*
του ΒΑΣΙΛΗ ΖΗΛΑΚΟΥ
Στο Ντορσοντούρο και στην Πούντα ντελλά Ντογκάνα το Κανάλ Γκράντε διασταυρώνεται με το Κανάλ Γκιουντέτσα. Εκεί βρίσκεται η οκτάγωνη βασιλική της Αγίας Μαρίας της Υγείας (Santa Maria della Salute). Ο μεγαλοπρεπής ναός άρχισε να οικοδομείται το 1631, ευθύς μετά το τέλος της επιδημίας πανώλης του 1630, που στοίχισε τη ζωή στα 2/3 του πληθυσμού της βορείου Ιταλίας. Η βυζαντινή εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας, η «Μαύρη Μαντόνα» όπως την αποκαλούν διαφορετικά οι Ιταλοί, είναι το επίκεντρο της λατρευτικής ζωής της εκκλησίας.
Στις 22 Οκτωβρίου του 1630 η Γερουσία της πόλης της Βενετίας αποφάσισε πως η νέα βασιλική θα είναι αφιερωμένη στη εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου (Festa della Madonna della Salute). Από τότε η εικόνα εορτάζεται κάθε χρόνο, στις 21 Νοεμβρίου. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες Βενετοί (47.000) περνάνε μπροστά από την εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται τοποθετημένη στο Άγιο Βήμα. Ένας μεγάλος ανθρώπινος κύκλος σχηματίζεται γύρω από το οκτάγωνο σχήμα της εκκλησίας το οποίο συμβολίζει τους οκτώ ανέμους της θάλασσας. Η κοινή ευχή των κατοίκων είναι μία: η αρχαία πολιτεία να συνεχίσει να σμίγει την αλπική λευκότητα με τα σμαραγδένια πράσινα του Βένετο και το μπλε της Αδριατικής.
Μέχρι τον Αύγουστο του 1669 η εικόνα της Μεσοπαντίτισσας βρισκόταν στον Χάνδακα της Κρήτης, στον ιερό ναό του Αγίου Τίτου. Λίγο προτού η κρητική πολιτεία παραδοθεί στους Οθωμανούς μεταφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 1669 στη Βενετία και τοποθετήθηκε αρχικά στον Άγιο Μάρκο. Σύμφωνα με την παράδοση την φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Έφτασε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη τον καιρό της Εικονομαχίας. Η πιο τεκμηριωμένη άποψη είναι ότι είναι έργο του 11ου ή του 12ου αιώνα. Μπροστά της οι Κρήτες ορκίστηκαν πίστη στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας το 1211, όταν ο Βονιφάτιος Μομφερατικός πούλησε μυστικά το νησί στους Βενετούς. Ονομάστηκε «Μεσοπαντίτισσα» διότι ένωσε τις δύο «μπάντες», τους βυζαντινούς Κρήτες και τους Ενετούς. Εκείνα τα χρόνια λατρευόταν στις 13 Ιανουαρίου. Τις Τρίτες περιφερόταν στα σοκάκια του Χάνδακα. Η λιτάνευσή της συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της εικοσιτετράχρονης σύρραξης των Βενετών με τους Οθωμανούς.
