*
Επιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ
Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).
Ἔστω ὅτι ὀμολογούσαμε τήν πιό κρυφή μας ἐπιθυμία, αὐτή πού λανθάνει σέ κάθε μας ἀποστολή καί οἰστρηλατεῖ τήν κάθε μας πράξη∙ θά λύναμε τότε τή σιωπή μας μέ τή φράση: «προσβλέπω στόν ἔπαινο». Κανείς ὅμως δέν θά ξανοιγόταν σέ ἐκμυστηρεύσεις τοῦ εἴδους αὐτοῦ, διότι εἶναι λιγότερο ἀτιμωτική ἡ διάπραξη μιᾶς κακοήθειας ἀπό τήν παραδοχή μιᾶς τόσο ἀξιοθρήνητης καί ταπεινωτικῆς ἀδυναμίας, γέννημα ἑνός αἰσθήματος μοναξιᾶς καί ἀνασφάλειας ἀπό τό ὁποῖο καταθλίβονται τόσο οἱ ἀπόκληροι τῆς τύχης ὅσο καί οἱ εὐνοηθέντες. Κανείς δέν εἶναι βέβαιος γιά τό ποιός εἶναι ἤ τί κάνει. Ὅσα χαρίσματα κι ἄν ἔχουμε, μᾶς κατατρώει ἡ ἀνησυχία, τό μόνο δέ πού ζητᾶμε γιά νά τήν ξεπεράσουμε εἶναι νά ἐξαπατηθοῦμε, νά μᾶς ἀπονείμουν ἕνα ὁποιοδήποτε βραβεῖο. Ὁ παρατηρητής ἐντοπίζει ἀμέσως μιά ἔκφραση θερμῆς παράκλησης στό βλέμμα ὁποιουδήποτε ἔχει ἤδη περατώσει ἕνα ἔργο ἤ ἔχει ἁπλῶς ἑτοιμαστεῖ νά λάβει μέρος σέ μιά ὁποιαδήποτε δραστηριότητα. Ἡ ἀνεπάρκεια εἶναι καθολική· ἄν ὁ Θεός ἐμφανίζεται ἀλώβητος, τό ὀφείλει στή δημιουργία, μετά τήν ἀποπεράτωση τῆς ὁποίας, ἐλλείψει μαρτύρων, δέν μποροῦσε νά ὑπολογίζει σέ ἐπαίνους. Θά τούς ἀπευθύνει ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του, στό τέλος τῆς κάθε ἡμέρας!
*
Κάθε ἄνθρωπος, προκειμένου νά δημιουργήσει μιά καλή φήμη, ἀνταγωνίζεται τούς ἄλλους. Κατά παρόμοιο τρόπο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πρωταρχίνιζε τή δράση του, πρέπει νά τοῦ γεννήθηκε ἡ ἀκαθόριστη ἐπιθυμία νά ἐπισκιάσει τά ζῶα, νά διαδραματίσει εἰς βάρος τους ἕναν πρωτεύοντα ρόλο, νά λάμψει πάσῃ θυσίᾳ. Μιά ἀναστάτωση, πηγή φιλοδοξίας, ἄν ὄχι ἐνέργειας, κατέστρεψε τήν ἠρεμία τῆς ζωτικῆς του οἰκονομίας· βρέθηκε ἔτσι σέ ἀνταγωνισμό μέ ὅλα τά ἔμβια ὄντα, εἰσερχόμενος μετ’ ὀλίγον καί σέ μιά ἀναμέτρηση μέ τόν ἑαυτό του παρακινούμενος ἀπό τούτη τήν ἄγρια τρέλα τῆς προσπέρασης τῶν πάντων, ἡ ὁποία βαίνοντας συνεχῶς ἐπί τά χείρω ἔμελλε νά ἀποτελέσει τό πιό δικό του χαρακτηριστικό γνώρισμα. Αὐτός μόνο στή φυσική κατάσταση θέλησε νά εἶναι σημαντικός, αὐτός μόνο, ἀνάμεσα στά ζῶα, πάσχισε νά βγεῖ ἀπό τήν ἀνωνυμία. Νά ἀξιοδοτείται, αὐτό πάντα ὀνειρευόταν. Δυσκολευόμαστε νά πιστέψουμε ὅτι θυσίασε τόν παράδεισο γιά τήν ἁπλή ἐπιθυμία νά γνωρίσει τό καλό καί τό κακό∙ ὅλως ἀντιθέτως, εὔκολα τόν φανταζόμαστε νά διακινδυνεύει τά πάντα γιά νά γίνει κάτι ξεχωριστό. Πρέπει, συνεπῶς, νά κάνουμε μιά διόρθωση στή Γένεση: ἄν ὁ ἄνθρωπος κατέστρεψε τήν ἀρχική εὐτυχία του, δέν τό ἔκανε ἀπό δίψα γιά γνώση, ἀλλά ἀπό τή βουλιμία του γιά τή δόξα. Ὅταν ὑπέκυψε στή γοητεία της, πέρασε στήν πλευρά τοῦ διαβόλου. Καί εἶναι πράγματι διαβολική τόσο καθαυτή ὅσο καί στίς ἄμεσες ἐκδηλώσεις της. Ἐξαιτίας της ὁ πιό προικισμένος ἀπό τούς ἀγγέλους κατέληξε τυχοδιώκτης καί πλείονες τοῦ ἑνός ἅγιοι ἔγιναν σαλτιμπάγκοι. Ὅσοι τή γεύτηκαν ἤ ἔστω λίγο ἔλειψε νά τήν ἀποκτήσουν, δέν τήν ἀφήνουν στιγμή· μάλιστα, δέν θά ἀποφύγουν καμιά κακοήθεια ἤ ἀχρειότητα προκειμένου νά παραμείνουν κοντά της. Ὅταν δέν μποροῦμε νά σώσουμε τήν ψυχή μας, ἐλπίζουμε τουλάχιστον στή διάσωση τοῦ ὀνόματός μας. Ἄραγε, τοῦτος ἐδῶ ὁ σφετεριστής, πού ἔπρεπε σώνει καί καλά νά ἐξασφαλίσει μιά προνομιακή θέση στό σύμπαν, θά τά κατάφερνε ποτέ χωρίς νά κατέχεται ἀπό τή ζωηρή ἐπιθυμία νά συζητεῖται τό ὄνομά του, χωρίς τήν μετά μανίας καί μετ’ ἐπιμονῆς ἐπιδίωξη διάκρισης; Ἄν τούτη ἡ μανία κατελάμβανε ἕνα ὁποιοδήποτε ζῶο, ὅσο «καθυστερημένο» κι ἄν ἦταν, αὐτό θά προχωροῦσε τόσο ἁλματωδῶς πού χωρίς μεγάλη καθυστέρηση θά προλάβαινε τόν ἄνθρωπο.
