Ο Κονδύλης και οι επιστημολογικές μεταθεωρίες [A]

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Ο Παναγιώτης Κονδύλης ασκεί κριτική σε όλες τις επιστημολογικές μεταθεωρίες οι οποίες προτείνουν κριτήρια με βάση τα οποία να μπορούν αξιολογηθούν ως προς την αλήθεια και την εγκυρότητα οι επιστημονικές θεωρίες. Γράφει:

 «Εδώ είναι αδιάφορο αν οι γενικεύσεις (εμπειρικών παρατηρήσεων) διατυπώνονται με αφετηρία τις εμπειρικές παρατηρήσεις ή αν εκφέρονται υποθετικά για να επαληθευθούν εμπειρικά εκ των υστέρων﮲ στην πραγματικότητα οι δύο τούτοι modi procedendi είναι αδιαχώριστοι στην επιστημονική πρακτική. Όσο κι αν αυτή η πρακτική παραλλάζει, θα κινείται πάντοτε κάπου ανάμεσα στους δύο πόλους της θεωρητικής γενίκευσης και της εμπειρικής διαπίστωσης﮲ το γεγονός ότι η θεωρία διαποτίζει τη σύλληψη της εμπειρίας διόλου δεν σημαίνει ότι μπορεί να διασωθεί ενάντια σε όλες τις εμπειρικές μαρτυρίες, όποια μορφή και να πάρει […]  Η ιστορία των επιστημών δείχνει ωστόσο πόσο ρευστά είναι αυτά τα πράγματα και πόσο γρήγορα μεταβάλλονται ενίοτε οι κρατούσες μεθοδολογικές αντιλήψεις. […] Οι λεγόμενες «μεθοδολογικές συζητήσεις» σχετίζονται περισσότερο με τον σχηματισμό ιδεολογικών παρατάξεων εντός του στρώματος των επιστημόνων και λιγότερο με την ουσιαστική πρόοδο της γνώσης»[1].

Και ακόμα:

«Επικαλούμενες μια «μέθοδο» και την αυστηρή της εφαρμογή, οι αποφάσεις ή αξιώσεις ισχύος στο πεδίο της θεωρίας προσπαθούν να εξαντικειμενικευθούν, δηλαδή να παρουσιασθούν ως αναπόδραστο αποτέλεσμα μιας μεθοδικής διαδικασίας απρόσβλητης από τον κίνδυνο της υποκειμενικής αυθαιρεσίας. Ωστόσο, οι ιστορικές μαρτυρίες δεν μας επιτρέπουν να αποκαταστήσουμε μιάν αναγκαία σχέση μεταξύ αντικειμενικότητας και μεθόδου. Όχι μόνο το μεθοδολογικό ιδεώδες μεταβάλλεται από καιρό σε καιρό, έτσι ώστε λ.χ. στον κλασσικό επαγωγισμό αντιπαρατέθηκε, και μάλιστα όχι μόνο στις μέρες μας, ένα απαγωγισμός (π.χ. με τη μορφή του μεθοδολογικού πρωτείου των υποθέσεων), αλλά και η μέθοδος, η οποία νωρίτατα συνδέθηκε με τη γεννώμενη φυσική επιστήμη των Νέων Χρόνων, αρχικά διαμορφώθηκε έξω από τον χώρο της τελευταίας, και μάλιστα σε συνάφεια με λογικές και ρητορικές έρευνες και όχι με την πειραματική διερεύνηση της φύσης. Η αποδοχή και η εφαρμογή της προϋπέθετε πάλι πεποιθήσεις αναφερόμενες στην υφή των πραγμάτων, π.χ. την πεποίθηση για την εσωτερική λογική και νομοτέλεια της φύσης, η οποία εκφράσθηκε στην πολεμική εναντίον της αρχαίας και χριστιανικής αντίληψης για την οντολογική κατωτερότητα του αισθητού κόσμου. Η σύνδεση κάθε μεθόδου με θέσεις ή προκαταρτικές αποφάσεις αναφερόμενες στο περιεχόμενο της γνώσης οδηγεί από την πλευρά της στην ανάγκη να επιβεβαιώσει η μέθοδος το περιεχόμενο, με το οποίο συνδέθηκε εξ αρχής. Η μεθοδολογική πολεμική αναφέρεται λοιπόν πάντοτε, άμεσα ή έμμεσα, σε ζητήματα περιεχομένου, επίμαχο εδώ είναι το ίδιο το πράγμα και όχι απλώς η πρόσβαση προς αυτό. Η ars inveniendi κατά βάση αποτελεί εκλογικευτική τέχνη, ήτοι εκλογικεύει ex post factum τα πορίσματα εκείνα, στα οποία φτάνει η πράξη της έρευνας με ειδητικό συχνά τρόπο ή και τυχαία, παρουσιάζοντάς τα ως αναγκαία ή προβλεπτή απόρροια υπέρτερης θεωρητικής διορατικότητας. Η διατύπωση μεθοδολογικών κανόνων μας δίνει μάλλον να καταλάβουμε (έμμεσα) πως κατανοούν τον εαυτό τους όσοι την επιχειρούν παρά μας παρέχει γόνιμες οδηγίες για την ερευνητική πράξη. Γιατί, ακόμα και υπό ιδεώδεις προϋποθέσεις, η απάντηση στο ερώτημα: ποιος μεθοδικός κανόνας πρέπει να εφαρμοσθεί σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, επαφίεται αναγκαστικά στην κρίση του ερευνητή και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να προκύπτουν πολύ διαφορετικά αποτελέσματα από την επίκληση της ίδιας μεθόδου»[2].

