Ο Seamus, o Χάρης και το Nobel

*

Από αναγνώστριά μας λάβαμε και δημοσιεύουμε την παρακάτω επιστολή. — ΝΠ

~.~

Κύριε Διευθυντά,

Με αφορμή την προχθεσινή επέτειο της εκδημίας του νομπελίστα Ιρλανδού ποιητή Seamus Heaney, θα ήθελα να αναφερθώ σε μία παρεξήγηση που έχει δημιουργηθεί σχετικά με τους συνταξιδιώτες του όταν περιηγήθηκε την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1995, όπου και πληροφορήθηκε τη βράβευσή του με το Νομπέλ Λογοτεχνίας εκείνης της χρονιάς κατά ένα περιπετειώδη τρόπο.

Όπως φρόντισε κι ο ίδιος να το διαδώσει με συχνές συνεντεύξεις, ο Σέιμους Χήνυ, που απεβίωσε στις 30 Αυγούστου 2013, εκείνες τις μέρες του Οκτώβρη βρισκόταν για πρώτη φορά διακοπές στην Ελλάδα. Επισκεπτόταν όλους τους μυθικούς τόπους που έθρεφαν ακόμη τη φαντασία πολλών δυτικών, αρχής γενομένης από την Ακρόπολη. Κι ενώ η Σουηδική Ακαδημία και όλος ο κόσμος τον έψαχνε, αυτός απολάμβανε τις διακοπές του στην Πελοπόννησο, όπως είχε δηλώσει στο Βήμα:

«Πρώτη φορά επισκέφθηκα την Πελοπόννησο το 1995 και καθώς περνούσαμε απ’ όλα αυτά τα μέρη με τις μυθικές ονομασίες το Αργος, τη Νεμέα, όπου ο Ηρακλής πάλεψε με το λιοντάρι δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι ήταν αληθινά. Οταν μπήκαμε στην Αρκαδία, ο δρόμος ήταν σκεπασμένος από μήλα θα είχαν πέσει από κάποιο φορτηγόκαι εμείς τα πατήσαμε με το αυτοκίνητο, τα λιώσαμε. Αυτό μου φάνηκε σαν οιωνός, ένας καλός οιωνός, και κάτι σαν ευλογία – όχι όπου κι όπου, στην Αρκαδία! Στην Πύλο, μάθαμε ότι με έψαχνε όλος ο κόσμος, της Σουηδικής Ακαδημίας συμπεριλαμβανομένης. Το τέλος εκείνου του ταξιδιού με βρήκε σ’ ένα ελικόπτερο, να πετάω προς την Αθήνα, νιώθοντας μάλλον ταραγμένος, αλλά και ευγνώμων που είχα τον χρόνο να ανασυνταχθώ».

Καταγράφω εδώ επακριβώς με τα δικά του λόγια ορισμένα αποσπάσματα από την ανεπτυγμένη του αφήγηση, σχετικά με το ταξίδι, τους συνταξιδιώτες του, τις ιδιαίτερες συγκυρίες και τα περιστατικά εκείνων των ημερών, όπως την διηγήθηκε στον δημοσιογράφο Dennis O’Driscoll (Stepping Stones: Interviews with Seamus Heaney, Faber & Faber, 2009, σ. 369 κ. ε.):

“But when the news came there was as much shock as anything else. We were already on a high of sorts, halfway through a holiday in Greece, set up in a little hotel just a couple of hundred yards from the harbour in Pylos, away down in the south-west corner of the Peloponnese. Marie and myself and Cynthia and Dimitri Hadzi.

— Your first trip to Greece, I think.

