*
Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς βραδιᾶς, μερικοὶ δεῖκτες τῆς μακρᾶς διαδρομῆς τοῦ Γιάννη Πατίλη, ἑπτὰ ποιήματα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ὁ ἴδιος ἔχει ἐπιλέξει γιὰ νὰ ἀκουστοῦν ἀπόψε στὸ Θέατρο Κυδωνία. Ὁ τίτλος «Ἀπὸ τὴν Χούντα στὴν Woke ἐποχή» εἶναι ἐπίσης δικὀς του.
~.~
ΘΑ ΡΘΩ ΚΑΘΕΤΩΣ
Σκοτάδι ἀπόψε
κι ὁ δρόμος ποὺ μοῦ δείξανε
χαράδρα ἀτέλειωτη.
Εἶναι μιὰ λύση νὰ τραβᾶς ἀπὸ ψηλὰ
ἀπ’ τὶς ταράτσες.
Κάτου δὲν ξέρεις
τί μπορεῖ νὰ σοῦ κυλήσει
ἄνθρωπος θά ‘ναι, εἴδηση…
Τέλος εἶπαν πὼς «κάτου» θὰ λογαριαστοῦνε
δῶσαν τὰ σχέδια –
μὰ τούτη ἡ περιπλάνηση μὲ κούρασε.
Βαρέθηκα τὰ ὁριζοντίως
αὐτὴ τὴν εἰρωνικὴ συνύπαρξη,
τὴν εὐθυγράμμιση.
Λοιπὸν θὰ στρίψω
θὰ ρθῶ καθέτως
καθέτως στὴν πόρτα σας
στὴν καρδιά σας
σὰ σφαίρα, σὰν εἴδηση…
Καθέτως.
1970
~.~
ΣΤO ΒΟΘΡΟ ΤHΣ ΝΙΚΗΣ Ι.
Περπατοῦσα στὴν παραλιακὴ λεωφόρο
κοντὰ στὴ διαστρεβλωμένη θάλασσα
μέσα στὸ ἔκδοτο ἡλιοβασίλεμα ἀγνοώντας
τὰ ἐλευσίνια μυστήρια τῶν πετρελαίων.
Ἀνοικοδομήσιμα τὰ θεοβάδιστα τοπία
φιλοπρόοδα τσιμέντα ἀνηφορίζαν σκαλωσιές
μικρὲς φωτιὲς καταναλῶναν τὰ σκοτάδια.
Κανένας δὲν χτίζει στὴ φιλοσοφία
στὴν ποίηση τὸ ἀκατασκεύαστο κουνουπίδι
κανένας κυκλοθυμικὸς μηχανικὸς
ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σκοτώνουνε τὰ κεραμίδια.
Στρώνουμε τραπέζι στὸν πυθμένα τῆς νύχτας
καὶ ζητᾶμε ἀπὸ τὰ ὄνειρα ἀποδείξεις
κουκουλωμένοι τὴν ὑστεροφημία μένουμε γυμνοὶ
ἀγνοώντας τὸ σοφὸ ὕφασμα τῆς ἀγάπης.
Περπατοῦσα στὴν παραλιακὴ λεωφόρο
ἀναβλύζοντας μιὰν ἄλλη ἀκταιωρία
στὰ χρόνια ποὺ καταργήσανε τὴν ὕπαιθρο
καὶ τὰ τέσσερα πόδια τῆς καρέκλας.
1977
~.~
ΤΙ ΔΙΔΑΣΚΕ Ο ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΙΣΑΡΑ
Μὲ τοὺς πράσινους οὔτε οὔτε μὲ τοὺς βένετους·
μὲ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ μὲ τὸν παγωμένο ἀέρα,
τὸ ἀνοιχτὸ μανιφέστο τῆς θάλασσας προσυπογράφω,
μὲ τὰ πρόσωπα ὅλα ὅσο πιὸ μαῦρα καὶ τυραγνισμένα
μὲ ὅλους ὅσους ἀνασαίνουν μὲ τὴ μύτη καὶ τὸ στόμα.
1980
~.~
ΜΕΤΑ(ΤΟ)ΜΟΝΤΕΡΝΟ
(Στὸν Ἀνδρέα Ἐμπειρίκο κ.λπ.)
῞Οταν ἠκούσθη
Τὸ Ἢ τώρα ἢ ποτέ!
῞Ολοι ποτέ! ἐφώναξαν
Σκύβοντας τὰ κεφάλια τους ξανὰ
Στὶς ἐργασίες των.