~.~
Η καμπάνα του Αγίου Μάρκου χτύπησε δυνατά. Νύκτιο νερό ξεπρόβαλε, παχύ και πυκνό σαν ερωτικό φιλί. Κάποιες ανταύγειες νοητής σελήνης φωτίζανε τον παλμό του, μια διαταραχή πάνω στην τρεμάμενη, σαν από σκούρο μπρούντζο, επιφάνειά του, καθώς γεννιόταν κύμα κι ύστερα κι άλλο κύμα και το εμβόλιμο διάστημα μεταξύ των χτύπων της καμπάνας γινόταν μια χώρα νερού στον κόρφο μου. Να την κατακτούσα δεν γινόταν αυτή την παράξενη χώρα. Μπορούσα μονάχα να τη διασχίσω, μυστικά κι άρρητα εντός μου. Πού θα με έβγαζε η σκοτεινή θάλασσά της; Ήταν η πολιτεία της που μου μιλούσε. Τα λόγια της αντηχούσαν μέσα της και μ’ άρπαζαν. Έπρεπε τη φωνή της να ακούσω καθαρότερα. Να την αισθανθώ προτού τα αδηφάγα πλήθη των τουριστών σκεπάσουν κάτω απ’ τις μεγάλες και φαρδιές ριγηλές βοές τους την πόλη με τα πράσινα νερά και τη λευκή στεφάνη των Δολομίτων. Και μέσα στο αίσθημα αυτό το πιο καθαρό την περίφημη Μεσοπαντίτισσα, που ήθελα από καιρό να αντικρίσω, να συλλάβω καλύτερα σε όλο της το βάθος, ρυθμίζοντας την ομιλία μου μαζί με τη δική της πριν το σκαρί μπατάρει για πάντα στη θάλασσα της συνήθειας, του άλλου χρόνου, του φθαρτού και του φθαρμένου. Η Παναγιά των Βενετών, είπα από μέσα μου, δεν είναι η ίδια με κείνη του Χάνδακα. Αυτή εκεί ήταν μια αγρότισσα κρητικιά μα ετούτη εδώ μοιάζει με τη δέσποινα των νερών.
Η μέρα ήταν βροχερή και κρύα. Ο αέρας λυσσομανούσε. Η υγρασία τρύπαγε ως το μεδούλι και η ομίχλη σκέπαζε το San Giorgio Maggiore. Το ημερολόγιο έγραφε 22 Νοεμβρίου 2022. Σκόπευα να περάσω τη γέφυρα του Ριάλτο και να σταθώ κάτω από το υπόστεγο της Πινακοθήκης της Ακαδημίας για να πιω τον καφέ μου και να διαβάσω ξανά τον στίχο που χρόνια πριν είχε ανοίξει για πρώτη φορά τον δρόμο προς την πόλη των Μεδίκων.
Γύρω μου είναι τ’ αστέρια και τα νερά,
Κόσμοι που καθρεφτίζονται στον ωκεανό.
Ο Λόρδος Βύρων έγραψε αυτούς τους στίχους τη νύχτα της 16ης Μαΐου του 1818. Είχε κολυμπήσει μόλις στο Κανάλ Γκράντε με τη βοήθειας μιας ξύλινης σανίδας και η πόλη τού φανέρωνε τον ιωδοκοσμό της. Έναν κόσμο που συντελούσε επί αιώνες το θαύμα του στις εκκλησιές και στα αναρίθμητα παλάτσα της. Έναν μήνα μετά, τον Ιούνιο του 1818, γεννήθηκαν οι περίφημοι προφητικοί στίχοι:
Ω Βενετία! Βενετία! όταν τα μαρμάρινα τείχη σου
Συναντήσουν τα νερά, θα αντηχήσει
Μια κραυγή των εθνών στις βυθισμένες αίθουσές σου
Ένας δυνατός θρήνος κατά μήκος της σαρωτής θάλασσας!
Επειδή και οι μεγάλες πόλεις κάποτε τελειώνουν.
Ένα παράξενο αμάλγαμα νησίδων είναι η Βενετία, αυτή η λιμνοθάλασσα των 200 τ.χλμ που μοιάζει με δάκρυ. Που από τα λάφυρα των εθνών και την ανεξάντλητη Ανατολή έριξε στην αγκαλιά της όλα τα πετράδια του κόσμου. Δημιουργήθηκε πριν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια με αλλεπάλληλες προσχώσεις από τον Πάδο, τον Αδίγη και άλλους μικρότερους ποταμούς. Στην ιστορία κάνει την εμφάνισή της το 466 μ.Χ. Τότε οι αντιπρόσωποι των πρώιμων κοινοτήτων, πρόσφυγες από την ενδοχώρα που τη λεηλατούσαν οι Γότθοι του Αλάριχου και οι Ούνοι του Αττίλα, ορίζουν στο Γράντο ένα πρώτο σύστημα αυτοδιοίκησης. Ως οργανωμένη πόλη επηρεάζει σταδιακά το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι από τον 9ο μέχρι και τα τέλη του 16ου αιώνα. «Un quasi alterum Byzantium» είχε πει για αυτήν ο Βησσαρίων που πρωτόφτασε στην Ιταλία το 1437.
