Πώς βλέπουν οι ελευθερόστιχοι ποιητές τον έμμετρο στίχο

*

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Στο συγκαιρινό μας χαώδες και πολυδαίδαλο ποιητικό τοπίο των διαρκών εναλλαγών και μεταβάσεων (που επιδιώκονται εν πολλοίς και προγραμματικά υπό το κράτος της αδυναμίας παροχής τόσο μιας συνεκτικής αφήγησης όσο και της συναφούς καλλιτεχνικής παραγωγής και θεωρητικής υποστήριξης που την συνέχουν) η σύγχρονη έμμετρη ποίηση, παρά τις αρκετές της εγγενείς διαφοροποιήσεις και ταλαντεύσεις, αποτελεί πιθανότατα την ευκρινέστερη ως προς την καταγραφή και την οριοθέτησή της τάση και κατηγορία. Πολλάκις, ετεροκαθοριζόμενη, θεωρείται πως αποτελεί και ένα «άκρο» του ποιητικού επιστητού, όντας ένα άτυπο terminus για τις επιμέρους διαφοροποιήσεις των ποιητικών φωνών και ρευμάτων από εκείνη, για τις τμηματικές και κατά το δοκούν δεξιώσεις της ή ακόμα και για την ολική της άρνηση. Διαπερνώντας εγκάρσια το σημερινό ελληνικό ποιητικό τοπίο, κρίνουμε πως μπορεί κανείς να καταγράψει σε ορισμένες κατηγορίες-ομπρέλα τις βασικές θέσεις των σύγχρονών μας ελευθερόστιχων ποιητών και ποιητριών (που προφανώς και δεν αποτελούν ένα σύνολο ενιαίο και αδιαίρετο) έναντι της έμμετρης ποίησης, παλεύοντας, παράλληλα, εν μέρει να τις ερμηνεύσει αλλά και να τις τοποθετήσει στα δεδομένα της εποχής μας και της ανάγκης ενδεχομένως υπέρβασής της.

->Η ανοιχτά επιθετική στάση: Η πιο ξεκάθαρη ως προς το στίγμα της, την ποιητική της πρακτική και την ιδεολογική της στόχευση κατηγορία αποτελείται από τους/τις δημιουργούς εκείνους/-νες που προγραμματικά πολεμούν κι εχθρεύονται τον έμμετρο λόγο υπό το πρίσμα του συντηρητισμού, της «παλαιοημερολογίτικης» οπισθοδρομικότητας και της εμμονής σε μια πρακτική που η ζωή και η τέχνη έχουν κατά την άποψή τους προ πολλού ξεπεράσει. Η κατηγορία αυτή, πιο εκτεταμένη ποσοστιαία στις νεαρότερες, «ιακωβίνικες» ηλικίες και προείκασμα ενδεχομένως της διαπάλης των επερχόμενων δεκαετιών στον λεγόμενο δυτικό κόσμο, σχεδόν πάντα συνδέεται άρρηκτα με συγκεκριμένες (μετα)νεωτερικές πολιτικές και ιδεολογικές θεωρίες μανιχαϊστικού τύπου (συχνά αντίστροφου από εκείνον που υποστηρίζουν πως πολεμούν ανοιχτά) και προτάσσει μια διαφορετικής υφής ποιητική παραγωγή που θα κρίνεται κυρίως με βάση την ιδεολογία που προωθεί. Αποτελεί, πάντως, την πιο σαφή χωρικά οπτική έναντι του σύγχρονου έμμετρου στίχου, μιας και τα όριά της δεν τέμνουν ούτε κατά διάνοια τη δυνητική επικράτειά του.

->Η οπτική της απλής αποδοχής: Η συνηθέστερη κατηγορία που φαίνεται πως περικλείει εντός της την πλειοψηφία των σημερινών ελευθερόστιχων δημιουργών προτάσσει μια οπτική που αποδέχεται την ύπαρξη του έμμετρου στίχου ως μιας ακόμα δυνατότητας και προοπτικής, θεμιτής μεν, αλλά συχνά περιθωριακής και δευτερεύουσας. Η στάση αυτή (που προφανώς ενέχει μέσα της αυξομειώσεις έλξης και απώθησης και συνήθως συνδέεται με κάποια ή κάποιες από τις επόμενες που θα παρουσιάσουμε) αποδέχεται είτε άμεσα και συνειδητά είτε δευτερογενώς και εσωτερικευμένα την κυριαρχία ενός μεταμοντέρνου, ετεροβαρούς και παραδειγματικού «anything goes», το οποίο και συνεξετάζει ανομοιογενείς αφηγήσεις διαφορετικής προέλευσης, ιστορίας και δυναμικής υπό ένα παραπλήσιο πρίσμα, μεταθέτοντας το βάρος στην επιλογή που θα κληθεί να κάνει ανά περιόδους της ζωής και του έργου του το κάθε άτομο ξεχωριστά βάσει αιτίων που αφορούν αμιγώς το ίδιο και την τυχαιότητα της εκάστοτε προσωπικής του διαδρομής.