*
Σᾶς ἐγκαταλείπει μήπως ἡ ἐπιθυμία γιά δόξα; Μαζί μέ αὐτήν θά φύγουν καί αὐτές οἱ σουβλιές πού σᾶς κέντριζαν, πού σᾶς ἔσπρωχναν νά παράγετε, νά δημιουργήσετε, νά βγεῖτε ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό σας. Ἐν τῇ ἀπουσίᾳ τους θά εἶστε ἱκανοποιημένοι ἀπό αὐτό πού εἶστε, θά ἐπιστρέψετε στά ὅριά σας, οἱ ἀξιώσεις ὑπεροχῆς καί ὑπέρβασης θά ἔχουν πλέον ἀρθεῖ. Ἐλευθερωθέντες ἀπό τό βασίλειο τοῦ ὄφεως, θά δεῖτε νά χάνονται τά ἴχνη τοῦ ἀρχαίου πειρασμοῦ, τά σημεῖα πού σᾶς ξεχώριζαν ἀπό τά ὑπόλοιπα πλάσματα. Εἶναι ἄραγε βέβαιον ὅτι εἶστε ἀκόμη ἄνθρωποι; Τό πολύ πολύ ἕνα ἐνσυνείδητο φυτό.
Οἱ θεολόγοι, ἐξομοιώνοντας τόν Θεό μέ ἕνα καθαρό πνεῦμα, ἔδειξαν μέ ἔμμεσο τρόπο ὅτι δέν κατέχουν σαφή ἀντίληψη τῆς δημιουργικῆς διαδικασίας, τοῦ ποιεῖν ἐν γένει. Τό πνεῦμα ὡς τέτοιο δέν εἶναι σέ θέση νά παράγει τίποτα∙ σχέδια κάνει, ἡ εὐόδωσή τους ὅμως ἐξαρτᾶται ἀπό τή μεσολάβηση μιᾶς ἀκάθαρτης ἐνέργειας∙ αὐτή θέτει σέ κίνηση τά πράγματα. Ὄχι ἡ σάρκα, ἀλλά τό πνεῦμα εἶναι ἀδύναμο∙ δύναμη ἀποκτᾶ ὅταν διεγείρεται ἀπό ἕναν ὑστερόβουλο ζῆλο, ἀπό μία ἀξιόμεπτη παρόρμηση. Ὅσο πιό σκοτεινό εἶναι ἕνα πάθος, τόσο μικρότερος εἶναι ὁ κίνδυνος ὁ δοῦλος τοῦ πάθους αὐτοῦ νά δημιουργήσει ἔργα ἀπεσαρκωμένα, κίβδηλα. Μήπως τόν ἔχει κυριεύσει ἡ ζήλεια, ἡ ματαιοδοξία, ἡ ἀπληστία; Ὄχι νά τοῦ ρίξουμε τό φταίξιμο, ἀλλά νά τόν ἐπαινέσουμε πρέπει∙ τί θά ἦταν χωρίς αὐτά; Σχεδόν τίποτα, ἁπλῶς ἕνα καθαρό πνεῦμα, ἕνας ἄγγελος ἄν θέλετε∙ ὅθεν, ὁ ἄγγελος εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ στεῖρος καί ἀτελέσφορος, ὅπως τό φῶς μέσα στό ὁποῖο φυτοζωεῖ, τό ὁποῖο δέν γεννᾶ τίποτα, καθότι στερεῖται ἐκείνη τήν ὑπόγεια, σκοτεινή ρυθμιστική ἀρχή πού διέπει κάθε ἐκδήλωση τῆς ζωῆς μας. Ὁ Θεός φαίνεται πώς ἀπολαύει μιᾶς ἰδιαίτερης εὔνοιας, εἶναι βουτηγμένος στό σκοτάδι, χωρίς τή δυναμική ἀτέλεια τοῦ ὁποίου θά παρέμενε σέ μιά κατάσταση παράλυσης ἤ ἀπουσίας, ἀνίκανος νά διαδραματίσει τόν βαρύνοντα ρόλο πού γνωρίζουμε. Τοῦ ὀφείλει τά πάντα, τό ἴδιο του τό εἶναι. Κάθε τι γόνιμο καί ἀληθινό δέν εἶναι ποτέ ἐντελῶς φωτεινό καί ἔντιμο. Νά ψέγουμε τίς ἀδυναμίες ἑνός ποιητή, νά λέμε ὅτι αὐτές συνιστοῦν τή «μαύρη κηλίδα τῆς ἰδιοφυΐας» του, σημαίνει ὅτι παρανοήσαμε τό κίνητρο καί μυστικό, ἄν ὄχι τοῦ ταλέντου του, πάντως σίγουρα τῆς «ἀπόδοσής» του. Κάθε ἔργο, ὅσο ὑψηλό κι ἄν εἶναι τό ἐπίπεδο μετουσίωσης, πηγάζει ἀπό τό ἄμεσο, φέρει τό ἀποτύπωμά του. Κανείς δέν δημιουργεῖ στό ἀπόλυτο ἤ στό κενό. Εἴμαστε ἔγκλειστοι μέσα σέ ἕνα ἀνθρώπινο σύμπαν, καί ἔξω ἀπό αὐτό γιά ποιόν καί γιά ποιό λόγο νά παράγουμε ἔργο; Ὅσο περισσότερο μᾶς ἀπασχολεῖ ὁ ἄνθρωπος, τόσο λιγότερο οἱ ἄνθρωποι μᾶς κινοῦν τό ἐνδιαφέρον· κι ὅμως, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἐπενεργοῦν πάνω μας, ἀρκεῖ νά μορφώσουν μιάν γνώμη γιά μᾶς ὥστε νά μᾶς θέσουν ἐπί ποδός, πράγμα πού καταδεικνύεται καί ἀπό τήν ἐπιρροή πού ἀσκεῖ ὁ κολακευτικός λόγος σέ ὅλα τά πνεύματα, ἄξεστα καί φιλόκαλα. Εἶναι λάθος νά πιστεύουμε ὅτι ἡ κολακεία δέν ἀγγίζει τόν μοναχικό ἄνθρωπο∙ γιά τήν ἀκρίβεια, εἶναι πιό εὐαίσθητος σέ αὐτήν ἀπ’ ὅ,τι νομίζουμε, ἐπειδή ὄντας ἀνεξοικείωτος στήν γοητεία ἤ στό δηλητήριό της, δέν γνωρίζει νά ἀμύνεται. Ὅσο κι ἄν κοιτάζει τόν κόσμο ὅλον ἀδιάφορα, τά συγχαρητήρια δέν τόν ἀφήνουν ἀσυγκίνητο. Ἁπλῶς εἶναι ἀμάθητος σέ αὐτά, μιά καί δέν τοῦ συμβαίνει συχνά νά τά δέχεται – ἅπαξ ὅμως καί παρουσιαστεῖ ἡ εὐκαιρία νά τοῦ ἀπευθύνουν ἐπαίνους, θά τούς δεχτεῖ μέ μιά παιδιάστικη βουλιμία, σάν ξελιγωμένος. Ξεσκολισμένος σέ ἕνα σωρό πράγματα, σέ αὐτό μοιάζει ἀρχάριος. Νά συμπληρώσουμε πρός ὑπεράσπισή του ὅτι κάθε κομπλιμέντο παράγει συνέπειες στό σῶμα, προξενεῖ μιά εὐχάριστη, ἔντονη συγκίνηση πού εἶναι ἀδύνατον νά καταπνιγεῖ ἤ ἔστω νά συγκρατηθεῖ, παρεκτός κι ἄν διαθέταμε μιά ὁρισμένη πειθαρχία καί αὐτοκυριαρχία, πού μόνο ἡ τύρβη τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, τό πάρε δῶσε μέ τούς κάθε λογῆς κατεργάρηδες καί καταφερτζῆδες, θά μποροῦσε νά μᾶς δώσει. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τίποτε, οὔτε ἡ καχυποψία οὔτε ἡ περιφρόνηση, δέν μᾶς προφυλάσσει ἀπέναντι στίς γλυκές παρενέργειες τῆς κολακείας: εἴμαστε μήπως δύσπιστοι, δέν μᾶς γεμίζει τό μάτι τό πρόσωπο ἀπέναντί μας; Κι ὅμως, θά συγκεντρώσουμε τήν προσοχή μας στίς εὐεργετικές πρός ἐμᾶς κρίσεις πού διατυπώνει, κι ἄν μεταβάλουμε τελικά τή γνώμη μας γι’ αὐτές, αὐτό θά ὀφείλεται στό ὅτι θά παραεῖναι φλογερές καί φουσκωμένες γιά νά εἶναι αὐθόρμητες καί ἀκούσιες. Κατά τά φαινόμενα, ὅλοι εἶναι εὐχαριστημένοι μέ τόν ἑαυτό τους· κατ’ οὐσίαν κανείς. Μήπως θά ἔπρεπε, ἀπό φιλανθρωπία, νά λιβανίζουμε ἐχθρούς καί φίλους, ὅλους τούς θνητούς γενικά, καί νά δεχόμαστε μέ θρησκευτική εὐλάβεια ὅλες τους τίς ἀκρότητες; Τόσο πολύ ἡ ἀμφιβολία ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ κατατρώει τά ἀνθρώπινα ὄντα, πού γιά νά βελτιώσουν τήν κατάσταση ἐφηῦραν τήν ἀγάπη, μιά σιωπηρή μεταξύ δύο ταλαίπωρων συμφωνία πού σκοπεί στήν ἀμοιβαία υπερεκτίμησή τους, στήν ξεδιάντροπη ἀλληλοεξύμνησή τους. Χώρια τούς τρελούς, κανείς δέν μένει ἀδιάφορος ἀπέναντι στόν ἔπαινο ἤ στόν ψόγο· ὅσο εἴμαστε κάπως στά σύγκαλά μας, ἐπηρεαζόμαστε εὔκολα καί ἀπό τόν ἕναν καί ἀπό τόν ἄλλο· πές ὅμως ὅτι εἴμαστε σκληρόδερμοι, ἀπαθεῖς καί στά δύο, μᾶς μένει τότε κάτι ἄλλο νά γυρέψουμε ἀπό τούς ὁμοίους μας; Εἶναι ὁπωσδήποτε ταπεινωτικό νά ἔχουμε τίς ἴδιες μέ αὐτούς ἀντιδράσεις· ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι σκληρό νά ἀνυψωθεῖ κανείς πάνω ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἀντιξοότητες πού τούς παραδέρνουν, τά βάσανα πού τούς καταδυναστεύουν. Τό νά εἶμαι ἄνθρωπος δέν συνιστᾶ λύση, οὔτε ὅμως καί τό νά πάψω νά εἶμαι.
Ἔστω κι ἄν βρισκόμουν μέ τό ἕνα πόδι ἔξω ἀπό τόν κόσμο, αὐτό θά ἀρκοῦσε γιά νά ἀποτρέψει τή βούλησή μου ἀπό τό νά πραγματωθεῖ, νά ὑπερκεράσει καί νά συντρίψει τούς ἄλλους γύρω μου. Ἡ κακοτυχία τοῦ ἀγγέλου ἔγκειται στό ὅτι δέν παρίσταται καμιά ἀνάγκη νά ἀγωνιστεῖ γιά νά ἀποκτήσει τή δόξα: τήν ἔχει ἀπό γεννησιμιοῦ του, στρογγυλοκάθεται πάνω της, τοῦ εἶναι ὁμοούσια. Ὡραία λοιπόν, περιμένει ἀκόμα κάτι νά τοῦ συμβεῖ; Δέν τοῦ λείπει ἄραγε ἡ δεξαμενή ἄντλησης καί ἐπινόησης ἐπιθυμιῶν; Ἄν παράγω καί ὑπάρχω εἶναι τό ἴδιο πράγμα, μετά μεγάλης δυσκολίας θά φανταζόταν κανείς μιά συνθήκη τόσο έξω-πραγματική, ἔρημη καί θλιβερή ὅσο ἡ δική του.
Νά παίζεις τόν ρόλο τοῦ ἀπράγμονος, ὅταν δέν εἶσαι πλασμένος γιά κάτι τέτοιο, εἶναι ἐπικίνδυνο πράγμα: στερεῖσαι τά ἀπαραίτητα γιά τήν ἀποπεράτωση ἑνός ἔργου προσοδοφόρα ἐλαττώματα. Νά ξεφορτωθοῦμε τόν παλαιό ἄνθρωπο [Ἀδάμ] σημαίνει ὅτι ἀποχωριζόμαστε ἀπό τό καταγωγικό μας βάθος, ὅτι ὁδηγούμαστε οἰκειοθελῶς στό ἀδιέξοδο τῆς ἁγνότητας. Δίχως τή στήριξη τοῦ παρελθόντος μας, δίχως τόν βόρβορο τῆς διαφθοράς μας, πρόσφατο καί παλαιό, τό πνεῦμα ξεμένει ἀπό δουλειά. Ἀλίμονο στόν ἄνθρωπο πού δέν θυσιάζει τή σωτηρία του!
Ἄν κάθε τι σημαντικό, μεγάλο καί πρωτόγνωρο πηγάζει ἀπό μιά ἐπιθυμία πού ὀρέγεται δόξα καί μεγαλεῖα, τί συμβαίνει ὅταν αὐτή ἐξασθενεῖ, σβήνει, ὅταν νιώθουμε ντροπή πού θελήσαμε νά ἐξυψωθοῦμε στά μάτια τῶν ἄλλων; Γιά νά καταλάβουμε πῶς μποροῦμε νά φτάσουμε σέ ἕνα τέτοιο σημεῖο, ἄς ἀνατρέξουμε στίς στιγμές ἐκεῖνες ὅπου συντελεῖται μιά πραγματική ἐξουθένωση τῶν ἐνστίκτων μας: Ἀσφαλῶς καί παραμένουμε στή ζωή –θέλει καί ρώτημα;–, ἀλλά εἶναι λές καί ὅλο αὐτό δέν μᾶς ἀγγίζει πιά: συνιστᾶ ἁπλῶς μιά στερούμενη ἐνδιαφέροντος διαπίστωση∙ ὅσο γιά τήν ἀλήθεια, τό ψέμα… τί ἄλλο ἀπό δύο λεξίδια σάν ὅλα τά ἄλλα πού δέν σημαίνουν κάτι τό ἰδιαίτερο. Καί πῶς νά μάθουμε ἄν κάτι ἔχει ἤ δέν ἔχει ὕπαρξη ὅταν δέν μπαίνουμε πλέον στόν κόπο, ἔχουμε ἀφήσει πίσω μας τό στάδιο αὐτό, νά ἱεραρχήσουμε τίς εμφάνειες τῶν πραγμάτων; Οἱ ἀνάγκες μας, οἱ ἐπιθυμίες μας, κινοῦνται παράλληλα πρός ἐμᾶς∙ ὅσο γιά τά ὄνειρά μας, δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού τά ὀνειρευόμαστε, κάποιος ἄλλος τά ὀνειρεύεται σέ μᾶς. Ἀκόμα καί ὁ ἴδιος ὁ φόβος μας, θαρρεῖς πώς δέν μᾶς ἀνήκει πλέον. Ὄχι πώς μειώνεται, ἀπεναντίας αὐξάνεται, ἁπλῶς ἔχει πάψει νά μᾶς ἀφορᾶ∙ τρέφεται μέ ἴδιους πόρους, ἐλεύθερος καί ἀγέρωχος διάγει βίον αὐτόνομο∙ ἐμεῖς τοῦ εἴμαστε χρήσιμοι μονάχα ὡς στήριγμα, ὡς ἐνδιαίτημα, ὡς ἡ ἀναφορά του∙ αὐτό εἶναι ὅλο. Ζεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ του∙ αὐξάνεται, διογκώνεται, αὐτενεργεί χωρίς ποτέ νά συνεννοεῖται μαζί μας. Δέν τοῦ κρατᾶμε κακία, τόν ἀφήνουμε στίς παραξενιές του, δέν τόν ἐνοχλοῦμε περισσότερο ἀπ’ ὅσο μᾶς ἐνοχλεῖ, παρακολουθοῦμε πικραμένοι καί ἀπαθεῖς τό θέαμα πού μᾶς προσφέρει.
