Τὰ ἐρωτικὰ σονέτα τῆς Λουίζας Λαμπὲ

*

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ἀπὸ τὸ βιβλίο
Λουίζα Λαμπέ, Τὰ ἐρωτικὰ σονέτα,
Μετάφραση – Εἰσαγωγὴ – Ἐπίμετρο Ξάνθος Μαϊντᾶς,
Νίκας, Ἰούλιος 2024.

Ποιοὶ λόγοι συντρέχουν ὥστε σημερινοὶ ἀναγνῶστες, ἀφοσιωμένοι στὴν ποίηση, νὰ στρέψουν τὸ φιλέρευνο βλέμμα τους καὶ νὰ σταθοῦν μὲ προσήλωση στὰ σονέτα καὶ τὶς ἐλεγεῖες, ἢ στὸ φιλοσοφικὸ ἔργο μιᾶς σχεδὸν ξεχασμένης ποιήτριας τοῦ 16ου αἰῶνα, ποὺ κάποτε δικαίως τῆς εἶχε δοθεῖ ὁ πολὺ τιμητικὸς τίτλος τῆς Λυωνέζας Σαπφῶς; Θὰ ἀποπειραθῶ νὰ δώσω, σὲ ὅ,τι ἀκολουθεῖ στὸν παρόντα τόμο, μιὰ ἀπάντηση γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἔργου τῆς Λουίζας Λαμπέ, γιὰ τὴν διαχρονικότητά του καὶ ἄρα γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀγγίζουν, συγκινοῦν καὶ ἴσως συγκλονίζουν τὸν σημερινὸ ἀναγνώστη. Θὰ τὸ ἐπιχειρήσω ἔχοντας μεταφράσει στὰ ἑλληνικὰ τὰ εἴκοσι τέσσερα ἐρωτικὰ σονέτα της, ποὺ παρουσιάζονται στὸ πρῶτο μέρος ἀντικρυστὰ μὲ τὰ πρωτότυπα, καὶ μὲ τὸ ἐπίμετρο ποὺ ἀκολουθεῖ στὸ δεύτερο μέρος. Στὸ τελευταῖο ἀκολουθῶ τὸ ἔργο τῆς Γαλλίδας ποιήτριας, στὰ χρόνια τῆς Γαλλικῆς Ἀναγέννησης, τότε ποὺ σημαντικοὶ ἄνθρωποι, ὅπως ὁ Ραμπελαί, ὁ Μονταίνιος καὶ ὁ Ρονσάρ, ἔβγαζαν τὴν γαλλικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὴν χαοτική της Βαβυλωνία καὶ στὴ Λυὼν μεσουρανοῦσε ἡ «Πλειάδα» τῶν γαλλικῶν γραμμάτων. Ἀκολουθεῖ ἡ σύντομη σκιαγράφηση τῆς ποίησης ποὺ προηγήθηκε τῆς Λ. Λαμπὲ καθώς καὶ τῆς ποίησης ποὺ ἕπεται χρονικάτοῦ ἔργου της. Γιὰ νὰ φανοῦν οἱ ἐπιδράσεις ποὺ δέχτηκε, ἀλλὰ κυρίως νὰ δειχθεῖ πόσο προχώρησε καὶ ξεχώρισε μὲ τοὺς δικούς της ποιητικοὺς δρόμους. Ἡ ποίησή της, κατεξοχὴν ἐρωτική, ἄφηνε πίσω της τὴν θρησκευτικὴ ἀλληγορία, τὸν φόβο καὶ τὴν ἐνοχὴ ποὺ διαπερνοῦσαν τὸ ἔργο ἀκόμη καὶ σύγχρονών της ποιητῶν. Καὶ μετέγραφε τὸ ἐρωτικὸ πάθος, τοὺς πόνους καὶ τὰ βάσανα σὲ πειθαρχημένο σονέτο ἢ ἐλεγεῖα, ἀπ’ ὅπου συχνὰ ξεπετάγονταν ἕνα παιγνιῶδες τρέμουλο ἢ καὶ τραύλισμα δημιουργῶντας ἕναν περίτεχνο ἑλιγμὸ ποὺ ἔδινε ξεχωριστὴ κατάληξη στὸ ποίημα καὶ ἐπιθυμητὴ δικαίωση στὴν μαχητικὴ ποιήτρια. Καὶ ὅλα αὐτὰ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ δὲν τὸ εἶχε σὲ τίποτα νὰ ἐξυβρίσει καὶ νὰ τιμωρήσει σκληρὰ τὸ θάρρος καὶ τὴν γενναιότητα, ἰδιαίτερα ἂν προέρχονταν ἀπὸ γυναῖκα καὶ μάλιστα ποιήτρια.

