Day: 13.08.2024

Ο Νομίζω κι ο Γνωρίζω

*

Ο ΝΟΜΙΖΩ ΚΙ Ο ΓΝΩΡΙΖΩ

Ο Νομίζω κι ο Γνωρίζω πίνανε μαζί ρακές
κι αρχινήσανε κουβέντες ν’ ανταλλάσσουνε κακές.

Είπ’ ο πρώτος πως νομίζει,
πως «νομίζει ότι γνωρίζει»·
είπ’ ο άλλος πως «γνωρίζει»,
πως «γνωρίζει ό,τι νομίζει».

Και σε λίγο τους σωθήκαν οι μιλιές
και ευθύς εξεκινήσαν τις ξυλιές
κι έτσι όπως κατεβάζαν τις ξυλιές
τους ερχότανε καινούργιες οι μιλιές:

—Είμαι Νόμος και νομίζω!
—Είμαι Γνώση και γνωρίζω!
—Ναι, αλλά δεν είσαι Νόμος!..
—Είμ’ η Γνώση κι είμ’ ο Δρόμος…
—Θα σε δείρω που ’σαι Γνώση!
—Τρώνε ξύλο οι καμπόσοι!

Και στην τάβλα απομείναν τα ποτά
και ξεκίνησε καθένα να ρωτά:
«Μα γιατί αυτοί δε σκέφτονται στρωτά
και θαρρούν μον’ τα δικά τους για σωστά;»

Και σ’ αυτό έδωσ’ η τάβλα την απάντηση:
«Τούτ’ οι δυo πάντα χαλούν κάθε συνάντηση
γιατ’ ο ένας τ’ αλλουνού δεν έχει αίσθηση
στη ρακή του εαυτού τους όντας μέθυσοι.»

/// (περισσότερα…)

Αίθουσα αναμονής

*

ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

Μήτε που ξέρω πόσον χρόνο έχω περάσει εδώ περιμένοντας. Κάθε λίγο βγαίνει από τις πόρτες κάποιος και φωνάζει ονόματα. «Όλα πήγαν καλά». «Ήταν δύσκολα, αλλά μην ανησυχείτε!».

Ενδιάμεσα βγαίνουν τα φορεία. Τα οδηγούν στη λεωφόρο του διαδρόμου και ύστερα παίρνουν τις εξόδους για τους θαλάμους όπου βεβαιώνεται πάνω σε χαρτιά με σφραγίδες το αμετάκλητο του θεραπευτικού τεμαχισμού. Ο χειρουργημένος δε θυμάται. Μόνο πονά. «Αλλά για λίγο», του λένε.

Ακόμα να με φωνάξουν.

Ξάφνου ανοίγουν οι πόρτες και βγαίνει άλλο ένα φορείο. Μα αυτό δε λοξοδρομεί. Έρχεται κατά πάνω μου δίχως κανένας να το σπρώχνει. Πάνω είμαι εγώ με μάτια ορθάνοιχτα και με φωνάζω με το όνομά μου.

—Πώς πήγε η εγχείριση;

—Πήγε καλά. Δες εδώ! Πήρα μαζί μου αυτή τη σάρκα την κομμένη. Δε μου έκανε καρδιά να την πετάξω σαν άρρωστη και περιττή. (περισσότερα…)