*
Το παρατηρώ ώρα πολύ για μέρες ολόκληρες και θαυμάζω την επιμονή και τη γενναιότητα ετούτου εδώ του θερμοκέφαλου ερπετού που με περισσή αυτοθυσία κάνει το σώμα του αντηρίδα παίρνοντας όλο το βάρος επάνω του. Κάθε πρωί καλημερίζω τον αλλόκοτο γείτονα, κι εκείνος, που μοιάζει με κακομούτσουνη σαύρα, αδιαφορώντας για τα μικρά και τα άσημα, σιωπηλός κι ασάλευτος κοιτάζει ψηλά με ανοιχτό το στόμα. Μήπως είναι μουρλό και ακούει άλλων φωνές ή κάνει πως διαβάζει σημάδια; Από το παρουσιαστικό και τα σουσούμια του για πιτσιρίκι το κόβω. Δες το. Έχει το πείσμα της άγουρης νιότης, αυτή, την ορμή της παιγνιωδους αφέλειας, την ισχυρή βεβαιότητα λοιπόν πως κάνει το ύψιστο χρέος του βάζοντας κόντρα στην πτώση της ετοιμόρροπης κουκουναριάς.
Κι όμως. Τι ειρωνεία, θεέ μου.
Η καταπονημενη γριά του δάσους, μια από τις παλαίικες κουκουναριές στα Πευκούλια, εκείνη λοιπόν, η γερμένη, έχει τη δική της την άποψη για τη ζωή και τα πράματα. Το καταλαβαίνει και ξέρει πως ήρθε η ώρα της. Και το ύστατο τελετουργικό της φυγής είναι το οριστικό λύγισμα της. Σκύβει λοιπόν ευλαβικά και χαμηλώνει τον αποκαμωμένο κορμό της να φιλήσει το χώμα που για μια ολόκληρη ζωή την κρατούσε ορθή και γόνιμη, ω ναι, με ευγνωμοσύνη ξαπλώνει κι ασπάζεται επιτέλους τη γη που θα βλαστήσει τον σπόρο της.
Καθε πράμα στον καιρό του, θα σκέφτηκε, κάνοντας τόπο σε αυτά που φυτρώνουν. Κι ας αντιδρά το στραβάδι, το σπλάχνο της, που ασθμαίνοντας σαν το θεριό αντιστέκεται στην ατιμωτική τους παράδοση. Καλώς το πράττεις κλωνάρι μου και σε ευχαριστώ που με κρατάς μην πέσω απότομα, με τρυφερότητα σαν να ακούστηκε να του λέει η σοφή αιωνόβια, τιμώντας έτσι και το μεγαλείο της αναίτιας πράξης με ένα ανεπαίσθητο θρόισμα. Ακούστηκε σαν επιθανάτιος ρόγχος. Ας είναι. Γνωρίζει καλά η ηλικιωμένη κυρά, όλοι το ξέρουν, πως το χρεωμένο καθήκον των όντων του παράκτιου δάσους, είναι, με πίστη στο κοινό τους καλό, να αφουγκράζονται τις άηχες φωνές και τα σημάδια που δίδει το μεγάθυμο πνεύμα του. (περισσότερα…)

