Νικολέττα!

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Θα ’τανε τέλη του Σεπτέμβρη του ’66. Νεαρός Σημαιοφόρος τότε, υπηρετούσα στον «Πάνθηρα», ένα γηραλέο αντιτορπιλικό, ένα «θηρίο», έτσι αποκαλούσαμε στο Ναυτικό αυτό τον τύπο των πλοίων, που πέρα από το όνομά τους, τίποτε άλλο δεν θύμιζε το φοβερό αγρίμι των τροπικών. Φύγαμε μεσάνυχτα από το Ναύσταθμο της Σούδας με προορισμό τη Χίο, απ’ όπου θα αρχίζαμε τις γνωστές μας περιπολίες στο ανατολικό Αιγαίο. Αφήναμε πίσω μας μια θλιμμένη φθινοπωρινή στεριά κι είμαστε όλοι μας χαρούμενοι που επιστρέφαμε στη δική μας θαλασσινή άνοιξη. Ξημερώματα είχα βάρδια Αξιωματικού Φυλακής στη γέφυρα. Δέχτηκα με αγαλλίαση τις πρώτες μυρωδιές του πελάγου κι αθέλητα μοιράστηκα το σκίρτημα του «γέρο-Πάνθηρα» καθώς τινάχτηκε να προφτάσει ένα άταχτο, παιχνιδιάρη κυματαφρό. Στο ξεκίνημα της περιπολίας μας αυτής, βρεθήκαμε να υπηρετούμε στο Αντιτορπιλικό έντεκα αξιωματικοί. Απ’ αυτούς μόνο οι πέντε ήμασταν παλιοί υπηρέτες του, οι υπόλοιποι έκαναν το πρώτο τους ταξίδι μαζί μας.

Ήτανε όμορφη η συντροφιά μας των πέντε παλιών συμπολεμιστών… όμορφη, ξεχωριστή και αξέχαστη. Αρχηγός όλων ο κυβερνήτης μας. Ένας σαραντάρης πλωτάρχης, παντρεμένος και εσαεί ερωτευμένος με τη γυναίκα του. Η μοναχοκόρη του ήτανε λέει δασκαλεμένη από τα γεννοφάσκια της στη φύλαξη του θησαυρού της Αφροδίτης. Για ομοειδείς θησαυρούς που ο ίδιος είχε κλέψει άφηνε πάντα τους ακροατές του να δημιουργούν εικασίες. Ο κυβερνήτης μας, ήταν μέτριος στο ανάστημα, με καλοφτιαγμένο πρόσωπο και με πολλές, συμμετρικά πλεγμένες γύρω από τα μάτια του ρυτίδες, αποτέλεσμα της πολύχρονης προσπάθειας όλων των καλών ναυτικών να ξεδιαλύνουν τα θαλασσινά σκοτάδια. Του άρεσε ιδιαίτερα να διηγείται εντυπωσιακές ιστορίες στις οποίες ο ίδιος μπορούσε να ήταν ένα είδος Γουλιέλμου Τέλλου ή Γαριβάλδη ή Ροβινσώνα και ενίοτε… Καζανόβα. Ξέρετε, η θάλασσα δημιουργεί στους αμύητους την εικόνα ενός περιβάλλοντος μυστηρίου, με δυσνόητους θρύλους και με γοργόνες και νεροφίδες, αλλά και με ερημονήσια με μισόγυμνες, εξωτικές καλλονές που βέβαια ο ναυτικός δεν συναντά ποτέ στα ταξίδια του. Ακριβώς σ’ αυτό τον κόσμο του μυστηρίου και της φαντασίας μάς ταξίδευε ο κυβερνήτης κι εμείς, καλοί ακροατές, ακούγαμε και μαθαίναμε. Αύριο ο λόγος θα δινόταν σε μας!

Ο ύπαρχος, δεύτερο καπετάνιο τον αποκαλούν στο Εμπορικό Ναυτικό, ήταν ο πνευματικός του πλοίου. Είχαμε τη βεβαιότητα πως ήταν ανέραστος πλην αιωνίως ερωτευμένος με μια γυναίκα που δεν είχε συναντήσει ακόμη. Ήταν τριάντα τεσσάρων ετών και μελετούσε με ενδιαφέρον τους Έλληνες Κλασσικούς, τη Λαογραφία και την Κινέζικη Φιλοσοφία. Τον μάγευε όλων των ειδών η καλή μουσική, αλλά όταν επιχειρούσε να λάβει μέρος σε κοινή, χορωδιακή μας ερμηνεία, ακούγονταν ήχοι που θύμιζαν το καθ’ όλα συμπαθέστατο τετράποδο του Βάρναλη στην προσπάθειά του να μιμηθεί το χλιμίντρισμα ευρισκόμενης σε οίστρο φοράδας. Η τελευταία του αυτή ιδιότητα μου έφερνε στη μνήμη τον πατέρα μου και ίσως ήταν και αυτό ένας λόγος για τον οποίο τον συμπαθούσα ιδιαίτερα.

Ο πρώτος μηχανικός του «θηρίου» μας ήταν η ξέγνοιαστη νότα της συντροφιάς μας. Ψηλός, μελαχρινός, ομορφάντρας, πολύ καλός στη δουλειά του, τραγουδούσε ωραία, έλεγε έξυπνα ανέκδοτα και αν τον ρωτούσες ποιος ήταν ο Χάυδν ή ο Ρουσσώ πολύ φοβούμαι πως θα τους έχριζε συνεργάτες του Αλ Καπόνε στην Ομάχα Νεμπράσκα. Μια από τις χαριτωμένες ιδιοτροπίες του ήταν η απάντηση που έδινε όταν σήκωνε το εσωτερικό τηλέφωνο στο Γραφείο Μηχανής: «Κομμωτήριον η Λούλα, λέγετε παρακαλώ!» Ψιθυριστές διαδίδουν πως όταν ο κυβερνήτης πρωτοήλθε στο πλοίο θέλησε να καλέσει στο δωμάτιό του τον πρώτο μηχανικό. Τον πήρε λοιπόν στο εσωτερικό τηλέφωνο και όταν άκουσε αυτά τα περί κομμωτηρίου της Λούλας μουρμούρισε ένα με συγχωρείτε, έκλεισε το τηλέφωνο και κάλεσε τον ηλεκτρολόγο υπηρεσίας να ελέγξει τα τηλέφωνα του πλοίου γιατί λέει παρουσιάζουν περίεργες παρεμβολές!…

Ένας ακόμη της πενταμελούς παρέας μας ήταν ο δεύτερος μηχανικός. Ο Άκης μας. Αυτός ήταν ίσως ο πιο αντιπροσωπευτικός τύπος γνήσιου ναυτικού. Μυρίζονταν και εντόπιζε τον ποδόγυρο με την ίδια ευκολία που ένα καθαρόαιμο λαμπραντόρ ανακαλύπτει τη νερόπαπια μέσα στους βάλτους. Δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε καλοφτιαγμένος άντρας. Τα αυτιά του ήταν υπερβολικά μακριά και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν τόσο σκληρά όσο χρειαζόταν για να συγκινήσουν τις απόμαχες εκείνες νοσταλγούς των όχι και τόσο πρόσφατων ερωτικών σκιρτημάτων. Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα ο Άκης. Διασκέδαζε όμως αρκετές φορές την ομήγυρη με τις απίστευτες κατακτήσεις του. Αυτό θα το διαπιστώσετε και εσείς οι ίδιοι αν συνεχίσετε την ανάγνωση της ιστορίας μου.

