*
Εισαγωγή-Μετάφραση ΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ
Ο Έντουιν Μόργκαν γεννήθηκε στη Γλασκώβη το 1920. Από την εφηβεία του κιόλας, δημοσίευε ποιήματα σε σχολικά περιοδικά και τελικά σπούδασε αγγλική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της πόλης αποφοιτώντας το 1946. Είχε μεσολαβήσει ένα εξαετές διάστημα υπηρεσίας στο υγειονομικό σώμα του βρετανικού στρατού κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Αργότερα, εργάστηκε ως καθηγητής φιλολογίας – και πάλι στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. Το 1968, η συλλογή του The Second Life τον έφερε στο προσκήνιο του λογοτεχνικού τοπίου της Σκωτίας, απ’ όπου δεν έμελλε να αποχωρήσει μιας και παρέμεινε παραγωγικός και δημοφιλής ως τα βαθιά γεράματα και τον θάνατό του το 2010. Μάλιστα, η ανοιχτή παραδοχή της ομοφυλοφιλίας του το 1990 κατάφερε να εξάψει τα πάθη στον δημόσιο διάλογο. Το 1999, ο Μόργκαν έγινε ο πρώτος Δαφνοστεφής Ποιητής της Γλασκώβης και το 2004 έγινε ο πρώτος Δαφνοστεφής Ποιητής, ο πρώτος «Makar», της σύγχρονης Σκωτίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στις 9 Οκτωβρίου του 2004, τα εγκαίνια του Κοινοβουλίου στο Εδιμβούργο επισφραγίστηκαν μ’ ένα δικό του ποίημα ειδικά γραμμένο για την περίσταση.
Η περίπτωση του Μόργκαν είναι χαρακτηριστική για τον δημόσιο, ακόμα και θεσμικό, ρόλο της ποίησης στη Βρετανία. Ας σχολιάσουμε ότι τούτο το γεγονός θέτει εν αμφιβόλω τις ελληνικές, και όχι μόνο, κοινοτοπίες για την ποίηση ωσάν πράξη οπωσδήποτε αντιστασιακή αλλά και για την ποίηση ωσάν αισθητιστική απόσυρση από την πολλή συνάφεια του κόσμου. Ακόμη, ας σχολιάσουμε το ίδιο το corpus του Μόργκαν. Για πολλές δεκαετίες, ο ποιητής διέτρεχε συνεχώς ένα μεγάλο μορφικό και θεματικό κλαβιέ. Έγραψε από αυστηρά σονέτα μέχρι ελευθερωμένο στίχο και διασκεδαστικά ηχητικά στιχουργήματα μιας μορφής concrete poetry. Τα θέματά του φτάνουν από το σοβαρό και το επικό μέχρι το αστείο και το χθαμαλό. Πάντως, η ποίηση του Μόργκαν είναι συνήθως αισιόδοξη – άλλο ένα πλήγμα, αυτή τη φορά προς το στερεότυπο του σκοτεινού καλλιτέχνη. (Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν διαγνώστηκε με καρκίνο το 1999, έγραψε ένα ποίημα όπου διαλέγεται ένα κύτταρο υγιές κι ένα καρκινικό.) Ένα θέμα ολοένα επανερχόμενο στην ποίησή του είναι η αγαπημένη του Γλασκώβη, και γενικά η Σκωτία, την οποία βλέπει με τρυφερότητα κι ελπίδα. Ακόμα και στα ποιήματα επιστημονικής φαντασίας που μεταφράζω παρακάτω, ο αναγνώστης θα βρει μια αναφορά στις συμπαθείς φρατέρκουλες των σκωτικών ακτών και μια αναφορά στη δίνη του Κορρυβρέκαν.
Με πληροφορίες από το The International Companion to Edwin Morgan, επ. Alan Riach. Scottish Literature International, 2015.
///
Ποίημα σωματιδίων αρ. 1
Γέρικο το σωματίδιο και γηραλέο,
χαμογέλασε. «Σίγουρα, δεν είμ’ ωραίο,»
είπε, «μα έχω κάποια γοητεία.
Χωρίς αυτήν, δεν θά ‘χα επιτυχία».
Άνοιξε τα στήθια κι άστραψ’ ένα κουάρκ.
Σαν αχιβάδα μειδιούσε. «Τικ τακ,
το ‘χω σαν καρδιά· σύνολο τέσσερα.
Γυρίζουν σε τροχιά, ακατάπαυστα,
άραγε γιατί, για γοητεία πιθανώς.
