Τα δύο αδέρφια

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Το αίμα νερό δε, γίνεται…

«Το μήλο κάτω απ’ την μηλιά θα πέσει», έλεγαν οι παλαιοί. Αλλά δεν μένει πάντα εκεί, καμιά φορά κυλάει κι ανάμεσα στα βάτα.

Ο Στάθης ήταν το μήλο που έπεσε κάτω απ’ την μηλιά, και μάλιστα χρυσό. Όχι τόσο για το επάγγελμα χρυσοχόος, όσο γιατί ήταν επαγγελματίας άνθρωπος.   Ερχόντανε στο σπίτι μας για να μας δει και κουβάλαγε τα ελέη του Θεού: ως επάνω το ντουλάπι απ’ τις ζάχαρες, τους καφέδες και τα μανεστριακά· παπούτσια, κάλτσες και παντόφλες για την μάνα· γαριδάκια και σοκολάτες για τα παιδιά.

Ζήλεψα κάποτε το ρολόι με τους φωσφοριζέ δείχτες που έφερε στον αδερφό μου. Κι όταν ξανάρθε σπίτι μας, κυκλοφορούσα μ’ ένα ρολόι σχεδιασμένο με στιλό στο αριστερό μου χέρι.

«Τι ώρα είναι κόκορα;» ρώτησε, μιμούμενος το παιδικό παιχνίδι με τις ερωτήσεις, κι εγώ πέταξα βιαστικά την προσχεδιασμένη απάντηση:

«Ώρα… να φορέσω ένα αληθινό!»

Στην επόμενη επίσκεψη μού έφερε ένα ρολόι με βαθύ γαλάζιο καντράν, σαν τον ουρανό καθώς ανοίγει να κατεβούν οι άγγελοι, και δεν το έβγαζα ούτε στον ύπνο μου!

Όταν έφευγε ο μπάρμπας μου, η μάνα μου σήκωνε απ’ το τραπέζι το φλιτζάνι του καφέ κι έβρισκε κάτω απ’ το πιατέλο λεφτά. Τα έκρυβε εκεί ο Στάθης για να μην την φέρει σε δύσκολη θέση δίνοντάς της τα χρήματα στο χέρι.

«Ξάδερφε, να μην το ξανακάνεις αυτό!» τον γλυκομάλωνε η μάνα μου την επόμενη φορά που τον έβλεπε. Κι εκείνος τα έκρυβε σε άλλη μεριά, και τα βρίσκαμε ακόμα κι ύστερα από μέρες.

«Τι είπαμε, Στάθη;» του υπενθύμιζε εκείνη, όταν έρχονταν και πάλι.

«Τι είπαμε, ξαδέρφη;» έλεγε αυτός. «Είπαμε να μην ξαναβάλω λεφτά στο πιατέλο του καφέ. Ξαναβρήκες τίποτα στο πιατέλο; Ε; Ξαναβρήκες;» και της πάταγε χαμογελώντας το μάτι.

Ένα καλοκαίρι ο μπάρμπας μου δεν ήρθε για διακοπές στο χωριό. Μάθαμε πως είχε καρκίνο. Ράγισε ο κόσμος. Ο Στάθης καρκίνο; Μα δεν υπάρχει Θεός; Σε λίγο καιρό δεν υπήρχε κι ο Στάθης μαζί με τον Θεό. Κι ο ήδη ραγισμένος κόσμος, γκρεμίστηκε πάνω μας.

Πεντακόσια χιλιόμετρα έκανα για να πάω στην κηδεία του. Πρώτη φορά ανέβαινα στην Αθήνα. Είχα και πυρετό εκείνες τις μέρες. Όμως πήγα. Ο κόσμος πλημμύρισε το νεκροταφείο.

Η μάνα του Στάθη έσκισε τα μάγουλά της πάνω απ’ το φέρετρο. Ύστερα, σήκωσε τα χέρια ψηλά και είπε ήρεμα, λες και απευθύνονταν στον διπλανό της:

«Μωρέ, Θεέ, ήξερες τι έκανες;»

Τότε άρχισε να ψιχαλίζει, όπως την Μεγάλη Παρασκευή στον Επιτάφιο…

*

Μια μέρα άκουσα την μάνα μου να λέει: «Έρχεται ο Βαγγέλης, ο αδερφός του Στάθη!»