Η πίστη του στην ικανότητα του ερευνητή είναι πολλές φορές σχεδόν απόλυτη και παρουσιάζει αυτή την ικανότητα ίσως το βασικό κριτήριο επίτευξης της αλήθειας. Γράφει: «Όλοι έχουν ίσα δικαιώματα στην ψευδαίσθηση, αφού δεν έχουν όλοι την ίδια ικανότητα ή το ίδιο θάρρος για γνώση»[3]. Επιπλέον:

«Καθώς οι πιθανοί συνδυασμοί θεωρητικής γενίκευσης και εμπειρικής παρατήρησης είναι πάμπολλοι, καμμιά συνταγή δεν μπορεί να υποκαταστήσει επαρκώς την ατομική παιδεία και τα ατομικά χαρίσματα του εκάστοτε ερευνητή. Ακόμα και αν όλοι αποδέχονταν in abstracto την ίδια μέθοδο, τα μάτια του λαγού θα παρέμεναν διαφορετικά από τα μάτια της κουκουβάγιας»[4].

Επίσης έχει πλήρη επίγνωση ότι είναι αδύνατον να γίνει καταγραφή των παρατηρησιακών δεδομένων κατά τρόπο αμόλυντο από θεωρία. Φαίνεται να γνωρίζει καλά ότι όλες οι προσπάθειες να διαχωρισθούν πλήρως οι παρατηρησιακοί από τους θεωρητικούς όρους δεν είχαν αίσιο αποτέλεσμα, αντιθέτως κατέληξαν σε τρανταχτή αποτυχία[5]. Αυτό δεν εξανεμίζει όμως τη δυνατότητα εμπειρικού ελέγχου των θεωριών, υπό προϋποθέσεις[6].

Τι φρονούσε επί του προκείμενου; Όσο πιο απλά γίνεται, πίστευε ότι ένας αμερόληπτος κοινωνικός επιστήμονας ,ο οποίος έχει αποδεχθεί, κατανοήσει και εφαρμόζει την περιγραφική θεωρία της απόφασης και της ισχύος, είναι σε θέση να περιγράψει αντικειμενικά τα ανθρώπινα πράγματα σε επαρκή βαθμό. Αναφέρει:

«Κατά τη δική μου αντίληψη η γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων είναι δυνατή, τουλάχιστον σε πρακτικώς επαρκή βαθμό… Βεβαίως, όταν λέμε ότι η γνώση των ανθρωπίνων είναι δυνατή, οφείλουμε να διαχωρίζουμε διάφορα επίπεδα και να εξηγούμε σε ποιο επίπεδο και σε ποιαν εκάστοτε έκταση είναι δυνατή: μιλάμε για το επίπεδο της κοινωνικής οντολογίας[7][8], για εκείνο της κοινωνιολογίας ή για εκείνο της ιστορίας; […] όποιος είναι εξοικειωμένος με κείμενα διαφόρων πολιτισμών και εποχών, ας αναλογισθεί από ποιες απόψεις και για ποιους λόγους πράγματα που ειπώθηκαν πριν από χιλιάδες χρόνια ή μέσα σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες μπορούν να μας είναι σήμερα κατανοητά με τόση αμεσότητα. Αυτό το μόνιμο ανθρώπινο και κοινωνικό υπόστρωμα, που αποτελεί αντικείμενο της κοινωνικής οντολογίας, συνιστά τη βάση και την εγγύηση της γνώσης των ανθρωπίνων πραγμάτων»[9]

Στην ουσία πίστευε

«στην ύπαρξη ενός απροκάλυπτου επιστήμονα που οι μύχιες προτιμήσεις του εκφράζονται πιθανώς, στην επιλογή της θεματικής του, αλλά είναι δυνατόν να αφήσουν ανεπηρέαστη την πραγμάτευση του υλικού, πραγματολογικά και εννοιολογικά. Προκαλούσε μάλιστα τους αντιπάλους του να διαψεύσουν εμπειρικά την περιγραφική θεωρία της απόφασης, της οποίας το υπέρτερο εξηγητικό και πληροφοριακό περιεχόμενο υπερασπιζόταν σθεναρά. Διάψευση στην περίπτωση αυτή σημαίνει παρουσίαση μιας εξηγητικά περιεκτικότερης και πραγματολογικά πληρέστερης ανασυγκρότησης όσων εποχών και περιοχών της ιστορίας των ιδεών είχε ο ίδιος μελετήσει, στο συνολικό ιστοριογραφικό του έργο».[10]

Χρειάζεται στο σημείο αυτό να προβούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις. Πρώτη παρατήρηση: Ο Κονδύλης σωστά ήταν αντίθετος σε κάθε κατασκευή μεθοδολογικών κανόνων. Αρνείται κάθε μεθοδολογική κωδικοποίηση και μάλλον είναι ειρωνικός προς τα συμβουλευτικά εγχειρίδια μεθοδολογίας που κυκλοφορούν ευρέως. Η στάση του αυτή προέρχεται σαφέστατα από τη βαθιά αίσθηση της ιστορίας που τον διακατέχει. Άλλωστε την ίδια άποψη πάνω κάτω έχουν όσοι φιλόσοφοι της επιστήμης διαθέτουν οξεία αίσθηση της ιστορίας (Feyerabend, Lakatos). Αλλά και πολλοί άλλοι. Δεν μπορεί να τεθεί κανένας κανόνας για το συμβουλευτικό ρόλο των μεθοδολογικών κανόνων ως προς το «πλαίσιο ανακάλυψης» μιας θεωρίας. Η ανακάλυψη μπορεί να συμβεί με τους πιο παράξενους τρόπους που καμία μεθοδολογία δεν μπορεί να προβλέψει.

Δεύτερη παρατήρηση: Υπάρχει όμως η διαδικασία της αποτίμησης της λειτουργίας της θεωρίας κατά την οποία ο ρόλος της μεθοδολογίας είναι απαραίτητος και αναντικατάστατος. Αυτή η ex post διαδικασία είναι εμφανής από το κάλεσμα του Κονδύλη προς τους αντιπάλους του να διαψεύσουν εμπειρικά την περιγραφική θεωρία της απόφασης, όπως αναφέραμε προηγουμένως. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι πρέπει να προσδιοριστούν ορισμένα κριτήρια με βάση τα οποία η όποια θεωρία μπορεί να διαψευστεί ή να το πούμε διαφορετικά μπορεί να διεκδικήσει κάποιο είδους εγκυρότητα. Δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Από δω αρχίζουν τα ερωτήματα που τελειωμό δεν έχουν : ποιος θέτει τα κριτήρια, με ποιο κριτήριο θέτω τα κριτήρια κτλ.[11]