Ντεμοντέ θα σου φαίνομαι σωστός
–εντάξει, σε ψαρεύω– μα το δίχως άλλο
θα συμφωνείς πως είμαι κάτι τι μεγάλο,
ίσως λοιπόν μια έσχατη ρίζα κοσμική
που δεν ξεμάγεψες με τη λογική.
Α… οι καθεδρικοί – γλίτσες κι αγάλματα,
θηρίων δόντια, κόκαλα, θαύματα,
φρατέρκουλες μαζί, σιδερένια δόρατα
ελατήρια πολυθρόνας, παλίρροιας ύδατα,
και κύτταρα προτού να σκούξουν
κι ίσως μια φρέζια πριν τη μυρίσουν,
ένα βιβλίο των ωρών, ωρών του έρωτα,
οι ώρες νά ‘ναι μέρες, νανοδευτερόλεπτα
χάρη στη γοητεία μου που πάντα γητεύει,
δημιουργεί κι έπειτα πάλι αλαργεύει».
Εκτοξεύτηκε μακριά, παρά τα χρόνια του – κι όμως συνέβη.
Star Gate: Science Fiction Poems, 1979
///
Για τη Διεθνή Ενσάρκωση της Ποίησης
Ρόγιαλ Άλμπερτ Χωλ, 11 Ιουνίου 1965
Πάγκοσμε! Πάγχρονε! Διαστημοθραύστη! Αγριόπλοιο! Αστράνθρωπε!
Διόσκουρος ο άνθρωπος κρέμεται χρυσόλευκος – ο κόσμος πλέει
κατωθέ του σε λώρο χρυσό καμπύλος και γαλανόλευκος ωραίος –
ο Βοστόκ στριγγλίζει και προφητεύει, αστράφτουν οι κεραίες του Μαρίνερ –
με του Βοσκόντ το βογγητό στενάζει η γη, δίνει μία να τινάξει τους ανθρώπους –
μακριά, κι είναι η δική μας εποχή, να γίνουν σπόροι ζωντανοί σταλμένοι μακριά
πέρα κι από τη φαντασία, μόνο που η φαντασία είναι ξυπνητή – να πάρετε
ποιητές στα ταξίδια σας! Ο Προμηθέας
αγκαλιάζει τον Ίκαρο και σ’ ένα κέλυφος χρυσό και με φτερά
τον εκτοξεύει μες από συντρίμμια νεκρικά
των θεών και των λερωμένων αυτοκρατοριών και των ημιθανών των νόμων,
πετάγεται αυτός, ουρλιάζει, φωνάζει, λάμπει, ξεχύνεται
σαν φως μιας νέας λογής, σπίτι του έχει τον ήλιο
και θε να γίνει ο καιόμενος άκαος.
Μες στο σκοτάδι, ο Δαίδαλος
αγκαλιάζει τον Ορφέα, τα σκιερά χείλη χώμα σκεπασμένα και ρίζες
τα φιλάει ν’ ανοίξουν, το κρύο σώμα τρίβει
να πάρει νέα ζωή – τ’ όνειρο
φτερουγίζει σε κλουβί και τα κάγκελα σπάνε, ξαναζεί
κι αρχινά σιγά-σιγά να τραγουδά για τ’ άστρα.
Να τραγουδά· γεννήθηκε μακριά να πάει.
Να κόψει τον χρυσό τον λώρο και
νιογέννητο τον άνθρωπο μακριά να πάει.
The Second Life, 1968
///
Πέρα από τη σελήνη, Μάρτιος 1972
Το εσωτερικό του Παϊονήρ-10,
όσο γυρίζει γλυκά πέρα απ’ το φεγγάρι
με 31.000 μίλια την ώρα,
είναι ήσυχο και γεμάτο εξοπλισμό.
