*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ
1
Όλα συμβαίνουν, ξεθωριάζουν και χάνονται σα να μην έγιναν ποτέ. Τίποτα δεν φαίνεται να έχει νόημα. Όλα τα στηρίγματα είναι μάταια. Χρήμα, δύναμη, εξουσία, δόξα: τεχνάσματα παρηγοριάς, άχρηστα ενώπιον του τάφου. Η προσευχή: μια τελευταία ελπίδα όταν τελειώνουν όλες οι άλλες. Η τέχνη; Στα καλύτερά της, ένα βλέμμα ηρωικό μπροστά στον θάνατο. Ο έρωτας: μια φαντασίωση ανίκανη να επιτελέσει μια λειτουργία πληρότητας. Μόλις αρθούν οι προσδοκίες που τη γέννησαν, η σχέση καταρρέει: πιστέψαμε σε κάτι που δεν ήταν παρά ένα πυροτέχνημα ενθουσιασμού, ένα σύμπτωμα της μοναξιάς και των ελπίδων μας.
~~~
Όταν είπα στην Ελπίδα ότι πέθανε ο πατέρας μου και έπρεπε να πάω στη Ρόδο για την κηδεία του η αντίδρασή της –τελείως αδιάφορη– ήταν αναμενόμενη. Το τελευταίο διάστημα τα σημάδια ότι η σχέση μας πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο ήταν ολοφάνερα. Μετά από πέντε χρόνια το σενάριο ενός χωρισμού ήταν σχεδόν σίγουρο και οι ελπίδες μου να το αποτρέψω ολοένα και λιγόστευαν. Ένοιωθα πως ήταν θέμα χρόνου να μου πει να χωρίσουμε. Κατά βάθος δεν ήμουν προετοιμασμένος για μια τέτοια εξέλιξη. Εκείνη την εποχή είχα πιάσει πάτο, ένοιωθα αδύναμος να αντιμετωπίσω τη ζωή και δεν ήξερα αν μπορούσα να αντέξω ένα ακόμα χτύπημα.
Ήμουν στην Αθήνα όταν έμαθα τα νέα για τον γέρο μου. Κι ενώ είχα αποφασίσει να μην ξαναγυρίσω στο νησί, αναγκάστηκα τελικά να αναθεωρήσω την απόφασή μου. Δεν ήταν τόσο η ανάγκη μου να θρηνήσω τον γέρο μου όσο η επιθυμία μου να συμπαρασταθώ στη μάνα μου. Δεν μπορούσα να τη φανταστώ στο νεκροταφείο ανάμεσα στ’ αδέλφιά μου κι εγώ να λείπω. Ήθελα να βρίσκομαι πλάι της. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για μια γυναίκα που η στάση της είχε υπάρξει υποδειγματική στα ταραγμένα χρόνια της ζωής μας. Ήξερα πως η παρουσία μου κοντά της θα ήταν απαραίτητη, ειδικά τη ώρα της ταφής, όταν το χώμα θα κάλυπτε το φέρετρο – η τελευταία πράξη σε ένα έργο που το φινάλε του παιζόταν κάθε μέρα για πολλά χρόνια. Ο γέρος πέθαινε καθημερινά, κι εμείς μαζί του. Τα πάθη του, οι αυτοκαταστροφές του, οι σύντομες αναστάσεις του, οι υποσχέσεις του που δεν είχε τη δύναμη να τηρήσει, κι ύστερα πάλι τα ίδια δάκρυα, οι ίδιες αγωνίες. Από κάποιο σημείο και μετά ήταν απολύτως κουραστικά όλα αυτά, μάταια, πέρα από τις δυνάμεις και τα όρια μου. Κατέληξα έτσι να γίνω ένας απλός θεατής στο ίδιο μονότονο έργο όπου ακόμα και τα δάκρυα είχαν χάσει το νόημά τους. Κι αν τελικά δάκρυσα στο άκουσμα της είδησης από τη μάνα μου στο τηλέφωνο ήταν που δεν μπορούσα να ακούω τους συγκρατημένους λυγμούς της και εκείνα τα πνιγμένα «γιατί Θεέ μου, γιατί Θεέ μου». Ένας σπαραγμός και ένα ερώτημα το ίδιο παράλογα όσο και το «γιατί» της ύπαρξής μας.