It was. Long promised, long deferred, but finally it had become inevitable. I’d done the first Sophocles translation five years before and had just published a limited edition that included the ‘Mycenae Lookout’ sequence, with art work by Dimitri. I’d got to know the Hadzis in Harvard, where they were both attached to the Carpenter Center for the Arts. Being Greek-American, Dimitri spoke some modern Greek; and being a sculptor in stone and bronze, he was an ideal guide to the sites. Cynthia had travelled the route with Dimitri several times before – Ancient Corinth, Mycenae, Epidauros, Arcadia, Sparta – so she was our driver. At any rate, after the news reached us, we had a crucial half-day to ourselves, in a place where nobody knew us. One of the happiest moments of the whole affair was a celebration that night – squid and chips at an outside table on the harbour front. Between trawlers and tavernas. Starlight and electric light reflecting in the water. […] The Greek holiday was never planned to coincide with the announcement. If it had been, I wouldn’t, for God’s sake, have waited a day and a half to ring home. The news conference takes place at noon on the Thursday and it was Friday afternoon before I heard. […] I’d spent the Friday morning on the small whitewashed balcony of our hotel room, writing a letter to a former student of mine […] Afterwards, I went with the letter to the post office and then had lunch with the others, as arranged, at the restaurant we would return to that evening. Sat totally relaxed on the quay, watching the little barbounia fish scooting about in the water. Eventually we went back up to the hotel. I had a bath and a change of clothes; at that point, I thought I should ring Dublin, since Christopher might have got in from the language school where he was teaching. Sure enough, he answered the phone and immediately said, ‘Dad, we’re so proud of you.’ And because he realized the greeting puzzled me, he said next, ‘Have you heard the news?’ ‘What news?’ ‘You’ve won the Nobel Prize.’ So I say to him, ‘You’d better tell your mother,’ and get Marie to the phone.

— The Harvard Review published a photograph of you on the phone, taken that afternoon by Dimitri Hadzi.

[…] I couldn’t think clearly, because s]uddenly there were a dozen things to be done. Dimitri took another photo of me, for example, out on the little whitewashed balcony, writing out a statement that Faber needed for the press. And the Swedish Academy had to be contacted. And champagne had to be drunk. It wasn’t all bad. […] I had the presence of mind not to give the hotel name or phone number to anybody except the family, but Christopher had a string of people I was meant to ring, including Tommy Gorman, RTE’s man in Europe. Tommy was by then on the spot in Athens, ready to fly anywhere in a hired helicopter, so I told him that we’d be at Kalamata airport the next morning, the Saturday, at nine o’clock, packed and ready to go back to Athens in time for the Olympic Airlines flight.

And that’s what happened. Not much sleep that night, of course, some reporters from the Greek newspapers already in the hotel dining room at breakfast. Tommy was at Kalamata, the helicopter was on the tarmac and –after I’d done the interview at an outdoor café in the town– all five of us were airlifted to Athens. I was in front, in the glass bubble, too close for comfort to those razor-edged mountains of the Peloponnese, not enjoying it at all until we got to the east coast and the pilot dipped down and circled a couple of times above the theatre at Epidauros – where we’d visited a few days earlier. It was an unforgettable end to a journey that had started with another marvellous omen the previous Wednesday. That day, up in the mountains between Argos and Sparta, we turned a corner and found the road covered with apples that we couldn’t help driving over. One or two crates must have fallen off a lorry, but at the time they appeared like the bounty of Ceres.

Σύμφωνα λοιπόν με την αφήγηση του ίδιου του Χήνυ, αυτό το από χρόνων επιθυμητό ταξίδι στην Ελλάδα το πραγματοποίησε με τη σύζυγό του Μαρί και το φιλικό ζευγάρι, που είχε γνωρίσει στο Χάρβαρντ, του ελληνοαμερικανού γλύπτη Δημήτρη Χατζή και της συζύγου του Σύνθιας. Όσο για το περιστατικό με τα μήλα τα χυμένα στον δρόμο, πιθανόν από κάποιο φορτηγό, πέρασε στην ποίησή του (το πρώτο από την ενότητα Sonnets from Hellas, με τίτλο «Into Arcadia», στη συλλογή). Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τη μετάφραση του Μανόλη Σαββίδη, στην έκδοση που πραγματοποίησε από τις εκδόσεις του Ιστός το 2000 (Αλφάβητα), με χαρακτικά του Δημήτρη Χατζή κι επιμέλεια του Στρατή Χαβιαρά:

[…] Και σαν διαβήκαμε τα σύνορα
Του Αργους προς την Αρκαδία, κι ακόμη πιο βαθιά
Μέσα στην Αρκαδία, ένα φορτίο
Μήλα ξεχύθηκε στο δρόμο
Κι έτσι γι’ απόσταση πολλή τα λάστιχα τα τσάκιζαν και τα συνέθλιβαν
Ομως εμείς απτόητοι, να μας χτυπούν οι σάρκες κι οι χυμοί,
Κι εμείς να το χαιρόμαστε
.

Την αφήγηση του Σέιμους Χήνυ την επιβεβαιώνει επακριβώς και ο συνταξιδιώτης του Δημήτρης Χατζής, σε άρθρο του (“Where in Hellas Was Seamus Heaney”), που δημοσίευσε στο περιοδικό Harvard Review, τ. 100 (Homage to Seamus Heaney 1995 Nobel Prize in Literature), Άνοιξη 1996, σ. 27-29). Εκεί διαβάζουμε:

“For two years we had meant to go Greece with the Heaneys. We almost did in the Spring of 1994, but the plan fell through, and we rescheduled it for September of 1995. In the meantime, Seamus sent us a copy of «Mycenae Lookout,» which he had just written, and the final arrangements were decided when Cynthia and I flew to Dublin in May.

The four of us were to spend the first two weeks of October in Greece. This unforgettable trip started on Sunday, October 1, with walks around Plaka, the old section of Athens. We spent many hours on the Acropolis. I think it made a strong impression on Seamus. […]

Leaving Athens the next day in the morning traffic was a challenge, but once we reached the highway and the rocks of Eleusis overlooking the Saronic Gulf, the drive to Corinth was no more than one hour long. […] The drive through Tripolis and on to Mount Parnon was long but the road practically empty of traffic. Apart from the staggering scenery, the most remarkable thing we saw as we entered Arcadia was that the road was suddenly strewn with apples ―no doubt fallen from a truck going before us― a momentous sight. […] as we were preparing to drive to the tiny airport of Kalamata, another car, with three more reporters and cameras, this time from the Athens national weekly To Vima, were granted an interview. Shortly thereafter it appeared, in two long installments […]”.

Ο δημοσιογράφος από το Βήμα που πήρε συνέντευξη από τον ποιητή ήταν ο Θανάσης Λάλας, που έγραφε, όπως θυμίζει ο ίδιος στο Βήμα:

«Είναι ο άνθρωπος τον οποίον η αναγγελία της απονομής του βραβείου Νομπέλ τον έκανε πρώτο θέμα σε όλα τα δελτία ειδήσεων του κόσμου. Όχι γιατί ζούμε στην εποχή όπου το βραβείο Νομπέλ είναι πρώτη είδηση στα δελτία, ειδικώς της χώρας μας, αλλά επειδή είχαν περάσει ήδη τρεις ημέρες και κανένα μέσο μαζικής ενημέρωσης, ελληνικό και ξένο, δεν είχε καταφέρει να τον εντοπίσει. Το μόνο που γνωρίζαμε ήταν ότι βρισκόταν για διακοπές κάπου στην Ελλάδα. Ηταν Παρασκευή βράδυ, όταν ένας γνωστός του κ. Ψυχάρη επικοινώνησε μαζί του και του είπε ότι ο άνθρωπος που αναζητούν οι πάντες μένει στο ξενοδοχείο του, στην Πύλο, και την επομένη το πρωί θα έφευγε! Ταξίδευα όλο το βράδυ και ξημερώματα Σαββάτου έπινα τον καφέ μου στην τραπεζαρία του μικρού παραλιακού ξενοδοχείου στην Πύλο! Γύρω στις 8 το πρωί ο κύριος Χίνι μετά της συζύγου του και ενός φιλικού ζευγαριού, που έκαναν μαζί διακοπές, τον κύριο και την κυρία Χατζή, ανέβηκαν στη βεράντα της τραπεζαρίας για να πάρουν πρωινό. Επιστράτευσα όση αγένεια δεν με διακρίνει και πλησίασα το τραπέζι τους. Με τη βοήθεια του κ. Χατζή, φημισμένου έλληνα γλύπτη στις ΗΠΑ, όπως έμαθα αργότερα, ο κύριος Χίνι δέχθηκε να μας παραχωρήσει την πρώτη μετά την αναγγελία της βράβευσής του συνέντευξη, που δημοσιεύθηκε προς έκπληξη όλων στο φύλλο του Βήματος της Κυριακής εκείνης».