Ἡ μετάφραση τοῦ ποιητικοῦ λόγου, ἰδιαίτερα τοῦ σονέτου, ἀποτελεῖ ξεχωριστὴ δοκιμασία γιὰ τὸν μεταφραστή, ἴσως μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν τῆς δημιουργίας ἑνὸς πρωτότυπου ποιήματος, γιατί ἐνῷ σ’ αὐτὸ ὁ ρυθμὸς καὶ ἡ ρίμα εἶναι ἱκανὲς νὰ ἀναπτύξουν ἢ καὶ νὰ δημιουργήσουν τὸν νοηματικὸ λόγο καὶ τελικὰ νὰ ὁδηγήσουν στὸ ποίημα, ὅπου ἡ μορφὴ ἔχει κινήσει τὰ νήματα τῆς ποιητικῆς δημιουργίας, στὴν μετάφραση ἡ μορφὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει ἢ νὰ παραποιήσει τὸν λόγο ποὺ εἶναι δεδομένος ἀπὸ τὸ πρωτότυπο. Συνεπῶς εἶναι ἐκεῖ ποὺ μορφὴ καὶ λόγος ὄχι μόνο ἀλληλοεπιδροῦν καὶ συνεργάζονται, ἀλλὰ ἀνταγωνίζονται μεταξύ τους, γιὰ τὴν ἀκρίβεια χτυπιοῦνται καὶ ἀποζητοῦν λύσεις. Δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις πιστὴ μετάφραση, ἐπειδὴ τότε χάνοντας τὴ μορφὴ ἔχεις χάσει τὸ ποίημα. Ἴσως χρειάζεται νὰ ἀντικρίσεις χωρὶς μικροσκόπιο, ἀπὸ μεγαλύτερη ἀπόσταση, τὸν λόγο, καὶ ξεχωρίζοντας φράσεις νὰ ἐπιμείνεις, ἐνῷ τὴν ἴδια στιγμὴ μπορεῖ ν’ ἀναγκαστεῖς νὰ γυρίσεις τὴν πλάτη σὲ λέξεις. Μὰ ἂν αἰσθανθεῖς, ἔστω πρὸς στιγμή, πὼς ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ ἔργο, νὰ ἐπανέρχεσαι καὶ νὰ διορθώνεις, μέχρις ὅτου κάτι φανεῖ στὴν μετάφραση ποὺ προσφέρει σχετικὴ ἱκανοποίηση. Χωρὶς ποτὲ νὰ λησμονήσεις τὶς σοφὲς παρακαταθῆκες ποὺ μᾶς ἔχει ἀφήσει ὁ Ἰγκὸρ Στραβίνσκυ:

«Ὅσο περισσότερους περιορισμούς, ὅρια καὶ ἐπεξεργασία ὑφίσταται ἡ τέχνη, τόσο περισσότερο ἐλεύθερη εἶναι […] Ἂν μοῦ ἐπιτρέπονται ὅμως τὰ πάντα, καὶ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ἂν δὲν μοῦ ἀπαγορεύεται τίποτα, τότε κάθε προσπάθεια εἶναι ἀδιανόητη, τότε δὲν μπορῶ νὰ βασιστῶ σὲ τίποτα. Κατὰ συνέπεια ὅ,τι καὶ νὰ κάνω εἶναι μάταιο».

Ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν ὅλα αὐτά, ἢ καλύτερα ἀντιμέτωπος μὲ ὅλα αὐτὰ στὴν πορεία καὶ σὲ κάθε βῆμα τῆς μεταφραστικῆς προσπάθειας, εἶναι ἴσως ἀναγκαῖο νὰ δηλώσω εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ποιὲς ἦταν οἱ δικές μου «ἐκπτώσεις» ἀπὸ τοὺς ἀπαιτούμενους περιορισμούς. Μετέγραψα λοιπὸν τὸν γαλλικὸ δεκασύλλαβο στίχο τῆς Λαμπὲ μὲ ἰαμβικοὺς ὀξύτονους δωδεκασύλλαβους καὶ παροξύτονους δεκατρισύλλαβους στίχους· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο προέκυψε αὐθόρμητα εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ σταδιακὰ καθιερώθηκε. Φυσικὰ ἔχουν κρατηθεῖ σκόρπιοι δεκατετρασύλλαβοι καὶ δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι, ἀπαραίτητες ἐκτροπές -πλὴν ἐλάχιστες- ποὺ ἐπέβαλε ἡ αὐστηρότητα τοῦ μέτρου, στὴν ὁποία ἔδωσα μεγαλύτερο βάρος. Ἐπίσης, ἡ ρίμα τῆς πρώτης στροφῆς διαφέρει ἀπὸ αὐτὴν τῆς δεύτερης κάνοντας ἔτσι ἕνα βῆμα λίγο πέρα ἀπὸ τὸ πετραρχικὸ σονέτο τοῦ πρωτότυπου. Τὸ ἔκρινα σκόπιμο, ἐπειδὴ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο θέλησα νὰ δώσω μιὰ καλύτερη πνοὴ στὴν ἑλληνικὴ ἐκδοχή. Πράγματι, ὅλες οἱ ἀπόπειρες γιὰ νὰ κρατηθεῖ ἡ ἴδια ρίμα στὶς δύο τετράστιχες στροφὲς τοῦ σονέτου αἰσθανόμουν ὅτι πίεζαν ἀσφυκτικὰ τὸν στίχο. Μάλιστα αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ βασικὴ αἴσθηση ποὺ εἶχα ἀποκομίσει ὅταν διάβασα τὴν ἐξαιρετικὴ μετάφραση τῶν 24 σονέτων τῆς Λ. Λαμπὲ ἀπὸ τὸν Κούλη Ἀλέπη. Σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς δουλειᾶς του ἡ ἐπαναλαμβανόμενη στὶς δύο πρῶτες στροφὲς ρίμα πίεζε ἢ καὶ ἔπνιγε τὸν στίχο. Ἴσως αὐτὰ εἶναι τὰ μόνα σημεῖα, κατὰ τὴ γνώμη μου, ποὺ ἀποκλίνουν ἀπὸ τὸ σονέτο της Λαμπὲ καὶ ποὺ θέλω νὰ τονίσω. Τελικά, ὅταν ἔφτασε ἡ στιγμὴ καὶ παρέδωσα τὰ 24 σονέτα γιὰ τὸ ἕβδομο τεῦχος τοῦ Νέου Πλανοδίου, ὅπου πρωτοδημοσιεύτηκαν, διαπίστωσα μὲ ἱκανοποίηση ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν λέξεων ποὺ εἶχα χρησιμοποιήσει γιὰ τὸ σύνολο τῶν σονέτων στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ξεπερνοῦσε μόλις κατὰ 45 τὴν ἀντίστοιχη τοῦ πρωτότυπου (2375 στὴν ἑλληνική, 2330 στὸ πρωτότυπο). Δηλαδή, σὲ κάθε σονέτο τῶν 97 περίπου λέξεων ἡ ἑλληνικὴ ἐκδοχή του εἶχε ξεφύγει μόλις κατὰ 2 λέξεις ἐπιπλέον.