Σκέφτηκα σακούλες με ψώνια και γλυκά.

Φάνηκε ο Βαγγέλης με τα χέρια κουνάμενα.

Είπε κάτι ξενέρωτα αστεία σ’ εμένα, κάτι βαρετές κουβέντες στην μάνα μου, ήπιε τον καφέ του κι έφυγε.

Κοιτάξαμε κάτω απ’ το πιατέλο, τίποτα…

Δεν ξαναφάνηκε παρά ύστερα από χρόνια, όταν η γυναίκα του κατέβηκε υποψήφια στις εκλογές.

Κάθε δεύτερη μέρα, σπίτι ο Βαγγέλης.

«Θυμάσαι, ξαδέρφη, την μπαράκα που φκιάξαμε όταν ήρτες μικρή στο χωριό;» έλεγε στην μάνα μου.

«Θυμάμαι, Βαγγέλη», έκανε εκείνη.

«Θυμάσαι, ξαδέρφη, που πλααίναμε στρωματσάδα;» κι έπαιρνε ύφος νοσταλγικό.

«Θυμάμαι, Βαγγέλη», αποκρινόταν θλιμμένα η μάνα μου.

«Θυμάσαι, ξαδέρφη, στην κατοχή, που μοιραζόμαστε την μπομπότα;»

Κούναγε καταφατικά το κεφάλι της χωρίς να μιλάει πια η μάνα μου. Ήταν προφανές πως όλα λέγονταν για την αναθεματισμένη την ψήφο!

Και να τηλέφωνα ο Βαγγέλης όσο πλησίαζαν οι εκλογές:

«Ποντάρω σ’ εσένα, ξαδέρφη» κι αλεπουδιές κάργα.

Παραμονή εκλογών έφερε και γλυκά ο Βαγγέλης: κάτι φτηνιάρικα μπακλαβαδάκια τυλιγμένα σ’ αλουμινόχαρτο.

Προσπάθησε να τα διαφημίσει:

«Φάε, ξαδέρφη, είναι πολύ ωραία! Μμμ… Δοκίμασε. Δεν ξέρεις τι χάνεις!» έλεγε γλείφοντας τα δάχτυλά του.

«Έχω ζάχαρο, Βαγγέλη, δεν κάνει», απαντούσε η μάνα μου.

Τότε, δεν βάσταξα.

«Ρε, Βαγγέλη!» του είπα, «πόσο στοίχημα βάζεις πως όταν τελειώσουν οι εκλογές δεν θα με πάρεις τηλέφωνο ούτε για “χρόνια πολλά” στην γιορτή μου;»

«Τιιιι;» βρυχήθηκε ο Βαγγέλης. «Νομίζεις, ξαδέρφη», είπε απευθυνόμενος στην μάνα μου, «πως έρχομαι για τον ψήφο; Μ’ έχεις για τέτοιον άνθρωπο, Βασίλω; Πες μου, μ’ έχεις;»

Η μάνα μου ντράπηκε για λογαριασμό του και δεν είπε τίποτα, χαμηλώνοντας το κεφάλι βουρκωμένη.

Ο Βαγγέλης άνοιξε την αγκαλιά του, δήθεν συγκινημένος:

«Έλα ’δω, μωρή ξαδέρφη! Τσώπα, τσώπα, ξέρω πως μ’ αγαπάς, μην κλαις, τσώπα! Ίδιο αίμα είμαστε, μωρή Βασίλω!» και την άρχισε στα φιλιά. «Κρένει το αίμα τώρα εδώ, κρένει το αίμα!» είπε, κοιτάζοντας εμένα με την άκρη του ματιού του, για να δει τι εντύπωση μου έκαναν τα λόγια του.

Η γυναίκα του, θέλοντας να κάνει εξάσκηση διπλωματίας για την μελλοντική πολιτική της καριέρα, αγκάλιασε κι εκείνη την μάνα μου και την φιλούσε με υποκριτική τρυφερότητα μυξοκλαίγοντας, ενώ η καημενούλα η γριά άφηνε να τρέχουν ασυγκράτητα στα μάγουλά της τα δάκρυα τώρα.

