Γιὰ τοὺς «Κολοφῶνες» τοῦ Γιάννη Μαμάη

 

*

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Πραγματοποιήθηκαν χτὲς τὰ ἐγκαίνια τῆς ἔκθεσης «Κολοφῶνες, ἡ μνήμη τῆς τελευταίας σελίδας», στὴν ὁποία ἐκτίθενται 102 κολοφῶνες, σχεδιασμένοι ἀπὸ τὸν ἀρχιμαστρο-Γιάννη Μαμάη, διευθυντὴ τοῦ ἐκδοτικοῦ/σχεδιαστικοῦ τμήματος τῶν ἐκδόσεων Gutenberg. Ἡ ἔκθεση λαμβάνει χώρα στὸ Μουσεῖο Σύγχρονης Τέχνης ‒ Ἵδρυμα Βασίλη καὶ Ἐλίζας Γουλανδρῆ στὸ Παγκράτι καὶ θὰ διαρκέσει ἕως τὶς 20 Ἰουνίου 2024. Τὴν ἔκθεση προλόγισαν οἱ (κατὰ σειρὰ ἐμφάνισης) Παντελῆς Μπουκάλας, Στάντης Ἀποστολίδης, Θανάσης Τριαρίδης καὶ Ἀ. Κ. Χριστοδούλου, ὁ τελευταῖος διὰ χειλέων τοῦ ἠθοποιοῦ Στέλιου Μάινα. Ἡ ἐκδήλωση ἔκλεισε μὲ τὸν Γιάννη Μαμάη, ποὺ μὲ γνήσια συγκίνηση κατέθεσε κάποιες σκέψεις του γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀγαθὸ καὶ συνάμα προϊὸν ποὺ λέγεται βιβλίο. Ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ ἔκθεση πραγματοποιεῖται ἑορταστικὰ στὸ πλαίσιο τῆς ἐπετείου τῶν 60 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἵδρυση τοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου τοῦ Γιώργου Δαρδανοῦ καὶ τῶν τέκνων του, Δανάης καὶ Κώστα Δαρδανοῦ.

Θὰ ἦταν περιττὸ νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ τὴν ποιότητα τῶν βιβλίων ποὺ σχεδιάζονται ἀπὸ τὸν Μαμάη. Κι’ αὐτὸ ἐπειδὴ ἀκόμα κι’ ἂν μιλήσουμε γι’ αὐτὰ ἀποφεύγοντας τὶς εἰδικὲς τεχνικὲς λεπτομέρειες, λίγοι —τί λίγοι, δηλαδη; μιὰ χούφτα!— θἆναι οἱ εὑρισκόμενοι σὲ θέση νὰ κατανοήσουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἐλάχιστου ποὺ ἀπαιτεῖται, ὥστε ἕνα μάτσο λέξεις ἀπὸ τὸ Μs Word ἑνὸς συγγραφέα νὰ καταλήξει συντεταγμένο κατὰ τρόπο εὔτακτο καὶ αἰσθητικὰ ἀρτιωμένο στὸ σαλόνι μιᾶς ἔκδοσης. Κι’ ὅταν ἀναφέρομαι στὸ «μεγαλεῖο τοῦ ἐλάχιστου» ἐννοῶ τὸ αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ὑποταγὴ —ναί, αὐτὴ εἶναι ἡ λέξη— στοὺς κανόνες τῆς παραδοσιακῆς τυπογραφίας· τῆς τυπογραφίας, δηλαδή, ποὺ χωρὶς φιοριτοῦρες καὶ ἠχηρὰ πυροτεχνήματα παραδίδει στὸ μάτι τοῦ ἀναγνώστη τὸν ἐνυδατικὸ φυσιολογικὸ ὁρὸ ποὺ ὁ τελευταῖος χρειάζεται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀνάγνωσης. Μ’ ἄλλα λόγια, κι’ ὅπως λέει κι’ ὁ Μαμάης, τὸ αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα ποὺ γεννᾶ «βιβλία ποὺ δὲν πληγώνουν τὸ μάτι». Σταματῶ ὅμως ἐδῶ, διότι μιὰ μεγαλύτερη διαπραγμάτευση σχετικὰ μὲ τὶς ἀρετὲς τῆς καλῆς τυπογραφίας καὶ τὶς διαφορές της ἀπὸ τὴν ἐντυπωσιοθηρία αὐτῶν ποὺ —κατὰ τὴν ἄποψή τους— προωθοῦν τὸ τυπογραφικὸ γίγνεσθαι κατὰ τρόπο καινοτόμο, πρωτότυπο μοντέρνο, θὰ προκαλοῦσε μιὰ συζήτηση ποὺ καλὸ θἆταν κάποτε νὰ γίνει, ὡστόσο τὴν ἴδια στιγμὴ λείπουν δύο βασικὲς προϋποθέσεις: (α) ἡ γνώση καὶ ἡ ἐπαφὴ μὲ τὴν παλιὰ τέχνη καὶ (β) τὰ εὐήκοα ὦτα· κι’ ἂν τὸ πρῶτο εἶναι δύσκολο γιὰ τὴ γενιὰ ἡμῶν τῶν νέων σχεδιαστῶν/σελιδοποιῶν, μιᾶς καὶ δὲν προλάβαμε ἢ δὲν μᾶς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἐργαστοῦμε στὴ μονοτυπία, τὂ δεύτερο εἶναι ἐξίσου σπάνιο ἕως ἀνύπαρκτο, καθὼς οἱ ἰμπρεσιονιστικὲς ἀπόψεις δίνουν καὶ παίρνουν, ὥσπου κάποια στιγμὴ φτάνουν νὰ γίνονται νόρμες ποὺ ἐθίζουν τοὺς ἀναγνῶστες στὸ δόγμα τὸ βιβλίο εἶναι μόνο τὸ κείμενο ποὺ τυπώνεται στὶς σελίδες του. Παρ’ ὅλ’ αὐτὰ τὸ βιβλίο εἶναι βιβλίο· ἂν μᾶς νοιάζουν μόνο τὰ κείμενα, τότε μποροῦμε νὰ ἀγοράζουμε στικάκια USB. Εἶναι φτηνότερα καὶ πιάνουν καὶ λιγότερο χῶρο.

