Ένα κορίτσι και άλλα ποιήματα

*

ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ

Πάλι νωρίς άνθησε η αμυγδαλιά.
Πάλι πρώιμα.
Έτσι που ο Μάρτης
μ’ ένα δυό κρύα
πάλι θα την ξεράνει.

Όμως εκείνη δεν την νοιάζει.
Ό,τι ήθελε να μου κάνει
το έκανε.

~.~

ΤΗΣ ΓΑΡΥΦΑΛΛΙΑΣ

Η Γαρυφαλλιά ανθίζει
από τον Απρίλιο μέχρι και τον Νοέμβριο.
Η Γαρυφαλλιά
χρειάζεται φροντίδα
γιατί είναι ευαίσθητη
θερμοκρασίες
πάνω από 35 βαθμούς μπορεί να την εξασθενήσουν
να την μαράνουν. Τότε
πρέπει να αφαιρούνται επιμελώς τα μαραμένα άνθη
και τα ξερά κλαδάκια της.
Η Γαρυφαλλιά στενοχωριέται σε μικρές
γλάστρες, γίνεται χαμηλή
γιατί είναι ευαίσθητη
και το πότισμα –όσο συχνό–
δεν της αρκεί…

Κι εσύ,
προτίμησες το Λιάνα

~.~

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Καλοκαίρι ο ντουνιάς.
Και λέω ντουνιάς
γιατί μόλις άκουσα τον στίχο
στο ταβερνάκι με τους τουρίστες
Ελληνική βραδιά.

Χαρούμενοι άνθρωποι, ευτυχισμένοι.
Δεν καπνίζουν, κοιτούν τους διπλανούς
όταν μιλούν, τρώνε χωριάτικη
δεν αφαιρούνται
δεν νοσταλγούν
ακούν το μπουζουκάκι και φωνάζουν
– Όπα ! σαν βρισιά
σαν παλαμάκια.
Τους σέρνουν τα ευρωπαϊκά γκαρσόνια στο χορό
και δίχως βήματα, δίχως ρυθμό
χοροπηδούν καθώς νευρόσπαστα
καθώς ακρίδες.

Καλοκαίρι ο ντουνιάς.
Και λέω ντουνιάς
γιατί η έκτασή του
δε μετριάζεται
δε μεταφράζεται
και συλλογιέμαι κείνον που έγραψε
«ντουνιάς»
και μια μιλιά ετοιμοθάνατης
«κόσμε ακατάστατε
σφαίρα κατηραμένη».

~.~

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ

Τον Χειμώνα καίνε κλάρες. Οι χαμηλές πλαγιές, τα ρέματα, τριγύρω οι λόφοι υψώνουν καπνούς. Λιόφυλλα στάχτες βελανίδια σε έκρηξη. Γνώριμα ξωκλήσια, αρβύλες εν αποστρατεία, ζιβάγκο, μάλλινοι σκούφοι, μύτες που τρέχουν, μάτια που κλαίνε, δάχτυλα νευρικά σε αναπτήρες.
Δεν θα σπείρουν, δεν θα θερίσουν. Έχουν
ενοικιαζόμενα, έχουν
εστιατόρια
καίνε κλάρες περισσότερο
από ανάγκη για Φωτιά.

Καιρός του καίειν, καιρός του καθαίρειν.

Έτσι πεθαίνει ο Χειμώνας

Περιοδεύουσες δασκάλες θα περιθάλψουν τις νύχτες μας

Θα φύγουν
Θα φύγουν

και θα μείνουμε εδώ
σαν
φλογισμένες κλάρες.

~.~

ΠΑΝΤΑ ΜΑΚΡΙΝΗ ΜΕΝΕΙΣ

(σ’ εκείνη που το ξέρει)

Μπορώ να γράφω τώρα από εδώ
σ’ αγαπώ
δίχως να ντρέπομαι ή να φοβάμαι
κι ας το διασκεδάζεις εσύ
κι ας λες
– ε εντάξει.

Γιατί υπάρχουν πια τρόποι να μιλώ
για τον λαιμό που κρύβεις
και που μπορώ να πεθάνω απάνω
καθώς απομεσήμερο που φεύγει και πάει
ενώ πάντα, απόμακρη μένεις.

Τώρα όμως μπορώ να γράφω
σ’ αγαπώ
από τούτο εδώ το μικρό έντυπο
και δεν νοιάζομαι, τί θα πουν για μένα
ή που θα με κατηγορήσουν
γιατί ξέρω ότι θα το διαβάσεις εσύ
και ίσως έτσι, να σβήσει το παράπονο
που κανείς δεν γράφει
για σένα
κι ας έχεις τέτοιο λαιμό
που θα μπορούσα
να πεθάνω απάνω.

~.~

ΤΕΛΟΣ ΜΑΓΙΟΥ

Μόλις πριν

τη θάλασσα
τις σταρένιες επιδερμίδες
τα νεκρά μαλλιά των ευκαλύπτων

Μόλις πριν

πνοές φιλιών
θανάσιμοι ψιθυρισμοί
πλεγμένα δάχτυλα

μόλις πριν·

τώρα
μόνος
στα πρόθυρα

ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΡΑΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΗΣ

*

*

*