Ο πέμπτος της παρέας ήταν η αφεντιά μου. Ήμουν όμως ακόμη μια μισογραμμένη ταινία μαγνητοφώνου που δεν είχε και μεγάλο ενδιαφέρον η απομαγνητοφώνησή της. Καταθέτω όμως πως ζούσα πολύ έντονα τις συγκινήσεις της θάλασσας και των θαλασσινών και πως απολάμβανα τις ποικιλίες των χαρών και των περιπετειών που τόσο απλόχερα μου πρόσφεραν οι τέσσερις μπαρουτοκαπνισμένοι συμπολεμιστές μου.

Ταξιδεύοντας με καλό καιρό όλη μέρα βρεθήκαμε απογευματάκι μια ανάσα έξω από τη Χίο. Ήδη γαργαλούσαν τη μύτη μας οι μυρωδιές των μαστιχόδεντρων κι αν το ήθελε ο κυβερνήτης σε τρεις το πολύ ώρες θα δέναμε στο λιμάνι της Χίου. Ήταν βέβαια στις επιθυμίες της σεβαστής Διοίκησης η εκτέλεση στο τρίωρο αυτό ταξίδι κάποιων απαραίτητων ασκήσεων «επί τω σκοπώ έτι εξυψώσεως του μαχητικού επιπέδου του πληρώματος κλπ, κλπ, κλπ…» Όμως τα ιστορικά Ψαρά ήταν δίπλα μας και επειδή η φωνή του πρώτου γεμιτζή, του μπουρλοτιέρη Κανάρη, έρχονταν κιόλας βροντερή στ’ αυτιά μας και επειδή ο κυβερνήτης μας την άκουσε αυτή τη φωνή, γι’ αυτό… «όλο αριστερά πηδάλιο, γραμμή άκρα Τριφύλλι, Ψαρά!…» Σε μιάμιση ώρα ο ηρωικός «Πάνθηρ», που όπως είπαμε μύριζε μπαρούτι όσο ο άγριος συνονόματός του της ζούγκλας μύριζε λεβάντα, έριχνε το σίδερο έξω από το λιμανάκι του μαρτυρικού νησιού. Πρέπει, παραγγέλλει ο κυβερνήτης μας, να επισκεφτούμε το νησί και να βοηθήσουμε όλοι στην εξύψωση του πεσμένου ηθικού των λιγοστών απογόνων των ένδοξων μπουρλοτιέρηδων του ’21. Την εξύψωση της μαχητικής μας ικανότητας θα είχαμε πολλές ευκαιρίες να την φροντίσουμε εν… καιρώ. Όλοι όσοι είχαν την ευκαιρία εξόδου στα Ψαρά, Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και πλήρωμα ετοιμάζονταν ήδη για τη μαζική εξόρμηση. Έμεινα για κάμποση ώρα στη γέφυρα και άφησα το βλέμμα μου να περιδιαβαίνει με δέος τις γυμνωμένες από τους ανέμους και την αλμύρα της θάλασσας ράχες της κι έψαξα μήπως και εντοπίσω ένα δέντρο, μια πρασινάδα … τίποτε! Μένει να αργοπετούν σαν αερικά πάνω από το μαρτυρικό νησί μόνο η Δόξα και η σκιά του Κανάρη κι αν κλείσεις τα μάτια σου και επιμείνεις θα τα δεις κι εσύ, φίλε αναγνώστη…

Τα Ψαρά είναι ένας από τους τόπους εκείνους που σε εντυπωσιάζουν ακριβώς επειδή δεν έχουν τίποτε το εντυπωσιακό. Η ομοιότης των τοπίων, οι μολυβένιες ράχες, η σχεδόν παντελής έλλειψη μεγάλων δέντρων, προκαλούν φαντάζομαι στον επισκέπτη την ίδια έκπληξη και τον θαυμασμό που προκαλεί η μονοτονία της ερήμου, του χιονισμένου βουνού, της αρυτίδωτης θάλασσας. Μένει η ιστορία να γεμίζει με χρώματα ζωηρά και ανεξίτηλα τα σπίτια, τις γειτονιές, τις ολόμαυρες ράχες, τους ανθρώπους. Είχε πια σουρουπώσει όταν οι πέντε της παρέας μπήκαμε στη βάρκα και αισιόδοξοι κινηθήκαμε προς υλοποίησιν του ταχθέντος σκοπού. Παραξενεύτηκα όταν είδα στη βάρκα το γιατρό του πλοίου. Ήταν ένας τύπος εξογκωμένος τόσο στους πόλους όσο και εις τον ισημερινό, φοβερός στην όψη, που είχε συν τοις άλλοις την ατυχία να κρύβει την απέραντη αγαθότητα των ματιών του πίσω από τους χοντρούς, μυωπικούς φακούς των παμπάλαιων γυαλιών του. Ήταν ναύτης και υπηρετούσε τη θητεία του. Ο ίδιος έλεγε ότι σπούδασε ιατρική στο Βερολίνο, ότι είχε ειδικότητα στη νευρολογία και ότι ήταν κάτοχος τριών ντοκτορά. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι συνάδελφοί του της κουβέρτας τον αποκαλούσαν επιδεικτικά «ντόκτορ, ντόκτορ, ντόκτορ Χρ. Π.». Ήταν ένας άνθρωπος τελείως κλεισμένος στον εαυτό του και πίστευε πως μόνο η ανεξερεύνητη κακία και η μικρότης των ανθρώπων ήταν υπεύθυνη για την τοποθέτησή του σε ένα ασήμαντο αντιτορπιλικό σαν το δικό μας. Η ουσιαστική θέση του επέμενε πως έπρεπε να ήταν σε κάποιο εξειδικευμένο εργαστήριο ερευνών! Θυμάμαι πως κάποτε που τον φώναξα να περιποιηθεί το τραύμα ενός ναύτη στο χέρι του, μου παρήγγειλε να απευθυνθώ στο νοσοκόμο του πλοίου γιατί αυτός λέει ήταν μαζί μας για τις σοβαρές ιατρικές υποθέσεις μόνο.