Το νερό, λοιπόν! Τον 5ο αιώνα αυτό έκανε τη μεγάλη αρχή και μέχρι τον Μάϊο του 1797, όταν ο Ναπολέων έθεσε τέλος στην ανεξαρτησία της Βενετίας, ετούτο καθόριζε την τύχη της ναυτικής πολιτείας. Αλλά το νερό για την πόλη των Μεδίκων δεν ήταν ποτέ ένα άπιαστο στοιχειό, μια απλή ονειροφαντασία, ένα παιχνίδισμα ανταυγειών. Ούτε θα μπορούσε να εξισωθεί με κείνα τα σκοτεινά και στάσιμα νερά που εξύμνησαν οι ποιητές του βορρά, με τα νερά της Οφηλίας. Ενώ ήταν το νερό μιας πόλης εμπόρων, η δύναμή του δεν υπήρξε μόνο διαμεσολαβητική. Το νερό για τους Βενετούς ήταν μια γέφυρα που ένωνε την ύλη με τον αιθέρα του ουρανού. Ακόμα και τα μάρμαρα της πολιτείας αποτυπώνουν την κίνηση των φυκιών της θάλασσας, τα πεπρωμένα της άμπωτης και της πλημμυρίδας. Το νερό ήταν γραφτό να δώσει στους Βενετούς τη φωτιά για να τσακίσουν το αδύνατο. Να ακινητοποιήσουν το πέρασμά του.
«Ο θηλασμός του Ωκεανού», «η κυβερνήτρα των νερών», «ο λευκός κύκνος των πόλεων», «η θαλάσσια Κυβέλη», «το γαλακτερό άνθος». Οι πλούσιες εικόνες των ποιητών του 19ου αιώνα έρχονται να αναπληρώσουν το «λυρικό» χάσμα του εμπορικού παρελθόντος. Πιο πριν επαρκούσαν τα χειροπιαστά έργα της ημέρας, του μήνα, του έτους. Για την παρηκμασμένη κοινωνία της Βενετίας του 18ου αιώνα μια πανοραμική προσέγγιση της πόλης από τον εορταστικό Καναλέτο θα έκανε τη διαφορά. Όμως μόνον όταν τελειώνει για τα καλά η περίοδος της χάριτος μπορεί η τέχνη να προσεγγίσει το αίσθημα με ονειρικούς προσδιορισμούς. Τότε το σμιλεύει για να ταξιδέψει μέσα σ’ αυτό η γλώσσα του ποιητή ή το χέρι του τεχνίτη, ανοίγοντας καινούργιους δρόμους. Η Βενετία των αυστριακής επικυριαρχίας, η Βενετία που έχει χάσει ολότελα την ανεξαρτησία της μετά τον Ναπολέοντα, η Βενετία που μετά το 1860 ενώνεται σιδηροδρομικώς με την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι μια πόλη γοτθικών ερειπίων. Βρόμικη και σκοτεινή παραδίδεται για να επιζήσει στη σαγήνη του εγκωμίου σαν ένα μεγαλοπρεπές λείψανο. Κι αν το 1797 ο λαός της βροντοφωνάζει για μια τελευταία φορά εκείνο το Viva San Marco! του μακρινού 818, όταν έφτασε στο Ριάλτο το λείψανο του Ευαγγελιστή από την Αλεξάνδρεια, τώρα τη φωνή του έχουν κλέψει οι Νάρκισσοι του βορρά, ένας Τέρνερ, ένας Μονέ, ένας Τζων Ράσκιν. Ο λαός που αναζητούσε να βρει στη μορφή του Γάλλου στρατηλάτη την έξοδο από το τέλμα προσδοκούσε ένα νέο ξεκίνημα για την πόλη. Να τελείωνε επιτέλους ο αργός και ο βασανιστικός θάνατος της παλαιάς αρχόντισσας. Να ερχόταν η άνοιξη ξανά. Μα πού;