*
Ὅπως ἀκριβῶς μποροῦμε μέ τή φαντασία μας νά διατρέξουμε πρός τά πίσω τήν ἀπόσταση πού διήνυσε ἡ ζωή, νά περάσουμε ξανά μέσα ἀπό τά εἴδη της, παρομοίως μποροῦμε νά ἀνατρέξουμε ἀνάστροφα τό ρεῦμα τῆς ἱστορίας, νά ὀπισθοβατήσουμε μέχρι νά βροῦμε τίς ἀπαρχές∙ καί γιατί ὄχι, νά φτάσουμε κι ἀκόμα παραπέρα. Τούτη ἡ ἀνάδρομη πορεία ἀποβαίνει ἐσωτερική ἀναγκαιότητα γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔχει λυτρωθεῖ ἀπό τήν τυραννία τῆς γνώμης καί δέν ἀνήκει πλέον σέ καμιά ἐποχή. Τό νά θέλεις νά σέ ὑπολήπτονται, αὐστηρά μιλώντας, εἶναι κατανοητό∙ ὅταν ὅμως δέν ὑπάρχει κανείς γιά νά σχηματίσει τήν καλή γιά σένα ἐντύπωση πού ἤλπιζες, γιατί νά μπεῖς στόν κόπο νά εἶσαι κάποιος, γιατί νά μπεῖς στόν κόπο κἄν νά εἶσαι;
Ἀφοῦ πρῶτα εὐχηθοῦμε νά χαραχτεῖ τό ὄνομά μας μέ χρυσά γράμματα, πέφτουμε μετά στό ἄλλο ἄκρο ζητιανεύοντας τήν πλήρη καί παραμόνιμη διαγραφή του. Ὅπως ἡ ἀνυπομονησία πού μᾶς πιάνει νά ἐπιβραβεύσουμε τόν ἑαυτό μας δέν γνωρίζει ὅρια, ὅμοια ἀκατανίκητος εἶναι καί ὁ πόθος τῆς ἐξάλειψής μας. Ὅταν ἡ ἐπιθυμία μας γιά παραίτηση φτάνει ὡς τόν ἡρωισμό, τότε ἀναλώνουμε τίς δυνάμεις μας γιά νά ρίξουμε τόν ἑαυτό μας στήν ἀφάνεια, γιά νά σβήσουμε καί τό ἐλάχιστο ἴχνος τῆς διέλευσής μας ἀπό τόν κόσμο, ἀκόμα καί τήν ἀνάμνηση τῆς ἀναπνοῆς μας. Μισοῦμε ὁποιονδήποτε προσκολλᾶται πάνω μας, ἐπαφίεται σέ μᾶς ἤ ἀναμένει κάτι ἀπό ἐμᾶς. Ἡ μόνη παραχώρηση πού δεχόμαστε νά κάνουμε στούς ἄλλους εἶναι νά τούς διαψεύσουμε. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, δέν θά μποροῦσαν νά καταλάβουν τήν ἐπιθυμία μας νά τό σκάσουμε ἀπό τήν ὑπερκόπωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, νά σταματήσουμε στό κατώφλι τῆς συνείδησης, νά μήν εἰσέλθουμε στόν χῶρο της, νά κουρνιάσουμε στά βάθη τῆς ἀρχέγονης σιωπῆς, στήν ἄρρητη μακαριότητα, σέ αὐτή τή γλυκιά νάρκη πού ἁπλωνόταν σ’ ὅλη τή δημιουργία πρίν τόν πάταγο τοῦ λόγου. Τούτη ἡ ἀνάγκη μας νά κρυφτοῦμε, νά ἀποφύγουμε τό φῶς, νά εἴμαστε οἱ τελευταῖοι τοῦ κόσμου τούτου, τοῦτα τά ξεσπάσματα ὀργισμένης ταπεινοφροσύνης, ὅπου ἀκόμα καί οἱ τυφλοπόντικες καταγγέλλονται γιά ἐπιδειξιομανία, τούτη ἡ νοσταλγία γιά τό ἀκυοφόρητο καί τό ἀνώνυμο… τόσοι πολλοί τρόποι νά ἀχρηστεύσουμε τά κεκτημένα τῆς ἐξέλιξης γιά νά βροῦμε, μέ ἕνα βῆμα πρός τά πίσω, τή στιγμή πού προηγήθηκε τῆς ἐκκίνησης τοῦ γίγνεσθαι.