2
Δεν ήταν η καλύτερη εποχή για ταξίδια και επιστροφές. Μάης μήνας. Λίγες μέρες πριν είχα κλείσει τα τριάντα και ο απολογισμός της ζωής μου: μια σειρά από εκκρεμότητες, αφηρημένα σχέδια και αποτυχίες. Τα οικονομικά μου χάλια, το επαγγελματικό μου μέλλον αβέβαιο, η σχέση μου με την Ελπίδα όλο και πιο κοντά στο τέλος. Προφανώς είχα διαψεύσει τις προσδοκίες της, είχε κουραστεί να περιμένει. Εξετάζοντας ορισμένα επεισόδια του τελευταίου καιρού, συνειδητοποίησα ότι άργησα να καταλάβω τις αρχικές προθέσεις της. Είχε πιστέψει σε μένα, είχε επενδύσει σοβαρά σε μια σχέση με κατάληξη τον γάμο μέχρι που βεβαιώθηκε ότι ήμουν τελείως ακατάλληλος για τη ζωή που ονειρευόταν. Την έβλεπα να απομακρύνεται συνεχώς κι ένοιωθα ανήμπορος να αλλάξω τον εαυτό μου και τα πράγματα.
Κι ο έρωτας; Δεν είχα πια αυταπάτες: δεν μπορούσε να υπάρξει απόλυτα, χωρίς όρους, ανεξάρτητα από οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Ποιο ήταν στ’ αλήθεια το περιεχόμενο της φράσης «σ’ αγαπώ» που είχαμε πει τόσες φορές ο ένας στον άλλο και που τελευταία αποφεύγαμε ακόμα και να το ψιθυρίσουμε, η Ελπίδα γιατί δεν ένοιωθε πια την ανάγκη να το ξεστομίσει και εγώ γιατί δεν ήθελα να ακούγεται σαν παράκληση για να μου το πει κι εκείνη; Λίγους μήνες νωρίτερα το ψιθύριζε ακόμα. Παραδεχόταν πως η συμπεριφορά μου ήταν άψογη απέναντί της και πως οι ερωτικές μου επιδόσεις ήταν ικανοποιητικές. Αυτό που δεν ομολογούσε ήταν ότι κατά βάθος είχε αρχίσει να μισεί οτιδήποτε έκανα και οτιδήποτε ήμουν στον οικονομικό τομέα. Σιχαινόταν την οικονομική μου στασιμότητα, την επαγγελματική μου αστάθεια, την αδυναμία μου να της προσφέρω τη ζωή που ήθελε. Νύξεις, υπαινιγμοί, συγκρίσεις με τα οικονομικά γνωστών μας, ακυρωμένα ραντεβού, ξαφνικές δικαιολογίες φυγής, περιφρονητικά χαμογελάκια, εύκολοι εκνευρισμοί – όλα μαρτυρούσαν τα ανομολόγητα συναισθήματά της.