Αυτά λοιπόν τα ξαφνικά, ολωσδιόλου απρόσμενα και χαριτωμένα, διεξάγονταν τις μέρες της ανακοίνωσης του Νομπέλ Λογοτεχνίας του 1995, στην Αρκαδία και στην Πύλο, όπως τα περιέγραψαν οι άμεσα εμπλεκόμενοι και όσοι παρόντες μάρτυρες.

*

Ο Σέιμους Χήνυ και ο Δημήτρης Χατζής στην Αθήνα

~·~

Ωστόσο, και μετά από όλες αυτές τις μαρτυρίες, μετά από δεκαοκτώ (18) χρόνια, στα Νέα της 30ης Αυγούστου 2013 (ανήμερα του θανάτου του Ιρλανδού ποιητή), ο δημοσιογράφος Παύλος Αγιαννίδης, συμπληρώνει σε ένα άρθρο του (που αναδημοσιεύτηκε σε μπλογκ και ιστοτόπους, εδώ π.χ.), μεταξύ άλλων, και αυτές τις μέχρι τότε άγνωστες πληροφορίες και αποκαλύψεις:

«Πίσω στην ημέρα που του έφτασαν τα μαντάτα για το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ενώ ταξίδευε στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, στην προηγουμένη. Κινούνταν σε έναν επαρχιακό δρόμο μαζί με τη σύζυγό του Μάριον και τον ποιητή Χάρη Βλαβιανό. Ξαφνικά, ανοίγει η καρότσα ενός φορτηγού που προπορευόταν, όπως θυμάται ένα περιστατικό ο Χάρης Βλαβιανός, και χιλιάδες μήλα ξεχύνονται στο οδόστρωμα. “Είναι σημάδι από τους θεούς”, ήταν το σχόλιο της Μάριον. Το οποίο αναπόφευκτα συνέδεσε ο Χίνι με το μήνυμα για το Νομπέλ την επομένη…».

Δύο τινα πρέπει να έχουν συμβεί: ή ο καλός δημοσιογράφος έμπλεξε τα όσα του είπε ο Χάρης Βλαβιανός, πράγμα που βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο, καθώς τον μνημονεύει σαφώς ήδη δυο-τρεις φορές, ή τα δύο ζεύγη των ξένων επισκεπτών, ίσως λόγω συγκίνησης ίσως λόγω αδυναμίας μνημονικής ανάκλησης, ιδίως ο Χήνυ που είχε τον ―ποιητικό― νου του στα απλωμένα μήλα στον δρόμο και δεν θα έδωσε σημασία στον συνεπιβάτη του στο ΙΧ, θα ξέχασαν να μνημονεύσουν την παρουσία του Έλληνα ποιητή. Ο Θανάσης Λάλας, μες στη φούρια του να βρει τον Χήνυ, πιθανόν να μην τον πήρε διόλου χαμπάρι. Αυτό για το οποίο μόνον ο Χάρης Βλαβιανός θα μπορούσε να απαντήσει είναι εάν έφυγε νωρίτερα για την Αθήνα ή πέταξε κι αυτός με το ελικόπτερο από Καλαμάτα για Αθήνα. Την απίθανη περίπτωση ο διακεκριμένος κρυπτομνησιακός Έλληνας ποιητής να προσοικειώθηκε ως δική του μία ξένη μνήμη μέσω ενός ―πάλι ξένου― ποιήματος την βρίσκω εξωφρενικά αδιανόητη και την απορρίπτω ως παντελώς αβάσιμη και εξωπραγματική.

