*
του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ
Σε πρόσφατο άρθρο μου στο Νέο Πλανόδιον (μπορείτε να το διαβάσετε εδώ), προσπάθησα να καταγράψω τις βασικότερες στάσεις, υποκατηγορίες και αντιδράσεις των σημερινών ελευθερόστιχων ποιητών και ποιητριών έναντι της σύγχρονης έμμετρης ποίησης. Ορισμένα απαντητικά σχόλια κινήθηκαν (ελπίζω καλόπιστα) προς την κατεύθυνση της ενδεχόμενης μονομέρειας μιας τέτοιας προσέγγισης, μιας και δεν συμπεριλαμβάνει την ακριβώς αντίθετη πλευρά, εκείνη, δηλαδή, της οπτικής των έμμετρων ποιητών και ποιητριών απέναντι στον λεγόμενο «ελεύθερο στίχο». Παρόλο που πιστεύω πως κάποιος/-α ελευθερόστιχος ποιητής/-τρια θα ήταν καταλληλότερος/-η σε σχέση με εμένα για να τοποθετηθεί γι’ αυτό το ζήτημα, μιας και θα αποτελούσε τον ντε φάκτο δέκτη μιας τέτοιας οπτικής και συμπεριφοράς, παίρνω, εντούτοις, την πρωτοβουλία της συμπλήρωσης του προηγούμενου άρθρου, ελπίζοντας ειλικρινά σε διορθώσεις, ανταπαντήσεις και στην εξακολούθηση ενός (σε κάθε περίπτωση ανοιχτού και ειλικρινούς) διαλόγου.
Βγάζοντας τον εαυτό μας και τις (δεδομένες) θέσεις και αγκυλώσεις μας από το πεδίο, υποθέτωντας για τις ανάγκες του ερωτήματός μας ότι υφίσταται ένα σαφώς οριοθετημένο δίπολο (κάτι που εν μέρει αμφισβητείται) κι επιδιώκοντας μια συνολικότερη εποπτεία του επιστητού, μπορούμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες στάσεις των σύγχρονων έμμετρων ποιητών και ποιητριών απέναντι στην ελευθερόστιχη παραγωγή:
->Η οπτική της πλήρους άρνησης: Όπως συμβαίνει και στην αντίστροφη περίπτωση που είχαμε εξετάσει, μακράν η πιο «ιακωβίνικη» οπτική ενός (μικρού αλλά υπαρκτού) τμήματος του έμμετρου ποιητικού χώρου είναι εκείνη που αρνείται συλλήβδην τον ελεύθερο στίχο και τις συναφείς μ’ εκείνον ποιητικές δημιουργίες, είτε υπό το πρίσμα της (φερόμενης ως) ευκολίας, προχειρογραφίας κι ακαλαισθησίας του είτε αντιμετωπίζοντάς τον ως μια εν γένει παρέκκλιση από την αισθητική κανονικότητα. Η οπτική αυτή συνοδεύεται συχνά από την εμφανέστατη και ανοιχτή υποτίμηση των ελευθερόστιχων ποιητών και ποιητριών (συχνότατα και των μοντέρνων καλλιτεχνών εν γένει) κι οδηγείται στις πιο ακραίες της απολήξεις ακόμα και στην άρνηση αποδοχής της καλλιτεχνικής τους ιδιότητας και στη μη συμπερίληψή τους στη χορεία των πνευματικών ομοτέχνων. Κάποιες φορές η οπτική αυτή φαίνεται πως συνυπάρχει και με εν γένει συντηρητικότερες ιδεολογικές πεποιθήσεις, δίχως να είναι, πάντως, απαραίτητα ταυτόσημη μαζί τους.
-> Η οπτική της «καλής ποίησης ανεξαρτήτως φόρμας»: Η πλειοψηφία, ακολούθως, των σύγχρονων έμμετρων ποιητών και ποιητριών εμφανίζεται να προκρίνει γενικότερα την «καλή ποίηση» ανεξαρτήτως μέτρου και φόρμας. Η οπτική αυτή, ερχόμενη συχνότατα σε πλήρη αντίθεση με τις φωνές από τις οποίες ο έμμετρος ποιητής επηρεάζεται και με τις οποίες διαλέγεται, εκπορεύεται είτε από διάθεση ελευθερίας και συμπερίληψης είτε από αποδοχή της θεωρίας πως η κάθε πλευρά κατέχει ένα διαφορετικό μέρος της αλήθειας και μια εναλλακτική οπτική ενός ευρύτερου «όλου» είτε ακόμα και από τον πόθο αποδοχής από τις κυρίαρχες νόρμες και φωνές της εποχής και της ποιητικής κάστας, υπό το φόβο της συντεχνιακής απομόνωσης. Το πρόβλημα μ’ αυτή τη στάση εδράζεται στα προσωποκεντρικά εντέλει κριτήρια που συχνά καταλήγουν να είναι εξωκαλλιτεχνικά και να προέρχονται καθαρά και μόνο από την τυχαιότητα των αναγνωσμάτων, των προσλαμβανουσών αλλά ακόμα και των προσωπικών γνωριμιών του/της εκάστοτε ποιητή και ποιήτριας.