Από το 1520 μέχρι την ταπεινωτική συνθήκη του Πιέτρο Λόντι με τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, το 1540, και την απώλεια της Κύπρου (1570) η Βενετία ψυχορραγούσε. Για τον απλό λαό (απλοί εργάτες, μικροέμποροι, χαμηλόβαθμοι ναυτικοί, βοηθοί ζωγράφοι, αργυροχρυσοχόοι, ξυλουργοί, ραφτάδες κ.α.) η παρακμή της ενετικής κυριαρχίας στην Ανατολή δεν ξεκινούσε μόνο από τις γεωπολιτικές αλλαγές στην ανατολική Μεσόγειο και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Προπάντων έφταιγαν οι άθλιοι αριστοκράτες της πόλης των οποίων η δύναμη είχε αυξηθεί σημαντικά μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης γιατί ήδη από τον 15ο αιώνα είχαν αρχίσει να αφαιρούν σταδιακά την εξουσία από τη Γενική Συνέλευση και τους εκπροσώπους του λαού. Μετά τον 13ο και τον 14ο αιώνα το μόνο γεγονός που είχε καταφέρει να δώσει στην πόλη μια σπίθα ελπίδας για το μέλλον ήταν η συμμαχική νίκη επί των Οθωμανών στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, τον Οκτώβριο του 1571.
Κάτω από τη βροχερή και μουντή μαρκίζα της Πινακοθήκης η θέα προς το Κανάλ Γκράντε με έκανε να σκέφτομαι όλες τις φωτιές που δεν άναψαν ή που αν άναψαν το νερό δεν άργησε να τις σβήσει. Θα μπορούσε ποτέ το βάρος των ζωντανών να σηκώσει αυτή την αλήθεια;
Αναλογίστηκα τη δύναμη του νερού. Με αυτήν κινείται ανέκαθεν η πόλη ταλαντευόμενη ανάμεσα σε μια γέννα και σε μια παύση. Όμοια με τον αριστοτελικό θεό, που τόσο αγαπήθηκε από τους ουμανιστές της, η Βενετία μοιάζει με το κινούν ακίνητο του Σταγειρίτη. Μέσα στην φαρδιά αγκαλιά της βρήκαν έκφραση τόσο η Ηράκλειτος όσο και ο Ζήνων. Η πόλη της αρχής και η πόλη του τέλους, η πόλη της σταθερότητας και η πόλη της ακατάπαυτης ροής δεν είναι άλλη από αυτήν, έλεγα. Που όσο ξέρει να λατρεύει τα καθρεφτίσματά της στο νερό άλλο τόσο ξέρει να υπομένει σοφά και γαλήνια τη μοίρα της. Όταν το 1966 η στάθμη της θάλασσας ανέβηκε κατά 192 εκατοστά, οι κάτοικοί της δέχθηκαν αγόγγυστα τις μεγάλες υλικές καταστροφές που προκλήθηκαν εξαιτίας της πλημμύρας. Ονομάστηκε «Γαληνοτάτη» (Serenissima) επειδή γεννήθηκε σαν μια υπόσχεση ειρήνης σε μια χειμαζόμενη από έριδες και πολέμους περιοχή, μα κι επειδή κάθε σημαντική απόφαση της Δογείας και της Γενικής Συνέλευσης αποσκοπούσε στη διπλωματική συναίνεση και το ειρηνικό εμπόριο.
