*
Μέρος Α΄: ΝΥΚΤΟΣ ΕΝ ΑΜΟΛΓΩ
Γλυκιά δροσιά·
κυνηγούσα έναν άγγελο Κυρίου
πλησίαζα και ξέφευγε –παιχνίδι λες–
και κάποτε καθόμασταν στο καλντερίμι
κι ανάμεσά μας το ψωμί με τις ελιές.
Και ζέσταινε και ζέσταινε· του ζήτησα βεντάλια
μα ξαφνικά κυμάτισαν τα δυο φτερά
κι ο αέρας ανακάτεψε τα ατίθασα μαλλιά μου.
Η γη πια δεν κρυβόταν·
κάτω απ’ τον ήλιο τον δεινό άνοιξα
το στόμα κι είπα: ρίξε μια σταγόνα,
σ’ εσένα έχω κρεμάσει την πνοή μου.
Κι ακούστηκαν τα δυο φτερά του
ανάμεσα σε σύννεφα χιλιάδες
και γέμισε το δέρμα μου νερό.
Σουρούπωνε και βράδιασε και μαύρισαν τα σπίτια.
Εμπρός εδώ μπροστά μου φέρτε
τον φίλο ή τον εχθρό μου· τέτοιο κρύο
δεν το νικάς μονάχος σου πριν σε νικήσει εκείνο.
Και τότε δυο φτερούγες σκέπασαν
το αμήχανό μου σώμα κι ήξερα
πως ξεκινώ για το κρυφό ταξίδι.
Σιγά σιγά δεν ήμουν πια.
«Πες μου την ώρα για να ξέρω» του είπα εγώ.
Κι εκείνος γελαστός: «Νυκτὸς ἐν ἀμολγῷ».
Μέρος Β΄: ΔΑΦΝΕΣ Ή Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Είπαν πως θα σε θάψουν
ανάμεσα σε δάφνες φρεσκοφυτεμένες
και χάρηκα· δεν θα ήθελα να κάψουν
τα σπλάχνα σου σαν μάγισσες καταραμένες.
Μέρος Γ΄: Ο ΑΠΩΝ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ
Ψυχόπιτες ελιές κρασί· την ώρα αυτή στο δείπνο
ιστόρησα τα μάτια της μες στον μεγάλο μου ύπνο.
Οι τοίχοι φωτιστήκαν μ’ ένα φως καλοχτισμένο.
Ας έφυγα, πιστεύω πως λησμονημένο διόλου
δεν μ’ άφησε το σώμα μου· στο χώμα είναι γραμμένο
που σκόρπιζα στον νότο και δεν μ’ ένοιαζε καθόλου.
Ο τόπος θαλασσόκτιστος τα σώματα διχάζει
αντί να τα σφιχτοκρατεί – ξέρω πως την πειράζει.
Βουνά –κομμάτια από ψωμί– μες στο νερό βουτάνε
πλην χάνεται η δροσιά στα ξεραμένα της πηγάδια·
οι λέξεις ξένες κι οι αρχηγοί μονάχοι συζητάνε
το μέλλον της κι αυτή φορά κουρελιαστά μαγνάδια.
Όταν υπήρχα γύρισα μια νύχτα στο κρεβάτι
κι ένα κερί τρεμόπαιξε μπροστά στον παραβάτη.
Και σαν τα πόδια ανάπαυσα πάνω στο προσκεφάλι
είδα ψυχές να σκαρφαλώνουν στις αιθέριες βάσεις
κι όλα τα θαύματα έφεγγαν στα ανέκφραστά τους κάλλη
που πριν κατακρημνίζονταν στων φεγγαριών τις χάσεις.
Γαλήνιος που τα μάτια της περιφρουρούν τα τείχη
μα ακόμα δεν την ηρεμούν οι ειλικρινείς μου στίχοι.
Οι ζωντανοί ζαλίζονται πάνω απ’ το αιώνιο χάσμα
κι εμείς κουρνιάζουμε ήσυχοι· νεοσσοί στην αγκαλιά της.
Κι εκείνοι κάποτε θα πουν το φοβερό τους άσμα
κι όλοι μαζί θα γίνουμε πλεξούδες στα μαλλιά της.
Μέρος Δ΄: ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ
Την ευλογία του Θεού
για όσο θα ρίχνουμε τα βέλη μας
ενάντια στους αόρατους
εχθρούς κι όταν διχο-
τομούμε τα κορμιά των αρχηγών
για να ξεθάψουμε τα μυστικά
τούτης της ανεξήγητης ζωής·
την πρόνοια για τους άρρωστους
κι εκείνους που προσεύχονται
στην έρημο και πνίγονται πεθαίνοντας
στα δάκρυα των ανθρώπων
που τους αγάπησαν πολύ·
τη χάρη Του στα τρένα και στα πλοία
καθώς πορεία χαράζουν μες στη νύχτα
ενώ στον κήπο οι μαθητές κοιμούνται.
Δόξα στις μέρες, που Του ανήκουν,
και στις ενήδονες βραδιές
που μας κρατάνε ξύπνιους.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ
~.~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Μέρος Α΄: νυκτὸς ἀμολγῷ = μες στην καρδιά της νύκτας (στον Όμηρο, Ιλ., Λ 173).
Μέρος Γ΄: ψυχόπιτα = ψωμί που μοιράζεται για να συγχωρεθούν οι πεθαμένοι.
*
*
*