Για μια ακόμα φορά έβλεπα να επιβεβαιώνεται ο κανόνας ότι πολύ συχνά τα προβλήματα έρχονται μαζεμένα και κορυφώνονται όλα μαζί. Δεν είχα λεφτά ούτε για τα εισιτήρια. Ντρεπόμουν να τηλεφωνήσω στη μάνα μου και να της πω να μου στείλει. Που να τα βρει κι εκείνη. Άλλωστε δεν το συνήθιζα. Να ζητήσω δανεικά από γνωστό, από φίλο; Δεν είχα πια φίλους, ένα καλό φιλαράκι, κάποιον που να έχω το θάρρος να του χτυπήσω την πόρτα χωρίς να με κοιτάξει καχύποπτα – δεν άντεχα εκείνο το βλέμμα της ανομολόγητης απόρριψης, το βλέμμα κάποιου που στημένος μπροστά στην πόρτα προσπαθεί να βρει την πιο ηλίθια δικαιολογία για να σε ξεφορτωθεί μιας και δεν έχει να κερδίσει πια τίποτα από σένα. Υπήρχε ο Πάνος αλλά είχα να τον δω πάνω από δυο μήνες, είχε εξαφανιστεί για μια ακόμα φορά, δεν ήξερα που βρισκόταν, ίσως να είχε ξαναπέσει στα ίδια σκατά μετά το πρόγραμμα απεξάρτησης. Όσο για την Ελπίδα…
Και μόνο η σκέψη να της κάνω λόγο για λεφτά μου προκαλούσε ακαριαίο μυρμήγκιασμα στο πρόσωπο – η φανταστική αναπαράσταση ενός τέτοιου διαλόγου ανάμεσά μας ήταν αρκετή για να με κάνει να νοιώθω ταπεινωμένος και αξιολύπητος. Δεν μπορούσα να αφήσω τον εαυτό μου να φτάσει σε τέτοιο σημείο. Είχα περάσει άσχημα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Παρά τις προσπάθειές μου η οικονομική μου κατάσταση ποτέ δεν ξεπέρασε τα όρια της αξιοπρεπούς επιβίωσης. Πάντα περίμενα το χειρότερο αλλά ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα έφτανα στο σημείο να μην έχω στην άκρη μερικές εκατοντάδες ευρώ για μια δύσκολη στιγμή. Πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα; Τι λάθη είχα κάνει; Μήπως δεν είχα προσπαθήσει αρκετά; Μήπως η ηθική μου ήταν εκτός τόπου και χρόνου; Μήπως ήμουν απλά ένας βλάκας; Μήπως έφταιγε το γεγονός ότι από νωρίς στη ζωή μου έβρισκα τα πάντα μάταια;
Δεν είχα ξεκάθαρες απαντήσεις. Έπρεπε κάποια στιγμή να τα σκεφτώ σοβαρά όλα αυτά, να εντοπίσω τα λάθη μου και να βρω τη θέληση να αλλάξω πορεία. Τι να έκανα, όμως, τώρα; Χρειαζόμουν διακόσια ευρώ άμεσα για να κατέβω στο νησί. Η περίπτωση να μην προλάβω την κηδεία του γέρου μου φαινόταν αδιανόητη. Για μια στιγμή σκέφτηκα να βγω στους δρόμους: θα έγραφα σε ένα χαρτόνι δυο σπαραχτικές αλλά αξιοπρεπείς κουβέντες και θα ζητούσα ελεημοσύνη στο μετρό, παρέα με άλλους απελπισμένους. Κι αν έπεφτα πάνω σε κάποιον παλιό γνωστό από την σχολή; H ντροπή που ένοιωσα προκαταβολικά με έκανε να διαγράψω αμέσως ένα τέτοιο σενάριο.
Ένα βράδυ, μπαίνοντας στην γκαρσονιέρα, έκλεισα πίσω μου την πόρτα και απόμεινα να κοιτάζω τον χώρο και τα πράγματα. Ήθελα να κλάψω μπροστά σε τόση εγκατάλειψη και σε τόση μοναξιά. Έσφιξα τα δόντια και απώθησα τα δάκρυα που αν τ’ άφηνα να κυλήσουν ίσως και να οδηγούσαν το μυαλό μου σε επικίνδυνα μονοπάτια Και ξαφνικά η σκέψη που έκανα μου φάνηκε λυτρωτική. Θα μπορούσα να πουλήσω κάτι ή να το βάλω ενέχυρο. Δεν είχα, όμως, αντικείμενα αξίας, κάτι που θα μπορούσε να πιάσει πάνω από εκατό ευρώ. Κάποια φτηνά έπιπλα, μια παλιά τηλεόραση, βιβλία και το μπουζούκι, παρατημένο και σκονισμένο σε μια γωνιά. Το κοίταξα επίμονα μέχρι που βλέμμα μου θόλωσε. Για πολύ καιρό ήταν ακουμπισμένο εκεί, είχα ξεχάσει σχεδόν την ύπαρξή του, οι σκοτούρες και η συνήθεια το είχαν κάνει σχεδόν αόρατο. Ήτανε καλό μπουζουκάκι, ίσως μπορούσα να το πουλήσω σε καλή τιμή, μου φάνηκε πως ήταν η μοναδική λύση που είχα.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στο Μοναστηράκι με την ελπίδα να το πουλήσω σε κάποιο παλιατζίδικο. Ο γέρος δεν θα συμφωνούσε. Εκείνος μου το είχε κάνει δώρο στα δεκαπέντε μου, ήθελε να μάθω να παίζω τα αγαπημένα του τραγούδια. Πήγαινα σε κάποιον δάσκαλο στην Παλιά Πόλη της Ρόδου, παλιός μάγκας, αυθεντικός ρεμπέτης. Έμαθα γρήγορα τα βασικά και άρχισα να παίζω μερικά τραγουδάκια που έκαναν το γλαρωμένο χαμόγελο του γέρου μου τρυφερό και πονεμένο.
Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που ανακάλυψα την Παλιά Πόλη, τη γοητεία της και το μυστήριό της. Μετά το μάθημα έκανα ατέλειωτες βόλτες στα σοκάκια παρατηρώντας τα κτίρια και τα τείχη που σε πολλά σημεία ήταν πληγωμένα από τη φθορά και τον χρόνο. Ακουμπούσα τα χέρια μου στις παλιές πέτρες, να αφουγκραστώ το παρελθόν τους, να νοιώσω την ύπαρξή τους, τη δύναμη και την αντοχή τους. Έκανα τις ίδιες πάντα διαδρομές χωρίς ποτέ να τις χορταίνω. Όμως το πιο σημαντικό ήταν πως σε κείνες τις βόλτες άρχισα να αγαπώ τα φώτα που άναβαν μόλις βράδιαζε, μεταμόρφωναν τη μεσαιωνική πόλη σε τόπο μυστηριακό και ξυπνούσαν μέσα μου μια ανεξήγητη αίσθηση φευγαλέας αιωνιότητας. Ήταν από τότε που τα φώτα των δρόμων τη νύχτα έγιναν μια σταθερή πηγή λύτρωσης, φίλοι που με συντρόφευαν στις πιο δύσκολες και μοναχικές ώρες της ζωής μου και συντηρούσαν μέσα μου –άγνωστο πώς– έναν λόγο ύπαρξης και την ελπίδα για καλύτερες μέρες.
Πήγα, λοιπόν, στο Μοναστηράκι αγχωμένος για το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης. Τελικά το πούλησα πιο εύκολα απ’ όσο περίμενα σε ένα μαγαζί με μουσικά όργανα. Δεν ήξερα την πραγματική του αξία και έτσι δέχτηκα χωρίς αντίρρηση τα εκατόν πενήντα ευρώ που μου έδωσε ο ιδιοκτήτης. Έφυγα από το μαγαζί άδειος έχοντας την εντύπωση ότι άφηνα πίσω μου ένα κομμάτι του παρελθόντος που τώρα πια μου φαινόταν το ίδιο παράλογο και ανώφελο όσο και το μέλλον που με περίμενε.
3
Το ίδιο βράδυ, η συνάντησή μου με την Ελπίδα ήταν απογοητευτική. Ο θάνατος του γέρου μου την άφησε ασυγκίνητη – ούτε μια έκφραση συμπαράστασης έστω και ψεύτικη. Επιδεικτικά αδιάφορη φάνηκε και όταν της είπα ότι θα έφυγα για Ρόδο την επόμενη μέρα με την πρωινή πτήση. Προσπάθησα να διακρίνω στο βλέμμα της ένα σημάδι ανταπόκρισης, κάποιο ίχνος ενδιαφέροντος, κάτι που να δείχνει ότι όλα αυτά είχαν κάποια σημασία και για κείνην. Τίποτα, σαν να μιλούσα σε κάποιαν άγνωστη που δεν έδινε δεκάρα για όσα γίνονταν στη ζωή μου. Τα μάτια της, σκοτεινές αποχρώσεις του πράσινου, μεγάλα και σαγηνευτικά, ήταν σχεδόν συνέχεια προσηλωμένα πότε στο κινητό της και πότε στο δίσκο που είχε μπροστά της – τσίζμπεργκερ, πατάτες στο χάρτινο κουτάκι και αναψυκτικό.