Έφτασαν οι εκλογές και η μάνα μου δεν ψήφισε. Της ανέβηκε η πίεση και πήγαμε στο νοσοκομείο. Η γυναίκα του Βαγγέλη δεν εκλέχτηκε. Ούτε, φυσικά, στο νοσοκομείο μας επισκέφθηκαν ούτε στο σπίτι ξαναφάνηκαν.

*

26 Οκτωβρίου, ανήμερα της γιορτής μου, πήρα τηλέφωνο μεσάνυχτα τον Βαγγέλη:

«Είμαι ο Δημήτρης» είπα.

«Ποιος Δημήτρης;» ρώτησε.

«Ο γιος της ξαδέρφης σου της Βασίλως, που φκιάξατε την μπαράκα όταν ήρτε μικρή στο χωριό, που πλααίνατε στρωματσάδα, που μοιραζόσαστε την μπομπότα στην κατοχή…»

Μούγκα απ’ την άλλη μεριά της γραμμής… Άκουγα, όμως, την αμήχανη ανάσα του και συνέχισα:

«Σε πήρα για να με πολυχρονίσεις, Βαγγέλη! Θυμάσαι που σου ’πα πως όταν τελειώσουν οι εκλογές δεν θα με πάρεις τηλέφωνο ούτε για “χρόνια πολλά” στην γιορτή μου;»

Η ανάσα, στην άλλη άκρη της γραμμής, απέκτησε φωνή:

«Θα σ’ έπαιρνα, Δημήτρη, θα σ’ έπαιρνα!»

Γέλασα…

«Πότε, Βαγγέλη; Είναι μεσάνυχτα!»

«Δημήτρη, θα σ’ έπαιρνα…» ψέλλισε.

«Όπως πήρες και την ξαδέρφη σου, που πήγε στο νοσοκομείο ανήμερα των εκλογών, ε;» πέταξα το καρφί.

«Θα σ’ έπαιρνα, λόγω τιμής…» μουρμούρισε.

«Ποιος έχασε την τιμή του για να την βρεις εσύ, ρε Βαγγέλη;»

Του έκλεισα το τηλέφωνο στα μούτρα και δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ.

Επισκέπτονταν συχνά-πυκνά έναν συγγενή που έμενε δίπλ’ απ’ το σπίτι μας. Πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο δυο δρασκελιές απ’ το παραθύρι της ξαδέρφης του και… δεν του έκρινε το αίμα! Σαν κλέφτης έρχονταν, σαν κλέφτης έφευγε. Και μήπως δεν ήταν; Έκλεψε απ’ τον εαυτό του την αγάπη που δεν μας άφησε να του χαρίσουμε.

*

Πρόσφατα, πέθανε ο Βαγγέλης. Μέναμε λίγα χιλιόμετρα μακριά. Δεν πήγα στην κηδεία του. Κι ας μην του κράταγα κακία. Δεν πήγα, γιατί δεν μπόρεσα να σκεφτώ, όσο κι αν προσπάθησα, τίποτα καλό από κείνον.

Η μάνα μου πήγε κι έκλαψε, μ’ όσα δάκρυα της απέμειναν, για τον αγαπημένο της ξάδερφο που πέθανε χρόνια πριν πεθάνει.

Η γυναίκα του, μαυροφορούσα, είδε στο νεκροταφείο όλους τους σταυρούς που δεν πήρε στις εκλογές μαζεμένους.

Δίπλα μου, στο κομοδίνο, το ρολόι με το βαθύ γαλάζιο καντράν – σαν τον ουρανό καθώς ανοίγει για να υποδεχτεί τις ψυχές που ανεβαίνουν – ήταν σταματημένο κι έδειχνε τρεις παρά τέταρτο. Οι δείχτες έμοιαζαν χέρια ανοιγμένα σε σταυρό ενώ ακούγεται το «τετέλεσται».

Όλα τέλειωσαν! Η μεγάλη ζυγαριά των αγγέλων, που ζυγίζει το καλό και το κακό στων ανθρώπων τις πράξεις, ήρθε πάλι στα ίσα της.

Ο Βαγγέλης ήταν το μήλο που δεν έμεινε κάτω απ’ την μηλιά. Ήταν εκείνο που κύλισε ανάμεσα στα βάτα. Σε τόσα αγκάθια σκύβοντας για να το βρω, μάτωσα την καρδιά μου!

*

*

*