Στιγμή μιας μεστής ωριμότητας

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Σταύρος Ζαφειρίου,
Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου,
Νεφέλη, 2024

Ένα από τα πιο ουσιαστικά αναγνώσματα των τελευταίων χρόνων αποτέλεσε για μένα Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου, η πρόσφατη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου, μετά την επίσης αξιόλογη, πρόσφατα βραβευμένη δουλειά του, Πράσινος ουρανός μπλε χορτάρι. Το βιβλίο συνθέτει με θαυμαστή ισορροπία τη βιωματική εμπειρία με την κοινωνική και πολιτική ανθρωπογεωγραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας αλλά και της Ελλάδας των ημερών μας. Ένα βιβλίο για την προσωπική και κοινωνική μνήμη, την ήττα των κοινωνικών οραμάτων, για την πίστη που αποδείχτηκε χίμαιρα αλλά διασώζεται αποκαταστημένη μέσα στην αποδοχή της φθαρτότητας, ένα βιβλίο για την κατάφαση στη ζωή, «τη δίχως νόημα, ανόητη ζωή, που αρκεί, αρκεί, αρκεί να ’ναι ζωή».

Το βιβλίο αποτελεί μια πλατιά ποιητική σύνθεση που αρθρώνεται σε οκτώ άνισες σε μήκος ενότητες, οργανικά δεμένες μεταξύ τους όχι μόνο με τις ποιητικές επωδούς – σπονδύλους που επαναλαμβανόμενες διατρέχουν τα επιμέρους κείμενα αλλά και μέσω των σταθερών ποιητικών τόπων που αναπτύσσονται στην εκτύλιξη των κειμένων. Σε αυτή την πορεία ο Ζαφειρίου ξεκινάει από το συγκεκριμένο για να σκάψει σταδιακά το πνευματικό του υπέδαφος, από το επιμέρους στη διασύνδεσή του με ένα υπέρτερο νόημα που όσο προχωράει το βιβλίο τού αποκαλύπτεται παραμυθητικά. Σε αυτή τη μνημονική διαδικασία το φευγαλέο μα αιώνια εγγεγραμμένο στην προσωπική μνήμη αποκαθίσταται ως η περιουσία που αποκτήθηκε από την περιπέτεια αλλεπάλληλων διαψεύσεων και επανακατάκτησης του ουσιώδους. Διαδικασία επώδυνη και ταυτόχρονα επουλωτική όπως και οι αντινομίες με τις οποίες ο Ζαφειρίου αναμετράται στο βιβλίο.

Δηλωτική αυτού του κλίματος η δεύτερη, πλατιά ενότητα, «Το τέρας στο υπόγειο» όπου ξεκινά από την προσωπική γενεαλογία στη γενέθλια Θεσσαλονίκη ομολογώντας από τον πρώτο στίχο τη μέθοδο και την πρόθεση:

Έρχομαι τώρα ο αυτουργός της μνήμης
με μια βέργα από κρανιά και τον σουγιά
να χώνεται στη μαλακή της φλούδα,

μια χαρακιά εδώ, μια άλλη εκεί,

να δέσει σχήμα ο μαίανδρος που οδηγεί τον νόστο
σ’ έναν ορίζοντα που πια δεν έχει ηλικία,
να δέσει σχήμα ο καπνός – χνώτο παιδιού
στο τέρμα της οδού Μοναστηρίου,
με τις τσιγγάνες να φουμέρνουνε τα άφιλτρα,
τους ελιγμοδηγούς ν’ αλλάζουν βάρδια,
με τ’ άλογα να σέρνουνε στη δημοσιά τα κάρα
αχάραγα στη λαχαναγορά, Βαρδάρη, Λαγκαδά,
τα καρφοπέταλα στην άσφαλτο, Αγίου Δημητρίου,
[….]

Σε αυτή τη μνημονική διαδρομή η τραυματική προσωπική ιστορία συμπορεύεται με τον μετεμφυλιακό ζόφο. Οι αρτηρίες της Θεσσαλονίκης ανακαλούν την επώδυνη ατομική και συλλογική εμπειρία, από την πολύκροτη υπόθεση Παγκρατίδη, την αριστερή περιπέτεια έως την αδέξια ενηλικίωση:

Μόδη, Σωκράτους, Χριστοπούλου, Ιουλιανού
φρούριο στο Βουλγαρικό, ο εχθρικός στρατός της Αχειροποιήτου,
Λουτρά, «Παράδεισος», Ροτόντα, Υπαπαντή,
Καμάρα· «Συνελήφθησαν ηγετικά στελέχη παρανόμου κλιμακίου»,
Σεπτέμβριος τα τρόπαια της Έκθεσης – υπάρχει ένας κόσμος μαγικός
— Τι ’ναι παράνομο κλιμάκιο; — Μη μιλάς·
ψυχή ζυμάρι να κολλάει στα δάχτυλα της μάνας, ο πατέρας
στο φόβο του Μεταγωγών ψυχή σιωπή·
του εφήβου αρπακτικό κορμί κρυφά τα μεσημέρια στα τσοντάδικα.