Κάποιες στιγμές σήκωνε το βλέμμα της για να δει την κίνηση γύρω της. Μάταια περίμενα να με κοιτάξει και να με κάνει να νοιώσω ότι υπήρχα ακόμα για κείνην. Δεν ήταν θυμός αυτό που ένοιωθα αλλά απορία και απογοήτευση. Η προοπτική του χωρισμού εκείνη τη στιγμή μου φαινόταν αδιανόητη. Μου ήταν δύσκολο να δεχτώ το οριστικό τέλος μετά από πέντε χρόνια σχέσης, μου ήταν αδύνατο να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς την παρουσία της. Δεν μπορούσα να μην παραδεχτώ ότι η Ελπίδα ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που με κρατούσε σε επαφή με έναν κόσμο που, αν και πνιγμένος σε φτηνές συγκινήσεις, δεν μπορούσα ακόμα να τον αρνηθώ και να ζήσω στο περιθώριό του. Της άρεσε ο θόρυβος, η κίνηση, τα ψώνια, οι βιτρίνες, λάτρευε το μικρό της αυτοκίνητο, δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς το κινητό της, έτρεχε σε γάμους, βαφτίσια και σε κάθε είδους κοινωνική εκδήλωση, σε όλες εκτός από κηδείες. Δεν ήθελε καν να ακούει για αρρώστιες, πόνο και θάνατο. «Μη! Σταμάτα! Μου προκαλείς κατάθλιψη» μου έλεγε κάθε φορά που με κάποια αφορμή ξεκινούσα να μιλάω για τέτοια ζητήματα. Μήπως γι’ αυτό ήταν τόσο αδιάφορη όταν της είπα για τον πατέρα μου; Ίσως αλλά δεν ήμουν σίγουρος και ούτε με έκανε να νοιώθω καλύτερα αυτή η πιθανότητα. Την έβλεπα τόσο απορροφημένη στη απόλαυση του φαγητού, τόσο απόμακρη, τόσο ξένη που οτιδήποτε και αν έλεγα θα ακουγόταν σαν θλιβερή παράκληση να συμμετέχει σε μια συζήτηση που δεν ήθελε να κάνει.
Ανακάτευα αμήχανα τον καφέ μου κι έπινα μικρές γουλιές χωρίς να μπορώ να απολαύσω τις στιγμές που χάνονταν αμετάκλητα. Κάπου-κάπου την κοίταζα ελπίζοντας ακόμα σε κάποιο βλέμμα της, σε κάποιο χαμόγελο. Φανταζόμουν χάδια που δεν έρχονταν και φιλιά που κάποτε ήταν παθιασμένα και άπληστα. Δεν έβρισκα το θάρρος να απλώσω το χέρι μου στο δικό της, δεν ήθελα να εισπράξω μια ακόμα δόση αδιαφορίας. Η απόσταση ήταν πια μεγάλη, τίποτα από όσα κάποτε έβρισκε πάνω μου γοητευτικά δεν φαινόταν να την συγκινεί. Ακόμα και από την σχεδόν τέλεια αρχική σωματική μας συμφωνία δεν είχε απομείνει τίποτα. Είχα ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία φορά που είχαμε κάνει έρωτα. Δεν έπαιρνα πια πρωτοβουλίες γιατί ήξερα την κατάληξη. «Με πονάει το στομάχι μου» ήταν η μόνιμη δικαιολογία της. Το ήξερα ότι βρισκόμουν κιόλας στην αρχή μιας ερωτικής μοναξιάς που δεν μπορούσα να υπολογίσω μέχρι που μπορούσε να φτάσει και αν θα μπορούσα να την αντέξω. Δεν ήθελα να έχω αυταπάτες. Μετά την Ελπίδα και με δεδομένη την οικονομική μου κατάσταση τα πράγματα θα γίνονταν πολύ δύσκολα. Όμως δεν μπορούσα να παίζω άλλο αυτό το παιχνίδι.