Νευριασμένος απευθύνθηκα σε κάποιον υπαξιωματικό δίπλα μου, κατ’ ευθείαν απόγονο του… Κυναίγειρου, να τρέξει και να… παρακαλέσει τον ντόκτορα να έλθει αμέσως. Πράγματι σε λίγο εμφανίστηκε ένας τεράστιος μπόγος να κουτρουβαλάει τις σκάλες και να μουρμουρίζει κάτι για την κακεντρέχεια των αδαών. Του απάντησε ο τραυματίας με ένα άγριο γρύλισμα και με μια καλοτραβηγμένη γονατιά στα μαλακά, που εγώ έκανα βέβαια πως δεν είδα. Πάει καιρός που κάποιος από το τσούρμο, και πιστέψτε με πως είναι καλύτερα να σας πέσει στο κεφάλι ένα σμήνος αφρικανικές ακρίδες παρά κανένας από δαύτους, μου εκμυστηρεύτηκε πως ένα από τα προσφιλέστερα παιχνίδια του ήταν να παίρνει τα γυαλιά του γιατρού μόλις άρχιζε το Κυριακάτικο φαγητό. Όταν κάποτε τα ξαναφορούσε ο φτωχός Ντόκτορ, τότε το περιεχόμενο του δίσκου του συναγωνιζόταν επικινδύνως το περιεχόμενο της κεφαλής του. Τελευταίως έμαθα από έγκυρη πηγή πως τους τίτλους των σπουδών του τους απέκτησε στη Γενική Πολυκλινική Κοζάνης όπου εργαζόταν ως οδηγός φορείου!… Όταν είδα λοιπόν το γιατρό μας στη βάρκα, τον χτύπησα χαϊδευτικά στον ώμο και τον χαιρέτησα:

—Γεια, ρε Ντακ! Για πού το ’βαλες τέτοιαν ώρα;

Μου απάντησε πως ειδοποιήθηκε για κάποιον Ψαριανό πολύ άρρωστο και πως πηγαίνει να τον εξετάσει και με την ευκαιρία να ξεσκονίσει λιγάκι τις ιατρικές του γνώσεις. Τη ναυτουριά λέει του πλοίου μας δεν την πλησίαζαν ούτε ιοί ούτε μικρόβια. Είχα σχεδόν πιστέψει ότι κάτι σοβαρό μπορεί να συνέβαινε όταν το κλείσιμο του ματιού του Λέμβαρχου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ποιος ξέρει τι είχαν πάλι σκαρώσει στο γιατρό μας αυτοί οι ανεκδιήγητοι ζερζεβούληδες.

Σαν βγήκαμε από τη βάρκα, η ναυτουριά με τον γιατρό κινήθηκαν προς το χωριό κι εμείς μείναμε εκεί επιχειρούντες μια πρώτη οπτική αναγνώριση του νέου… πεδίου της μάχης μας. Εκτός από τον πρώτο μηχανικό κανείς άλλος δεν είχε ξανάρθει στο νησί. Η Χώρα των Ψαρών βρίσκεται στα νότια του νησιού προφυλαγμένη από τους φοβερούς βοριάδες και τις σοροκάδες που λυσσομανούν όλο σχεδόν το χρόνο. Το μικρό λιμανάκι ήταν γεμάτο βάρκες και ψαροκάικα που τα πιο πολλά, μαζί με τους καραβοκύρηδές τους, είχαν βγει στη σύνταξη από καιρό. Μερικοί ψαράδες προσπαθούσαν με το φως μιας λάμπας πετρελαίου να μπαλώσουν τα δίχτυα τους από τα τραύματα της τελευταίας ψαριάς. Ένα φαρδύ πλακόστρωτο χώριζε τη θάλασσα από τα διώροφα ή και τριώροφα σπίτια, τα πιο πολλά φρεσκοασπρισμένα, με ξύλινα στενά μπαλκόνια που στις σιδεριές τους ανέμιζαν πολύχρωμα ρούχα κάποιας πρόσφατης μπουγάδας. Από μια ασυνήθιστη ρέμβη μας έβγαλε ο δεύτερος μηχανικός λέγοντάς μας καθώς απομακρυνόταν:

Εγώ φεύγω, γεια σας, πάω για κυνήγι. Αν δεν βρω πέρδικες, φαντάζομαι θα πετύχω καμιά ξεχασμένη γριά φραγκόκοτα!…

Γελάσαμε όλοι, μα πριν προφτάσουμε να σχολιάσουμε την αναχώρησή του, ένας μεσόκοπος, ψηλός, ηλιοκαμένος άντρας στάθηκε μπροστά μας.

— Καλώς τους καπεταναίους! Είμαι ο λιμενάρχης και πού και πού ο αρχιτελώνης του νησιού. Πάμε παραπέρα στο καφενείο που μας περιμένουν κι οι άλλοι…