*

*

Γιατί ὅμως οἱ κολοφῶνες; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν Μαμάη νὰ τοὺς ἐκθέτει ἀντιμετωπίζοντάς τους ὡς ἔργα τέχνης; Προφανῶς, ἡ ἀδιαμφισβήτητη ὀμορφιά τους. Σύμφωνοι. Ὡστόσο, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις, ὥστε οἱ κολοφῶνες αὐτοὶ νὰ μποροῦν νὰ μποῦν σὲ ἕνα πασπαρτοὺ καὶ νὰ ἐκτεθοῦν πάνω στὸν τοῖχο ὡς ἔργα τέχνης;

Νομίζω πολὺ πρόχειρα θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε τὸ ἑξῆς. Τὸ καθαυτὸ βιβλίο εἶναι αὐτὸ ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ σελίδα 1 καὶ ἐκτείνεται ὥς τὸ τελευταὶο verso ποὺ τὸ ἀπαρτίζει. Ἐκεῖ βρίσκονται ὅλες οἱ πληροφορίες του, ἀπὸ ἐκεῖ βιβλιογραφεῖται, ἐκεῖ θὰ βρεῖ κανεὶς ὅ,τι τὸν ἀφορᾶ σὲ ἀναγνωστικὸ καὶ ψυχαγωγικὸ/ἐκπαιδευτικὸ ἐπίπεδο. Τὸ ἐξώφυλλο εἶναι ἕνα περιτύλιγμα ποὺ περικλείει τὸ βιβλίο καθιστῶντας το προϊὸν τοῦ πάγκου. Ὅ,τι κι’ ἂν γραφτεῖ στὸ ἐμπροσθόφυλλο καὶ τὴ ράχη δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀνταποκρίνεται στὸ ἐσωτερικό, γι’ αὐτὸ ἄλλωστε τὰ βιβλία βιβλιογραφοῦνται βάσει τῆς σελίδας τίτλου (σ. 5), ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὴ σελίδα τῆς ταυτότητας (συνήθως στὴ σ. 4) συμπληρώνουν ὅλο τὸ προφὶλ μιᾶς ἔκδοσης. Κάπως ἀντίστοιχα θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πὼς ὁ κολοφώνας ἔρχεται νὰ πάρει τὴ θέση ἑνὸς οἰονεὶ ὀπισθόφυλλου, κλείνοντας ἐν εἴδει τίτλων τέλους τὴν ἔκδοση. Ὁ σχεδιαστής, δηλαδὴ ὁ καλλιτέχνης (ἐδῶ: ὁ Μαμάης) ἀφήνει στὸν κολοφώνα τὸ καθῆκον νὰ πληροφορήσει γιὰ ὅλα τὰ τεχνικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ βιβλίου ὡς πρὸς τὸ ἔμψυχο δυναμικὸ ποὺ ἀφιέρωσε ἐργασία γι’ αὐτό, ὅπως ἐπίσης καὶ γιὰ ἄλλες πληροφορίες (πολλὲς φορὲς περιττὲς ἢ ἐν πάσῃ περιπτώσει μη-χρήσιμες γιὰ τὸν ἀναγνώστη) ποὺ τοῦ δίνουν τὴ δυνατότητα νὰ ἀποτίνει φόρο τιμῆς στοὺς συνεργάτες καὶ στὰ ἐξ ὧν συνετέθη τῆς ἔκδοσης. Ὡστόσο, δὲν μένει σὲ αὐτό. Δὲν ἐξαντλεῖται στὴ χρήση γραμμάτων καὶ κάποιων γραμμικῶν γλυφῶν, ἀλλὰ μέσω τῆς χρήσης σχημάτων καὶ εἰκαστικῶν ἔργων πάσης φύσεως δημιουργεῖ ἕνα διακαλλιτεχνικοῦ ἐνδιαφέροντος ἐπίτευγμα συναιρῶντας τὴν εἰκόνα καὶ τὸν λόγο σὲ ἕνα σχῆμα ὁλοποιητικό, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ σειρά του συνιστᾶ τὸ ἔργο τέχνης ποὺ ἐκτίθεται στὸ Γουλανδρῆ. Οἱ τίτλοι τῶν κολοφώνων περιλαμβάνουν μόνο τὰ στοιχεῖα τοῦ εἰκαστικοῦ ἔργου ποὺ προτίθεται ἢ ἕπεται τοῦ —ἐν προκειμένῳ, σχεδὸν προσχηματικοῦ— κειμένου, κάτι ποὺ ἐπιρρωνύει τὴ θέση πὼς τὰ ἔργα (ἢ τμήματα αὐτῶν) ποὺ ἀξιοποιεῖ ὁ Μαμάης  στοὺς κολοφῶνες του, ἐπανασημασιοδοτοῦνται μέσα στὸ νέο εἰκαστικὸ ἔργο ποὺ συνιστᾶ πλέον ὁ κολοφώνας ὡς ὅλον. Ὁ θεατὴς εἶναι δυνάμει ἀναγνώστης καὶ τανάπαλιν. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ διαβάσει κανεὶς πληροφορίες γιὰ τὸ τιρὰζ καὶ τὸ βιβλιοδετεῖο ἢ γιὰ τὸ χαρτὶ καὶ τὸ τυπογραφεῖο (ἂν καὶ μοιραῖα θὰ τὸ κάνει…), ὅσο τὸ νὰ δεῖ τὸν συγγραφέα, τὸν μεταφραστὴ και τὸν τίτλο τοῦ βιβλίου, ἐνῶ  θ α υ μ ά ζ ε ι  τὸ συνολικὸ ἀποτέλεσμα σὰν ἕνα προωθημένο ἐκδοτικὸ ἀπωλλιναιρικὸ calligramme ἢ ἕνα τεχνοπαίγνιο, τὸ ὁποῖο πολὺ συχνὰ συνιστᾶ σχόλιο στὴν ταυτότητα τοῦ ἴδιου τοῦ βιβλίου ποὺ τὸ περιλαμβάνει καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ μπορεῖ νὰ σταθεῖ αὐτούσιο ὡς εἰκαστικὸ ἔργο. Τρανὴ ἀπόδειξη συνιστᾶ τὸ γεγονὸς πὼς πολλοὶ ἐπισκέπτες τῶν ἐγκαινίων θαυμάζοντας τοὺς κολοφῶνες ἀναρωτήθηκαν ἂν αὐτοὶ πωλοῦνται, διότι θὰ ἤθελαν νὰ τοὺς στολίσουν τὸν τοῖχο τοῦ γραφείου ἢ τοῦ σαλονιοῦ τους.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς διακαλλιτεχνικὲς καὶ διαμεσικὲς προσπάθειες πολλῶν καλλιτεχνῶν πού, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν conceptual art, κολακεύουν τοὺς ἀποδέκτες τῶν ἔργων τους βάζοντάς τους νὰ κάνουν ἐκεῖνοι τὴν ἑρμηνεία καὶ ὁδηγῶντας τους πολὺ συχνὰ σὲ φαιδρὲς ἑρμηνευτικὲς ἀποφάνσεις, ἀφοῦ πρῶτα φορέσουν στὰ εἰκαστικά τους προϊόντα τὰ γυαλιὰ μιᾶς σοῦπερ καυτῆς ἐπίκαιρης θεωρητικῆς προβιᾶς, οἱ κολοφῶνες τοῦ Μαμάη εἶναι αὐτο ποὺ εἶναι καὶ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸ ποὺ κατὰ τὰ λόγια τοῦ καλλιτέχνη «εἶναι ὁ προθάλαμος τῆς γνώσης».