Η βιωματική μαγιά καθώς προχωρούν τα έξι υποσύνολα της ενότητας ζυμώνεται σε στοχασμό που πυροδοτείται με την προτροπή – επωδό «Λόγε του ανθρώπου, πορεύσου», φράση σημαίνουσα που θα τη δούμε και σε επόμενες ενότητες της σύνθεσης, καθώς εδώ προστρέχει στη συνδρομή όχι του προσωπικού λόγου- μαρτυρίας αλλά του ανθρώπινου λόγου, της απέραντης δηλ. πνευματικής εμπειρίας της ύπαρξης που δομείται εξίσου στην ομορφιά και το φόνο.

Λόγε του ανθρώπου, πορεύσου.
[…]
μόνο εσύ μπορείς να δεις την όψη πίσω απ’ την όψη του κόσμου,
στην όψη του κόσμου να δεις

τη μέλισσα στο λουλούδι της
και τον αμνό στο μαχαίρι του,
το λουλούδι στον ήλιο του,
τον ήλιο στη λύκη του λύκου του,
το αίμα στις όψεις του κόσμου
[…]
Μόνο εσύ μπορείς να διακρίνεις πίσω απ’ την ψεύτικη όψη
την ήττα της μέλισσας απ’ το λουλούδι της,
την αγάπη του αμνού για το μαχαίρι του,
τον ήλιο στα δόντια του λύκου του,
το αίμα στη λύκη του κόσμου.

Η μνήμη συνεχώς επιστρέφει στο μικρό, το προσωπικό, το μη σημειωμένο στη μεγάλη Ιστορία, αλλά παραμόνιμο στο ψυχικό κοίτασμα και από κει ζητά μια διαρκώς αιτούμενη επιβεβαίωση-λύτρωση:

κι αν τώρα επιστρέφω σ’ αυτή την ασπρόμαυρη οικογενειακή
φωτογραφία που δεν τραβήχτηκε ποτέ,
είναι επειδή έχει φτάσει το σημείο του χρόνου
όπου εκείνα που ίσως δεν υπήρξαν ποτέ υπάρχουν τώρα
σαν γοερά ερείπια στα χέρια μου,
όπου εκείνα που ίσως δεν ήταν ποτέ είναι τώρα
η γοερή φωνή του τέρατός μου.

Η μνήμη εδώ λειτουργεί ως συναυτουργός του χρόνου που ανασύρει τα παρελθόντα για να τα περαιώσει στην όχθη της κατανόησης του τώρα. «Το τέρας στο υπόγειο» των παιδικών χρόνων έτσι μέσω της γραφής έρχεται να συναντήσει το φόβο του τώρα, «δίχως καν να φαντάζεσαι ότι ο φόβος/ είναι το τέρας που σε παρηγορεί». Η αποδοχή του τέρατος ρίχνει σε όλη τη συλλογή μια παρήγορη λύπη που φέρνει η κατανόηση. Αυτή η κατανόηση αγκαλιάζει τους αγαπημένους νεκρούς αρχικά: «ο πατέρας μου έμαθε πως η ταπείνωση χρειάζεται αντοχή, όμως δεν έμαθε ποτέ πως ήτανε αυτός που είχε αντέξει»· «η μάνα μου δεν πίστευε σε καμιά καλοσύνη. Πίστευε όμως στη Μεγάλη Παρασκευή των ανθρώπων· η μάνα μου πίστευε στο βάρος του σταυρού». Αγκαλιάζει και τον ίδιο στη μάχη με τον χρόνο και την προσωπική ωριμότητα: «Σκέφτομαι […] /πόση αθωότητα ξόδεψα μέχρι να μάθω ότι η απόγνωση είναι η επιθυμία, πόσα βήματα μέχρι να φτάσω από τα μαρς των ουρανών στα τρομερά ιδιόμελα των έργων». Αγκαλιάζει και το μεγάλο όραμα της επανάστασης και την περιπέτεια του ανθρώπινου πνεύματος έτσι όπως αποτυπώνεται στην ομώνυμη του τίτλου ενότητα.