Τον αντιχαιρετήσαμε εγκάρδια, του συστηθήκαμε και κοιταχτήκαμε ερευνητικά μεταξύ μας γιατί δεν ξέραμε ποιοι γνωστοί θα μπορούσαν να μας περιμένουν τέτοια ώρα στα Ψαρά. Στο δρόμο για το καφενείο που ήταν στην άλλη άκρη του λιμανιού, ο λιμενάρχης μας ενημέρωσε πως εκεί μας περίμεναν ο δάσκαλος, ο παπάς και ο καπτά-Κωνσταντής, που ήταν παλιός καπετάνιος του Εμπορικού Ναυτικού και που τα τελευταία χρόνια ήταν ο δήμαρχός τους. Ο ίδιος, όπως μας είπε ήταν ανύπαντρος κι ούτε περίμενε να παντρευτεί ποτέ του εκτός κι αν ενέδιδε στις προτάσεις του η χήρα του συγχωρεμένου του προκατόχου του που πνίγηκε, πέφτοντας στη θάλασσα, πριν τέσσερα χρόνια, εκεί, μπροστά στα μάτια της, μετά από ένα λαμπρό φαγοπότι. Μύριζε κρασί καθώς μιλούσε, κι ο ύπαρχος που το ανακάλυψε πρώτος, τάχυνε επιδέξια το βήμα του. «Το μπουρλότο» ήταν το τελευταίο στη σειρά δυο τριών ακόμη καφενείων και πρέπει να ήταν … όνομα και πράμα! Μπήκαμε μέσα και μας υποδέχτηκαν οι συντοπίτες του λιμενάρχη με χαιρετούρες και αγκαλιές κι εγώ έσπαζα το κεφάλι μου να θυμηθώ σε πιο πόλεμο είμαστε συμπολεμιστές ή έστω σε πιο γήπεδο γιορτάζαμε μαζί το γκολ με γυριστό ψαλίδι του μάγου της ομάδας μας. Ο δάσκαλος ήταν ένας Ψαριανός πενηντάρης, παντρεμένος, με τέσσερις γιους ξενιτεμένους στα πέρατα της γης, ομορφάντρας και καλοστεκούμενος. Είμαι σίγουρος πως αν την ώρα εκείνη τον ρωτούσες πότε το «α» είναι μακρό ή βραχύ στα πρωτόκλιτα ουσιαστικά θα ξεραινόταν στα γέλια. Ο καπτα-Κωσταντής ήταν ανεξακρίβωτης ηλικίας. Κάπου μεταξύ 60 και 80. Θα μιλήσουμε γι’ αυτόν πιο κάτω. Από την αρχή πάντως σας λέω πως αυτός ο άνθρωπος μπήκε ολόρθος και καμαρωτός στην καρδιά μου.

Τον παπά, για να είμαι ειλικρινής δεν τον είχα πολυπροσέξει, μέχρι που ήρθε δίπλα μου για να συστηθούμε. Ήταν ο κακομοίρης ένα ανδρικό δείγμα, γύρω στο 1, 60, νέος, τριανταπεντάρης ή λίγο μεγαλύτερος, με όμορφο πρόσωπο, μα πολύ αδύνατος ο φτωχός και πολύ μικροφτιαγμένος. Βέβαια τα ράσα και το γενάκι σού τραβούσαν κάπως την προσοχή από το μπόι του αλλά όχι τόσο όσο με προέτρεπε το απλωμένο χέρι του για χαιρετισμό και χειροφίλημα! Του έσφιξα το χέρι και το φίλησα, ελπίζοντας να μη βαρύνω ιδιαίτερα τη θέση μου την ώρα της Μεγάλης Κρίσεως αν σας ομολογήσω πως μύριζε παστή σαρδέλα και… τσικουδιά. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τον παπά πιο γεροδεμένο και τουλάχιστον 10 πόντους ψηλότερο. Ακούς εκεί το θηρίο! Τσικουδιά!!!

— Χαίρω πάρα πολύ, δέσποτά μου. Τα σέβη μου στη δεσποσύνη σας.

Αυτό το τελευταίο σάς ορκίζομαι πως μου ξέφυγε, αλλά ο παπάς δεν μου ’δωσε την ευκαιρία ούτε καν να το σκεφτώ:

— Βάζω στοίχημα, αντίχριστε, πως είσαι Κρητικός! Κι η παπαδιά μου Κρητικιά είναι, μα έχει τον εξαποδώ μέσα τζη και δες πώς με κατάντησε! Πολύ φοβούμαι πως το πολύ σε κάνα δυο χρόνια θα ζητήσω από τον πατριώτη μου τον Άγιο της Χίου να μου στείλει κανένα διάκο να με βοηθά στην επιτέλεση των συζυγικών καθηκόντων μου, μια κι από μένα δε θα ’χουν απομείνει πια παρά μόνο τα ράσα!

Έγινε πανζουρλισμός σαν τέλειωσε ο παπάς κι απόμεινα εγώ αποσβολωμένος να διερωτώμαι ποιος άραγε να ’χει τον ξορκισμένο μέσα του ο παπάς ή η παπαδιά… Την απάντηση μου έδωσε αμέσως ο λιμενάρχης:

— Αν έφευγε, κύριε Μανώλη μου, από το νησί ο παπά Θανάσης και η δεσποσύνη του… πες πως έφευγε από το πολεμικό σας ο κυβερνήτης του!

— Μπράβο, μπράβο, να ζήσεις, παπά μου! σχολίασε μετριοπαθέστατα ο κυβερνήτης μας.

Χωρίς ιδιαίτερη παραγγελία ο καφετζής έφερε στο τραπέζι μας άλλα τέσσερα ποτήρια, πιατάκια με τα λοιπά συναφή και άφησε στη μέση τυρί, ελιές, χταπόδι ξεραμένο στον ήλιο, καπνιστό αυγοτάραχο από ξιφία, παξιμάδι και ένα μπουκάλι άσπρο ξηρό κρασί, όλα φτιαγμένα από τα χέρια του όπως μας είπε. Ήταν όλα υπέροχα και ανέδιδαν ένα άρωμα που από χρόνια, εμείς οι αστοί των μεγαλουπόλεων το είχαμε ξεχάσει. Το ξανθό κρασί όμως ήταν κάτι που δεν το συναντάς συχνά. Ακόμη και ο ύπαρχος το σχολίαζε χωρίς λόγια με συνεχείς αναστεναγμούς αγαλλίασης καθώς κάθε γουλιά γλύκαινε τον ουρανίσκο και τα σωθικά του. Τρώγαμε, πίναμε και με περισσή άνεση σχολιάζαμε τα ντόπια και τα διεθνή προβλήματα όταν ξαφνικά μου ’ρθε σκοτοδίνη και χάθηκαν όλα από μπρος μου. Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά-αριστερά, ήπια λίγο νερό και ξανακοίταξα στο βάθος του πλακόστρωτου. Μάλιστα! Δεν ήταν αυταπάτη. Ο δεύτερος μηχανικός ερχόταν προς το μέρος μας κι από το μπράτσο του ήταν κρεμασμένη η ίδια η Θεά Άρτεμις σε πλατινέ έκδοση. Γύρισα εμβρόντητος στους άλλους, τους έδειξα αυτό που είχα δει και είπα μονάχα ένα Ααααα, λες και ανακάλυψα αυτή τη στιγμή τη βασίλισσα Βικτωρία να κάνει ξυπόλυτη σκοινάκι! Μείνανε και οι άλλοι ξεροί καθώς έβλεπαν χαμογελαστό τον Δεύτερο να πλησιάζει και τη… Θεά να τινάζει χαριτωμένα τη χαίτη της φωνάζοντας με σηκωμένο το αριστερό της χέρι:

— Εεεε καφετζήδες, εεεε κυρ Γιώργη, κυρ Λευτέρη, κυρ Παντελή, κερνάτε τα ναυτάκια μας ό,τι θέλουν και πληρώνω εγώ. Μ’ ακούτε; Ό,τι θέλουν τα ναυτάκια μας απόψε!