Με το όνομα που της δόθηκε η Βενετία υπερέβη την ιστορία. Έκτοτε σαν ίλιγγος ρυμουλκεί από τα βάθη των καναλιών της τον εαυτό της. Ο Γιόζεφ Μπρόντσκι είχε πει για τους κατοίκους της: «Είτε κλέβοντας είτε δημιουργώντας ή κατακτώντας, όταν πρόκειται για τον χρόνο, οι Βενετοί είναι οι μεγαλύτεροι ειδικοί στον κόσμο. Τον κέρδισαν όσο κανένας άλλος» (Υδατογράφημα). Μα κερδίζω τον χρόνο για έναν Βενετό, σημαίνει κερδίζω το νερό. Κερδίζω αυτή την τόσο επικύνδινη απουσία εδάφους, αυτή την τόσο απειλητική αβεβαιότητα. Το ταξίδι της πόλης μες στον χρόνο δεν έχει σκοπό έξω από το ίδιο το ταξίδι. Είναι ο ίδιος ο χρόνος που νικάει τελικά τον ίδιο του τον εαυτό, καταστρέφοντας ό,τι έχτισε.
Ο καιρός δεν έλεγε ν’ αλλάξει, η υγρασία ανέβαζε γνώση από τη θάλασσα και ο δυνατός βοριάς σκαμπανέβαζε τις γόνδολες. Ήμουν αναγκασμένος να περιμένω μέχρι να ανοίξει το μουσείο για να βρω προστασία στο εσωτερικό του. Η Παναγιά κοιμόταν ακόμα στην παγωμένη σιωπή του μεγάλου ναού, κουρασμένη μάλλον από τη χθεσινή μεγάλη γιορτή της. Με τέτοιο καιρό δεν υπήρχε λόγος να βιαστώ τραβώντας ίσια ευθεία το Κανάλ Γράντε προς την Πούντα ντελλά Ντογκάνα. Θα περνούσα τον χρόνο μου με μερικούς από τους διασημότερους πίνακες στον κόσμο.
Αν η βενετσιάνικη ζωγραφική έγινε ξακουστή σε όλο τον κόσμο είναι επειδή κατάφερε να σπάσει τη στασιμότητα του σχεδίου της φλωρεντινής παράδοσης. Έτσι απελευθερώθηκε μέσα στο χρώμα και μάλιστα στο χρώμα του λαδιού κι όχι σε εκείνο της γήινης και πιο στεγνής αυγοτέμπερας. Από τον Πάολο Βενετσιάνο και τον 14ο αιώνα μέχρι τον Τιτσιάνο, τον Τιντορέττο και τον Βερονέζε ο χρωστήρας του Βενετού είναι μια μάχη με το νερό καθώς ο ζωγράφος προσπαθεί να οργανώσει τη σύνθεσή του γύρω από τον ευμετάβολο χαρακτήρα αυτού του στοιχείου. Όταν προς τα τέλη του 17ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 18ου μαζί με την κοινωνία ψευτίζει και το ζωγραφικό αποτέλεσμα αυτής της μάχης, με τη χρήση μιας τεχνητής και θεατρικής πόζας για την απόδοση δραματικών θεμάτων, που καταστρέφει τα πάντα, τόσο το φως όσο και τη στάση των σωμάτων, ακόμα και τον ουρανό του φόντου, το ειλικρινές νερό υποχωρεί και αφήνει να φανεί ο έρημος βυθός. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε: όταν μιλάμε για τη Βενετία μιλάμε για τη διαφάνεια των υλικών της. Μιλάμε για την ικανότητα των κατοίκων της να μαζεύουν και να γεννάνε την ύλη, αντιγράφοντας την κίνηση του υδάτινου στοιχείου, και να πεθαίνουν εξαιτίας του, σχεδόν αδιαμαρτύρητα, με την παθητική ηρεμία ενός γέρου που κοιτάζει τους περαστικούς πίσω από το παράθυρο.