1989
~.~
ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΑ 2008
Δόξα στὸν Φερδινάνδο Γρηγορόβιο
ποὺ τόσο αὐτὴν τὴν πόλη εἶχε ἀγαπήσει
ὥστε ἀπὸ τὴν φερώνυμή του τώρα ὁδὸ
ποὺ ξεφυλλίζω τοῦ 1908 ἕναν Νουμᾶ
τὴ δόξα τῆς ‘Αρβανίτικης φυλῆς νὰ νοσταλγῶ
Ἦταν ὡραῖοι οἱ ὀχτὼ δέκα ‘Αρβανίτες
μὲ τὴ λεβέντικη κορμοστασιά τους
καὶ μὲ τὴν ἐθνική τους φορεσιὰ
τὴ νύχτα ἐκείνου τοῦ Σεπτέμβρη
στοὺς καφενέδες τῆς ῾Ομόνοιας
ποὺ σήκωσαν στοὺς παριστάμενους Ρωμιοὺς
καὶ θαυμασμὸ καὶ φθόνο
γιατὶ ἡ ἀρβανίτικη φυλὴ κρατιέται νιὰ ἀκόμη
ἐνῶ ἡ δική μας δείχνει σὰ νὰ γέρασε
ἔτσι στὶς μπύρες ἕνα γύρο ἀραγμένη
ἢ πλάι στὶς ἅμαξές της ξαπλωμένη ὅταν περνᾶ
Κι ὅποιος τὰ τρία Φεῖ τους μελετοῦσε
Φερσίματα Φυσιογνωμίες Φορεσιές
ἔφτανε σύντομα σ’ ἀπελπισία μαύρη
ποὺ θά ‘θελε ἕναν ὁλόκληρο αἰώνα
νὰ θεραπευθεῖ ξανὰ κοιτώντας
καὶ στὴν ῾Ομόνοια κι ἐδῶθε στὰ Πατήσια
ὥστε ἐπιτέλους νὰ πεισθεῖ:
(ὅσοι δὲν εἶναι μαῦροι)
εἴμαστε ὅλοι πλέον Ἀλβανοί
2012
~.~
AΤΤΙΚEΣ ΝΥΧΤΕΣ ΤΟY CAPITAL CONTROL
(f-art for the moon)
Καλά! Μόνον ἐσὺ μᾶς ἔλειπες Φεγγάρι!
Μὲ τὸ βουβό σου νὰ μᾶς πρήζεις τεριρὲμ
νύχτα ποὺ στήνουμε οὐρὲς στὰ ATM
μήπως μᾶς στάξουν ἕνα ἀκόμη πενηντάρι.
Τὸ λαμπερό σου τὸ μελόδραμα σνομπάρει
αὐτὰ ποὺ θὰ πληρώσουμ’ ὅλοι μας, γιαρέμ,
Ναιναῖδες καὶ ‘Οχιὲς, σοφοὶ τῆς νύχτας, ποὺ ἔμ!
ξεχνοῦν: ὁ καναπὲς δὲν βγάζει παλικάρι!
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ’ ἀρέσαν
εἶπε τὸ Νόμπελ, κι ἐγὼ λέω οὔτε μία
πάνω ἀπ’ αὐτούς, φταῖχτες καὶ μή, ποὺ δὲν μπορέσαν,
ἀπὸ μυαλὰ ποὺ ἀδειάσαν πρὶν ἀπ’ τὰ ταμεῖα.
Φεγγάρι, δίνε του, γιὰ ποίηση δὲν κάνεις
ψυχρὸ ἀργύριο σ’ ἀνάργυρους σὰν κλάνεις!
31 Ἰουλίου 2015, νύχτα πανσελήνου
~.~
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ
ἢ
ΟΛΑ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ
Σᾶς καλωσορίζουμε ὅλους, ὅλες καὶ ὅλα
Νέα Ἀριστερά, σ.ἔ. 2024
Δῶσε, θεέ μου, πρὶν νὰ φύγω νὰ τὶς δῶ
τὶς τουαλέτες μὲ τὸ ΟΛΟΙ, ΟΛΕΣ κι ΟΛΑ
ποὺ δικαιώνουν τόσα χρόνια ὀνειροπόλα
νὰ πῶ πὼς ἄσκοπα δὲν ἔφτασα ὣς ἐδῶ,
ξεπεταρούδι σὰν νὰ γλυκοκελαδῶ
τὰ φοιτητὰ καθὼς περνοῦν τ’ ἀραξοβόλα
σὲ μιὰ Κατάληψη ἀτέλειωτη ἡ γαμιόλα
ποὺ θὰ τὴν ζήλευε ὡς κι αὐτὸς ὁ ἐξαπεδῶ.
Γιὰ μιὰ φορὰ ν’ ἀφήσω τὸν Ἑσπερινό,
στὰ μασελάκια τὰ δυὸ δόντια μου νὰ κρύψω
καὶ νά ‘μαι πάλι στὸ σινὲ Χειμερινὸ
στὴν τρίτη πόρτα μὲ τὸ ΟΛΑ του νὰ στρίψω
μὴν καὶ τὴν πέσω σὲ ξεμείνη μαῦρο κρῖνο
ὅσο ἀκόμη τὸ λαλάει τὸ κλαρῖνο.
2024
**
*
*