Δίχως πλήρωμα, δυο χρόνια ακόμα ώς τον Δία,
μα στο μέσον της εικόνας
μια χρυσή πλακέτα, έξι ίντσες επί εννιά,
διορθώνει την παράλειψη. Πλάι σ’ ένα διάγραμμα
των πλανητών και των πάλσαρ του ηλιακού μας συστήματος και του γαλαξία
με φόντο το περίγραμμα του σκάφους
στο οποίο δεν επιβαίνουν
(δεν θα ήταν βέβαια όπως στην εικόνα,
ακόμα και να επέβαιναν) δυο κάπως παράξενοι γυμνοί
κοιτάζουν τον φακό. Ένας παρφουμαρισμένος Αμερικάνος
με όργανο σεμνό και δίχως τρίχες
υψώνει τη δεξιά εις μπανανόσχημο χαιρετισμό
ινδιάνικου στυλ, στο πλευρό του μια γυναίκα,
κοντύτερη, κι αυτή δίχως τρίχες,
σ’ αυτή δεν επιτρέπονται χαιρετισμοί,
αυτή στέκεται λιγάκι στο ένα πόδι, και
είναι εμφανώς κατώτερης λογής
του ιδίου ζωικού είδους. Εντούτοις,
ο παλιοφαλλοκράτης
έχει σκυθρωπή έκφραση, και η γυναίκα
κάπως μειδιά, οπότε
οι διαπλανητικοί νόες θα πρέπει να το ψάξουν το θέμα.
Εντωμεταξύ, εμπρός για το Κόκκινο Μάτι,
για τον Πλούτωνα, την αιωνιότητα.
Instamatic Poems, 1971
///
Οι Πρώτοι Άνθρωποι στον Ερμή
— Ερχόμαστε με ειρηνικές προθέσεις από τον τρίτο πλανήτη. Μπορείτε να μας πάτε στον αρχηγό σας;
— Μπωρ στρέττρα! Μπωρ. Μπωρ. Στρέττραρχωλ;
— Ιδού μια μικρή πλαστική μακέτα
του ηλιακού συστήματος, οι πλανήτες κουνιούνται κιόλας.
Εσείς είστε εδώ κι εμείς είμαστε εδώ και τώρα
είμαστε εδώ μαζί σας, κατανοητό;
— Γκωλ χόρροπ! Μπωρ. Αμπωρχανναχάννα!
— Ο τόπος μας είναι γαλάζιος, λευκός
και καστανός, ορίστε, το καστανό το λέμε
«στεριά», το γαλάζιο είναι «θάλασσα» και το λευκό
είν’ τα σύννεφα πάνω από τη στεριά και τη θάλασσα, εμείς
ζούμε πάνω στην καστανή στεριά,
και γύρω έχει θάλασσα και σύννεφα. Είμαστε «άνθρωποι».
Οι άνθρωποι ερχόμαστε –
— Γκλωπ άνθροπι! Γκωρμπέννρα ανθροπίκο. Ανθροπιχώλ;
— Οι άνθρωποι ερχόμαστε με ειρηνικές προθέσεις απ’ τον τρίτο
πλανήτη, που τον λέμε «Γη». Είμαστε γήινοι.
Να μας πάτε, εμάς τους γήινους, στον αρχηγό σας.
— Γίνι; Γίνι; Μπωρ. Μπωρχοσσόπ.
Χιγόσας ταν χάννα. Χαρραμπόστ χιγόσας.
— Εγώ είμαι ο χιγόσας. Κοιτάχτε τα χέρια μου,
δεν έχουμε μπέννρα, ερχόμαστε με ειρηνικές προθέσεις.
Οι διαστημοδοί είναι όλες στρέττραρχων.
— Γκλων ιρινικάνθροπι, τλέμε χορραμπχάννα τάντκο!
Ταν χόμαστε ατ’ μστροσσόπ. Γκλωπ χιγόσας!
— Τα σωματίδια είναι ιρινικαγκώλ στον χαρραμπάν μας.
Ανθροπιμπάτ γορραμπόστ απ’ τον ταν χανναχάννα.
— Εσάς τους άνθροπι σας ξέρουμε μπωρχοσσοπτάντ. Μπωρ.
Ξέρουμε χιγόσας. Γυρίστε πίσοσπα γριγόρα.
— Δεν γίνεται αυτομπώρ!, ταντινγκό πίσοσπα τώρα!
— Ουστμπούμα τώρα! Ναι, γυρίστε τρίτο πλανήτη.
Χιγόσας γυρίστε γαλάζιος, λεφκός, καστανός
τοραχάννα! Τέρμα η κουβέντα.
— Γκωλ χάν γριγόραμπουμ;
— Όχι. Πρέπει να γυρίσετε στον πλανήτη σας.
Γυρίστε ειρηνικά, πάρτε μαζί σας ό,τι μαζέψατε από εδώ
αλλά βιαστείτε.
— Στρεττραγόρρα γκωλ, γκωλ…
— Φυσικά, μα τίποτα δεν κρατά παντοτινά,
σωστά; Τον Ερμή θα τον θυμάστε.
From Glasgow to Saturn, 1973
///
Εν αρχή
(20 δισεκατομμύρια έτη π. Χ.)