Ενώ η πόλη μετά τον 9ο αιώνα αναπτύχθηκε οικιστικά με τον ίδιο τρόπο όπως κάθε μεγάλη ευρωπαϊκή πολιτεία, σπειροειδώς, δηλαδή γύρω από το θρησκευτικό της κέντρο, ως ζωντανή κοινότητα δεν θα συναντούσε στη θάλασσα το όριό της, ούτε όμως και θα έβλεπε στην επίπεδη γη των νησίδων τη δυνατότητα να αναπτύσσεται ad infinitum. Αντιθέτως, λόγω των καναλιών της, εκατόν πενήντα στον αριθμό, που από ψηλά κοιτώντας τα μοιάζουν με υδάτινα ιερογλυφικά, η πόλη δεν κοιτάζει τη Μεσόγειο σαν μια θεότητα μακρινή και ξένη, πότε φίλια και πότε εχθρική προς τον άνθρωπο, αλλά ως κάτι πολύ πιο απλό. Ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα: νερό. Tο δικό της νερό. Από αυτή την άποψη η Βενετία συνταίριαξε την εμπειρία των ποταμών με την εμπειρία της θάλασσας, διασχίζοντας την ιστορία σαν ένα θαλασσινό ποτάμι ή, ακόμα πιο κυριολεκτικά, σαν ένας διαφανής κύκλος, που το «άλλο», το ξένο, το άγνωστο το θεωρούσε εκ φύσεως δικό του. Ένας κύκλος μικρός και μεγάλος συνάμα που κοιτούσε πάντα προς την Ανατολή, δίχως την παρεμβολή τειχισμάτων και οχυρώσεων. Έτσι, η νίκη του Πιέτρο Ορσέολου του Β΄ επί των πειρατών στις δαλματικές ακτές στις 28 Μαΐου του 998 (Ημέρα της Αναλήψεως), μια νίκη που κατοχύρωσε την ισχύ των Βενετών στην Αδριατική, ανοίγοντας τον εμπορικό δρόμο για συμφωνίες τόσο με τους βυζαντινούς όσο και με τους δυτικούς, αλλά και με τους Άραβες, ονομάστηκε «γάμος της Βενετίας με τη θάλασσα». Η πόλη κατάφερε να ξεδιπλώνει την ισχύ της στην ανατολική Μεσόγειο με το δικαίωμα της μητέρας αρχόντισσας.
Για αυτούς τους λόγους η αδιαμφισβήτητη κορωνίδα της Πινακοθήκης είναι το Θαύμα του Αγίου Μάρκου, ζωγραφισμένο από τον νεαρό Τιντορρέτο το 1548. Το έφερνα γύρους ξανά και ξανά έχοντας από την πρώτη στιγμή καταλάβει το μήνυμα που μου έπεμπε: Εγώ είμαι η Βενετία που ψάχνεις.
Ένας κύκλος, μια σπείρα που ανοίγει κι απλώνεται είναι αυτός ο πίνακας καθώς η ένταση της δραματικής παραστάσης κορυφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα, στο σφυρί του τιμωρού που σπάει στα δύο από τον άγιο. Ο άγιος επιτελεί το θαύμα του και απελευθερώνει τον πεσμένο καταγής σκλάβο εκπλήσσοντας τον όχλο και τρομάζοντας τον άρχοντα που διέταξε τη αιχμαλώτισή του επειδή τιμούσε κρυφά τον Ευαγγελιστή. Τι μεταφορά για τη δύναμη της Βενετίας. Μια δύναμη που μεγαλώνει σαν κύκλος και τελικά ησυχάζει μέσα στην ιερή καρδιά του πολιούχου αγίου της.
