*
Η ζωή μας στο σπίτι τής οδού Πηλέως κυλούσε και μέσα, στις δυο μεγάλες ανισόπεδες κάμαρες, και έξω, στην βεράντα τής κάτω κάμαρας, μα κυρίως στην πάνω τεράστια ταράτσα με την κληματαριά, το μεγάλο πλεονέκτημα του σπιτιού. Όταν ο καιρός το επέτρεπε, δηλαδή από νωρίς την άνοιξη μέχρι αργά το φθινόπωρο, περνούσαμε πιο πολύ έξω. Αλλά και τις καλές μέρες τού χειμώνα η ταράτσα και η βεράντα γινόταν, για μένα τουλάχιστον, χώρος μελέτης. Έβγαζα το σκαμνάκι μου και διάβαζα κάτω από τον ζεστό ήλιο.
Μερικές φορές κοίταζα κάτω, μέσα στον πλατύ διάδρομο της «σπιταρώνας» της κυρίας Μερόπης και ζήλευα που δεν κατοικούσαμε κι εμείς σε ένα τέτοιο σπίτι με πολλά και μεγάλα δωμάτια. Παρηγοριόμουν όμως, γιατί το πλούσιο φως τού ήλιου, που έλουζε τη βεράντα και την ταράτσα μας, κι εγώ απολάμβανα, δεν έβλεπα να μπαίνει κάτω. Πώς θα χαιρόμουν το διάβασμα έξω, αν μέναμε στο κάτω «πλούσιο» σπίτι; Πλούσιο;…
Και πώς, όταν τις νύχτες τού καλοκαιριού η ζέστη γινόταν αφόρητη, όλη η οικογένεια θα μετακόμιζε στην ταράτσα; Το βορειοδυτικό μέρος της δεν το έπιανε ποτέ ο ήλιος το πρωί· εκεί, πάνω στις φρεσκοπλυμένες κόκκινες τσιμεντόπλακες, απλώναμε μια κουβέρτα κι ένα κατωσέντονο για όλους κι έπαιρνε ο καθένας δικό του μαξιλάρι, δικό του πανωσέντονο και κοιμόμασταν μακάρια ο ένας δίπλα στον άλλο, κάτω από τον καθαρό έναστρο ουρανό.
Ολόκληρη την ύπαρξή μου διαπερνούσε η μαγεία τής αδιατάραχτης νύχτας. Κι έμενα ξύπνια όσο άντεχα, να παρατηρώ τα αμόλυντα και λαμπερά αστέρια, που δεν τα εξαφάνιζε το τεχνητό φως της πόλης· διέκρινα τη μικρή και τη μεγάλη άρκτο, όπως είχα διαβάσει στο βιβλίο της Γεωγραφίας, τη φαρδιά γαλακτερή καμπυλωτή λουρίδα τού γαλαξία, τις φάσεις τού φεγγαριού, την πανσέληνο, του Αυγούστου κυρίως, κι έκανα όνειρα…
Όταν ο αέρας ήταν ευνοϊκός, η νυχτερινή αστρική ευωχία συμπληρωνόταν με τη μουσική τού θερινού κινηματογράφου «Λαΐς», που στην απόλυτη ησυχία έφτανε καθαρή ώς τ’ αυτιά μας. Τα σπίτια, μονώροφα ή διώροφα, παρέδιδαν ελεύθερο στα μάτια μας και το πάνω μέρος της φωτεινής οθόνης τού Λαΐς», αλλά το μόνο που διακρίναμε ήταν η εναλλαγή των εικόνων και, αν ακούγαμε ελληνικά, μαντεύαμε το έργο που προβαλλόταν.
Την ημέρα η θέα δεν εμποδιζόταν από την ανατολική πλευρά τής ταράτσας. Βλέπαμε απρόσκοπτα τ’ αυτοκίνητα να διασχίζουν την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακούγαμε το τραμ, με τον χαρακτηριστικό θόρυβο να τρέχει πάνω στις ράγες, και μπορούσαμε να μαντεύουμε αν πήγαινε προς την Ομόνοια ή αν επέστρεφε.