Εδώ σε μια συνεχή κίνηση από το παρελθόν στο παρόν χωρά η δυστοπία της Ιστορίας, το αέναο λάθος της ανθρώπινης κατάστασης. Έτσι ο ποιητής ταξιδεύει σε εκείνον το καιρό που «ένα μονάχα βήμα χώριζε τις ψυχές απ’ τον σκορπιό τους», στο Κάστρο της Ελσινόρης αλλά και τους τύμβους του Λένιγκραντ, στον «τελευταίο θάνατο» της Κόκκινης Ρόζας Λούξεμπουργκ αλλά και «του άστεγου πάνω στο χαρτονένιο του στρώμα, του κοριτσιού που έμεινε αόρατο μες στο σακατεμένο του φύλο». Στην αμφιβολία του ποιητή για το αν είναι αρκετό αυτό το μαρτυρολόγιο των επώνυμων και ανώνυμων της Ιστορίας ο ρόλος της γραφής που μνημονεύει δίνει την απάντηση: «Και αυτό ίσως να είναι αρκετό, αν είναι η γραφή η συνείδηση του πάντοτε τελευταίου θανάτου». Στην τελευταία ενότητα οι ιστοί της προσωπικής και της συλλογικής ιστορίας συμπλέκονται πάλι με κυρίαρχο ερώτημα τη θέση του ανθρώπου μες στον κόσμο με όλη τη θηριώδη και τη θαυμαστή του ποικιλία. Έτσι ο κόσμος κατανοείται και ως ο καλύτερος ανάμεσα στους κόσμους που υπάρχουν αλλά και «η πιο ανελέητη στιγμή του γεννηθήτω».

Η συλλογή κινείται σε ένα πυκνό δίκτυο αντινομιών, καθώς η σκέψη του ποιητή διαλέγεται με την ιδρυτική αντινομία του ανθρώπου ως υπαρξιακής οντότητας και ως παράγωγου της κοινωνικής συνθήκης. Αυτή η περιδιάβαση όμως τελικά είναι ένας ύμνος στο θρίαμβο του ηττημένου, στην αντοχή του ευλαβώς ανθρώπινου, όπως αποτυπώνεται στην τελευταία ενότητα. Εδώ σε διάλογο με τον γνωστό ελιοτικό στίχο «this is the way the world ends / Not with a bang but a whisper», ο ίδιος, σε μια προβολή του τέλους, επιλέγει να κρατήσει όλους τους ήχους του κόσμου, από τις αρμένικες βρισιές του γεροπρόσφυγα έως την τρομπέτα του Μάιλς Ντέηβις. Μέσα από τις πολλαπλές αρνήσεις που είναι η εμπειρία του κόσμου, εδώ συντίθεται η κατάφαση και ανέλπιστα η αισιόδοξη συμφιλιωτική αποδοχή της χίμαιρας-τέρατος.

Η συλλογή αποτελεί μια απολαυστική αναγνωστική εμπειρία ιδιαίτερα στις πρώτες πέντε της ενότητες και στο «Ένα τραγούδι για την Κατερίνα στο σφαγείο» αφιερωμένο στην Κατερίνα Γώγου. Στις υπόλοιπες δύο υπεισέρχεται κάποια αναλυτικότητα που απλώνει το λόγο αντί να τον μεστώνει καθώς πυκνώνουν το διανοητικό στοιχείο και οι διακειμενικοί διάλογοι με πρόσωπα και έργα του πνευματικού χώρου που λειτουργούν ως οδοδείκτες της πνευματικής ταυτότητας του δημιουργού. Στις περισσότερες ενότητες όμως ο αναπεπταμένος στίχος εδράζεται περισσότερο στο διάλογο του μικρού, του αυτοβιογραφικού με τον στοχασμό και αυτό χαρίζει στη συλλογή μια εξαιρετική αίσθηση απτότητας, μια ένσαρκη ποιότητα στο λόγο, την ενσώματη ψίχα της εικόνας.

Παράλληλα, η πλατιά συνειρμική αφήγηση συχνά ανασαίνει σε στάσεις όπου ο γνωμικός λόγος ή ο εις εαυτόν προτρεπτικός ή παραμυθητικός λόγος έχουν τη δύναμη και τη βαθύτητα του εύστοχου αφορισμού. Μια πολύ αξιόλογη δουλειά και στιγμή μιας μεστής ωριμότητας.

*

*

*