Το ερώτημα είναι το ακόλουθο: επιλύει η περιγραφική θεωρία της απόφασης το ζήτημα των κριτηρίων, όπως το θέσαμε μόλις προηγουμένως ή υπάρχει ανάγκη αναγνώρισης μιας αυτοτελούς επιστημολογικής διερώτησης (κριτήρια) που να προηγείται λογικά της περιγραφικής θεωρίας; Το σίγουρο είναι ότι αυτά τα προκαταρκτικά επιστημολογικά ζητήματα δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθούν. Η άποψη του Κονδύλη, παρότι φαίνεται να αναγνωρίζει την αδυνατότητα αυτής της παράκαμψης, αλλά δεν εκφράζεται με τρόπο ρητό για το συγκεκριμένο ζήτημα. Μάλλον προσπαθεί να το αγνοήσει. (;)

Τρίτη παρατήρηση: Παρότι ο όρος «περιγραφικός» στον Κονδύλη και στην περιγραφική θεωρία της απόφασης δεν παραπέμπει ούτε σε μια συμπαγή θεωρία της εμπειρικής βάσης της επιστήμης ούτε σε οποιαδήποτε «σκληρή» διάκριση ανάμεσα σε παρατηρησιακούς και στους θεωρητικούς όρους ενός προτασιακού συστήματος δομημένου με σχέσεις λογικής ιεραρχίας, ούτως ή άλλως η έννοια της καθαρής περιγραφής έχει δύο διακριτές όψεις. Η πρώτη παραπέμπει σε αποχή από αξιολογικές κρίσεις και άρα είναι απολύτως ταυτισμένη με τον αξιολογικό μηδενισμό. Η δεύτερη ουσιαστικά προκύπτει από το ακόλουθο ερώτημα: πόση αξιολόγηση υπεισέρχεται λάθρα στην επιλογή ενός φαινομένου προς περιγραφή; Για να απαντηθούν αυτές οι απολύτως θεμιτές και εύλογες απορίες, δεν αρκούν διαβεβαιώσεις επιστημονικής ακεραιότητας και αμεροληψίας, όπως φαίνεται να πιστεύουν ο Weber και ο Κονδύλης. Χρειάζεται να καταστεί σαφής ο λόγος για τον οποίο μια, ανθρωπολογική στην περίπτωσή μας, καθαρή περιγραφική θεωρία παρουσιάζει πλεονεκτήματα που την καθιστούν εξηγητικά προτιμητέα έναντι των αντιπάλων ηθικοκανονιστικών θεωρήσεων»[12].

Θα επανέλθουμε σε προσεχές άρθρο για τη συνέχεια αυτών των ζητημάτων.