«Γιατί δεν μου λες ό,τι έχεις να μου πεις;»
Η απάντησή της ήρθε αυτόματα, σαν να περίμενε την ερώτηση μου, χωρίς να με κοιτάξει ενώ διάλεγε μια πατάτα από το κουτάκι.
«Ναι, έχεις δίκιο, πρέπει να σου μιλήσω, αλλά καλύτερα όταν επιστρέψεις». Έβαλε την πατάτα στο στόμα της με αυτάρεσκη, εκνευριστική άνεση. Ο τόνος της φωνής της έδειχνε περιφρόνηση, σαν να μιλούσε για το πιο ασήμαντο πράγμα στον κόσμο.
«Γιατί όχι τώρα; Αν είσαι σίγουρη γι’ αυτό που έχεις να μου πεις, σ’ ακούω» της είπα κοφτά και θυμωμένα.
Με κοίταξε ξαφνιασμένη. Δεν περίμενε τέτοιο ύφος. Της μιλούσα πάντα τρυφερά ακόμα και στις πιο άβολες στιγμές μας. Το βλέμμα της συντονίστηκε φευγαλέα με το δικό μου και ύστερα άρχισε και πάλι να περιεργάζεται τα υπολείμματα του φαγητού της χωρίς να πει τίποτα.
«Σ’ ακούω!» είπα σχεδόν φωναχτά.
«Μη φωνάζεις!» απάντησε εκείνη με σφιγμένα δόντια, «μας βλέπουν».
«Στ’ αρχίδια μου» απάντησα. Ήταν η πρώτη φορά που της μιλούσα έτσι σε δημόσιο χώρο ενώ την ίδια στιγμή κάποια βλέμματα από τα διπλανά τραπέζια στράφηκαν πάνω μας, επίμονα και ανυπόμονα, σαν να περίμεναν κάποια συνέχεια. Δεν ήθελα όμως να δώσω καμιά ευχαρίστηση σε κανέναν.
«Τι λες, πάμε;» τη ρώτησα.
«Ναι, πάμε καλύτερα» είπε ανακουφισμένη. Βγήκαμε αφήνοντας πίσω μας βλέμματα απογοητευμένα και μια ατμόσφαιρα ψυχρή και μεταλλική με ένα δυσάρεστα έντονο φως που έκανε τα βλέμματα των ανθρώπων ακόμα πιο ανυπόφορα. Κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να κρυφοκοιτάξουν τον κώλο της Ελπίδας που διαγραφόταν προκλητικός κάτω από την κοντή και στενή της φούστα. Ένα βήμα πριν την έξοδο είδα το βλέμμα μιας γυναίκας που φαινόταν καρφωμένο στο παντελόνι μου, κάπου ανάμεσα στα γόνατα και τους μηρούς, στο σημείο όπου το φθαρμένο ύφασμα γυάλιζε έντονα από το επανειλημμένο σιδέρωμα – λεπτομέρειες που οδηγούν σε εύκολα συμπεράσματα.
Ένοιωσα ανυπεράσπιστος μπροστά σε κείνο το αδιάκριτο βλέμμα. Εκτεθειμένος κάθε φορά σε τέτοια βλέμματα έβλεπα ξαφνικά μπροστά μου ολόκληρη τη ζωή μου σε όλη την έκταση και τη σοβαρότητα των προβλημάτων που είχα να αντιμετωπίσω και που συχνά προσπαθούσα να μην σκέφτομαι. Αν η Ελπίδα γυρνούσε και μου έριχνε μια τρυφερή ματιά όλα θα ήταν εντάξει, θα ένοιωθα και πάλι άνετα μέσα σε κείνο το άβολο σκηνικό, θα έβρισκα ξανά τη χαμένη μου ελπίδα και την πίστη μου στη ζωή και στον εαυτό μου. Αλλά εκείνη προχωρούσε μπροστά, χωρίς να κοιτάζει πίσω, με βήματα ανάλαφρα και γεμάτα θηλυκότητα, μια γυναίκα σίγουρη για τον εαυτό της και για την εικόνα της, ενώ η κολλητή φούστα της τσίτωνε στον πισινό της και έδινε στα βλέμματα τροφή για φαντασιώσεις.