Ἀξίζει νὰ ἐπισκεφτεῖ κανεὶς κάτι τόσο πολὺ καινούργιο καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ κάτι τόσο πολὺ παλιὸ ὅπως εἶναι οἱ κολοφῶνες, προκειμένου νὰ ἀναστοχαστεῖ τὴ μεταμοντέρνα ἀντίληψη περὶ τέχνης, ποὺ ἐπιδιώκει (καὶ πριμοδοτεῖ σὲ ἐπίπεδο πολιτικὸ πλέον) ἁπλῶς τὴν πρόκληση ἑνὸς σὸκ καὶ τὴν καταγραφὴ —ἐν εἴδει ἡμερολογίου— τῆς εὔθραυστης ψυχικῆς ἐπικράτειας τοῦ πάντοτε συναισθηματικὰ εὐαίσθητου καλλιτέχνη. Ἀντιθέτως, ἂν θὰ μπορούσαμε νὰ λογίσουμε τὴν κίνηση τῆς ἔκθεσης κολοφώνων ὡς καλλιτεχνικὸ γεγονός, κάτι ποὺ δὲν τὸ ἀρνεῖται οὔτε ὁ Μαμάης, τότε ἴσως θὰ μπορούσαμε νὰ καταλήξουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι μιὰ τέτοια πρωτοβουλία εἶναι ἐνδεχομένως ἡ κατεξοχὴν μεταμοντέρνα θέαση τῶν πραγμάτων ‒ μιὰ ἐπανοικείωση τοῦ κλασικοῦ στὸ πλαίσιο τῆς σύγχρονης ὑστεροκαπιταλιστικῆς ἐποχῆς, μακρὰν καὶ πέραν τοῦ ἰμπρεσιονιστικοῦ habitus. Μᾶλλον ἀθέλητα, ὁ Μαμάης ἔκανε ἕνα τολμηρὸ καὶ γενναῖο βῆμα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους καλλιτέχνες τυπογράφους, ἂν ὄχι ὁ τελευταῖος, ὁ Μαμάης βαπτίστηκε μὲ ἀναδόχους τοὺς μεγάλους δασκάλους, λαδώθηκε μὲ ἀντιμόνιο, τυλίχτηκε τὴ βρώμικη μαλαστούπα καὶ φόρεσε ἀντὶ γιὰ σταυρουδάκι ἕνα ἄλφα μὲ τόνο. Τώρα, ὀξεία σὰν τὴ φυσιογνωμία του ἦταν ὁ τόνος αὐτός; Βαρεία σὰν τὴν παρακαταθήκη του; Περισπωμένη σὰν τὴ γλώσσα του; Ὁ Θεὸς τῶν μελανιῶν ξέρει καλύτερα.

~.~

*

*

*