*
Μάριο Αντρέα Ριγκόνι
Αγαπητή δεσποινίς Άμπρα,
μην αναρωτηθείτε πώς γνωρίζω το όνομά σας ούτε πώς κατάφερα να βρω τη διεύθυνση για να στείλω αυτό το γράμμα. Όταν θα το έχετε διαβάσει, ίσως και πριν φθάσετε στο τέλος, θα συνειδητοποιήσετε πως είναι περιττό το ερώτημα. Δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο, πιστέψτε με, από το να εντοπίσει κανείς, αν το επιθυμεί, το όνομα και τη διεύθυνση ενός προσώπου˙ μέχρι και τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού του. Επιπλέον, μένω σε ένα κτίριο που βλέπει στο δικό σας, σε διαμέρισμα (δεν σας λέω σε ποιον όροφο), από όπου φαίνεται τόσο η είσοδος όσο και τα παράθυρά σας. Το ερώτημα που πρέπει να θέσετε –ίσως πολύ περισσότερο θα έπρεπε να το θέσω εγώ– είναι άλλης φύσεως. Ας τα πάρουμε, όμως, με τη σειρά˙ μάλιστα, η απάντηση θα μπορούσε να βρίσκεται στο ίδιο το γράμμα, πιθανώς κρυμμένη ανάμεσα στις γραμμές.
Πρέπει να ξέρετε πως μια ξαφνική απόλυση –από εκείνες που σήμερα τρομοκρατούν πολύ κόσμο, αλλά που στην περίπτωσή μου συνοδεύτηκε και από μια μεγάλη αποζημίωση και από μιαν αξιοπρεπή σύνταξη, κάτι το οποίο όντως με εμποδίζει να παραπονιέμαι!– με έφερε στην αξιοζήλευτη κατάσταση να αφιερώνω όλο τον χρόνο μου σε έναν απλό σκοπό: την παρατήρηση του κόσμου. Θα σας φανεί παράξενο, όμως δεν μου είχε συμβεί ποτέ πριν. Για ποιον λόγο; Είναι απλό: ήμουν πολύ απασχολημένος. Εσείς, που κάθε πρωί ξυπνάτε στις επτά γιατί στις οκτώ πρέπει να είστε στο δικαστήριο και καμιά φορά καταλήγετε να μακιγιάρεστε στο αυτοκίνητο, μπορείτε να με καταλάβετε. Αντιθέτως, δεν ξέρετε και δεν φαντάζεστε τι ανακάλυψη είναι ο κόσμος όταν, παύοντας να αποτελεί τον στόχο μιας αφηρημένης ματιάς ή το αόριστο πλαίσιο των πράξεών μας, γίνεται το αποκλειστικό αντικείμενο της προσοχής μας. Έχουμε διαρκώς τα πράγματα κάτω από τα μάτια μας, αλλά σπάνια τα βλέπουμε όπως είναι πραγματικά Διαφεύγουν ακριβώς επειδή είναι συνηθισμένα, καθημερινά και προφανή, πέρα από την ανικανότητά μας να τα παρατηρούμε. Αν θα θέλαμε να επεκτείνουμε την επιχειρηματολογία, θα έπρεπε να πούμε πως μόνο ο Θεός, αν υπάρχει, μπορεί, υπό τη στενή έννοια, να βλέπει τα πράγματα ακριβώς όπως είναι, εντούτοις ούτε αυτό είναι βέβαιο: θα μπορούσε να ήταν ένας τυφλός θεός…
Ας παραμείνουμε όμως προσγειωμένοι. Μέχρι την εποχή που δούλευα, παλεύοντας διαρκώς με υποχρεώσεις και ωράρια, εσείς δεν ήσασταν παρά μιαν απροσδιόριστη και τυχαία παρουσία στo οπτικό μου πεδίο, μιαν ανυπόστατη σκιά, ένα φευγαλέο προφίλ. Μονάχα τώρα, στο διάστημα ενός έτους που αφιέρωσα σε εσάς τον χρόνο και το ενδιαφέρον μου, μπορώ να πω ότι σας γνωρίζω ως ιδιαίτερη ύπαρξη – δεν τολμώ να πω ως τα μύχια. Δεν το αντιλαμβάνεστε, εγώ όμως σας βλέπω να μπαινοβγαίνετε, να ανεβοκατεβαίνετε τις σκάλες, να ντύνεστε και να γδύνεστε. Συχνά σας ακολουθώ στον δρόμο ή σας περιμένω κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο. Το ξέρετε; Μια μέρα μάλιστα, με συναντήσατε και μου ζητήσατε να σας ανάψω το τσιγάρο. Όμως, είναι αδύνατον να το θυμάστε και, σε περίπτωση που το θυμάστε, σίγουρα δεν ξέρετε πως ήμουν εγώ. Γνωρίζω τις συνήθειες, τις χάρες και τα τικ σας, όπως όταν γέρνετε ελαφρά το κεφάλι προς τα αριστερά ενώ μιλάτε με κάποιον, ή όταν ξεφυσάτε ελαφρά κάθε τόσο –δεν ξέρω αν είναι από ικανοποίηση ή δυσφορία–, που κάνει τα μαλλιά σας να ανεμίζουν χαριτωμένα. Ξέρω τι αγοράζετε στα καταστήματα, στο φαρμακείο ή στο σουπερμάρκετ. Στην πραγματικότητα, τίποτε που δεν θα μπορούσα να φανταστώ.