->Οι «αποσκιρτήσαντες» έμμετροι: Ενδιαφέρουσα ερευνητικά υποκατηγορία αποτελούν οι ποιητές και ποιήτριες που ξεκίνησαν την (έντυπη ή μη) παρουσία τους μεταχειριζόμενοι/-νες τα όπλα της έμμετρης ποίησης κι εν συνεχεία, συχνότατα έχοντας ως άξονα αναφοράς την ηλικία των τριάντα ετών, μετατοπίστηκαν στην πλευρά του ελεύθερου στίχου. Όπως ποικίλλουν οι λόγοι αυτής τους της μεταβολής (γρήγορη καλλιτεχνική εξάντληση, τάση προς ευκολία και ταυτόχρονα εγκεφαλισμό, αποδοχή από μια συγκεκριμένη κι εφήμερα κυρίαρχη κάστα εντός του ποιητικού κόσμου), έτσι διαφέρει και η στάση τους έναντι της έμμετρης ποίησης που εκκινεί από μια αποδοχή του αρχικού τους έργου ως φωτογραφίας μιας παλαιότερης και ενδεχομένως «αφελέστερης» στιγμής τους, διέρχεται από την άρνηση του παρελθόντος τους υπό το κράτος των νέων θεωρήσεων κι αγγίζει μέχρι κι έναν μαχητικό αντι-έμμετρο ιδιότυπο «γενιτσαρισμό» που τέμνει ενίοτε ξυστά την, διαφορετικής προέλευσης, πρώτη κατηγορία που εξετάσαμε.

->Φωνές που «διαλέγονται» με το έμμετρο: Μια άξια καταγραφής μειοψηφία των σημερινών ελευθερόστιχων ποιητών και ποιητριών, σε ένα ποσοστό σαφώς μεγαλύτερο απ’ ό,τι π.χ. είκοσι και τριάντα χρόνια πριν (απότοκο και της δυναμικής παρουσίας της σύγχρονης έμμετρης ποίησης) επιλέγει να δοκιμαστεί σε ένα μικρό τμήμα του έργου της στον έμμετρο λόγο ή να «διαλεχθεί» μαζί του. Εξετάζοντας την πρώτη υποπερίπτωση, συχνά παρατηρούμε απόπειρες συνομιλίας με ποιήματα σε σταθερές μορφές (κατά βάση σονέτα και χαϊκού) που είτε μπατάρουν μετρικά και νοηματικά προτάσσοντας την ανάγκη για περισσότερη δουλειά στις κανονικές φόρμες είτε εξαντλούν την «οφειλή» του/της δημιουργού στην –θεωρούμενη ως– ποιητική παράδοση είτε ακόμα και αναδεικνύουν (σπανιότερα) μια θαμμένη δυνατότητα κι ένα κρυμμένο ταλέντο που έχει περιχαρακωθεί στις μυλόπετρες της εποχής. Στην δεύτερη, ωστόσο, υποπερίπτωση (μάλλον και τη συχνότερη ποσοστιαία) ο ρυθμός, η ρίμα και οι σταθερές μορφές καθίστανται ένα επιπλέον παιχνίδι στα χέρια των προσωποκεντρικών πειραματισμών και αυξομειώσεων από ποιητές και ποιήτριες που επιχειρούν να τα «φέρουν στα μέτρα τους», με αποτελέσματα εξαιρετικά άνισα και εντέλει εφήμερα, αποτελέσματα που διασταλτικά και μόνο μπορούν να θεωρηθούν ή να εξεταστούν στην κατηγορία του έμμετρου λόγου.

->Η επιζήτηση της αναγνώρισης: Χρήζουν, τέλος, μιας ξεχωριστής αναφοράς οι αυτόνομες εκείνες περιπτώσεις ελευθερόστιχων ποιητών και ποιητριών που εκφράζουν (συνήθως κατ’ ιδίαν) τον θαυμασμό τους στον σύγχρονο έμμετρο στίχο, προτάσσοντας, παράλληλα, εν είδει παραπόνου τη –θεωρούμενη ως– ατομική τους ανεπάρκεια (αποτέλεσμα κατά βάση ελλιπούς εξάσκησης) να παραγάγουν ποιητικό έργο σε σταθερές μορφές. Οι δημιουργοί αυτοί επιζητούν συχνά την αποδοχή ως ισότιμων από το έμμετρο τμήμα των ομοτέχνων τους, θυμίζοντας εν μέρει τις δυτικές μεσαιωνικές αναβιώσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που ποθούσαν όσο τίποτα την αναγνώριση από τον «νόμιμο κληρονόμο της Ρώμης», το Βυζάντιο. Η παραπάνω αναλογία δεν αποτελεί ένα ρητορικό τέχνασμα, αλλά περισσότερο αποδεικνύει πως η πλειοψηφία των ανθρώπων, όσο κι αν συχνά επιλέγει απλά να ακολουθήσει το εκάστοτε κυρίαρχο ρεύμα για λόγους ασφάλειας και αποδοχής, κατανοεί βαθιά μέσα της την αληθινή κι όχι την εφήμερη και φαλκιδευμένη όψη των πραγμάτων. Κι αποτελεί ενδεχομένως και το πιο πρόσφορο πεδίο και την καλύτερη δυνατή «μαγιά» ανατροπής των συσχετισμών, τουλάχιστον για όσους και όσες από εμάς δεν έχουμε ακόμα πάψει να ονειρευόμαστε και να αγωνιζόμαστε για μια τέτοια προοπτική…

*

*

*