~.~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Π. Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Εκδόσεις Νεφέλη, 1998, σ. 95-96.
[2] Π. Κονδύλης, Επιστήμη, Ισχύς, και Απόφαση, Εκδόσεις Στιγμή 2001, σ. 42-44.
[3] Π. Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Εκδόσεις Νεφέλη, 1998, σ. 83.
[4] Π. Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Εκδόσεις Νεφέλη, 1998, σ. 96.
[5] «Όλες οι προτάσεις που περιέχουν αποκλειστικά παρατηρησιακούς όρους είναι θεωρίες χαμηλής λογικής τάξεως και για να χρησιμοποιηθούν οι ίδιες ως εμπειρική βάση για τον εμπειρικό έλεγχο ενός υποθετικού επιστημονικού συστήματος πρέπει επίσης να ελεγχθούν εμπειρικά από μια άλλη, ακόμα χαμηλότερης γενικής τάξης, εμπειρική βάση, που θα είναι ωστόσο και αυτή μια θεωρία και όχι μια απλή απεικονιστική αισθητηριακή καταγραφή κ.ο.κ. επ’ άπειρον. Θα έχουμε στην περίπτωση αυτή εφαρμογή του σχετικού σκεπτικιστικού τρόπου όχι σε σχέση με αφηρημένες «πρώτες αρχές», αλλά σε σχέση με υποθετικά εμπειρικά δεδομένα. Οπότε εμπειρική βάση που θα εγγυάτο τον καθαρό περιγραφικό χαρακτήρα μιας οποιασδήποτε θεωρητικής υπόθεσης απλούστατα δεν υπάρχει». Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη 2005, σ. 247-248.
[6] Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη 2005, σ. 247-252.
[7] «Η κοινωνική οντολογία δεν προσφέρει ένα ανώτατο ή αποκλειστικό καθ’ ύλην ή κανονιστικό κριτήριο για τη θεώρηση της ανθρώπινης κοινωνίας και ιστορίας, αλλά μόνο εκείνη την ανάλυση των βάσεων από την οποία προκύπτει γιατί είναι αδύνατον να προταθεί ένα τέτοιο κριτήριο. Δεν διατυπώνει κανονικότητες ή αιτιότητες – πόσο μάλλον νόμους- δεν έχει να πει τι πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι σε αυτή ή εκείνη την κατάσταση…Η κοινωνική οντολογία προσπαθεί να σκιαγραφήσει το πλαίσιο στο οποίο κινείται η συλλογική ή ατομική, σε κάθε περίπτωση κοινωνική δράση, χωρίς να μπορεί να δηλώσει οτιδήποτε για την πιθανή κατεύθυνση και την πιθανή έκβαση της», Π. Κονδύλης, Το πολιτικό και ο άνθρωπος, Τόμος Ια, Εκδόσεις Θεμέλιο 2007, σ.251.
[8] «Διαγράφει πεδία και πλαίσια, μέσα στα οποία κινούνται όσα στοιχεία συναπαρτίζουν το αντικείμενο της, όμως δεν μπορεί να καθορίσει εκ των προτέρων σε ποια κατεύθυνση και με ποιόν τρόπο θα κινηθούν. Ακριβώς αυτό της προδίδει περισσότερη γενικότητα από τις κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες αναζητούν τυπολογίες και αιτιότητες. Ας το εξηγήσω αυτό με ένα παράδειγμα, έστω και κάπως χοντροκομμένο. Η κοινωνική οντολογία διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος μπορεί, ως φίλος, να θυσιαστεί για άλλους ανθρώπους ή ως εχθρός, να τους σκοτώσει, και δουλειά της είναι να κάμει κατανοητή μια τέτοια πλαστικότητα που επιτρέπει την κίνηση ανάμεσα σε ριζικά αντίθετους πόλους. Δουλειά της κοινωνιολογίας είναι να βρει υπό ποιες συνθήκες και ποιες τυπικές μορφές συμβαίνει το ένα ή μάλλον το άλλο, πότε πχ. πρέπει μάλλον να αναμένεται ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων και πότε μάλλον πόλεμος, ενώ δουλειά της ιστορίας είναι να αναζητήσει τις αιτίες στις οποίες στις οποίες οφείλεται η α ή β συγκεκριμένη ειρήνη και ο α ή β συγκεκριμένος πόλεμος». Από το παράδειγμα που αναφέρθηκε γίνεται άμεσα αντιληπτό η εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη συνύφανση των θεωρητικών γενικεύσεων (κοινωνική οντολογία) με την κοινωνιολογική (κοινωνιολογία) και ιστορική (ιστορία) ανάλυση καθώς επίσης και η υφή των γενικεύσεων αυτών. Π. Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Εκδόσεις Νεφέλη, 1998, σ. 73.
[9] Π. Κονδύλης, Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, Εκδόσεις Νεφέλη, 1998, σ. 99-100.
[10] Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη 2005, σ. 143.
[11] Το ερώτημα είναι απολύτως ομόλογο προς το καντιανό «πως γνωρίζω ότι γνωρίζω;
[12] Α. Μεταξόπουλος, Αυτοσυντήρηση, Πόλεμος, Πολιτική, Εκδόσεις Α. Α. Λιβάνη 2005, 246.

*

*

*