Μία μόνο, μικρή, έκπληξη: Από μιαν απόδειξη που σας έπεσε από την τσάντα στον δρόμο, και την οποία φυλάω στον μικρό φάκελο που έφτιαξα σχετικά με εσάς, είδα ότι περάσατε επίσης από ένα sex shop. Διόλου περίεργο, απλά δεν το περίμενα. Ομολογώ ότι προς στιγμήν φαντασιώθηκα τα σεξουαλικά σας γούστα, αλλά, πέρα από το γεγονός ότι δεν διέθετα επαρκή στοιχεία –εκτός του ότι μια μέρα είδα έναν άνδρα στο δωμάτιό σας, πράγμα πάρα πολύ αναμενόμενο–, δεν είχα κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εμμένω σε τέτοιες σκέψεις. Τόσο, που περισσότερο από όλα μου ήρθαν στον νου οι συνήθειες των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα. Η φαντασία μου είναι, κατά κύριο λόγο, πολιτισμικού χαρακτήρα.
Δεν πρέπει να με σκέφτεστε ως παράφρονα, πόσο μάλλον ως βιαστή ή κατά συρροήν δολοφόνο! Μήπως απλώς σαν ηδονοβλεψία; Αν το θέλετε, σύμφωνοι, αλλά υπό τον όρο να αποκλείσετε από αυτή την κλίση ή την παθολογία ακριβώς το βασικό στοιχείο: το σεξουαλικό. Δεν ερεθίστηκα ποτέ σκεπτόμενος εσάς. Ίσως μιαν άλλη, περιστασιακά, όχι εσάς, αν και δεν αποκλείω ότι θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον. Εν πάση περιπτώσει, θα επρόκειτο μόνο για μια λεπτομέρεια. Όχι, πρέπει να γνωρίζετε ότι απολαμβάνω μια ευχαρίστηση ευρύτερη και πιο εκλεπτυσμένη: να βλέπω δίχως να με βλέπουν, να κατέχω δίχως να με κατέχουν, να ορίζω τη ζωή σας με τρόπο που, μολονότι είναι δυνητικός ή φανταστικός, ωστόσο δεν είναι ελλιπής και, προπαντός, μπορεί να μετασχηματιστεί σε πραγματικότητα. Σας ομολογώ ότι ενίοτε αυτό το τελευταίο με πανικοβάλλει και με ανησυχεί. Είναι το πιο μεθυστικό, αλλά επίσης και το πιο επικίνδυνο, διότι το να είμαι ο αόρατος αφέντης της ζωής σας έχει κάτι το θεϊκό και το δαιμονιακό συγχρόνως. Παρόλο που είμαι καλός άνθρωπος, τι θα συνέβαινε αν η κατάσταση ξέφευγε από τα χέρια μου; Αν η απλή γνώση γινόταν πράξη; Συνειδητοποιείτε τι σημαίνει να μη χρειάζεται να δώσω λόγο σε κανέναν γι’ αυτό το θανάσιμο προνόμιο του να σας γνωρίζω δίχως να με γνωρίζετε;
Δεν σας γράφω, όμως, για να σας τρομάξω. Απεναντίας. Θέλω μάλιστα να σας καθησυχάσω, να συνεχίσετε να ζείτε ήρεμη, έστω και αν γνωρίζετε ποιοι κρυφοί κίνδυνοι σας πλησίασαν. Απλώς, διαβάζοντας τώρα ή ξαναδιαβάζοντας μέσα σε δέκα χρόνια αυτό το γράμμα, θα συλλογιστείτε πόσα πράγματα, που απειλούν τη ζωή μας μέχρι το σημείο να τη θέτουν σε κίνδυνο, λαμβάνουν χώρα στο μυαλό των άλλων, σε μια σφαίρα που διαφεύγει τόσο τον έλεγχο όσο και τη γνώση μας.
Δεν αλλάζω μόνο γειτονιά, αλλάζω πόλη, ώστε να μη σας δω ποτέ πια.
Από το βιβλίο: Μάριο Αντρέα Ριγκόνι, Η σκοτεινή όψη των πραγμάτων – Δεκαεπτά διηγήματα και ένα παραμύθι, μτφρ. Μαρία Φραγκούλη, Loggia, Αθήνα 2021.