Όταν ακούστηκε αυτό το τελευταίο μερικά άγρια ναυτάκια τινάχτηκαν αναψοκοκκινισμένα απάνω, αλλά συγκρατήθηκαν γρήγορα από τους πιο ψύχραιμους…

— Βρε καλώς τη δεσποινίδα Νικολέττα μας, πετάχτηκε όρθιος ο παπάς την ώρα που ο καπτα-Κωσταντής ταχτοποιούσε όπως-όπως με τη σαλιωμένη παλάμη του, πέντ’ έξι τρίχες που του ’χαν απομείνει στην ερειπωμένη κεφαλή του. Για να λέω την αλήθεια, τώρα που είχαν πλησιάσει, διαπίστωσα πως η δεσποινίς Νικολέττα δεν ήταν ακόμη και τόσο… Θεά. Ήταν βέβαια όμορφη, ψηλή, με γεμάτα καπούλια και με υποψίες υπερηφάνειας στο μπούστο της, είχε όμως περάσει προ πολλού στη χορεία των αιχμαλώτων του χρόνου. Όλο της το είναι πάντως έδειχνε γυναίκα μπαρουτοκαπνισμένη, σημαδεμένη αλύπητα από τις άγριες μάχες του μισοσκόταδου ή και του τέλειου σκοταδιού. Σαρκώδη χείλη, ζωηρά πρασινογάλαζα μάτια, αυθάδικη μύτη, ήτανε μερικά από τα χαρακτηριστικά που σε έπειθαν πως ο αιχμάλωτος αυτός έπρεπε να ήταν συνεχώς πισθάγκωνα δεμένος γιατί θα μπορούσε από στιγμή σε στιγμή να γίνει άκρως επικίνδυνος. Φορούσε ένα απλό, ανοιχτό γαλάζιο φόρεμα. Τα δερμάτινα, φίνα σανδάλια έδεναν με κορδόνι μέχρι κάτω από το γόνατο και κρατούσε στον ώμο της μια φαντή, πολύχρωμη τσάντα. Με αρκετή αυταρέσκεια μας συστήθηκε.

— Νικολέττα Ζώγα. Καλλιτέχνης και πιο συγκεκριμένα ηθοποιός του Αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου. Ζω και εργάζομαι στο Παρίσι.

Βιαστήκαμε όλοι να χαρούμε πολύ, γεγονός που χαροποίησε ιδιαίτερα την καλλιτέχνιδα.

— Δεσποινίς Ζώγα θα πρέπει να καθίσετε μαζί μας, να σας κεράσουμε κι εμείς κάτι, μια και όπως ακούσαμε φανήκατε τόσο γαλαντόμα στα ναυτάκια μας, πρότεινε ευγενέστατα ο κυβερνήτης.

— Α, βέβαια! Το Ναυτικό είναι η μεγάλη μου αδυναμία, μετά ασφαλώς από τον Σοφοκλή και τον Αριστοφάνη. Σας ευχαριστώ για την τιμητική πρόσκληση. Με χαρά θα πάρω κάτι μαζί σας.

Τότε ακριβώς είδα τον Δεύτερο να σηκώνεται και μάλλον ενοχλημένος να μας ενημερώνει ότι αυτός φεύγει. Πάει για… κυνήγι! Η δεσποινίς Νικολέττα στην αρχή ζήτησε κουαντρώ, μετά βενεδικτίνη, με ένα ελαφρύ χαμόγελο μαρί μπριζάρ και τέλος, δαγκώνοντας χαριτωμένα το δάχτυλό της, ομολόγησε πως δεν μπορούσε επ’ ουδενί να ξεχάσει το Παρίσι. Αχ αυτό το Παρίσι. Θαρρούσε λέει πως στις φλέβες της κυλούσε σε μεγαλύτερη αναλογία από το αίμα της ο Σηκουάνας. Τελικά συμβιβάστηκε να δοκιμάσει από το κρασί μας, αλλά προσέξτε μόνο να δοκιμάσει. Σε λίγη ώρα η δεσποινίς Ζώγα είχε γίνει δεσποινίς Νικολέττα και μετά Νικολέττα σκέτη και στο τέλος ήταν για όλους η Νικολέττα μας.

Η νύχτα κυλούσε ευχάριστα κι ο καθένας μας έλεγε ή έκανε κάτι προσπαθώντας να βοηθήσει σ’ αυτό. Ο δάσκαλος μας έλεγε για τους γιους του και πώς ο μεγαλύτερος, δεκατεσσάρων χρόνων μπάσταρδος, παρ’ ολίγο να τον εκθέσει ανεπανόρθωτα στην ψαριανή κοινωνία, αφήνοντας έγκυο μια τριαντάρα Βελγίδα τουρίστρια που είχε αγαπήσει τα Ψαρά και ήθελε να γίνει μόνιμη συντοπίτισσά μας. Αυτό το «παρ’ ολίγο», ομολογουμένως δεν το πολυκατάλαβα και όταν ζήτησα από το δάσκαλο να μου το εξηγήσει μου απάντησε πως το ζήτημα διευθετήθηκε χάρις στη σωτήρια επέμβαση της γριά-Σωτήραινας. Ο Παπάς μας είπε μερικά ακόμη για τις δραστηριότητες της παπαδιάς του, ενώ ο λιμενάρχης ήταν προσκολλημένος στον άσβεστο πόθο του για τη χήρα του συγχωρεμένου του προκατόχου του. Μόνο ο καπτα-Κωσταντής δεν μιλούσε, παρά έριχνε κάποιες αδιόρατες ματιές στη Νικολέττα και κρυφοαναστέναζε. Δεν ξέρω για πιο λόγο, όμως ήμουν απολύτως βέβαιος πως κάποια στιγμή θα μιλούσε κι αυτός.

Η Νικολέττα παραδοκίμασε το λευκό κρασί μας, τόσο πολύ μάλιστα, που αφού μας αράδιασε τις επιτυχίες της σε σπουδαίους ρόλους της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, άρχισε ένα ατέλειωτο λίβελο εναντίον κάποιων λέει δήθεν μεγάλων Ελληνίδων πρωταγωνιστριών που μόνο για λόγους προσωπικής της ευπρέπειας δεν ήθελε να κατονομάσει. Παρατηρούσα τον Ύπαρχο που με το ζόρι συγκρατούσε τα νεύρα του πριν της δώσει καμιά πληρωμένη απάντηση όταν ένα παρατεταμένο χειροκρότημα έδωσε τέλος στον ατέλειωτο καλλιτεχνικό μονόλογο της Νικολέττας. Ήταν ο Πρώτος που της απευθύνθηκε με έξαλλο ενθουσιασμό:

— Μπράβο, μπράβο Νικολέττα μου. Να ’ρθεις μετά στο κομμωτήριό μου στο πλοίο να σου προσφέρω την τελειότερη κόμμωση που θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς.

