-> Από πού να ξεκινήσω; #5 Διονύσης Καψάλης

*

Νιώθουμε συχνά την επιθυμία να ασχοληθούμε σε βάθος με ποιητές, πεζογράφους, καλλιτεχνικά κινήματα και σχολές. Ωστόσο μας δυσκολεύει πολλές φορές ο όγκος τους, η διαφορά του ύφους τους ανά περιόδους και χρονικές φάσεις, καθώς και ο φόβος μιας εσφαλμένης πρώτης εντύπωσης που θα μας αποθαρρύνει. Στο πνεύμα αντίστοιχων εκλαϊκευτικών και βοηθητικών άρθρων για συγγραφείς, σκηνοθέτες, μουσικούς κ.ο.κ., που αφθονούν σε ιστότοπους του εξωτερικού, ο Θάνος Γιαννούδης επιδιώκει να σκιαγραφήσει έναν οδικό χάρτη ανάγνωσης του νεοελληνικού ποιητικού τοπίου. Έναν χάρτη σε καμία περίπτωση πατερναλιστικό, παρά περισσότερο βοηθητικό για τον νέο, καλοπροαίρετο και –κυρίως– απροκατάληπτο αναγνώστη.

~.~

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
1952 –

-> Από πού να ξεκινήσω;

Η κομβικότερη και αισθητικά ανώτερη περίοδος της κατ’ εξοχήν ποιητικής δημιουργίας του (ως τώρα) έργου του Διονύση Καψάλη είναι αναμφίβολα εκείνη που εκτείνεται από τις αρχές του 1990 μέχρι και τα μέσα της επόμενης δεκαετίας και αποτυπώνεται σε συλλογές όπως οι: Υπό Κλίμακα, Αισθηματική Αγωγή, Μέρες Αργίας, Μπαλάντες και περιστάσεις, Από λεπτότατη οδύνη. Εδώ ο Καψάλης, ηλικιακά κατασταλαγμένος και τελεσίδικα πια έμμετρος, έχει γίνει κύριος των εκφραστικών του μέσων και ανανεώνει τολμηρά την παραδοσιακή και κανονική φόρμα, μεταχειριζόμενος σονέτα, μπαλάντες, τερτσίνες, δίστιχα, στίχους για τραγούδια, αλλά και πειραματιζόμενος με πιο πολύστιχες μορφές, δομώντας, έτσι, μια λυρική φωνή αυθύπαρκτη και άκρως αναγνωρίσιμη και θέτοντας, παράλληλα, καίρια τα θεμέλια του άτυπου ρεύματος της νεότερης (ή «νεοφορμαλιστικής») έμμετρης ποίησης. Στη συνδυαστική ανάγνωση των έργων της συγκεκριμένης περιόδου, ο αναγνώστης θα συναντήσει τους πλέον διάσημους στίχους του ποιητή που έχουν μελοποιηθεί από συνθέτες της ροκ και του έντεχνου, ενώ θα μπορέσει, παράλληλα, να παρακολουθήσει τη συνομιλία του Καψάλη με μεγάλες ποιητικές φωνές του παρελθόντος, αλλά και το άπλωμα της γραφής του σε ένα ευρύ φάσμα θεματικών, εκτεινόμενο από τους απλούς ερωτικούς και προσωπικούς καημούς μέχρι και τη βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία, τον κοινωνικό σχολιασμό και τη μεταφυσική ενδοσκόπηση.

->Τι να διαβάσω στη συνέχεια;

Έχοντας εισέλθει για τα καλά στον ποιητικό κόσμο του Καψάλη, αναμφίβολα το επόμενο αναγνωστικό βήμα θα ήταν όχι τόσο η πρώιμη και η ύστερη αυτού του διαστήματος ποιητική του παραγωγή (που έχει, φυσικά, κι εκείνη τις αισθητικές κορυφώσεις της) όσο το πλουσιότατο σε όγκο και αξία μεταφραστικό έργο του ποιητή. Οι γεμάτες λυρισμό μεταφράσεις που συνοδεύονται από κατατοπιστικές εισαγωγές στο θεατρικό έργο του Γουίλλιαμ Σαίξπηρ, οι ελληνικές διασκευές (κατά βάση) αγγλόφωνων και γερμανόφωνων ποιητών και ποιητριών, καθώς και η εκτεταμένη θεωρητική πλαισίωση και υποστήριξη των συγκεκριμένων (και μη) έργων, δομούν ευκρινώς μια ευρύτερη εικόνα του Διονύση Καψάλη ως ενός δραστήριου και πολυσχιδούς δημιουργού που δε διστάζει να αναμετρηθεί ακόμα και με φωνές του μοντερνισμού που βρίσκονται μακριά από τη δική του κατ’ εξοχήν καλλιτεχνική ταυτότητα. Συγχρόνως, η συνεχής δοκιμιακή του ιδιότητα συμπληρώνει το πεδίο, λειτουργώντας ενίοτε και ως οδοδείκτης και της ατομικής του πρωτογενούς παραγωγής.

