Τα λυρικά της αγωνίας

*

του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΑΝΤΟ ΤΙΧΟΜΙΡ

~.~

ε΄

Συσσίτιο και προσμονή.
Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην πατρίδα.
Μέσα στις τσέπες σφίγγουμε τα ονόματά μας.
Χέρια που ψαύουν την ειρήνη
–η αφή είναι η μόνη αλήθεια που απέμεινε–
φριχτό σώμα αγαπημένου
και παλτό που έλιωσε απ’ τον πόλεμο
παλτό αγαπημένου νεκρού
θαλπωρή και συνήθεια
θυμίζει ειρήνη, πιο πραγματικό απ’ την ειρήνη
η αφή είναι ο μόνος ζωντανός που απέμεινε.

~.~

η΄

Γυμνή κι επικίνδυνη
ξαπλωμένη σαν τον πόλεμο·
το απόγεμα ξεψυχά ανάμεσα στα πόδια της.
Τα μαλλιά της είν’ η κλαγγή των όπλων
το στήθος της ένα λιωμένο λάβαρο.
Στο πρόσωπό της
Δύση κι Ανατολή μετράνε τους νεκρούς τους.

~.~

ια΄

Φέγγει το λευκό κορμί της σαν υπόσχεση θανάτου
και τα μαύρα της μαλλιά διάχυτα στο στρώμα
όπως απλώνεται ο λοιμός πάνω στα σπίτια.
Στο βλέμμα της η τεντωμένη κοιλιά του ζώου
αίμα πηχτό και βόγγοι
πνιγμένοι απ’ της ανίας τη ζεστή πετσέτα.
Κοίτα τα σκέλια της πώς ανοίγουνε σαν γέλιο
που σείει και τις εννιά
σφαίρες τ’ ουρανού.

~.~

ιβ΄

Με το φεγγάρι καρφωμένο στη γλώσσα της
στέκεται στις πολεμίστρες
και ριγεί σαν μαύρο φλάμπουρο.
Έξι φορές χτυπά η καμπάνα.
Έξι φορές ξεψυχά κι εκείνη.
Το επόμενο πρωί
ασημένιες φωνές την οδηγούν στο δάσος
καθώς το ποτάμι παρασέρνει
την ανύπαντρη φωνή της.

~.~

ιζ΄

Δυο νεαροί άνεμοι παλεύουνε στο στήθος της
κ’ είναι το σώμα της πληγή,
στόμα που δεν έμαθε τη γλώσσα.
Παραδομένη στους προσανατολισμούς του κρεβατιού της
τεντώθηκε σαν τρόμος
λιγότερη ολοένα
ώσπου έγινε η αρμογή
του κορμιού της καταιγίδας.

~.~

ιη΄

Βρέφος νωθρό σα μισοτελειωμένη φράση.
Ο χρόνος ξάπλωσε στις ράγες
κ’ η μητέρα πλέκει το αιμόφυρτο αντίο.
Μνήμα λιτό σαν εφηβικός πόθος.
Καθώς η ζωή ξαποσταίνει κάτω απ’ τον ίλιγγο.

~.~

ΕΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
«ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ»

*

*

*