*
Ὅταν περιβάλλεις μέ ἐκτίμηση τήν ἰδέα τοῦ εξίτηλου ἀνθρώπου, δείχνοντας τήν περιφρόνησή σου στά λόγια πού εἶπε ὁ πιό ἀνεξίτηλος ἀπ’ ὅλους τούς μοντέρνους[*]: «Θυσίασα τά πάντα γιά τό πεπρωμένο μου, θυσίασα γιά χάρη του ὅλη μου τήν ζωή, τήν ἠρεμία, τό συμφέρον καί τήν εὐτυχία μου», νιώθεις κάποια ἱκανοποίηση ἀναλογιζόμενος, στόν ἀντίποδα, τήν ἀπηνή στάση τοῦ ἀπαλλαγμένου ἀπό ψευδαισθήσεις ἀνθρώπου πού, γιά νά μήν ἀφήσει κανένα ἴχνος, προσανατολίζει τίς ἐνέργειές του πρός ἕναν καί μόνο σκοπό: στήν ἀνάκληση τῆς ταυτότητάς του, στήν ἐξαέρωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Εἶναι, δέ, τόσο ἔντονη ἡ ἐπιθυμία του νά περάσει ἀπαρατήρητος, πού ὑψώνει τήν Ἀσημαντότητα σέ σύστημα ζωῆς, σέ θεότητα τήν ὁποία εὐλαβεῖται. Δέν ὑπάρχει πλέον γιά κανέναν, ζεῖ σάμπως ποτέ του νά μήν ἔζησε, ἔχει κλείσει τό βιβλίο συμβάντων, δέν ἐπωφελεῖται ἀπό στιγμές καί περιστάσεις καί δέν ὑπόκειται πλέον σέ τίποτα. Τό νά εἶσαι ἐλεύθερος σημαίνει νά παραιτηθείς ἀπό τήν ἀναζήτηση τοῦ πεπρωμένου σου, νά μήν ἀνήκεις οὔτε στήν τάξη τῶν ἐκλεκτῶν οὔτε στούς παρίες, σημαίνει νά ἀσκεῖσαι στό νά εἶσαι τίποτα. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔφτυσε μαῦρο αἷμα προσφέρει ἕνα θέαμα θλιβερότερο ἀπό ἐκείνον πού εἴτε δέν μπόρεσε εἴτε δέν θέλησε νά ἑδραιώσει μιά φήμη καί τώρα πεθαίνει μαζί μέ ὅλα του τά χαρίσματα, πραγματικά ἤ ὑποτιθέμενα, μαζί μέ ὅλες τίς ἀναξιοποίητες ἱκανότητες καί παραγνωρισμένες ἀρετές του: ἡ σταδιοδρομία πού θά μποροῦσε νά κάνει ἐπιδέχεται πολλές ἑρμηνεῖες, διεγείρει τό παιγνίδι τῆς φαντασίας μας· όπερ σημαίνει ὅτι εἶναι ἀκόμα ζωντανός, ἐνῶ ὁ πρῶτος, κρυσταλλωμένος στήν ἐπιτυχία του, συντελεσμένος καί ἀποτρόπαιος, θυμίζει πτῶμα. Σέ ὅλα ἀνεξαιρέτως τά πεδία, τό ἐνδιαφέρον μας τό ξυπνοῦν μόνο ἐκεῖνοι πού εἴτε λόγω ἀποτυχίας εἴτε λόγω ἐνδοιασμῶν καθυστέρησαν ἐπ’ ἀόριστον τή στιγμή πού ἔπρεπε νά ἀποφασίσουν ἄν θά διαπρέψουν. Τό πλεονέκτημά τους ἔναντι τῶν ἄλλων ἔγκειται στή σαφή ἀντίληψη πού ἔχουν ὅτι οὐδείς ἐπιτυγχάνει τόν σκοπό του ἀτιμώρητα, ὅτι πρέπει νά πληρώνεις γιά κάθε χειρονομία πού προστίθεται στό γυμνό γεγονός τῆς ζωῆς. Ἡ φύση ἀπεχθάνεται τίς δεξιότητες πού ἀποκτήσαμε σέ βάρος της, ἀπεχθάνεται ἀκόμα καί ἐκεῖνες τίς φυσικές ἱκανότητες πού μᾶς χάρισε καί τίς ὁποῖες καλλιεργοῦμε ἀδικαιολόγητα, τιμωρεῖ τόν ζῆλο, τούτη τήν ὁδό τῆς ἀπώλειας, καί μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι εἶναι πάντα πρός βλάβη μας νά ἐπιδιώκουμε τή φιλοπρωτία. Ὑπάρχει μήπως κάτι πιό ὀλέθριο ἀπό τήν ὑπεραφθονία προσόντων, ἀπό τή συσσώρευση χαρισμάτων; Ἄς κρατήσουμε τίς ἐλλείψεις μας, πιθανῶς πιό εὔκολα κανείς χάνεται ἀπό μιά πλειοδοτοῦσα ἀρετή παρά ἀπό τίς ὑπερβολές μιᾶς κακίας.
*
Νά φαντάζομαι ὅτι εἶμαι γνωστός τοῦ Θεοῦ, νά ζητῶ νά μοῦ προσφέρει τή συνεργασία του καί τούς θερμούς ἐπαίνους του, νά περιφρονῶ κάθε δικαίωμα ψήφου ἐκτός ἀπό τό δικό του… τί ἔπαρση καί τί δύναμη! Ἡ θρησκεία μόνο ἱκανοποιεῖ πλήρως τίς κακές καί τίς καλές μας κλίσεις.
Ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἄνθρωπο πού κανένα «βασίλειο» δέν τόν ἀγνοεῖ καί σ’ ἕναν ἀπόκληρο τῆς ζωῆς πού κρατιέται μόνο ἀπό τήν πίστη του, ποιός ἀπό τούς δύο, σέ ἀπόλυτο βαθμό, ἀκτινοβολεῖ περισσότερο; Δέν μποροῦμε βέβαια νά σταθμίσουμε τήν ἰδέα πού ὁ Θεός συμφώνησε νά σχηματίσει γιά μᾶς μέ ἐκείνη τῶν ὁμοίων μας. Ἄφαντη θά ἦταν ἡ προσευχή χωρίς τήν προοπτική μιᾶς ἄνωθεν ἐκτίμησης πρός τό ἄτομό μου, χωρίς τή βεβαιότητα ὅτι ἐκεῖ πάνω ἀναγνωρίζεται ἡ ἀξία μου. Ὁ θνητός πού ἔχει ἔστω καί μιά φορά στή ζωή του προσευχηθεῖ μέ εἰλικρίνεια, ἀγγίζει τόν κολοφώνα τῆς δόξης του. Σέ ποιά ἄλλη ἐπιτυχία θά ὑπολογίζει στό ἑξῆς; Ἔχοντας φτάσει στό ἀποκορύφωμα τῆς καριέρας του, τῆς ἀποστολῆς του ἐδῶ στή Γῆ, μπορεῖ τώρα νά ἀναπαυθεῖ ἡσύχως γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του.
Σέ πλῆθος κόσμου, τό προνόμιο νά εἶσαι γνωστός τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἀρκετό. Ἔτσι φαίνεται πώς ἔκρινε ὁ πρῶτος μας πρόγονος· κουρασμένος ἀπό τούτη τήν παθητική φήμη, βάλθηκε νά διαλαλήσει μιά δική του τόσο στά κτίσματα ὅσο καί στόν κτίστη τους, τοῦ ὁποίου τήν παντογνωσία φθονοῦσε λιγότερο ἀπό τή μεγαλοπρέπεια, τήν ἐπιδεικτικότητα, τή φαντασμαγορία. Ἀπαρηγόρητος πού ἔπρεπε νά διαδραματίσει ἕνα δευτερεύοντα ρόλο, ρίχτηκε μέ ὁρμή ἀπό νάζι καί γινάτι στήν ἐξουθενωτική δημιουργία κατορθωμάτων, ρίχτηκε μέσα στήν Ἱστορία, ἐγχείρημα πού ἀποσκοποῦσε ὄχι τόσο στό νά ὑποσκελίσει τή θεότητα, ἀλλά νά τή θαμπώσει.
*
Ἄν θέλουμε νά γνωρίσουμε καλύτερα τόν ἑαυτό μας, ὁ καταλληλότερος γιά νά μᾶς βοηθήσει εἶναι ὁ ἀλαζών: Φέρεται ὅπως θά φερόμασταν κι ἐμεῖς ἄν δέν μᾶς συγκρατοῦσαν τά ἀπομεινάρια ντροπῆς καί μετριοφροσύνης· λέει φωναχτά αὐτό πού σκέφτεται γιά τόν ἑαυτό του, ζητωκραυγάζει τά προσόντα του, ἐνῶ ἐμεῖς, ἄτολμοι, εἴμαστε καταδικασμένοι νά ψελλίζουμε ἤ νά σιωποῦμε γιά τά δικά μας. Ἀκούγοντάς τον νά ἐκστασιάζεται ἐπί ὧρες μέ τούς ἄθλους καί τούς θριάμβους του, ἀνατριχιάζουμε στή σκέψη ὅτι ἀρκοῦσε ἕνα τίποτα γιά νά ἀποσπάσει ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς μιά παρόμοια νίκη.
Ἐφόσον προτιμᾶ νά ζεῖ σ’ ἕναν κόσμο ἀνοιχτό, ἐν ἀντιθέσει μέ ἐμᾶς πού ζοῦμε ἐν κρυπτῷ, δέν ἔχει λόγο νά παριστάνει τόν παραγνωρισμένο ἤ τόν ἀποδιοπομπαῖο. Δοθέντος ὅτι οὐδείς ἔχει καμιά ὄρεξη νά ἀσχοληθεῖ μέ τό τί ἀκριβῶς τοῦτος ὁ κομπαστής εἶναι ἤ τί ἀξίζει, θά φροντίσει αὐτός ὁ ἴδιος νά μᾶς τό δείξει. Στίς κρίσεις πού κάνει γιά τόν ἑαυτό του εἶναι ἀσυγκράτητος, δέν βρίσκουμε κανέναν μετριασμό ἤ ὑπαινιγμό, ἔστω κάποια ἀπόχρωση στά λόγια του. Εἶναι ἄκρως ἱκανοποιημένος, πλήρης, καθ’ ὅλα ἐντάξει, ἔχει βρεῖ αὐτό πού ὅλοι ἀναζητοῦν καί λίγοι συναντοῦν.
Στόν ἀντίποδα, πόσο ἀξιολύπητος εἶναι αὐτός πού δέν τολμᾶ νά ἐξυμνήσει τά χαρίσματα καί τά ταλέντα του. Ἀποστρέφεται ὅποιον δέν τά θεωρεῖ ἄξια λόγου καί μέμφεται τόν ἑαυτό του πού δέν μπορεῖ νά τά ἐπαινέσει ἤ τουλάχιστον νά τά κοινολογήσει. Φανταστεῖτε νά ἔσπαζε τό φράγμα τῶν προκαταλήψεων καί ἡ κομπορρημοσύνη νά γινόταν ἀποδεκτή, γιατί ὄχι καί ὑποχρεωτική· τί λύτρωση θά ἦταν ὅλο αὐτό γιά τά μυαλά τῶν ἀνθρώπων! Καί ἡ ψυχιατρική θά ἔμενε χωρίς ἀντικείμενο ἄν μᾶς ἐπιτρεπόταν νά δημοσιοποιοῦμε τήν ἀπέραντη περιουσία τοῦ ἑαυτοῦ μας ἤ ἄν εἴχαμε πρόχειρο ἕναν κόλακα ὅλες τίς ὧρες τῆς ἡμέρας. Μολαταῦτα, ὅσο εὐτυχισμένος κι ἄν εἶναι ὁ ἀλαζών, ἡ εὐτυχία του δέν εἶναι ἀψεγάδιαστη: δέν βρίσκει πάντα ἕναν πρόθυμο νά τόν ἀκούσει· καί αὐτό πού βαθιά μέσα του βιώνει μέσα στή σιωπή, καλύτερα νά μή τό σκέφτεται.
Ὅσο κι ἄν μᾶς πληροῖ ὁ ἑαυτός μας, ζοῦμε μέσα σέ μιά πικρόχολη ἀνησυχία ἀπό τήν ὁποία θά μπορούσαμε νά ξεφύγουμε μόνο ἄν οἱ ἴδιες οἱ πέτρες, σέ μιά ἔνδειξη σεβασμοῦ καί εὐσπλαχνίας, ἔπαιρναν τήν ἀπόφαση νά μᾶς ἐκφράσουν τόν θαυμασμό τους. Ὅσο παραμένουν σιωπηλές, δέν μᾶς μένει ἄλλο ἀπό τό νά σιγοβράζουμε μέσα στό μαρτύριο καί νά χολοσκᾶμε μέχρι τέλους.
*
Ἄν τό κυνήγι τῆς δόξας γίνεται ὅλο καί πιό λαχανιασμένο, εἶναι ἐπειδή ἔχει ἀντικαταστήσει τήν πίστη στήν ἀθανασία. Ἀναπόφευκτα ἡ ἐξαφάνιση μιᾶς τόσο παλαιάς καί θεμιτῆς χίμαιρας ἄφησε τά πνεύματα σέ σύγχυση∙ δημιούργησε ἐπίσης μιά προσδοκία φρενήρους μορφῆς. Ἕνα εἴδωλο αἰωνιότητας ἀποκλείεται νά τό ἀφήσουμε νά μᾶς προσπεράσει, θά τό ἀναζητήσουμε παντοῦ, σέ κάθε μορφή ἐκτίμησης καί καλῆς φήμης, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τή λογοτεχνία. Ἀπό τότε πού ὁ θάνατος τίθεται σέ ὅλους τούς ζῶντες ὡς ἀπαράβατος ὄρος, ὅλος ὁ κόσμος γράφει. Ἐξ οὗ καί ἡ εἰδωλολατρία τῆς ἐπιτυχίας καί συνακόλουθα ἡ δουλοπρεπής στάση ἀπέναντι στήν κοινή γνώμη∙ μιά ὀλέθρια καί τυφλή δύναμη, μάστιγα τοῦ αἰώνα, μιά πρόστυχη παραλλαγή τοῦ Μοιραίου. Μέ φόντο τήν αἰωνιότητα, ἡ δόξα θά μποροῦσε νά ἔχει κάποιο νόημα∙ δέν ἔχει πλέον σέ ἕναν κόσμο ὅπου βασιλεύει ὁ χρόνος, ὅπου κατά κακήν τύχη ὁ ἴδιος ὁ χρόνος εἶναι ἀπειλούμενος. Τούτη τήν καθολική εὐθραυστότητα, πού τόσο ταλαιπώρησε τούς Ἀρχαίους, τή δεχόμαστε ὡς κάτι τό πρόδηλο, δέν μᾶς ἐντυπωσιάζει οὔτε μᾶς στενοχωρεῖ, καί μέ χαρούμενη καρδιά προσκολλόμαστε στίς βεβαιότητες μιᾶς πρόσκαιρης καί οὐτιδανῆς φήμης. Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι εἶχε κάποιο ἐνδιαφέρον, σέ ἐποχές πού ὁ ἄνθρωπος ἦταν σπάνιος, νά γίνει κανείς γνωστός. Τώρα πού ἔχει εὐτελιστεῖ, δέν ἔχει νόημα κάτι τέτοιο. Πάνω σ’ ἕναν πλημμυρισμένο ἀπό ἀνθρώπινη σάρκα πλανήτη, ποιόν ἀκριβῶς νά περιβάλλουμε μέ τήν ἐκτίμησή μας, ὅταν ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον στερεῖται περιεχομένου καί ὅταν μᾶς εἶναι ἀδύνατο νά ἐκδηλώσουμε ἐν ὅλω ἤ ἐν μέρει αἰσθήματα ἀγάπης γιά τήν ἀνθρωπότητα; Τό νά θέλουμε νά ξεχωρίσουμε εἶναι ἀπό μόνο του ἕνα σύμπτωμα πνευματικοῦ θανάτου. Ἡ φρίκη τῆς δόξας εἶναι ἀπότοκη τῆς φρικαλεότητας τῶν ἀνθρώπων: ἐναλλάξιμοι, δικαιολογοῦν μέ τόν ἀριθμό τους τήν ἀπέχθεια πού νιώθουμε γι’ αὐτούς. Δέν ἀργεῖ ἡ στιγμή πού μόνο μέσα σέ μιά ψυχική κατάσταση χάριτος θά μπορούσαμε, ὄχι βέβαια νά ἀγαπήσουμε τούς ἀνθρώπους, αὐτό εἶναι ἀδύνατο, ἀλλά νά ἀντέξουμε ἁπλῶς τή θέα τους. Τίς ἐποχές πού θεόσταλτες ἐπιδημίες μάστιζαν τίς πόλεις, τό ἄτομο, ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ ἐπιζῶντος, δικαίως ἐνέπνεε τόν σεβασμό: ἦταν ἀκόμα ἕνα ὄν. Τή σήμερον δέν ὑπάρχουν ὄντα, παρά ἕνα σμῆνος ἑτοιμοθάνατων πού στενάζουν κάτω ἀπό τόν ζυγό τῆς μακροζωίας∙ ὅσο πιό καλά ὀργανώνουν τήν ἀγωνία τους, τόσο ἀπεχθέστεροι γίνονται. Τήν προτίμησή μας κερδίζει ἕνα ὁποιοδήποτε ζῶο, ἔστω καί μόνο ἐπειδή τό κυνήγησαν χωρίς ἔλεος αὐτοί πού λεηλάτησαν καί βεβήλωσαν τό κάποτε ἐξευγενισμένο ἀπό τήν παρουσία τῶν ζώων τοπίο. Ὁ παράδεισος εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο περισσότερο τό κατανοοῦμε αὐτό, τόσο λιγότερο δικαιολογοῦμε τή χειρονομία τοῦ Ἀδάμ: περιτριγυρισμένος ἀπό ζῶα, τί ἄλλο δηλαδή νά εὐχόταν; Πῶς καί παραγνώρισε τήν εὐτυχία πού συνιστᾶ τό νά μήν χρειάζεται νά ἀντιμετωπίζουμε κάθε στιγμή τούτη τήν χαραγμένη στήν ὄψη μας ἐπαίσχυντη κατάρα; Πρίν τήν ἔκλειψη τοῦ εἴδους μας ἡ γαλήνη δέν εἶναι νοητή∙ ἄς πάψουμε στό μεταξύ νά βασανίζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον γιά μικροπράγματα, ἄς στρέψουμε τό βλέμμα μας ἀλλοῦ, σέ ἐκεῖνο τό κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας πού κανείς δέν μπορεῖ νά τό ἀδράξει. Ἀλλάζουμε ὀπτική γωνία γιά τά πράγματα ὅταν, ἀναμετρώμενοι μέ τήν πιό ἐχέμυθη μοναξιά μας, ἀνακαλύπτουμε ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλη, πέρα ἀπό τά βάθη τοῦ ἑαυτοῦ μας, πραγματικότητα, ὅτι ὅλα τά ἄλλα εἶναι φενάκη. Ἅπαξ καί κατανοήσετε σέ βάθος αὐτή τήν ἀλήθεια, τί μποροῦν τότε οἱ ἄλλοι νά σᾶς προσφέρουν πού δέν τό ἔχετε ἤδη, τί μποροῦν ἐπίσης νά σᾶς ἀποσπάσουν πού θά σᾶς στενοχωροῦσε ἤ θά σᾶς ταπείνωνε; Δέν νοεῖται χειραφέτηση δίχως θρίαμβο πάνω στήν ντροπή καί στό φόβο τῆς ντροπῆς. Ὁ νικήσας τίς ἐμφάνειες, ὄντας πλέον γιά πάντα ἀδελέαστος ἀπό αὐτές, ἔχει τήν ὑπεροχή ὄχι μόνο ἀπέναντι στήν ἐθιμοτυπική ἀπόδοση τιμῶν, ἀλλά καί ἀπέναντι στήν τιμή καθεαυτή. Δέν θά δώσει τήν παραμικρή σημασία στήν περιφρόνηση τῶν ὁμοίων του, θά βαδίσει ἀνάμεσά τους μέ τήν περηφάνια ἑνός ἀπαξιωμένου θεοῦ…
*
Σάν νά φεύγει ἀπό μέσα μας ἕνα βάρος, ὅταν νομίζουμε ὅτι δέν μᾶς ἀγγίζει οὔτε ὁ ἔπαινος οὔτε ὁ ψόγος, ὅταν δέν μᾶς νοιάζει πλέον νά φανοῦμε καλοί ἤ κακοί στά μάτια τῶν ἄλλων. Παράξενη ἀνακούφιση, πού στίζεται ἀπό στιγμές θλίψης, λύτρωσης καί δυσφορίας συνάμα. Ὅσο ξεσκολισμένοι κι ἄν εἴμαστε στήν ἀποστασιοληψία, δέν ἔχει μολαταῦτα ξεκαθαρίσει τό πράγμα μέ τήν ἐπιθυμία γιά τή δόξα: πετάει ἀκόμα ἡ καρδιά μας ἤ μένουμε ἐντελῶς ἀσυγκίνητοι ἀπέναντί της; Ἡ πιό πιθανή ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἔχει λουφάξει, ὅτι συνεχίζει νά μᾶς κατατρώει χωρίς νά τό ξέρουμε. Θριαμβεύουμε πάνω της μόνο σ’ ἐκεῖνες τίς στιγμές ἀπόλυτης ἀθυμίας ὅπου οὔτε οἱ ζῶντες οὔτε οἱ τεθνεῶτες βρίσκουν κάποια ἀναγνώριση μέσα μας… Τίς ὑπόλοιπες στιγμές τά πράγματα εἶναι λιγότερο ἁπλά, διότι ὅσο ἐπιθυμοῦμε, ἐπιθυμοῦμε υπόρρητα τή δόξα. Ἀκόμα καί ἀπομαγευμένοι, τήν ἔχουμε καημό, ἀφοῦ ἡ λαχτάρα μας γι’ αὐτήν ἐπιζεῖ τῆς ἐξαφάνισης ὅλων τῶν ἄλλων. Ὅποιος τήν ἔχει πλήρως γευτεῖ, ὅποιος ἔχει κολυμπήσει μέσα της, ποτέ δέν θά μπορέσει νά τήν ξεπεράσει∙ μήν μπορώντας δέ νά τήν κρατήσει γιά πάντα, θά νιώσει