Ξεκίνησα τὴν μελέτη καὶ τὴν μεταγραφὴ τῶν σονέτων τῆς Λ. Λαμπὲ στὰ ἑλληνικὰ μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ συμπτώσεων. Ἔτυχε καὶ διάβασα σὲ καλὴ μετάφραση τὸ ποίημα τοῦ Κάτουλου «Carmen V», καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ γνώρισα ἀμετάφραστο τὸ 18ο σονέτο τῆς Γαλλίδας ποιήτριας. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐρωτικὰ σονέτα τῆς Ἀναγέννησης. Ἡ πρώτη διαπίστωση, στὴν κυριολεξία ἔκπληξη, ἦταν ἡ τόλμη αὐτῆς τῆς ποιήτριας ποὺ συναγωνίζονταν στὰ φιλιὰ ποὺ ἔδινε μέσα ἀπὸ τοὺς στίχους της ἀκόμη καὶ τὸν Κάτουλο. Τέσσερα στὸ τέταρτο στίχο τοῦ συγκεκριμένου σονέτου κι ἄλλα δέκα φιλιὰ στὸν ἕκτο. Αὐτὰ ἦταν ὅλα καὶ ὑπερτεροῦσαν σὲ ἐρωτικὴ καὶ ποιητικὴ ἀξία τῶν ἑκατοντάδων τοῦ Λατίνου ποιητῆ. Ἦταν 14 ὅσοι καὶ οἱ στίχοι τῶν σονέτων της. Ναί, ἡ Λουίζα Λαμπέ –τὸ συμπέρασμα ἔβγαινε ἀβίαστα– εἶχε κάνει τὰ φιλιά της καὶ τὸν ἐρωτικό της σπαραγμὸ στίχο καὶ τὴν ἐρωτική της ζωὴ σονέτο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πρώτη ἐπικοινωνία μὲ τὴν Γαλλίδα ποιήτρια ἦταν ἀδύνατο νὰ ὑπάρξει πειρασμός, δυσκολία ἢ κόπος ποὺ νὰ μ` ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν προσπάθεια μετάφρασης τῶν σονέτων της στὰ ἑλληνικά. Κι ἐνῷ εἶχα προχωρήσει στὴν μετάφραση, ἦρθα σὲ ἐπαφὴ μὲ προηγούμενες ἐργασίες ποὺ ἀγνοοῦσα. Τὸ 1948 στὸ 493ο τεῦχος τῆς Νέας Ἑστίας ὁ ποιητὴς καὶ φιλόλογος Κούλης Ἀλέπης δημοσιεύει μεταφρασμένα ἑπτὰ σονέτα τῆς Γαλλίδας ποιήτριας, ἐνῷ τὸ 1961 σὲ ἕνα μικρὸ τόμο μὲ ὀλιγοσέλιδο σχολιασμὸ δημοσιεύει τὸ πλῆρες σῶμα τῶν 24 σονέτων της. Σχεδὸν ξεχασμένος σήμερα ὁ ἄξιος ποιητὴς καὶ μεταφραστὴς Κούλης Ἀλέπης. Ξεχασμένο ὅμως καὶ τὸ πόνημά του. Μόνον σὲ κάποια παλαιοπωλεία, στὶς στοῖβες τῶν σπάνιων βιβλίων, ἴσως περιμένει τὸν ἀναγνώστη του. Συλλογίστηκα τὴν δική μου μετάφραση· τὴν ἀναγκαιότητά της. Καὶ ἔδωσα συνέχεια στὴν ἐργασία πρῶτα-πρῶτα γιὰ συναισθηματικοὺς λόγους. Ἤμουν πλέον δεμένος μὲ τὸ ἔργο. Ὡστόσο, στὰ 75 χρόνια ποὺ ἔχουν παρέλθει ἀπὸ τὴν πρώτη ἐν Ἑλλάδι δημοσίευση μεταφρασμένων σονέτων της Λαμπὲ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει διαφοροποιηθεῖ αἰσθητὰ καὶ ἀκόμη ἐντονότερα ὁ ποιητικὸς λόγος. Συνεπῶς, μιὰ νέα μετάφραση θὰ εἶχε νὰ προσφέρει. Ἐκτὸς λοιπὸν ἀπὸ τὶς γαλλικὲς ἐκδόσεις τῆς Λαμπέ, καταγεγραμμένες στὴν δέκατη θέση τῶν σημειώσεων τοῦ παρόντος τόμου, κράτησα ὡς βιβλίο ἀναφορᾶς τὰ 24 σονέτα τοῦ Κ. Ἀλέπη, ἀλλὰ καὶ τὴν μεταγενέστερη ἐλευθερόστιχη μετάφρασή τους ἀπὸ τὴν Ἡρὼ Τσαρνά. Σκοπός μου ἦταν νὰ ἀκούσω καλὰ τὸν λόγο καὶ τὸν ἦχο τους σὲ ἀντιπαράθεση καὶ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὸν δικό μου λόγο καὶ ἦχο.