Μη με ρωτάτε και μη μου λέτε πολλά. Εκεί βρισκόμουν.
Ήταν έκρηξη κι ήταν μεγάλη. Δεν ξέρω τί
γινόταν πριν, εγώ βγήκα από εκεί μέσα.
Αυτό να σκέφτεστε, αν αμφιβάλετε για μένα.
Αυτό να σκέφτεστε, εμένα, αυτό, για φανταστείτε
τώρα που το θυμάμαι, ξάπλα στην διαστημοαιώρα μου,
μασουλώντας κάνα δυο δορυφόρους, να σας κοιτάζω.
Τι είμαι; Δεν ξέρω. Δεν έχει σημασία.
Εγώ είμαι ο μάρτυρας, όχι ο κατηγορούμενος.
Μου αρέσει η ύλη, μου αρέσει κι η αντιύλη.
Ακούστε με, ακούστε όσα σας αραδιάζω.
Ω μα τί μέρα (αν πούμε πως ήταν μέρα) ήταν κι αυτή!
Ήταν λες κι ένα χέρι βαστούσε σφιχτά
ένα πυκνότατο σωματίδιο φοβερά καυτό
κι έτσι άνοιξε ξάφνου τα δάχτυλα
κι εκείνη η καύτρα, ο ακτινοβολών μηχανισμός
έσκασε και σκόρπισε τα σπόρια τού παντός,
πέρα για πέρα σ’ ό,τι έγινε το διάστημα, πέρα
στον παλμό του χρόνου, πέρα, αφεντάδες μου,
πέρα, φίλοι μου, έτσι, σαν θύελλα στην άμμο,
σαν λιονταριού βρυχηθμός, σαν κυνηγιάρικα σκυλιά,
σαν φυσημένοι κλέφτες, σαν της Πανδώρας κουτί,
σαν της Αμαλθείας το κέρας, σαν εκσπερμάτωση –
Όλων με συνάρπασε η ομορφιά,
τα ροδαλά νέφη των αερίων σιγά-σιγά που ψύχονταν,
κύμα το κύμα το υδρογόνο και το ήλιο,
σπείρες και δακτύλιοι και κόμποι φωτιάς, μορφές
από σκόνη πυργωτές, σωρειτομελανίες, τυφώνες·
κι έπειτα τ’ αστέρια, το κυανό θάμβος του αστρόφωτος
που σαπφείριζε τους κόκκους –
Γέλασα, τυλίχτηκα σαν σφαίρα, πέταξα σαν δράκος,
έκανα ένα γύρο, γλίτωσα από βροχές μετεωριτών
καθώς έσμιγαν κι έσκαγαν και φτιάχναν κόσμους,
μέχρι που βρήκα τούτη την καλή αρμαθιά των εννέα
που στριφογύριζαν στο Κορρυβρέκαν του Ήλιου.
Το σύμπαν μόλις είχε ξεκινήσει.
Σας αφήνω, αγαπητοί μου. Η ιστορία μου συνεχίζεται!
A Book of Lives, 2011
///
Ποίημα σωματιδίων αρ. 3
Ζούσαν τρία σωματίδια εις κοινωνία μυστική.
Ήτανε μαχαίρι, πιρούνι και κουτάλι
και γη και θάλασσα και ουρανός.
Ήτανε ζώο, γέννημα της γης και ορυκτό
και πίστις, ελπίς κι αγάπη.
Ήτανε κόκκινο, πορτοκαλί και πράσινο
και α μπε μπαμπλόμ.
Ήτανε κρόκος, ασπράδι και το τσόφλι,
και γάντζος, πετονιά, βαρίδι.
Ήταν λίρες, σελίνια κι ήταν πένες
και Γονερίλη, Ρεγάνη, Κορδηλία.
Ήταν Σεδράχ, Μισάχ, Αβδεναγώ
κι έτοιμοι, λάβετε θέσεις, πάμε.
Ένα ξεστρατισμένο σωματίδιο άρπαξε ένα από τα τρία
και τα δυο που απέμειναν ήταν ημέρα κι ήταν νύχτα,
κι αριστερά και δεξιά, και σωστό και λάθος,
και μαύρο κι άσπρο, κι άνοιξε κλείσε,
μα τα πράγματα αλλάξανε πολύ από τότε,
και τα δυο πάντοτε θ’ αποζητούν το τρίτο.
Εσένανε γυρεύουν ή εμένα.
Star Gate: Science Fiction Poems, 1979
///
*
*
*