~.~
Μαρία Φραγκούλη
Αγαπητέ κύριε Οσκούρο,
μην αιφνιδιαστείτε αν ούτε για μένα στάθηκε δύσκολο να ανακαλύψω τη διεύθυνσή σας και μάλιστα να μάθω ότι δεν έχετε εγκαταλείψει ακόμη την πόλη: το επάγγελμά μου επιτρέπει, θεμιτό ή όχι, την πρόσβαση σε πληροφορίες πολύ πιο μυστικές!
Θα ήταν ψέμα να πω ότι το γράμμα σας δεν ήταν για μένα κάτι το εντελώς αναπάντεχο, αδιανόητο. Υποθέτω πως και εσείς ο ίδιος δεν θα προσδοκούσατε μιαν απάντηση. Θα ήθελα έστω να σας διαφωτίσω λίγο για την ιδιοσυγκρασία μου, αφού με γνωρίζετε μόνο εξωτερικά. Μη νομίζετε πως μόνο εσείς αποκλειστικά έχετε την ικανότητα και το προνόμιο να παρατηρείτε τον κόσμο, λόγω του άπλετου χρόνου και της περίπλοκης απόλαυσης που σας προσφέρει η νέα σας ενασχόληση. Ίσως θεωρούσατε ότι μια πολυάσχολη γυναίκα, με ελάχιστα ενδιαφέροντα εκτός της δουλειάς, και μια μοναχική φαινομενικά ζωή, δεν θα ασχολούνταν ποτέ με τους αγνώστους που την προσπερνούν καθημερινά, οι οποίοι δυνητικά θα μπορούσαν να είναι γνωστοί, φίλοι ή ακόμη και εραστές. Η βαθύτερη κλίση ή, θα έλεγα, η εμμονή μου, είναι να φαντάζομαι διαρκώς για τους γύρω μου: πού και πώς ζουν, τι θα μου αφηγούνταν αν τολμούσα να τους πλησιάσω, πώς είναι η φωνή τους – πάντοτε έπλαθα ένα χαοτικό, παρανοϊκό σενάριο για το περιβάλλον μου. Επίσης, συχνά προσπαθώ να εντοπίσω, περπατώντας στον δρόμο, αν με κοιτούν, αλλά όχι από ναρκισσισμό ή ανασφάλεια, όχι, ουδέποτε. Μάλλον αναζητώ να βρω ένα πρόσωπο ενδιαφέρον, αλλόκοτο, σημαδεμένο ανεξίτηλα από πόνο ή από ένα λανθάνον πάθος. Τι διαστροφή, θα πείτε. Εξαρτάται από ποια οπτική το εξετάζει κανείς. Αν ήμουν συγγραφέας, ίσως ήταν ευνόητο και απαραίτητο. Το ότι αντιστράφηκαν λοιπόν οι όροι και έγινα εγώ το αντικείμενο παρατήρησης ενός ανθρώπου (μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό αφοσίωσης), με σαγηνεύει.
Αφού με διαβεβαιώσατε ότι δεν είστε σχιζοφρενής, δολοφόνος ή ανώμαλος (το μόνο που όντως δυσκολεύτηκα να συμπεράνω είναι η οικογενειακή σας κατάσταση, δηλαδή αν ζείτε μόνος ή με κάποια σύντροφο, σύζυγο, παιδιά), άρχισα να προβληματίζομαι και να εξετάζω τι άλλο –εκτός από όσα μου ομολογείτε– ενδεχομένως κρύβεται πίσω από την «ιδιαίτερη» ευχαρίστησή σας. Οι σκέψεις μας είναι λαβυρινθώδεις, ανεξιχνίαστες και αόρατες, ωστόσο επηρεάζουν τα πάντα γύρω μας. Όπως και οι δικές σας. Από τη στιγμή που μου τις αποκαλύψατε, με κατέλαβαν ολοκληρωτικά: ο τρόπος που εποπτεύατε την καθημερινότητά μου, τις λεπτομέρειες των κινήσεων, τα τικ μου (και καθετί που σιχαίνομαι πάνω μου), το ότι ξέρετε τι αγοράζω, ότι καπνίζω, μέχρι που είδατε και τον άνδρα με τον οποίο κοιμήθηκα (παρεμπιπτόντως, ήταν ένας Ισραηλινός τσελίστας που συνάντησα μόνο τρεις φορές). Αν ψάχνετε για τις πιο άδηλες πτυχές μου, είναι όλα όσα σας διαφεύγουν, εφόσον συμβαίνουν σε χώρους απρόσιτους σε εσάς – υπαρκτούς ή νοητούς. Όπως το ότι οι δύο ουλές που έχω, στο μέτωπο και στην άκρη του δεξιού φρυδιού, έγιναν χτυπώντας το κεφάλι στο σπίτι, πιθανόν από αφηρημάδα, άγχος και μια έμφυτη αδεξιότητα. Είναι εμφανές πως από το κρυφό σας παρατηρητήριο δεν έχετε πρόσβαση σε όλα τα δωμάτια του διαμερίσματός μου. Αλλιώς θα είχατε δει πώς απέκτησα αυτά τα δύο σημάδια. Ελπίζω κάτι τέτοιο να μη σας απογοητεύει, ούτε να αλλοιώνει την εικόνα που έχετε φαντασιωθεί για μένα. Όσο για εκείνα που συμβαίνουν στο μυαλό και στην ψυχή μου, παραμένουν για εσάς απολύτως ξένα. Απόδειξη: το γράμμα που κρατάτε αυτή τη στιγμή. Διανοηθήκατε ποτέ τις σκέψεις μου; Σας αρκεί να διαβάζετε το οπισθόφυλλο ενός βιβλίου αγνοώντας το περιεχόμενο; Όσα απομένουν να μάθετε, και αν το επιθυμείτε, είναι κάτι που εξαρτάται από την ελεύθερη βούλησή σας.