Λόγος ἐρωτικὸς ἡ ποίηση τῆς Λουίζας Λαμπὲ κατατίθεται στὸν παρόντα τόμο ἔτσι ὥστε ὁ ἀναγνώστης νὰ γνωρίσει τὰ μεταφρασμένα σονέτα της μαζὶ μὲ τὰ πρωτότυπα. Πρῶτα λοιπὸν νὰ σταθεῖ στὸ κύριο σῶμα, νὰ ἀπολαύσει, νὰ κρίνει καὶ νὰ ἀναρωτηθεῖ. Εἶναι λοιπὸν τὰ σονέτα τῆς Γαλλίδας ποιήτριας ἱκανὰ νὰ μᾶς συνεγείρουν καὶ σήμερα; Ἀντὶ τῆς δικῆς μου γνώμης, καὶ πρὶν φτάσουμε στὸ ἐπίμετρο ποὺ ἀκολουθεῖ στὸ δεύτερο μέρος, παραθέτω τὴν ἄποψη τοῦ Π. Κανελλόπουλου γιὰ τὴν Λουίζα Λαμπέ:

«Τὸ πολὺ νέο στὴν ποίηση τῆς ὡραίας κόρης τῆς Λυὼν βρίσκεται στὴν ἀπόλυτη εἰλικρίνεια μιᾶς καρδιᾶς ποὺ δὲν ἀρνεῖται –ἀντίθετα μάλιστα τὸ φωνάζει δυνατά– ὅτι εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένη μὲ τὸ κορμί, μὲ τοὺς πόθους τοῦ κορμιοῦ. Καὶ τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμα εἶναι ὅτι ἡ μεγάλη εἰλικρίνεια τῆς Λουίζας δὲν ἔχει οὔτε ἴχνος ἀδιαντροπιᾶς. Ὁ τόνος της εἶναι ὑψηλός . Ἡ ἐπιλογὴ τῶν λέξεων καὶ στροφῶν λόγου –σὲ μιὰ ὥρα ποὺ ἡ γαλλικὴ γλῶσσα περνοῦσε ἀκόμα ἀπὸ μεγάλη κρίση ἀναρχίας– εἶναι αὐστηρὴ καὶ σοφή, καὶ τὸ κάθε σονέτο, παρμένο ὡς σύνολο καὶ χωρὶς ν’ ἀπομονωθοῦν ὁρισμένες λέξεις ἢ ὁρισμένοι στίχοι, γεννάει τὴν ἐντύπωση ἑνὸς σεμνοῦ ἀνάγλυφου».

ΞΑΝΘΟΣ ΜΑΪΝΤΑΣ
Νέα Ἰωνία, Ιούνιος 2024

*

*

*