->Από πού να ΜΗΝ ξεκινήσω:

Μια αμιγώς χρονολογική προσπέλαση του ποιητικού έργου του Διονύση Καψάλη κρίνεται μάλλον εσφαλμένη, όχι αναγκαστικά εξαιτίας της ελευθερόστιχης φύσης των αρχικών του συλλογών αλλά κυρίως βάσει του περιεχομένου τους, καθώς ο ποιητής πολύ γρήγορα απομακρύνθηκε τόσο από το ύφος όσο και από τον τρόπο γραφής και εκφοράς του λόγου του πρώιμού του έργου, αφήνοντάς το ουσιαστικά στο περιθώριο της μετέπειτα δημιουργικής εξέλιξης και πορείας του. Ταυτόχρονα, θεωρούμε πως ούτε η εκκίνηση μιας περιδιάβασης στον καψαλικό κόσμο μέσω των (σε κάθε περίπτωση κομβικών, πολυπρισματικών και εμβριθέστατων) δοκιμίων του είναι η καλύτερη δυνατή πρακτική, μιας και θα δημιουργούσε ενδεχομένως στον μη εξοικειωμένο με τη φιλολογική ορολογία και το σύνθετο λεκτικό αναγνώστη μια δυσκολία προσπέλασης, δρώντας ενδεχομένως και παρελκυστικά ως προς την απλότητα και αμεσότητα της ποιητικής του γραφής, ιδιαίτερα όταν η τελευταία, από μια φάση, μάλιστα, του έργου του και έπειτα, προβάλλει ως το κατ’ εξοχήν συγγραφικό επίδικο.

->Αν μου άρεσε, πού να στραφώ μετά;

Η πρώτη και προφανής απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα αφορά εκείνους κι εκείνες τους/τις δημιουργούς που έβαλαν κατά την ίδια χρονική περίοδο ο καθένας και η καθεμιά το λιθαράκι τους στην επαναμάγευση του ποιητικού λόγου (ενίοτε και ως άμεσοι συνοδοιπόροι του Καψάλη), ασχολούμενοι σε βάθος με την έμμετρη ποίηση. Ονόματα, επομένως, όπως εκείνα των Ηλία Λάγιου, Γιώργου Κοροπούλη, Μιχάλη Γκανά, Νάσου Βαγενά, Άντειας Φραντζή, Νίκου Φωκά, αλλά και σημαντικών επιγόνων των επόμενων ετών (Δ. Κοσμόπουλος, Κ. Κουτσουρέλης, Σ. Κολοτούρου κ.α.) δημιουργούν την αίσθηση μιας γενικότερης νέας επικοινωνίας και δεξίωσης του έμμετρου λόγου στη νεοελληνική ποίηση. Ταυτόχρονα, παρουσιάζει ενδιαφέρον η συνεξέταση του έργου του Καψάλη με όμοιούς του ηλικιακά ποιητές των γενιών του ΄70 και του ΄80 που ακολούθησαν στη συνέχεια του έργου τους μια παράλληλη και διαφορετική από εκείνον πορεία, είτε πειραματιζόμενοι ενίοτε με το έμμετρο (Αν. Βιστωνίτης, Γ. Βέης, Χρ. Μπράβος, Π. Παμπούδη) είτε αρνούμενοι αυτή την κατεύθυνση. Τέλος, η αμιγώς σαιξπηρική εξακτίνωση της καψαλικής μεταφραστικής δημιουργίας, επιβάλλει και τη σύγκριση με κομβικές φωνές του παρελθόντος που μετέφρασαν έμμετρα και προγραμματικά μεγάλο τμήμα του σαιξπηρικού corpus (B. Ρώτας, Κ. Καρθαίος), ο καθένας με τα όπλα (και τις ψευδαισθήσεις αιωνιότητας ενδεχομένως) της εποχής του.

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

~.~

*

*