Αν σας συναρπάζει τόσο να ορίζετε τη ζωή μου εν αγνοία μου, χωρίς να απαιτώ κάτι από εσάς, τότε τι θα νιώθατε αν κάποτε γινόσασταν ο ορατός, αληθινός αφέντης της ζωής μου; Αν μάλιστα σας επέτρεπα εγώ η ίδια να την ορίζετε; Να είμαι ένα ον που το εξουσιάζετε πραγματικά, όχι μόνο το απόμακρο φάσμα του, μα και τη σάρκα του; Το ερώτημα φυσικά είναι ρητορικό – δεν κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, ειδικά αφού φθάσαμε έως εδώ. Μπορεί όλο αυτό να είναι ανώφελο. Και όμως, θα επιθυμούσα να σας γνωρίσω, σε όλο σας …το σκοτάδι.
Αν τελικά αλλάξετε πόλη, θα είναι όντως κρίμα να μη με δείτε ποτέ πια. Θα μου λείψει η ανεπαίσθητη σκιά σας.
Δική σας,
Άμπρα
~.~
Συζητώντας και αλληλογραφώντας το 2015 με τον Μάριο, προέκυψε η ιδέα να γραφτεί μια απάντηση στο δικό του «Γράμμα» – άκρως αινιγματικό και ανοιχτό σε αναγνώσεις. Ξεκίνησε σαν ένα παζλ όπου ο Μάριο συμπλήρωσε έναν δικό μου πρόλογο, ο οποίος μετά τροποποιήθηκε, μέχρι το γράμμα να πάρει την οριστική του μορφή. Εκ των υστέρων ανακαλύψαμε ότι όσα φανταζόταν ο καθένας μας για μια πιθανή απάντηση της Άμπρα, ταυτίζονταν.
ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ
~.~
Ο Mario Andrea Rigoni (Ασιάγκο, 1948 – Μοντεμπελούνα, 2021) υπήρξε Ομότιμος Καθηγητής Ιταλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, διηγηματογράφος, ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Για περισσότερα από τριάντα χρόνια συνεργάστηκε με τις πολιτιστικές σελίδες της Corriere della Sera. Δημοσίευσε μια σειρά μελετών για τη συμβολική σκέψη των Ιωάννη Σκώτου Εριγένη, Πίκο ντέλλα Μιράντολα, Τορκουάτο Τάσσο, Τζοβάν Μπαττίστα Μαρίνο. Επιμελήθηκε τη μετάφραση των Ιερογλυφικών του Ωραπόλλονος και μια επιλογή από τις Λογοτεχνικές αναμνήσεις του Λεόν Ντωντέ. Η μορφή στην οποία αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος των μελετών του είναι ο Λεοπάρντι. Εκτός από την επιμέλεια των απάντων και άλλων κριτικών εκδόσεων του έργου του, έγραψε πολυάριθμες μελέτες για τον ποιητή του Ρεκανάτι. Άλλος συγγραφέας με τον οποίο ασχολήθηκε εκτενώς είναι ο Ε. Μ. Σιοράν, με τον οποίο διατήρησε επί πολλά χρόνια φιλία και αλληλογραφία, από τις αρχές του 1970. Ο Ριγκόνι ήταν ο πρώτος στην Ιταλία που παρουσίασε μια ανθολογία κειμένων του Σιοράν στο περιοδικό Nuovi Argomenti, και διηύθυνε τη μετάφραση έργων του για τον εκδοτικό οίκο Adelphi. Το 2001 έλαβε στην Ακαδημία των Λυγκέων το Βραβείο Roncaglia-Mari για τη λογοτεχνία. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε γαλλικά, ισπανικά και γερμανικά.
*
*
*