Στο μακρινό βάθος παρούσα πάντα κι ακλόνητη η Ακρόπολη, με την υπερφυσική λάμψη που της χάριζε την ημέρα ο ήλιος. Τίποτα δεν είχε τότε το θράσος να μπει μπροστά της να την κρύψει, ούτε το σκοτάδι της νύχτας. Μια τέτοια βεβήλωση από το σκότος είχε εμποδιστεί από το τεχνητό φως, ένα φως ταπεινό που πολλαπλασίαζε, χωρίς κομπασμό, το εσωτερικό φως που το μνημείο εξέπεμπε, προσδίδοντάς του έλξη ακατανίκητη.
Καθόμουν ώρα και τη χάζευα, με ήλιο ή με νυχτερινό φωτισμό. Θεωρούσα αναπόσπαστο κομμάτι τής ζωής μου στο σπίτι εκείνο τη θέα της Ακρόπολης. Κι ένιωθα φυσικό να βγαίνω στην ταράτσα και να με συντροφεύει το αρχαίο πολυύμνητο μνημείο. Νόμιζα πως ποτέ δεν θα την έχανα, πως η θέα της θα μου ανήκε για πάντα.
Το ίδιο ένιωθαν η μητέρα κι η γιαγιά. Η Ακρόπολη ήταν πάντα εκεί, επιβλητικά παρούσα. Την έβλεπαν καθημερινά. Ήταν δική τους όποια στιγμή ήθελαν. Δεν φοβούνταν μήπως τη χάσουν. Άλλοι ερχόντουσαν από την άκρη τού κόσμου να την επισκεφτούν, εκείνες την έβλεπαν κάθε μέρα απέναντί τους, ποιος ο λόγος να αφήσουν τις πιεστικές εργασίες τους, για να σπεύσουν να τη δουν από κοντά; Ο καιρός ήταν μπροστά τους, θα το έκαναν, όταν έβρισκαν ευκαιρία και ελεύθερο χρόνο…
Δεν τον βρήκαν μέχρι που ήλθε το αμετάκλητo.
Όταν στα τέλη τής δεκαετίας τού 1950 είδαμε το πολυώροφο τσιμεντένιο κτήριο τού ΙΚΑ να ξεκορφίζει αλαζονικά, μέρα με τη μέρα, στο βάθος, νομίσαμε ότι θα κατάπινε την Ακρόπολή μας. Ακόμη και στην αγράμματη γιαγιά μου φαινόταν τελείως αταίριαστη εκείνη η οπτική γειτονία τού μνημείου με το τέρας που υψωνόταν στην οδό Πειραιώς.
Όμως ευτυχώς, ήμασταν τελικά τυχεροί, θα συνεχίζαμε να βλέπουμε την Ακρόπολη. Το τέρας εκείνο δεν είχε ακόμη τολμήσει τέτοιο ανοσιούργημα.
Κανείς μας δεν υποψιαζόταν τότε πόσα νέα αλαζονικά τέρατα κυοφορούνταν και θα μας έκρυβαν μια μέρα τελείως και για πάντα τη μοναδικότητα της Ακρόπολης. Ούτε πόσο γρήγορα η αρχική αίσθηση της οπτικής ρύπανσης θα κυριαρχούσε, θα γινόταν συνήθεια και θα ονομαζόταν «ανάπτυξη». Πολυώροφα κτίρια, τσιμέντο, λεωφόροι, αυτοκίνητα, καυσαέρια, οσμές βενζίνης και πετρελαίου, θόρυβος μηχανών έχουν καταλύσει διά παντός την επικοινωνία με το αρχαίο μνημείο. Η μαγεία του εξαφανίστηκε διά χειρών και νόων ανθρώπων, σύγχρονων, προοδευτικών και «πολιτισμένων». Κι ούτε πρόκειται ποτέ κανείς από τους μεταγενέστερους κατοίκους της περιοχής και του κόσμου να νιώσει την Ακρόπολη ίδια όπως τότε. Του έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα να κατανοήσει διά της μεθόδου της συγκρίσεως το πριν και το μετά, να αντιληφθεί τι έχει χάσει.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
2007, 2012
Από το ανέκδοτο βιβλίο Στην οδό Πηλέως και άλλα αφηγήματα.
*
*
*
