μου. Τα τρία κορίτσια που αγάπησα ταυτόχρονα σχεδόν τί να θέλουν από εμένα; Παρά τις πολλές μου απορίες τις καλοδέχομαι. Καθόμαστε στο ένα και μοναδικό για όλες τις χρήσεις δωμάτιο μου. Προσφέρω κρύο νερό και εκείνες κοινότυπες κουβέντες. Η σημερινή ζέστη, η θερμοκρασία που γενικώς ανεβαίνει, η κλιματική κρίση που εντείνεται, η πολιτική, η οικονομική και η κοινωνική παρακμή για να φτάσουμε στο τέλος στην πολιτιστική υποκουλτούρα. Θεατρόφιλες οι δύο από αυτές, από όσο θυμάμαι, και εγώ κάποτε ποιητής… Είχα εκδώσει δύο συλλογές, αφού τις άφησα ή με άφησαν, ούτε που το θυμάμαι, με τους ευφάνταστους τίτλους Η Απώλεια και Το Ανέφικτο. Άραγε τις έχουν διαβάσει; Δεν τολμώ φυσικά να ρωτήσω.
Στο τρίτο ποτήρι νερού οι κοινοτυπίες στερεύουν και έρχεται το αναμενόμενο «Γιατί;». Οι τρεις αγάπες μου οι παλιές που ήρθαν και με βρήκαν, όλες μαζί μα και εναλλάξ στο τέλος με ρωτάνε: «Γιατί αυτή η σχεδόν ταυτόχρονη και απολύτως υποκριτική αγάπη;» Και εγώ ο ένας και υπαίτιος δε σχολιάζω ούτε το σχεδόν ούτε το απολύτως μα ούτε και σε εκείνο το γιατί δίνω απαντήσεις. Εναλλακτικά ωστόσο προσφέρω ούζο, φτιάχνω το μεζέ που θυμόμουν ότι άρεσε σε όλες, βάζω μουσική, τα αγαπημένα τους κομμάτια φυσικά που και μόνος μου άλλωστε ακούω συχνά. Πίνουμε, τρώμε, αστειευόμαστε, χορεύουμε και, όταν το δωμάτιο μου το μικρό αρχίζει να μας στενεύει, βγαίνουμε στην βεράντα μου. Στενή και αυτή μα ανοίγεται για να μας καλοχωρέσει.
Έχει σχεδόν σκοτεινιάσει, μια στρώση σύννεφα πυκνά ο ουρανός και η θάλασσα κάπου εκεί στο βάθος ανταριασμένη. Τίποτα δε θυμίζει τη ζέστη του απομεσήμερου ούτε τα ερωτηματικά μας. Κρυφά και ειπωμένα. Η καταιγίδα που έρχεται λίγο μετά μας βρίσκει σε κατάσταση πλήρους ευφορίας. Στις πρώτες αστραπές ουρλιάζουμε, δήθεν από φόβο, και έπειτα γελάμε δυνατά. Στις πρώτες σταγόνες αγκαλιαζόμαστε σφιχτά και έτσι παραμένουμε καθώς πυκνώνει η βροχή και μέχρι να κοπάσει. Τα τρία κορίτσια που αγάπησα κι εγώ σε ένα κορμί δεμένα μουσκεύουμε και αφηνόμαστε σε μια ηδονή που στάζει δίχως καθόλου να απορεί και δίχως να διστάζει.
Το επόμενο πρωί βγαίνει και πάλι ο ήλιος, τα ρούχα μας και τα κορμιά έχουνε πια στεγνώσει μόνο η μνήμη εκείνης της απρόσμενης ηδονής παλεύει για να κρατηθεί στον αποχαιρετισμό μας. Μα εγώ, που άλλοτε ήμουν ποιητής, ακούω τον παλμό της και νιώθω πως πρέπει κάτι να πω για να την ησυχάσω. Καθώς τις βλέπω να απομακρύνονται ψιθυρίζω στον εαυτό μου περισσότερο παρά σε εκείνες. «Ό,τι αξίζει στη ζωή είναι οι ανατροπές της. Και ό,τι τη θρέφει πράγματι είναι εκείνα τα ερωτήματα που δεν θέλουν απαντήσεις.» Μπορεί και να με άκουσαν σκέφτομαι σχεδόν ταυτόχρονα μα καθόλου υποκριτικά.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΔΕΜΕΝΕΓΑ
***