Βγήκαμε στο δρόμο και στον θόρυβο. Ήταν σαν είχε σπάσει ξαφνικά ο αόρατος γυάλινος τοίχος ενός ενυδρείου όπου είχαμε βρει καταφύγιο από την οχλοβοή της πόλης και τώρα ξεχυνόμασταν και πάλι σε μια θάλασσα από θορύβους, φώτα, λάμψεις και ένα πηχτό ανθρωπομάνι που μπαινόβγαινε αδιάκοπα σε μαγαζιά και σε σταθμούς του μετρό.
Προχωρήσαμε προς το αυτοκίνητο της Ελπίδας, αμίλητοι, κατά βάθος δυο ξένοι, χωρίς να αγγίζουμε ο ένας τον άλλο, εκείνη μπροστά, εγώ λίγα βήματα πιο πίσω. Κοίταζα αφηρημένα τις βιτρίνες. Μπροστά σε κάποιο βιβλιοπωλείο σκέφτηκα ότι είχα μήνες να ανοίξω βιβλίο. Η Ελπίδα βάδιζε όλο και πιο γρήγορα λες και ήθελε να απαλλαγεί από την παρουσία μου. Κάποια ανδρικά βλέμματα καρφώνονταν φευγαλέα πάνω της.
Ένοιωθα πως ήταν η τελευταία μας βραδιά μαζί. Σύντομα κάποιο άλλο βλέμμα θα είχε το προνόμιο να χαίρεται το πρόσωπο και το κορμί της, κάποια άλλα χέρια, κάποια άλλα χείλη, κάποιο άλλο….
Ξαφνικά κάποιο χέρι απλώθηκε μπροστά μου. Ξεπετάχτηκε σαν ελατήριο από τη σκοτεινή είσοδο ενός κλειστού μαγαζιού. «Ρε φίλε… ένα ευρώ ρε φίλε… δεν έχω μία… κάτι να φάω ρε φίλε…».
Η Ελπίδα προχωρούσε μπροστά χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει. Εγώ κοντοστάθηκα. Τον κοίταξα. Νεαρός, γύρω στα είκοσι πέντε, πρόσωπο ρημαγμένο, μάτια μισόκλειστα, ίσα-ίσα που στεκόταν. Σκέφτηκα τον Πάνο, που να ήταν, δεν θα τη γλίτωνε αυτή την φορά αν είχε ξαναρχίσει τις σκόνες και τα χάπια. «Ρε φίλε… ένα ευρώ… ρε φίλε». Είχα λίγα ψιλά στην τσέπη μου. Έβαλα μισό ευρώ στην παλάμη του που έτρεμε. Τον άφησα να στέκεται με το χέρι απλωμένο στο κενό.
Φτάσαμε στο αυτοκίνητο της Ελπίδας. Η σκέψη να μπω μέσα μου φάνηκε ξαφνικά ανυπόφορη. Δεν ήθελα να κάτσω δίπλα της, ήθελα να αποφύγω όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που θα έκαναν δύσκολες τις τελευταίες στιγμές της σχέσης μας: το ευχάριστο άρωμα στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, την απαλή μουσική στο ραδιοφωνικό σταθμό όπου ήταν μόνιμα συντονισμένο το ραδιόφωνο, την αίσθηση της θαλπωρής και της ασφάλειας που τόσες φορές είχα νοιώσει πριν η σχέση μας πάρει τον κατήφορο, τις μακρινές αναμνήσεις από ερωτικές επαφές πάνω στα καθίσματα του αυτοκινήτου, ακόμα και τα αρωματισμένα χαρτομάντιλα που με αυτά σκουπίζαμε τις σωματικές μας εκκρίσεις, όλα αυτά τα πράγματα που η σκέψη της μελλοντικής τους απουσίας μου ήταν ξαφνικά τόσο αβάσταχτη όσο και η βεβαιότητα ότι αργά ή γρήγορα κάποιος άλλος θα έπαιρνε την θέση μου στη ζωή της Ελπίδας.