— Βέβαια θα ’ρθω. Φαίνονται εσένα τα χέρια σου πως δεν είναι χέρια για να χειρίζονται στουπιά και κατσαβίδια… απάντησε η Νικολέττα και θεωρώντας πως η πρόσκληση του Πρώτου της δημιούργησε κάποια αισθήματα ανταπόδοσης, σηκώθηκε απάνω και έδωσε αυστηρή εντολή, χωρίς να αφήσει οποιοδήποτε περιθώριο αμφισβήτησης.

— Σηκωθείτε όλοι σας όρθιοι, ελάτε μαζί μου και πάμε τώρα στο σπίτι μου. Θα είναι εκεί η μαμά και ο μπαμπάς μου και θα χαρούν πολύ να σας γνωρίσουν. Θα σας προσφέρω ξηρό Λημνιό κρασί με καρύδια και μέλι και με ένα ντόπιο τυρί που δεν θα το ’χετε ξαναδοκιμάσει.

Δεν νομίζω ότι χρειαζόμασταν και πολλά παρακάλια για να συμμορφωθούμε απολύτως προς τις εντολές της Νικολέττας. Πλήρωσε το λογαριασμό ο καπτα-Κωσταντής και όλοι μαζί κινήσαμε για το σπίτι της. Στο δρόμο μας καληνύχτισε ο παπάς, γιατί είχε λέει μια πολύ σοβαρή δουλειά να τελειώσει στο σπίτι του, και η παπαδιά του, για κανένα λόγο, δεν θα του συγχωρούσε ολιγωρίες και αναβλητικότητες.

Το αρχοντικό της Νικολέττας ήταν χτισμένο στην κορυφή ενός τεράστιου βράχου στέρεα δεμένου στη γη, στο μυχό ενός μαγευτικού ορμίσκου. Στο αστερόφωτο μπορέσαμε να διακρίνουμε ότι ήταν βαμμένο με τα παραδοσιακά αιγαιοπελαγίτικα χρώματα. Άσπροι οι τοίχοι και γαλάζια τα πορτοπαράθυρα. Μόνο η μεγάλη, εντυπωσιακή εξώπορτα ήταν άβαφη, με το ανοιχτόχρωμο ξύλο να αφήνει τα νερά του, σχεδόν ανάγλυφα, να δημιουργούν φιγούρες ικανές να εξάπτουν τη φαντασία ευαίσθητων επισκεπτών. Το σπίτι ήταν μονώροφο με σκεπή από κόκκινα κεραμίδια. Αριστερά από την κυρία είσοδο ξεκινούσαν σκαλοπάτια, σκαλισμένα στο βράχο, που κατέληγαν στη μικρή αμμουδίτσα του ορμίσκου. Γύρω-γύρω το σπίτι ήταν ζωσμένο με θάμνους στους οποίους κυριαρχούσαν τα ρείκια και οι σκίνοι. Η απόλυτη ησυχία, που την έσπαζε μόνο το σιγομουρμούρισμα της θάλασσας στη ρίζα του βράχου, η απαλή αστροφεγγιά, η αχνοφωτισμένη Χώρα με το λιμανάκι της στα πόδια μας και ίσως η προσμονή του Λημνιού κρασιού μας βύθισαν όλους σε μια έκσταση από την οποία μας έβγαλε η ευγενική πρόσκληση της Νικολέττας να την ακολουθήσουμε στα ενδότερα του όμορφου σπιτιού της.

Μα αν η εξωτερική όψη του αρχοντικού της οικογένειας Ζώγα ήταν εξαιρετική, πώς θα μπορούσε κανείς να περιγράψει, χωρίς να το αδικήσει, το εσωτερικό του. Δυο λόγια μόνο. Ήταν ένα πραγματικό μουσείο νησιώτικης, λαϊκής τέχνης με αυθεντικά έπιπλα, χαλκώματα, ζωγραφικούς πίνακες, υφαντά χαλιά, όλα τακτοποιημένα από κάποιο χέρι με εξαιρετικά λεπτό γούστο αλλά και με περίσσια γνώση.

Την έκπληξη και το θαυμασμό μας ήρθαν να ολοκληρώσουν ο Τρίτωνας και η Ήβη. Και ήταν ο Τρίτων ένας γλάρος, μεγάλος σαν πελεκάνος και η Ήβη μια κούκλα, σταχτόμαυρη, σιαμέζικη γάτα. Ο Τρίτων ήταν εκπαιδευμένος και είχε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, αναλάβει τη διατροφή της Ήβης με μοναδικές, θαλασσινές λιχουδιές. Η κυρία και ο κύριος Ζώγας μας καλησπέρισαν με καταδεκτικότητα και στα πρόσωπά τους είδα ένα ευγενικό ζευγάρι αρχόντων.

Τα τραταρίσματα ήρθαν από τη Νικολέττα χωρίς καθυστέρηση. Χωρισμένοι τώρα σε μικρότερες συντροφιές απολαμβάναμε το κρασί με τα εξαιρετικά καλούδια προσπαθώντας, ο κύριος Ζώγας, ο καπτα-Κωσταντής κι εγώ, να καταλάβουμε πού ακριβώς έβρισκε ο ύπαρχος την ομοιότητα μεταξύ της Ελληνικής και της Κινέζικης λαϊκής τέχνης. Απευθυνόμενος σε μένα εξήγησε. Τα σχήματα και τα χρώματα, πιτσιρίκο, σε κάθε μορφή λαϊκής τέχνης, είναι σαν τα όμορφα, καλοραμμένα φορέματα των γυναικών. Τα πρώτα χρειάζεται να τα εξετάσεις προσεκτικά, να τα παρατηρήσεις από διαφορετικές γωνίες, να ψάξεις τη σχέση τους με το υποκείμενο που στολίζουν. Το ίδιο πρέπει να κάνεις και με τα φορέματα των γυναικών. Η έρευνά σου ολοκληρώνεται μόνο όταν αφαιρέσεις τα χρώματα από το καλλιτεχνικό δημιούργημα, αλλά και τα ρούχα και τα στολίδια από τη γυναίκα και αφεθείς ελεύθερος να ανιχνεύσεις τις αθέατες, μυστηριώδεις όψεις του έργου τέχνης που επέλεξες. Δεν περίμενα τέτοια εξήγηση από τον ύπαρχο μα σκέφτηκα πως ως μελετημένος και έμπειρος ο ύπαρχος, δεν αποκλείεται να είχε κάποιο δίκιο.