->Η οπτική των ποιητών που «μετεστράφησαν» στη φόρμα: Σπανιότερη σε σύγκριση με την αντίθετη κατεύθυνση, υπαρκτή, ωστόσο, είναι κι εκείνη η ομάδα ποιητών και ποιητριών που ξεκίνησαν δημιουργικά και εκδοτικά από τον ελεύθερο στίχο και μετεστράφησαν (σε ώριμη, συχνά, ηλικία) στην έμμετρη παραγωγή. Η μεταστροφή αυτή, που λαμβάνει χώρα συνήθως περισσότερο σταδιακά και τμηματικά εν αντιθέσει με την αντίστροφη πορεία, οδηγεί τους/τις δημιουργούς τις περισσότερες φορές σε μια μεγαλύτερη μαχητικότητα έναντι του ελεύθερου στίχου και του πρώιμου εαυτού τους, συνδυαζόμενη ενίοτε και με την παροχή θεωρητικής υποστήριξης της επιλογής τους μέσω σχετικών άρθρων και δοκιμίων, δείγμα εντέλει μιας ριζικής αλλαγής πλεύσης και καλλιτεχνικής κοσμοθεωρίας.
->Η οπτική αποδοχής τμήματος του μοντερνισμού: Αξιοσημείωτη υποκατηγορία σύγχρονων έμμετρων ποιητών αποτελεί κι εκείνη που φαίνεται πως αποδέχεται ως θετικό και χρήσιμο για τα δεδομένα της εποχής του ένα πρώτο χρονικά τμήμα του μοντερνισμού και του ελεύθερου στίχου, τοποθετώντας μια ιδιότυπη «κόκκινη γραμμή» αμέσως μετά από εκείνο. Η οπτική αυτή, συνεπώς, επιδιώκει να προσεταιριστεί κατακτήσεις της πρώιμης νεωτερικότητας, συχνά διαλεγόμενη με τη «Γενιά του ’30» ή το παράδειγμα εν γένει του high modernism κι αρνούμενη εν συνεχεία το μεταμοντερνισμό που ακολούθησε και τη συναφή μ’ αυτόν ποιητική παραγωγή –ή (σπανιότερα) προβαίνοντας σε ελάχιστες κι επιμέρους δεξιώσεις της. Το συχνότερο πρόβλημα που προκύπτει από αυτή την οπτική (που μάλλον ενστερνίζεται και ο γράφων) είναι προφανώς η αυθαιρεσία των ορίων τόσο των μοντερνιστικών στοιχείων που αξίζουν να ενσωματωθούν όσο και της «υπερβολικής καταβύθισης» στο σημείο έπειτα από το οποίο η νεωτερικότητα αρχίζει να καθίσταται μη βιώσιμη.
->Η οπτική των ποιητών με «διπλή ταυτότητα»: Τέλος, μια υπαρκτή κατηγορία, σύμφυτη με την οπτική της «καλής ποίησης» ανεξαρτήτως φόρμας και αξιοπρόσεκτα σταθερή στο πέρασμα των δεκαετιών, είναι κι εκείνη των ποιητών/-τριών που εξακολουθούν να γράφουν ποιήματα τόσο σε έμμετρο όσο και σε ελεύθερο στίχο (συχνά και σε ενδιάμεσα σχήματα, παραλλαγών του ελευθερωμένου). Οι δημιουργοί αυτοί φέρουν μια σταθερή «διπλή ταυτότητα», τις περισσότερες φορές με τεράστιες αποκλίσεις ποιότητας, φωνής και λεκτικού ανάμεσα στις έμμετρες και μη καταγραφές τους –κι όχι απαραίτητα υπέρ της έμμετρης εξακτίνωσης του έργου τους. Στους ποιητές και τις ποιήτριες αυτούς/-ες ασκείται συχνά και μια διμέτωπη πίεση ώστε να κατασταλάξουν και να διαλέξουν ουσιαστικά «στρατόπεδο», πίεση προερχόμενη από τις ριζοσπαστικότερες προφανώς εκφάνσεις της μίας ή της άλλης πλευράς που αντιμετωπίζουν το επιστητό με όρους διπολισμού.
Πώς μπορεί να εξελιχθεί η σύγχρονη έμμετρη ποίηση; Είναι καταδικασμένη να υφίσταται σε μια γωνιά, της προορίζεται, μήπως, να ενσωματωθεί ως μια ακόμα επιλογή στον παραδειγματικό άξονα, της μέλλεται να εκλείψει σταδιακά ή μπορεί να κατορθώσει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ευρύτερη αλλαγή παραδείγματος; Στα ερωτήματα αυτά θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε επόμενο άρθρο μας.
*
*
*