Εξάλλου η ακρίβεια και οι σημαντικές λεπτομέρειες («ανοίγει η καρότσα ενός φορτηγού που προπορευόταν») με τις οποίες ανακαλεί και περιγράφει το ξαφνικό και ποιητικό περιστατικό με τα μήλα δηλώνει αυτόπτη μάρτυρα. Έχει δε δημοσιεύσει και φωτογραφία του με τον Χήνυ και τον ίδιο κρατώντας δημοσιογραφικό κασετόφωνο (αλήθεια θα δούμε ποτέ αυτή τη συνέντευξη;), από το αρχείο του, στην Athens Review of Books (τχ. 44, 1/10/13) με τη λεζάντα:

«Ο Σέιμους Χήνυ σε ξενοδοχείο στην Πλάκα το 1995, δύο ημέρες μετά την ανακοίνωση της βράβευσής του με το Νόμπελ. Αρχείο Χάρη Βλαβιανού».

Ξέρω, ξέρω, ορισμένοι κακεντρεχείς και δύσπιστοι θα σπεύσουν να αντείπουν πως είναι κατάφωρο ψέμα αυτή η φωτογραφία γιατί η ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας έγινε την 5/10/1995 και ότι όπως αφηγήθηκε και στο παραπάνω βιβλίο και ο Χήνυ:

«I told him that we’d be at Kalamata airport the next morning, the Saturday [7/10/1995], at nine o’clock, packed and ready to go back to Athens in time for the Olympic Airlines flight».

Κι η αλήθεια είναι πως η αντίρρησή τους αυτή έχει μια δόση αλήθειας, καθώς αυτό επιβεβαιώνουν κι οι New York Times, στην ανταπόκρισή τους, στις 8/10 από το Δουβλίνο, όπου γράφουν:

«DUBLIN, Oct. 8 – Seamus Heaney, the winner of the Nobel Prize in Literature, arrived home last night and was welcomed […]».

Αλλά φτάνει πια με τόση κακοπιστία! Ενδέχεται να έκανε λάθος τις ημερομηνίες ο άνθρωπος, μπορεί να μπέρδεψε τις χρονιές, να τον συνάντησε το 1997 ή το 2004 ή και την τοποθεσία, να μην ήταν στην Πλάκα και να ήταν κάπου αλλού.

Τι σημασία έχουν τέτοιες μικρές κι ασήμαντες λεπτομέρειες… Η ουσία είναι πως ήταν φίλος του Σέιμους Χήνυ και ταξίδεψε μαζί του στην Πελοπόννησο το 1995. Κι αν όχι ακριβώς τότε, τον συνάντησε κάποια άλλη χρονιά στην Αθήνα. Η φωτογραφία του εξάλλου παραμένει αψευδής μάρτυρας αυτής της φιλίας κι ας μην συνοδεύεται η λεζάντα της από απόλυτη χρονολογική ακρίβεια.

Συγχωρέστε μου την μακρηγορία, αλλά ελπίζω πως τα όσα κατέγραψα στην επιστολή μου να βοηθήσουν στη διάλυση αυτής της υπερδεκαετούς πλέον παρεξήγησης.

Με ευχαριστίες για την φιλοξενία,

ΑΡΕΤΗ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

*

*

*