πικρία, θά γίνει αὐθάδης καί νωθρός. Ἡ δόξα κερδίζει σέ λαμπρότητα ἀπό τίς ἐλλείψεις μας: ὅσο μεγαλύτερες τόσο περισσότερο μᾶς ἑλκύει∙ τό κενό μέσα μας τήν κλητεύει∙ κι ὅταν δέν ἀνταποκρίνεται, συμβιβαζόμαστε μέ τό ὑποκατάστατο τῆς κακοφημίας. Προσβλέπω σέ αὐτή σημαίνει ὅτι κονταροχτυπιέμαι ἀνώφελα μέσα στό ἀνεπίλυτο: πασχίζω νά νικήσω τόν χρόνο διά τοῦ χρόνου, νά διαρκέσω μέσα στό ἐφήμερο, νά κατορθώσω τό ἀκατάστρεπτο διαμέσου τῆς ἱστορίας καί, σ’ ἕνα μεσουράνημα γελοιότητας, νά χειροκροτηθῶ ἀπό ἐκείνους ἀκριβῶς πού βδελύσσομαι. Ἡ ἀτυχία μας ἔγκειται στό ὅτι τό μόνο πού βρήκαμε γιά νά ἀναπληρώσουμε τήν ἀπώλεια τῆς αἰωνιότητας εἶναι τούτη ἡ ψευτιά, ἡ θλιβερή τούτη ἔμμονη ἰδέα, ἀπό τήν ὁποία μόνο ὁ ἐμφυτευμένος μέσα στό εἶναι ἄνθρωπος θά μποροῦσε νά γλιτώσει. Ποιός ὅμως δύναται νά ἐγκατασταθεῖ μόνιμα μέσα στό εἶναι, ὅταν αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό ἀνθρωπίνως ἀδύνατο;
*
Πιστεύω στήν Ἱστορία σημαίνει ὅτι ἐποφθαλμιῶ τό δυνητικό, σημαίνει ὅτι δέχομαι ἀξιωματικά τήν ποιοτική ἀνωτερότητα τοῦ ἐπικείμενου ἔναντι τοῦ ἄμεσου, ὅτι διαβλέπω στήν πλουτοφορία τοῦ γίγνεσθαι τήν ἱκανότητα νά καταστήσει τήν αἰωνιότητα περιττή. Ἀφ’ ἧς στιγμῆς πάψω νά πιστεύω σέ αὐτήν, ὅλα τά συμβαίνοντα εἶναι ἀμελητέας ἐπιρροῆς. Τό ἐνδιαφέρον μας τότε συγκεντρώνεται στά ἄκρα τοῦ Χρόνου, ὄχι τόσο στίς ἀπαρχές ὅσο στήν ἀποπεράτωσή του, στήν ἀνάλωσή του, σέ αὐτό πού θά ἀκολουθήσει, ὅταν θά σβήσει ἡ δίψα γιά τή δόξα καί συνακόλουθα κάθε ἀγωνιώδης προσδοκία, ὅταν λυμένος ἀπό τήν παρόρμηση πού τόν ὠθοῦσε συνεχῶς πρός τά ἐμπρός καί ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν περιπέτειά του, ὁ ἄνθρωπος θά δεῖ νά ἀνοίγεται μπροστά του μιά ἐποχή χωρίς ἐπιθυμία. Ἐφόσον ἡ ἀνάκτηση τῆς ἀρχέγονης ἀθωότητας εἶναι ἀπαγορευμένη, μποροῦμε στόν ἀντίποδα νά συλλάβουμε μέ τόν νοῦ μας μιάν ἄλλη, τήν ὁποία θά προσπαθήσουμε νά προσπελάσουμε χάρη σέ μιά γνώση χωρίς διαστροφή, ἐξαγνισμένη ἀπό τίς συνέπειες τῶν ἐλαττωμάτων της, βαθιά ἀλλαγμένη, «μετανοημένη». Μιά τέτοια μεταμόρφωση ἰσοδυναμεῖ μέ τήν κατάκτηση μιᾶς δεύτερης ἀθωότητας, ἡ ἀπρόβλεπτη ἄφιξη τῆς ὁποίας μετά ἀπό χιλιετίες ἀμφιβολίας καί διαύγειας θά πλεονεκτοῦσε ἔναντι τῆς πρώτης, διότι δέν θά ξεγελιόταν ἀπό τά παλιοκαιρισμένα τώρα πιά θέλγητρα τοῦ Ὄφεως. Ἡ συντελούμενη ἀποσύνδεση γνώσης καί πτώσης σημαίνει ὅτι ἡ πράξη τῆς γνώσης δέν κολακεύει πλέον τή ματαιοδοξία κανενός, καμιά ἔτσι δαιμονική εὐχαρίστηση δέν συντρέχει τήν ἐπιθετική ἀδιακρισία τοῦ πνεύματος. Καί θά φερόμασταν σάμπως νά μήν εἴχαμε παραβιάσει κανένα μυστικό, θά παρακολουθούσαμε ἀμέτοχοι τρόπον τινά τίς ἐπιχειρήσεις μας, ἄν ὄχι μέ κάποια περιφρόνηση. Λίγο πολύ, θά ἦταν σάν νά ξεκινούσαμε τή Γνώση ἀπό τήν ἀρχή, ἤγουν μιάν ἄλλη Ἱστορία, πού θά εἶχε ἀποσείσει ἀπό πάνω της τό βάρος τῆς ἀρχαίας κατάρας καί ὅπου θά μᾶς δινόταν ἡ εὐκαιρία νά ξαναβρούμε ἐκεῖνο τό θεϊκό σημάδι πού φέραμε πρίν ἀπό τή ρήξη μέ τήν ὑπόλοιπη δημιουργία. Δέν τό μποροῦμε νά ζοῦμε μέ τό αἴσθημα ὅτι ἔχουμε διαπράξει ἕνα τόσο βαρύ παράπτωμα οὔτε μέ τή σφραγίδα τῆς ἀτιμίας σέ κάθε μας ἐγχείρημα. Ἄν ἡ διαφθορά μᾶς σπρώχνει νά βγοῦμε ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἄν μᾶς καθιστά ἀποδοτικούς καί δημιουργικούς, ἡ βιασύνη μας νά παράγουμε μᾶς ξεσκεπάζει πλήρως. Γιά ποιό λόγο ἄραγε τά ἔργα μας νά συνιστοῦν μιά ἀψευδή ἐναντίον μας μαρτυρία, ἄν ὄχι ἐπειδή πηγάζουν ἀπό τήν ἀνάγκη μας νά καμουφλάρουμε τήν κατάπτωσή μας, νά ἐξαπατήσουμε τούς ἄλλους, πρωτίστως ὅμως ἐμᾶς τούς ἴδιους; Σοβεῖ μέσα στό ποιεῖν ἕνα ἀρχικό κατασκευαστικό ἐλάττωμα, ἀπό τό ὁποῖο τό εἶναι μοιάζει ἀπαλλαγμένο. Ἄν κάθε τι πού ἐπιτυγχάνουμε τό χρωστᾶμε στήν ἀπώλεια τῆς ἀθωότητας, τότε μόνο μέσα ἀπό τήν ἀποκήρυξη τῶν πράξεών μας καί τήν ἀπέχθεια τοῦ ἑαυτοῦ μας μποροῦμε νά λυτρωθοῦμε.
[*]Ναπολέων, γράμμα στήν Ἰωσηφίνα, Μάρτιος 1807.
*
*
*