Ο κύριος και η κυρία Ζώγα έφυγαν από τα Ψαρά πριν 68 χρόνια, ένα μήνα μετά το γάμο τους και ξενιτεύτηκαν στην Αργεντινή όπου έζησαν για πενήντα-τόσα χρόνια. Επιτυχημένοι έμποροι γεωργικών κυρίως προϊόντων, αλλά και μεταλλευμάτων, επέστρεψαν στα Ψαρά για να ζήσουν στο τόπο τους με τους δικούς τους ανθρώπους και τους συντοπίτες τους. Η Νικολέττα γεννήθηκε στην Αργεντινή και μετά τις γυμνασιακές της σπουδές πήγε στο Παρίσι όπου σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Θέατρο. Τελικά την απορρόφησε το Θέατρο και ήταν για πολλά χρόνια –συνεχίζει να είναι μας είπε– μόνιμο στέλεχος Γαλλικού θιάσου με αντικείμενο την Αρχαία Ελληνική δραματουργία. Τα Ψαρά και οι γονείς της, έφερναν τη Νικολέττα στον τόπο της σε κάθε κενή περίοδο. Μια, δυο, καμιά φορά και τρεις φορές το χρόνο. Ήταν ελεύθερη και δεν είχε παντρευτεί ποτέ της. Το τελευταίο αυτό μας το είπε με ένα παράπονο ο κύριος Ζώγας, γιατί θα ήθελε λέει, τώρα στα στερνά του, να χάιδευε τα μαλλιά μιας εγγονής ή ενός εγγονού τους.

Ο καπτα-Κωσταντής άρχισε να μιλά όταν το κρασί και το πραγματικά μεθυστικό περιβάλλον που βρισκόμασταν όλοι, του ’κρυψαν τις εικόνες του σήμερα και τον έστειλαν μερικές δεκάδες χρόνια πίσω, όταν λεβέντης καπετάνιος ό ίδιος του «Πυρπολητή» ταξίδευε τις θάλασσες με την Ελεωνόρα του! Έβγαλε από την πίσω τσέπη του παντελονιού του ένα παλιό δερμάτινο πορτοφόλι και μας έδειξε μια φωτογραφία. Είδαμε μια μελαχρινή καλλονή, με εβένινα, μακριά μαλλιά, αμυγδαλωτά μαύρα μάτια κι ένα κορμί που δεν θύμιζε καθόλου την Αφροδίτη της Μήλου, μα που θα ’λεγες πως προτιμότερο θα ’ταν, εκείνη να είχε χρησιμοποιήσει για μοντέλο του ο άγνωστος γλύπτης της αρχαιότητας. Την είχε γνωρίσει στη Βαρκελώνη. Ήρθαν μαζί στα Ψαρά και παντρεύτηκαν. Από τότε δε χώρισαν ποτέ, μέχρι το φοβερό ναυάγιο στον Ινδικό. Εκείνος, μαύρη η μέρα και η ώρα, σώθηκε και τώρα ο γιος τους, που τον είχε αφήσει στη μάνα του στα Ψαρά, είναι τώρα Καπετάνιος μιας νέας «Ελεωνόρας».

Ο καπτα-Κωσταντής ετοιμαζόταν να μας πει κι άλλα μα τον διέκοψε ο κυβερνήτης, ο οποίος όρθιος προσκαλούσε τους φίλους μας στο πλοίο, όπου κάτι ξεχωριστό θα βρισκόταν εκεί για να συνεχίσουμε όμορφα τη νύχτα μας. Θα ’τανε δυο ή τρεις ξημερώματα, και μάλλον με ανακούφιση δέχτηκαν οι προσκεκλημένοι μας την προσφορά, γιατί δεν ήτανε δα και λίγο πράγμα να σε προσκαλεί στο καράβι του ένας ολόκληρος Κυβερνήτης αντιτορπιλικού. Καληνυχτίσαμε και ευχαριστήσαμε τους καλούς μας οικοδεσπότες, την κυρία και τον κύριο Ζώγα εννοώ και βγήκαμε έξω. Πήραμε το μονοπάτι για το λιμάνι κι ένα μελαγχολικό κέφι με κυρίευσε, ένα σύγκρυο διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά μου καθώς ο καπτα-Κωσταντής με μπάσα, υποβλητική φωνή άρχισε να σιγοτραγουδά:

«Ένας λύκος καπετάνιος απ’ τη Χώρα
στο καράβι τριγυρνά κάθε βραδιά
και θυμάται μια μικρούλα Ελεονώρα
που του έφερε φουρτούνα στην καρδιά…»

Πήραμε τον σκοπό όλοι κι ήτανε ζεστό, παραπονεμένο, αληθινό το τραγούδι μας. Σήκωσε το χέρι του και σκούπισε ένα δάκρυ του ο καπτα-Κωσταντής, που κύλησε όμως και έβρεξε ολονών μας τα μάγουλα. Στο μόλο μας περίμενε η βάρκα του πλοίου κι είδαμε και πάθαμε μέχρι να ξυπνήσουμε το πλήρωμά της που κοιμόταν του καλού καιρού στο πλακόστρωτο. Μπήκαμε όλοι στη βάρκα και ξεκινήσαμε για το πλοίο. Η θάλασσα ήταν αρυτίδωτη κι απάνω της ζωγραφίζονταν όλο το μεγαλείο του ξάστερου ουρανού. Ήμουνα όρθιος στη πρύμνη της βάρκας κι ο δροσερός αέρας με ζωήρεψε κάπως. Για μια στιγμή διερωτήθηκα γιατί η εξάτμιση της παλιάς και θορυβώδικης πετρελαιομηχανής μύριζε τόσο έντονα ούζο… ύστερα είδα τα μισόκλειστα μάτια του πρόκωπου που με το ζόρι κρατιόταν όρθιος και την αποχαύνωση στο βλέμμα του λεμβάρχου και κατάλαβα πως οι αναθυμιάσεις του πετρελαίου είναι πολύ αδύναμες για να αντισταθούν στις συνδυασμένες επιθέσεις των χνώτων των απίθανων ναυτοκαπεταναίων της βάρκας μας. Έστειλα το λέμβαρχο μπροστά να βοηθά τον πρόκωπο να μένει όρθιος και πήρα τη λαγουδέρα στα χέρια μου.