«Θες να σε πάω σπίτι;» με ρώτησε.
Να με πάει σπίτι… Χαμογέλασα αμήχανα.
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα Ελπίδα μου… Δεν καταλαβαίνω τίποτα» μουρμούρισα κοιτάζοντας το τρυφερό φως μιας λάμπας που ήταν χωμένη στα φυλλώματα ενός δέντρου.
«Τι δεν καταλαβαίνεις;» ρώτησε εκείνη.
«Τίποτα Ελπίδα, τίποτα, κάτι δικά μου».
Και πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Όλα μου φαίνονταν μυστηριώδη και ακατανόητα, σαν να είχα ριχτεί ξαφνικά στον κόσμο, χαμένος και ανίκανος να καταλάβω τι ήμουν, που βρισκόμουν, τι ήταν και γιατί υπήρχαν όλα αυτά γύρω μου: κτίρια, αυτοκίνητα, δέντρα, φώτα και σκιές. Για τίποτα δεν ήμουν βέβαιος εκτός απ’ το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα με την οποία είχα περάσει πέντε χρόνια της ζωής μου δεν ήθελε να είναι πια μαζί μου. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να ζητάω εξηγήσεις; Ποιος ο λόγος να ξεφτιλίζομαι; Ποιος ο λόγος να δίνω περισσότερη σημασία σε μια εφήμερη ερωτική ιστορία; Και ποιος ο λόγος να κατακρίνω την Ελπίδα; Έψαχνε πράγματα που δεν μπορούσα να της προσφέρω – αυτό ήταν όλο. Ας χωρίζαμε λοιπόν χωρίς μελοδραματισμούς που έβαζαν σε κίνδυνο και την ίδια μας την αξιοπρέπεια. Και ας έβρισκα σύντομα τη δύναμη να της ευχηθώ κάθε καλό στη ζωή της – κάτι που δεν μου το επέτρεπε εκείνη τη στιγμή ο εγωισμός, η πίκρα και το μέλλον που έμοιαζε αφόρητο.
Κουρασμένος, ανήμπορος να καταλάβω το νόημα και την αναγκαιότητα της ύπαρξής μου, βιαζόμουν να απομακρυνθώ και να ξεχάσω, να περπατήσω ατελείωτα, να χαθώ στους δρόμους της πόλης, χωρίς σκοπό και προορισμό, παρέα με τα φώτα της νύχτας, όπως έκανα κάποτε στα σοκάκια της Παλιάς Πόλης της Ρόδου, δρομάκια μισοφώτιστα και τρυφερά που γιάτρευαν τις εφηβικές πληγές μου, μετρίαζαν την αγωνία μου και ξυπνούσαν μέσα μου μια γλυκιά αδιαφορία για το παρόν και το μέλλον, για τον εαυτό μου και για τη ζωή μου ολόκληρη, σε έναν κόσμο όπου όλα συμβαίνουν, ξεθωριάζουν και χάνονται σαν να μην έγιναν ποτέ. Για τον γέρο μου το παιχνίδι είχε τελειώσει. Για μένα, για την Ελπίδα, για τον Πάνο, για τον απελπισμένο νεαρό που είχα συναντήσει πριν από λίγο, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Η πορεία καθορισμένη αμετάκλητα, τα μεγάλα ερωτήματα αναπάντητα και ο κόσμος ένα παράξενο σκηνικό όπου ακόμα και ο θάνατος δεν είναι αρκετός για να μαλακώσει τις καρδιές των ανθρώπων.
~.~
Οι «Μάταιες πράξεις» δεν είναι παρά μια συλλογή υπενθυμίσεων. Διηγήματα, στοχασμοί, διαγνώσεις, μικρές αυτοβιογραφικές ιστορίες, κάθε λογής γλωσσικές απόπειρες που υπενθυμίζουν, αν όχι τη «χαρά της ματαιότητας», τουλάχιστον τη χρησιμότητά της.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ
~.~
*
*
*