Όταν βγήκα έξω από το μουσείο η βροχή είχε κοπάσει και οι δρόμοι είχανε γεμίσει με κόσμο. Τάχυνα το βήμα πλημμυρισμένος από σκέψεις για την πόλη περπατώντας ενάντια στον δυνατό αέρα δίχως να με απασχολεί πια η ανθεκτικότητα της ομπρέλας:
Το νερό λειτουργεί θεραπευτικά για τους δαιμόνιους κατοίκους της, μα την ίδια στιγμή εργάζεται και προς την αντίθετη κατεύθυνση με σκοπό την καταστροφή και τη διάλυση των πάντων. Αν η Βενετία ξέρει να αντιγράφει το νερό, τότε ξέρει να αντιγράφει και τον θάνατο. Σαν το νερό σωρεύει πάθη. Σαν το νερό γνωρίζει τους τρόπους του μέλλοντος. Η Βενετία! η νίκη της στασιμότητας πάνω στην κίνηση. Η Βενετία! ένα σύμβολο που κινείται, ως το θάνατο. Η Βενετία δεν είναι νησί, δεν είναι ένας βράχος ριγμένος στη θάλασσα, δεν είναι ένα ακόμα γεωγραφικό σημείο. Η Βενετία δεν θα μπορούσε ποτέ να γεννήσει Οδυσσείς που πρέπει να χάσουν τα πάντα προτού βρουν ξανά την πατρίδα τους. Τα κανάλια της δεν διακόπτουν την ύπαρξή της αλλά την επιμηκύνουν. Η θάλασσα εδώ δεν είναι ου τόπος. Είναι η συνέχεια του εαυτού της. Στη Βενετία παντρεύτηκε η ποτάμιος Ευρώπη τη θάλασσα και τα δύο αυτά αντίθετα μοιάζουν ένα. Η Βενετία είναι μια συστάδα από νησίδες ενωμένες μεταξύ τους με γέφυρες. Κάθε νησίδα επικοινωνεί με κάποιαν άλλη. Η Βενετία είναι ένα διηνεκές πέρασμα μέσα στο ίδιο της τον εαυτό. «Σαν ένα τραγούδι που έρχεται από μακριά», γράφει ο Νίτσε στο Ίδε ο Άνθρωπος, «σαν μια σταγόνα που πληθαίνει από χρυσάφι πάνω στου νερού την τρεμάμενη όψη».
«Santa Maria della Salute?» ρώτησα έναν νεαρό σερβιτόρο, κι εκείνος μου έδειξε τον δρόμο. «Μετά το γεφυράκι συνεχίζεται στα εκατό μέτρα και θα τη βρείτε». Όντως μετά από μια μικρή πέτρινη γέφυρα βρέθηκα μπροστά στη μεγάλη είσοδο του ναού. «Ε chiuso?» απευθύνθηκα σαστισμένος τους εργάτες που κατέβαζαν τις εξέδρες για τη χθεσινή γιορτή προς τιμή της Μαντόνας. —«Si, e chiuso. Vieni domani». —«Μa come?». Αύριο θα επέστρεφα στην Ελλάδα. Δεν θα έβλεπα λοιπόν την περίφημη εικόνα; Η γιγαντοαφίσα της εικόνας κάλυπτε την πρόσοψη του ναού και έδειχνε από κοντά τη βυζαντινή Παναγιά. Ένα σκούρο καρβέλι για κεφάλι με μάτια γεμάτα πόνο. Έκανα πίσω κι αυτά απλώνανε τη γαλήνη τους. Μετατοπιζόμουν προς τα εμπρός και η θλίψη στο βλέμμα επανερχόταν.
Ω, άγια γη που σε έπλασαν, είπα. Με σιένες και όμπρες. Με λευκό και μαύρο. Με ώχρα και ολίγο χονδροκόκκινο. Ω, σάρκα μυριστική από θρακίσιο καστανόχωμα και μίνια της Μιλήτου. Με τον ήλιο στα λευκά ψιμύθια των παρειών. Και τότε ένιωσα το ηλιοκαμένο στρογγυλό πρόσωπο της δικής μας αγρότισσας Παναγιάς να γίνεται το πυρακτωμένο κέντρο ενός κύκλου, ενός κύκλου δίχως περίμετρο. Να γίνεται η Βενετία και ο λαός της, ο περασμένος και ο τωρινός. Ένας κύκλος διάφανος για να χωράει ολάκερη τη θάλασσα και κάθε γέννα και κάθε θάνατο να αντέχει. Ένας κύκλος, μια μάνα κι ένα λουλούδι με το μίσχο του ριγμένο βαθιά στο χώμα της δικής μας Ανατολής.
Έσκυψα πάνω από το νερό και είδα την εικόνα του νερού.
24-25 Νοεμβρίου 2022
*
*
*