Φτάσαμε στο καράβι και πήγαμε όλοι κατ’ ευθείαν στο δωμάτιο του κυβερνήτη. Βολευτήκαμε όπως-όπως στις λιγοστές καρέκλες και στον καναπέ. Ο μικρός σχετικά χώρος μας έφερε όλους πιο κοντά. Νοιώθαμε πως είχαμε περάσει μαζί πολλές τέτοιες βραδιές ποικιλίας γεύσεων, καλής παρέας και ξεγνοιασιάς. Έμαθα τότε πως δεν χρειάζονται ούτε των πολέμων τα κοινόβια, ούτε των ποδοσφαιρικών αγώνων οι πανηγυρισμοί για να αγκαλιάσεις και να καλοδεχτείς έναν απρόσκλητο μουσαφίρη. Φτάνει μια σπίθα μόνο νησιώτικης φλόγας για όλα τούτα. Ο κυβερνήτης κέρδισε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο όταν πρόσφερε στη Νικολέττα, σε κρυστάλλινο ποτήρι παρακαλώ, βενεδικτίνη. Οι υπόλοιποι βολευτήκαμε με ουίσκι και ο καπτα-Κωσταντής με ένα ποτήρι γαλλικό κονιάκ. Το καλό πιοτό και η κουβεντούλα βοήθησαν το χρόνο να γυρίσει κάμποσα σκαλοπάτια πίσω, τότε που ο νιος καπετάνιος δεν είχε γνωρίσει ακόμη την Ελεονώρα του…

— Θυμάσαι, Νικολέττα μου, σαν πήραμε τη βάρκα μου και πήγαμε στο Κάτω Νησί για ψάρεμα;

—Ναι, καπτα-Κωσταντή, θυμούμαι.

—Και θυμάσαι, Νικολέττα μου, που είχες πάρει το γυαλί και είχες σκύψει στην πλώρη κι έψαχνες για κανένα χταπόδι στο βυθό;

— Ναι, ναι, καπτα-Κωσταντή, θυμούμαι.

— Ε, λοιπόν, τότε που λέτε παιδιά, έσβησα κι εγώ τη μηχανή, όρμηξα και… χλουουπ!… σου χούφτωσα τον κώλο, Νικολέττα μου!

— Αυτό παιδιά, εγώ δεν το θυμούμαι καθόλου!… είπε η Νικολέττα και λιγώθηκε στα γέλια.

Ύστερα, όρθωσε το κορμί της απότομα, σήκωσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι της, τα χείλη και το στήθος της τρεμόπαιξαν για λίγο και ξεφυσώντας μια τούφα καπνό συνέχισε με σταθερή φωνή και πιο ήρεμη τώρα:

—Ναι, αλήθεια σας είπα, αυτό δεν το θυμούμαι καθόλου παιδιά. Θυμούμαι όμως κάτι άλλο. Σαν τέλειωσε το ψάρεμα στο Κάτω Νησί, κι ήταν μια καλή ψαριά, γυρνούσαμε αποκαμωμένοι μα κεφάτοι στη Χώρα. Ήμουν ξαπλωμένη στην πλώρη της βάρκας και μέτραγα τα άταχτα αστεράκια που ξεφεύγοντας από των συστημάτων τους νόμους χανόντουσαν φεγγοβολώντας στο χάος. Σκεφτόμουνα το ατέλειωτο ταξίδι των αστεριών, το αμέτρητο βάθος του χάους που θα ’χαν πάντοτε μπρος τους… Τότε ένοιωσα, καυτό μολύβι το κορμί του καπτα-Κωσταντή απάνω μου. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Για μια, για δυο, για άπειρες στιγμές γενήκαμε ένα με τα ψάρια που σπαρταρούσαν ακόμη στον πάτο της βάρκας… Ύστερα έπιασα με τα δυο μου χέρια τα μάγουλα του Κωσταντή, τον φίλησα τρεμουλιαστή στα μάτια, του σήκωσα απαλά το όμορφο, αντρίκιο κεφάλι και του ’πα πως θα ’ταν μεγαλύτερη η άβυσσος αυτής της λύτρωσης, αυτής της ηδονής που βυθιστήκαμε από το χάος που ’χαν εκσφενδονιστεί τα άταχτα αστεράκια του Ουρανού…

Ανακάθισε στην καρέκλα της η Νικολέττα, μας κοίταξε έναν ένα στα μάτια και συνέχισε:

— Γνώρισα πολλούς αγαπητικούς στη ζωή μου παιδιά. Τους διάλεγα κι ήταν όλοι τους μάστορες. Τους έδωσα τη νιότη μου, τη φλόγα από κάθε ψίχουλο της ψυχής και του κορμιού μου. Μου χάρισαν όμορφες, αξέχαστες αναμνήσεις. Θα τους θυμούμαι και θα τους ευγνωμονώ όλους ώσπου να σβήσω… Πρώτε μου, τα πρόσεξα καλά τα χέρια σου εγώ. Είναι χέρια τεχνίτη κομμωτή, όμως μπερδεύτηκαν, τυλίχτηκαν άσχημα τα μαλλιά μου και πια δεν ξεμπερδεύονται. Πάει, πάει πια, καπτα-Κωσταντήηηη!

Ξεπροβοδίσαμε τους καλεσμένους μας στη σκάλα του πλοίου κι απομείναμε αμίλητοι και συλλογισμένοι καθώς η βάρκα απομακρύνονταν στην ασάλευτη θάλασσα. Ύστερα τα φώτα της βάρκας σμίξανε με τα φώτα του λιμανιού και της Χώρας, μα τα φώτα της βάρκας μας ήταν πολύ χλωμά και αδύναμα. Τα φώτα του λιμανιού λάμπανε και σπιθιρίζανε καθώς τα γαλαζοπράσινα μάτια της Νικολέττας.

~.~

ΥΓ: Τα βασικά πρόσωπα και τα περιστατικά αυτού του αφηγήματος είναι όλα πραγματικά. Λίγα είναι τα στοιχεία μυθοπλασίας που προστέθηκαν για λόγους αφηγηματικής πληρότητας. Το κείμενο αυτό με ημερομηνία 12/8/73, είναι γραμμένο στο τετράδιο που κρατούσα τις μέρες του εγκλεισμού μου στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Περιλαμβάνεται στην αυτοβιογραφία μου, που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Κίχλη με τον τίτλο Ο δρόμος του Ποσειδώνη: Αναμνήσεις ενός πλάνητα οδοιπόρου. —  Μ. ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ

*

*

*